ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:A149
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 50/2020
11 MAΪOY 2O2O
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, K. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΟΜΟ 133(Ι)/2004
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ xxx GHEBALI
ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΑ/ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΟΥ
-------------------------
ΕΦΕΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΑ/ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΟΥ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΤΗΣ κας Α. ΚΑΡΝΟΥ, Ε.Δ. ΗΜΕΡ. 19.2.2020 ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΑΡ. 18/2019 (ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ).
----------------------
Α. Βαφέας, για ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΑΦΕΑΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα
Ε. Παπαλοϊζου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα
-------------------------------------
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Παρπαρίνο Δ.
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Στις 3.10.2016 το 13ο Ποινικό Τμήμα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου του Παρισιού, επέβαλε στον Εφεσείοντα ποινή φυλάκισης ύψους 18 μηνών για το αδίκημα της κατάχρησης της εμπιστοσύνης. Η απόφαση εφεσιβλήθηκε και στις 26.2.2019 το Εφετείο του Παρισιού, επικύρωσε την καταδίκη και επιβολή ποινής στον Εφεσείοντα. Ο Εφεσείων δεν ήταν παρών κατά τη δίκη του αλλά εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο. Στη βάση της απόφασης του Εφετείου, ο Εισαγγελέας του Εφετείου του Παρισιού στις 21.10.2019 εξέδωσε Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, (ΕΕΣ), του Εφεσείοντα. Όπως αναγράφεται στο ίδιο το ΕΕΣ, η σύλληψη και παράδοση του Εφεσείοντα στις Γαλλικές Αρχές, αποσκοπεί στην υπό του Εφεσείοντα έκτιση της επιβληθείσας εις αυτόν ποινή φυλάκισης των 18 μηνών. Περαιτέρω στο ίδιο ΕΕΣ αναφέρεται ότι ταυτόχρονα με την απόφαση του ημερ. 26.2.2019, το Εφετείο Παρισιού αποφάσισε τη διατήρηση της ισχύος του εθνικού εντάλματος σύλληψης ημερ. 12.11.2014, το οποίο εξεδόθη εναντίον του Εφεσείοντα από ανακριτή Δικαστή. Ο Εφεσείων συνελήφθη στην Λάρνακα στις 2.12.2019 συμφώνως του ΕΕΣ ημερ. 21.10.2019. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, εξέδωσε στις 19.2.2020 την αιτιολογημένη απόφαση του και διέταξε την εκτέλεση του ΕΕΣ.
Ο Εφεσείων θεωρώντας την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη την προσβάλλει με την υπό εξέταση έφεση με τέσσερις λόγους. Με τον πρώτο λόγο διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και χωρίς να αναλύσει ορθά τα ενώπιον του στοιχεία κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφορικά με τις διαδικασίες που επιβάλλονται από την Απόφαση Πλαίσιο και συγκεκριμένα από τα Άρθρα 3, 4 και 4α. Οι Γαλλικές Εισαγγελικές Αρχές δεν πληρούν τα κριτήρια που έχουν τεθεί, όχι μόνο στην Απόφαση Πλαίσιο, αλλά και στις Αποφάσεις του ΔΕΕ ημερ. 27.5.2019. Με τον δεύτερο λόγο προβάλλει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο παραβίασε την αρχή του δεδικασμένου αναφορικά με προηγούμενη απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου με πανομοιότυπα γεγονότα ημερ. 2.12.2019. Η απλή αιτιολόγηση με αναφορά σε νέα απόφαση του ΔΕΕ ημερ. 12.2.2019 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-566/19 και C-626/19 δεν αιτιολογεί την αναίρεση προηγούμενης απόφαση του Δικαστηρίου. Επίσης διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα χωρίς ανάλυση των στοιχείων κατέληξε στην απόφαση του αναφορικά με την έκδοση του ΕΕΣ χωρίς να λάβει υπόψιν του το θέμα της επαρκούς δικαστικής προστασίας (τρίτος λόγος) και τέλος ότι εσφαλμένα κατέληξε ότι το ΕΕΣ βασίζεται στην απόφαση του Εφετείου Παρισιού με την οποία επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση και διατηρήθηκε η ισχύς εντάλματος σύλληψης που είχε προγενέστερα εκδοθεί εναντίον του Εφεσείοντα για σκοπούς σύλληψης του προκειμένου να εκτίσει την ποινή του.
Ο Εφεσείοντας με το περίγραμμα του, θέτει αίτημα παραπομπής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ βάσει του Άρθρου 267 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) με τα εξής πέντε ερωτήματα:
1) "Έχει το άρθρο 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (εις το εφεξής «η Απόφαση-Πλαισίου»), την έννοια ότι το κράτος εκτελέσεως οφείλει να εκδώσει απόφαση επί παντός ΕΕΣ που του διαβιβάζεται, τούτο δε και στην περίπτωση που έχει ήδη αποφασίσει επί προηγούμενου ΕΕΣ που εκδόθηκε από την ίδια δικαστική αρχή έκδοσης κατά του ιδίου προσώπου που καταζητείται στο πλαίσιο της ίδιας ποινικής διαδικασίας για εκτέλεση ποινής, το δε νέο ΕΕΣ εκδόθηκε κατά την διάρκεια της προηγούμενης διαδικασίας και ανακαλούσε το προηγούμενου ΕΕΣ;
2) Στην περίπτωση που η δικαστική αρχή εκτελέσεως έχει αποφανθεί για το προηγούμενο ΕΕΣ το οποίο είχε ανακαλεστεί από την δικαστική αρχή έκδοσης και εκδόθηκε νέο ΕΕΣ, η εκδοθήσα απόφαση από την δικαστική αρχή εκτελέσεως αφορά το νέο ΕΕΣ εφόσον το προηγούμενο ήταν ανακαλεσμένο και άκυρο νομικά;
3) Έχει το άρθρο 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ την έννοια ότι η δικαστική αρχή εκτελέσεως, όταν λάβει την απορριπτική απόφαση επί του προηγούμενού ΕΕΣ για την έκδοση τον Εκζητουμένου, να ενημερώσει άμεσα την δικαστική αρχή έκδοσης του βάσει του άρθρου 22 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ με το έντυπο ως αναφέρεται στο Παράρτημα VII του Εγχειριδίου για τον τρόπο έκδοσης και εκτέλεσης του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης στην Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ημερ. 28.09.2017 (εις το εφεξής το «Εγχειρίδιο» και ποια είναι τα χρονικά περιθώρια ενημέρωσης της δικαστικής αρχής έκδοσης και ποια τα χρονικά περιθώρια να απαντήσει για την συνέχιση ή όχι της διαδικασίας με ένα νέο ΕΕΣ;
4) Έχει το άρθρο 1 της Αποφάσεως-Πλαισίου, και στην περίπτωση που η απάντηση στο ερώτημα 3) είναι καταφατική, την έννοια ότι θα πρέπει η δικαστική αρχή εκτέλεσης να αποδεχτεί την επίδοση νέον ΕΕΣ πριν λάβει την απόφαση από την δικαστική αρχή έκδοσης επί του προηγούμενου ΕΕΣ και να ξεκινήσει την εκδίκαση τον νέου ΕΕΣ;
5) Έχει το άρθρο 1 της Αποφάσεως-Πλαισίου την έννοια ότι στην περίπτωση που το προηγούμενο ΕΕΣ είναι άκυρο ως διαφαίνεται από την αλληλογραφία και τις εξηγήσεις της δικαστικής αρχής έκδοσης ότι είχε ανακαλεστεί και αντικατασταθεί με το νέο ΕΕΣ, ότι θα πρέπει να εκδικάσει για δεύτερη φορά την έκδοση του Εκζητούμενου;"
Παράλληλα αιτείται αναστολής της διαδικασίας μέχρι την έκδοση απόφασης από το ΔΕΕ επί της προδικαστικής παραπομπής και αποφυλάκιση του Εφεσείοντα με περιοριστικά όρους.
ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ
Η παραπομπή ζητημάτων που χρήζουν ερμηνείας στο ΔΕΕ με προδικαστικές αποφάσεις, διέπεται από το άρθρο 267 (πρώην 234) της Συνθήκης, το οποίο έχει ως ακολούθως:
«Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις:
(α) επί της ερμηνείας των Συνθηκών,
(β) επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης.
Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο για να αποφανθεί έπ' αυτού.
Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα σε εκκρεμή υπόθεση και του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο.
Όταν ανακύπτει τέτοιο ζήτημα σε εκκρεμή υπόθεση ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους, η οποία αφορά πρόσωπο υπό κράτηση, το Δικαστήριο αποφαίνεται το συντομότερο δυνατόν."
Από πλευράς εθνικού δικαίου, σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 34Α του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960, οι οποίες έχουν ως ακολούθως:
«34Α.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), δικαστήριο ενώπιον του οποίου ανακύπτει ζήτημα, το οποίο αφορά στο κύρος και την ερμηνεία των αποφάσεων-πλαίσιο και των αποφάσεων που εκδίδονται βάσει του Τίτλου VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή στην ερμηνεία των συμβάσεων που καταρτίζονται με βάση τον Τίτλο VΙ της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή στο κύρος και την ερμηνεία των μέτρων εφαρμογής τους, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για να αποφανθεί επ' αυτού.
(2) Σε περίπτωση που ζήτημα, το οποίο αναφέρεται στο εδάφιο (1), ανακύψει ενώπιον τον Ανωτάτου Δικαστηρίου στις περιπτώσεις που οι αποφάσεις του εν λόγω δικαστηρίου δεν υπόκεινται σε έφεση, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, Το Ανώτατο Δικαστήριο παραπέμπει το ζήτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.»
Το Άρθρο 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ το οποίο αναφέρεται στα νομικά ερωτήματα που θέτει ο Αιτητής/Εφεσείων έχει ως ακολούθως:
"1. Το ΕΕΣ είναι δικαστική απόφαση η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς το σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου που καταζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.
2. Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ΕΕΣ βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο.
3. H παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση."
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή δεν προώθησε ενώπιον μας το λόγο για τον οποίο θα πρέπει να παραπεμφθούν τα εγερθέντα ζητήματα στο ΔΕΕ. Παρόλα ταύτα θα πρέπει να λεχθεί ότι το Εθνικό Δικαστήριο δύναται να αποστείλει ερώτημα, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, έστω και αν ακόμη το χρησιμοποιηθέν δικονομικό μέτρο από διάδικο είναι ελλιπές ή άκυρο, όπου το ίδιο το Δικαστήριο διαπιστώσει την προς τούτο αναγκαιότητα εφόσον κρίνει ότι το ανακύψαν ζήτημα είναι ουσιώδες και η απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του κρίσης. Το Άρθρο 34Α του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60, είναι σχετικό (βλ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά Αρ. 5/2016, ημερ. 5.4.2017).
Στην πιο πάνω αναφορά λέχθηκαν, επίσης, από την Ολομέλεια τα ακόλουθα:
"Αναγνωρίζονται εξαιρέσεις στη δυνατότητα ή υποχρέωση του εθνικού Δικαστηρίου να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα όταν η ερμηνεία είναι τόσο προφανής που να μην χρειάζεται το εθνικό Δικαστήριο να ανατρέξει σε προηγούμενη νομολογία του Δικαστηρίου επί του θέματος, αρχή γνωστή ως acte claire όπως έχει καθιερωθεί στην υπόθεση Srl CILFIT v. Ministry of Health, Case 283/1981 (1982) E.C.R. 3415. Επίσης εξαίρεση έχει καθιερωθεί στη βάση της αρχής του acte éclairé, η οποία τυγχάνει εφαρμογής όταν το ερώτημα που ανακύπτει έχει ήδη τύχει εξέτασης σε ουσιωδώς παρόμοιο ερώτημα και έχει απαντηθεί από το Δικαστήριο. Η Κυπριακή σχετική νομολογία επί των θεμάτων της προδικαστικής παραπομπής έχει αναφερθεί και συνοψισθεί σε αρκετές αποφάσεις μεταξύ των οποίων η Cypra Ltd v. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 305 και Kristian Bekefi κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 42/2013 κ.ά., ημερ. 8.9.2015. Για το διαδικαστικό μέρος μιας παραπομπής έχει δημοσιευθεί ο προαναφερθείς περί Προδικαστικής Παραπομπής στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Διαδικαστικός Κανονισμός (Αρ. 1) του 2008, κατά τον οποίο Δικαστήριο δύναται να εκδώσει σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας σχετική διαταγή παραπομπής είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν αίτησης διαδίκου, εκθέτοντας σε Παράρτημα την παράκληση προς το Δικαστήριο για έκδοση προδικαστικής απόφασης εξειδικεύοντας το ερώτημα και όλα τα σχετικά στοιχεία που καθορίζονται στον Κανονισμό."
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Εφεσίβλητο στο περίγραμμα της εισηγείται ότι (α) ο τρόπος που υπεβλήθη το αίτημα δεν είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος για υποβολή αιτήματος παραπομπής προδικαστικών ερωτημάτων στο ΔΕΕ και (β) δεν υπάρχει κανένας λόγος παραπομπής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ αφού τα ερωτήματα που θέτει ο Εφεσείων, είτε έχουν απαντηθεί με προηγούμενη νομολογία, είτε δεν χρήζουν απάντησης για τους σκοπούς της παρούσας Έφεσης. Μας παράπεμψε προς τούτο σε σχετική νομολογία.
Εξετάσαμε τα όσα τέθησαν ενώπιον μας και είναι η διαπίστωση μας ότι τα ερωτήματα διατυπώνονται κατά γενικό τρόπο χωρίς να καθορίζεται με ακρίβεια ο λόγος ή οι λόγοι για τους οποίους επιδιώκεται η ερμηνεία του ΔΕΕ. Περαιτέρω, όπως διαπιστώνουμε από τα ίδια τα ερωτήματα ζητείται η γνωμάτευση του Δικαστηρίου εφαρμογής της απόφασης πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ όπως τροποποιήθηκε, επί των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης που είναι απαράδεκτο (βλ. Kristian Bekefi κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 42/2013 κ.α. ημερ. 8.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:C577, Duringello v. INPS case C-186/90).
Επίσης παρατηρούμε ότι υπάρχει προηγούμενη νομολογία που απαντά στα ερωτήματα (βλ. Κωνσταντίνος (Ντίνος) Μιχαηλίδης και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Π.Ε. 221/2013, ημερ. 2.9.2013 και Leonid-Ivanov Spiriev v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Π.Ε. 100/2014, ημερ. 13.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:A313. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την τελευταία απόφαση:
"Tα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης προσομοιάζουν με αυτά της υπόθεσης Μιχαηλίδης (ανωτέρω), όπου εκδόθηκε δεύτερο, πανομοιότυπο σε περιεχόμενο με το πρώτο, ένταλμα, με μόνη εξαίρεση τη διαφορετική ημερομηνία, και αφού, εν τω μεταξύ, ο εκζητούμενος αφέθηκε ελεύθερος, υπό την έννοια ότι δε δεσμευόταν πλέον από τους όρους που του είχαν τεθεί για σκοπούς εμφάνισης στην προηγούμενη διαδικασία. Οι ενέργειες της κεντρικής αρχής δεν κρίθηκαν καταχρηστικές. Παρόμοια προσέγγιση εντοπίζεται και στην αγγλική υπόθεση Popa v. Czech Republic (2011) EWHC 329, όπου η έκδοση διαδοχικών ενταλμάτων, και ενώ εκκρεμούσε δικαστική διαδικασία, δεν κρίθηκε καταχρηστική, παρά το γεγονός ότι το αγγλικό εφετείο εντόπισε λανθασμένους χειρισμούς και αντικανονικό τρόπο συμπεριφοράς εκ μέρους της κεντρικής αρχής. Η κατάληξη του Δικαστηρίου στηρίχθηκε στη θέση ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι ενέργειες της κεντρικής αρχής έγιναν κακόπιστα."
Περαιτέρω είναι η κρίση μας ότι τα πιο πάνω δεν χρήζουν απάντησης για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας/εξέτασης των λόγων έφεσης αλλά θα ήταν απλά ακαδημαϊκή άσκηση και σίγουρα δεν είναι αυτός ο σκοπός της παραπομπής προδικαστικού ερωτήματος. Είναι η κατάληξη μας συνεπώς ότι δεν δικαιολογείται παραπομπή τέτοιου ερωτήματος.
ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ
Προβάλλεται από τον Εφεσείοντα ουσιαστικά ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ακολούθησε τη νεότερη νομολογία του ΔΕΕ με την οποία κρίθηκε ότι οι Εισαγγελικές Αρχές της Γαλλίας πληρούν το εχέγγυο της ανεξαρτησίας από την Εκτελεστική Εξουσία και συνεπώς μπορούν να εκδίδουν ΕΕΣ.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να ακολουθήσει τις αποφάσεις της Ολομέλειας του ΔΕΕ στις OG και PI Parguet de Lubeck και de Zwickiau, C-508/18 και C82/19 PPU ημερ. 27.5.2019 όπου αποφασίστηκε ότι η έννοια της δικαστικής αρχής έκδοσης "πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αναφέρεται σε εισαγγελείς κράτους μέλους οι οποίοι εκτίθενται στον κίνδυνο να υποστούν άμεσα ή έμμεσα, σε ατομικές εντολές ή οδηγίες του εκτελεστικού οργάνου, όπως είναι ο Υπουργός". Αρχή την οποία υιοθέτησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του ημερ. 2.12.2019 στην Αίτηση για εκτέλεση του ΕΕΣ στην υπόθεση αρ. 12/19 που αφορούσε και πάλι τον Εφεσείοντα. Όπως προώθησε, οι Γαλλικές εισαγγελικές Αρχές δεν πληρούν το εχέγγυο της ανεξαρτησίας λόγω (α) της θέσης τους σε σχέση με τον ιεραρχικά ανώτερο τους δηλ. τον εκάστοτε Υπουργό Δικαιοσύνης και (β) λόγω της ιεραρχικής τους θέσης σε σχέση με τον Γενικό Εισαγγελέα. Παρέπεμψε δε προς τούτο στην MOULIN v. Γαλλίας αρ. 37104/06 ημερ. 23.11.2010. Υποστήριξε ακόμη ότι η νέα νομολογία (απόφαση στις C-566/19 και C-626/19) του Δ.Ε.Ε. εξέτασε το θέμα "πλημμελώς", ήτοι κατά πόσο οι εισαγγελικές αρχές της Γαλλίας πληρούν το εχέγγυο της ανεξαρτησίας από την εκτελεστική εξουσία, ώστε να μπορούν να εκδίδουν ΕΕΣ. Ήτο η θέση του ότι η απόφαση λήφθηκε άκρως περίεργα και ενάντια στη θέση του Γενικού Εισαγγελέα του ΔΕΕ.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Γενικό Εισαγγελέα, απόρριψε όλα τα πιο πάνω εισηγούμενη ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή και ορθά καθοδηγήθηκε από τη νεότερη νομολογία του ΔΕΕ.
Εξετάσαμε τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μας και θα πρέπει να λεχθεί ότι η πραγματική εικόνα σχετικά με την "δικαστική αρχή έκδοσης" που απαντάται στην απόφαση πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ είναι η ακόλουθη:
Η Moulin ν. Γαλλία (άνω) στην οποία αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, αποφασίστηκε στις 23.11.2010 και αφορούσε εθνικό ένταλμα σύλληψης και όχι ΕΕΣ. Αποφασίστηκε ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 5.3 της ΕΣΔΑ καθότι ο κατήγορος της υπόθεσης δεν ήταν αξιωματούχος εξουσιοδοτημένος από νόμο να ασκεί δικαστική εξουσία. Συνεπώς, η υπόθεση διαφοροποιείται τόσο ως προς τα γεγονότα αλλά και το εξεταζόμενο θέμα.
Το Άρθρο 1(ι) της απόφασης-πλαίσιο ορίζει το ΕΕΣ ως "δικαστική απόφαση". Παρόλη την απλότητα της φράσης εντούτοις παρουσίασε διάφορα προβλήματα στην εφαρμογή σε εθνικό επίπεδο των χωρών της ΕΕ, ιδίως όταν το ΕΕΣ εκδίδεται από κατήγορο (prosecutor). Δια μία ενδιαφέρουσα ανάλυση βλέπε την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου στην γνωστή υπόθεση Assange v. The Swedish Prosecution Authority (2012) UKSC 22. Έκτοτε το ΔΕΕ διευκρίνισε την έννοια διασταλτικά ώστε να περιλαμβάνει και άλλα όργανα/αρχές που λαμβάνουν μέρος στην απονομή της δικαιοσύνης στο συγκεκριμένο εθνικό σύστημα αλλά απέκλεισε την αστυνομία, (βλ. Poltorak C-452/16 PPU §34-52, απόφαση ημερ. 10.11.2016, ή όργανο της εκτελεστικής εξουσίας της χώρας Μέλους - βλ. Kovalkovas, C-477/16 PPU, §28-48 απόφαση ημερ. 10.11.2016. Πιο πρόσφατα το ΔΕΕ διεύρυνε τους όρους κάτω από τους οποίους οι κατήγοροι θα μπορούσαν να εκδώσουν ΕΕΣ. Ειδικά την ανάγκη ανεξαρτησίας τους από την εκτελεστική εξουσία. (βλ. απόφαση ημερ. 27.5.2019 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-508/18 OG και C-82/19 PIPPU.) Αυτό συνεπάγεται την ύπαρξη νομοθετικού και θεσμικού πλαισίου ικανού να εγγυάται ότι η "αρχή έκδοσης" δεν εκτίθεται, όταν εκδίδει ΕΕΣ, σε οιονδήποτε κίνδυνο επηρεασμού ή λήψεως οδηγιών από την εκτελεστή εξουσία. Περαιτέρω αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να καθιστά ικανούς τους κατήγορους να κρίνουν την αναγκαιότητα και αναλογικότητα έκδοσης ΕΕΣ - βλ. απόφαση ημερ. 27.5.2019 στις C-508/18 και C-82/19 (άνω) §51 και §74, απόφαση ημερ. 12.12.2019 στην C-627/19 PPU, Openbaar Ministerie v. ZB, §31, απόφαση 12.12.2019 συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-566/19 PPU YR και C-626/19 PPU YR §52. Στις τέσσερις τελευταίες υποθέσεις είχαν εκδοθεί ΕΕΣ από τις εισαγγελικές Αρχές της Γαλλίας (C-566/19 και C-626/19) της Σουηδίας (C-625/19) και Βελγίου (C-627/19) στο πλαίσιο ποινικής δίωξης στις τρεις πρώτες υποθέσεις και στο πλαίσιο εκτέλεση ποινής, στην τελευταία. Τέθηκε λοιπόν, κατά το χρόνο της εκτελέσεως τους, ζήτημα μεταξύ άλλων, κατά πόσο οι Εισαγγελικές Αρχές έχουν την ιδιότητα της "δικαστικής αρχής".
Ειδικότερα και αναφορικά με το θέμα που ενδιαφέρει και στην υπό εξέταση υπόθεση, αναφέρεται ότι στις υποθέσεις C-566/19 PPU το ΕΕΣ εξεδόθη από την αναπληρωτή Εισαγγελέα του Tribunal de grande instance (πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) της Λυών (Γαλλία) για την άσκηση ποινικής δίωξης του εκζητούμενου και στην C-626/19 PPU το ΕΕΣ το εξέδωσε ο Εισαγγελέας του Tribunal de grande instance (πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) της Tours (Γαλλία) για την ποινική δίωξη του εκζητούμενου. Οι δύο υποθέσεις συνεκδικάστηκαν και λόγω του μεγάλου ενδιαφέροντος παρέστησαν ο Γενικός Εισαγγελέας του Λουξεμβούργου, η Ολλανδική Εισαγγελική Αρχή (αμφότερα κράτη εκτελέσεως των δύο Γαλλικών ΕΕΣ) και εκτός του εκζητούμενου η Ολλανδική, Γαλλική, Σουηδική, Βελγική, Ιρλανδική, Ισπανική, Ιταλική και η Φινλανδική κυβέρνηση όπως και η Επιτροπή.
Ένα από τα ερωτήματα που τέθηκαν στο ΔΕΕ (υπόθεση C-566/19 PPU) ήτο:
«Μπορεί η γαλλική εισαγγελική αρχή που λειτουργεί στο διενεργούν την ανάκριση δικαστήριο ή στο δικάζον δικαστήριο, η οποία είναι αρμόδια στη Γαλλία δυνάμει του δικαίου του εν λόγω κράτους για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, να θεωρηθεί ως δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος, κατά την αυτοτελή έννοια του όρου αυτού στο πλαίσιο του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου [2002/584], στην περίπτωση στην οποία, ενώ οφείλει να ελέγχει την τήρηση των αναγκαίων για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως προϋποθέσεων και να εξετάζει τον αναλογικό χαρακτήρα της λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της ποινικής δικογραφίας, αποτελεί συγχρόνως την αρχή η οποία είναι επιφορτισμένη με την ποινική δίωξη στην ίδια υπόθεση;»
Το ΔΕΕ, κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον εξεταζόμενο λόγο έφεσης, αποφάσισε:
"Επί της εννοίας της «δικαστικής αρχής έκδοσης»
Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, η δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος που είναι αρμόδια για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως δυνάμει του δικαίου του κράτους αυτού.
Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, μολονότι, σύμφωνα με την αρχή της δικονομικής αυτοτέλειας, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν, βάσει του εθνικού δικαίου τους, τη «δικαστική αρχή» η οποία είναι αρμόδια για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, εντούτοις το νόημα και το εύρος της έννοιας αυτής δεν μπορούν να επαφίενται στην κρίση εκάστου κράτους μέλους, αλλά η εν λόγω έννοια πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο σε ολόκληρη την Ένωση, λαμβανομένων υπόψη τόσο του γράμματος του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 όσο και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το άρθρο αυτό, καθώς και του σκοπού τον οποίο επιδιώκει η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο [πρβλ. απόφαση της 27ης Μαΐου 2019, OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau), C-508/18 και C‑82/19 PPU, EU:C:2019:456, σκέψεις 48 και 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι στην έννοια του όρου «δικαστική αρχή έκδοσης», κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, μπορούν να περιληφθούν και οι αρχές κράτους μέλους οι οποίες, χωρίς να είναι κατ' ανάγκην δικαστές ή δικαιοδοτικά όργανα, μετέχουν στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στο εν λόγω κράτος μέλος και ενεργούν με ανεξαρτησία κατά την άσκηση των καθηκόντων που είναι συμφυή με την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, η δε ανεξαρτησία αυτή επιβάλλει την ύπαρξη καταστατικών και θεσμικών κανόνων που να διασφαλίζουν ότι η δικαστική αρχή εκδόσεως του εντάλματος δεν είναι εκτεθειμένη, στο πλαίσιο λήψεως αποφάσεως περί εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, σε οιονδήποτε κίνδυνο να υπόκειται, μεταξύ άλλων, σε οδηγία της εκτελεστικής εξουσίας σε συγκεκριμένη υπόθεση [πρβλ. απόφαση της 27ης Μαΐου 2019, OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau), C-508/18 και C-82/19 PPU, EU:C:2019:456, σκέψεις 51 και 74].
Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται η συμμετοχή των εισαγγελέων, οι οποίοι στη Γαλλία έχουν την ιδιότητα των δικαστικών λειτουργών, στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης.
Όσον αφορά το ζήτημα αν οι εν λόγω εισαγγελείς ενεργούν με ανεξαρτησία κατά την άσκηση των καθηκόντων που είναι συμφυή με την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, από τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου από τη Γαλλική Κυβέρνηση προκύπτει ότι το άρθρο 64 του Συντάγματος εγγυάται την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας που απαρτίζεται από τους δικαστές και από τους εισαγγελικούς λειτουργούς και ότι, δυνάμει του άρθρου 30 του CPP, η εισαγγελική αρχή ασκεί τα καθήκοντά του αντικειμενικώς, χωρίς να υπόκειται σε εντολές σε συγκεκριμένη υπόθεση εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας, ο δε Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί μόνο να απευθύνει στους εισαγγελικούς λειτουργούς γενικές οδηγίες πολιτικής για την καταπολέμηση του εγκλήματος, προκειμένου να διασφαλίσει τη συνοχή της πολιτικής αυτής στο σύνολο της επικράτειας. Κατά την κυβέρνηση αυτή, οι εν λόγω γενικές οδηγίες σε καμία περίπτωση δεν έχουν ως αποτέλεσμα να εμποδίζουν τους εισαγγελικούς λειτουργούς στην άσκηση της εξουσίας τους εκτιμήσεως όσον αφορά τον αναλογικό χαρακτήρα της εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 31 του CPP, η εισαγγελική αρχή ασκεί την ποινική δίωξη και απαιτεί την εφαρμογή του νόμου τηρώντας την αρχή της αμεροληψίας.
Τα στοιχεία αυτά αρκούν για να καταδειχθεί ότι, στη Γαλλία, οι εισαγγελικοί λειτουργοί έχουν την εξουσία να εκτιμήσουν κατά τρόπο ανεξάρτητο, ιδίως σε σχέση με την εκτελεστική εξουσία, την αναγκαιότητα και τον αναλογικό χαρακτήρα της εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και ότι ασκούν την εν λόγω εξουσία αντικειμενικώς, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα επιβαρυντικά ή απαλλακτικά στοιχεία.
Μολονότι είναι αληθές ότι οι εισαγγελείς υποχρεούνται να συμμορφώνονται προς τις οδηγίες των ιεραρχικώς προϊσταμένων τους, από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως δε από τις αποφάσεις της 27ης Μαΐου 2019, OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau) (C-508/18 και C-82/19 PPU, EU:C:2019:456), καθώς και της 27ης Μαΐου 2019, PF (Γενικός εισαγγελέας της Λιθουανίας) (C-509/18, EU:C:2019:457), προκύπτει ότι η απαίτηση περί ανεξαρτησίας, κατά την οποία η εξουσία των εισαγγελέων προς λήψη αποφάσεων δεν πρέπει να υπόκειται σε εξωτερικές της δικαστικής εξουσίας εντολές, προερχόμενες ιδίως από την εκτελεστική εξουσία, δεν απαγορεύει τις εσωτερικές οδηγίες που μπορούν να δοθούν στους εισαγγελείς από τους ιεραρχικώς προϊσταμένους τους, που είναι και οι ίδιοι εισαγγελείς, βάσει της σχέσεως εξαρτήσεως που διέπει τη λειτουργία της εισαγγελικής αρχής.
Η ανεξαρτησία της εισαγγελικής αρχής δεν τίθεται εν αμφιβόλω ούτε από το γεγονός ότι αυτή είναι επιφορτισμένη με την άσκηση της ποινικής διώξεως. Πράγματι, όπως επισήμανε η Parquet général du Grand-Duché de Luxembourg κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, η έννοια της «δικαστικής αρχής έκδοσης», κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, δεν καλύπτει μόνον τους δικαστές ή τα δικαστήρια κράτους μέλους. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια αυτή έχει επίσης εφαρμογή στον αρμόδιο για την άσκηση ποινικών διώξεων γενικό εισαγγελέα κράτους μέλους, υπό την προϋπόθεση όμως ότι τελεί υπό καθεστώς το οποίο του παρέχει εγγυήσεις ανεξαρτησίας από την εκτελεστική εξουσία στο πλαίσιο της εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως [πρβλ. απόφαση της 27ης Μαΐου 2019, PF (Γενικός εισαγγελέας της Λιθουανίας) (C-509/18, EU:C:2019:457), σκέψη 57].
Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εμπίπτουν στην έννοια της «δικαστικής αρχής έκδοσης» της διατάξεως αυτής οι εισαγγελικοί λειτουργοί κράτους μέλους οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την άσκηση της ποινικής διώξεως και τελούν υπό τη διεύθυνση και τον έλεγχο των ιεραρχικώς προϊσταμένων τους, εφόσον τελούν υπό καθεστώς το οποίο τους παρέχει εγγυήσεις ανεξαρτησίας, ιδίως έναντι της εκτελεστικής εξουσίας, στο πλαίσιο της εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως."
Παρατηρείται συναφώς ότι το ΔΕΕ στην πιο πάνω απόφαση του, έχοντας υπόψιν την προηγηθείσα νομολογία του επί του θέματος, την οποία και σχολίασε, συμπλήρωσε τη νομολογία του αναφορικά με την έννοια "Δικαστική Αρχή Έκδοσης" που συναντάται στην απόφαση πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ.
Ορθά κατά την άποψη μας το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η Εισαγγελία του Εφετείου του Παρισιού είναι "δικαστική αρχή" εν τη εννοία του Άρθρου 6, παράγρ. 1 της απόφασης πλαισίου. Η αντίθετη θέση του Εισαγγελέα του ΔΕΕ δεν είναι δεσμευτική.
Δεσμευτική είναι η απόφαση του ΔΕΕ το οποίο έχει εξουσία βάσει του Άρθρου 267 της ΣΛΕΕ να αποφαίνεται επί θεμάτων ερμηνείας και εγκυρότητας του Κοινοτικού Δικαίου.
Ο πρώτος λόγος έφεσης, απορρίπτεται.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ
Οι υποθέσεις Μιχαηλίδης (άνω) και Spiriev (άνω) δεν αφήνουν περιθώριο επιτυχίας του δεύτερου λόγου έφεσης. Όπως λέχθηκε στη Μιχαηλίδης (άνω) πρόκειται περί ιδιότυπης διαδικασίας, η έκδοση στη βάση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης. Είναι περιοριστικής φύσεως και δεν καθορίζει ή ρυθμίζει εξαντλητικά τα τελικά δικαιώματα του εκζητούμενου. Εδώ η πρώτη διαδικασία αφορούσε ΕΕΣ ημερ. 30.7.2019 ενώ το υπό εξέταση ΕΕΣ είναι ημερ. 21.10.2019. Συναφώς πρόκειται περί δύο διαφορετικών και ξεχωριστών ΕΕΣ.
Συνεπώς ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ
Με το λόγο αυτό ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην απόφαση του εκτέλεσης του ΕΕΣ χωρίς να λάβει υπόψιν το θέμα της επαρκούς δικαστικής προστασίας. Ειδικότερα παραπονείται ότι η απόφαση ημερ. 12.12.19 απ' όπου άντλησε καθοδήγηση το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρεται μόνο σε "δικαστική προστασία" στην περίπτωση που το ΕΕΣ εξεδόθη στα πλαίσια διαδικασίας έρευνας και ανάκρισης και όχι σε περίπτωση ΕΕΣ όπως η παρούσα υπόθεση όπου το ΕΕΣ εξεδόθη για σκοπούς έκτισης ποινής. Αναφέρθηκε περαιτέρω στο χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης του στη Γαλλία (26.2.19) και έκδοσης του ΕΕΣ στις 21.10.2019 προκειμένου να εισηγηθεί ότι δεν μπορούσε να προβεί σε διάβημα ακυρώσεως του. Περιέπεσε σε πλάνη, κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς το γεγονός ότι δεν έγινε οιοσδήποτε έλεγχος στη Γαλλία, χώρα έκδοσης του ΕΕΣ, και επίσης ότι αυτό εξεδόθη από τον Εισαγγελέα του Παρισιού αυτεπάγγελτα και όχι κατόπιν αιτήματος του Εφετείου Παρισιού που εξέδωσε και καταδίκασε τον Εφεσείοντα.
Η ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσίβλητο υιοθέτησε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή και εισηγήθηκε ότι δεν δύναται το Δικαστήριο να εξετάσει τη διαδικασία έκδοσης του ΕΕΣ.
Εξετάζοντας τα όσα ανάφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα, όπως και αυτά που αναφέρονται στο περίγραμμα του παρατηρούμε ότι σ' αυτά ενυπάρχει κάποια σύγχυση στην έννοια και τι ακριβώς αφορά "δικαστική προστασία", απαίτηση που έθεσε η πρόσφατη νομολογία του (βλ. απόφαση ημερ. 27.5.2019 C-508/18 και C-82/19 PPU, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, απόφαση ημερ. 12.12.2019 C-566/19 PPU και C626/19 PPU).
Συμφώνως λοιπόν με τα όσα έχουν κριθεί από το ΔΕΕ η απόφαση εκδόσεως ΕΕΣ, πρέπει όταν λαμβάνεται από Αρχή που μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης, χωρίς να είναι δικαστήριο, να υπάρχει δυνατότητα να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο μέσα στο ίδιο το Κράτος εκδόσεως του εντάλματος, η οποία να ικανοποιεί τις απαιτήσεις της δικαστικής προστασία αποτελεσματικώς. Συνεπώς, οι απαιτήσεις αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η τήρηση των οποίων θα πρέπει να διασφαλίζεται οσάκις το ΕΕΣ εκδίδεται στα πλαίσια ποινικής δίωξης από Αρχή που δεν είναι Δικαστήριο, πληρούνται εφόσον οι προϋποθέσεις έκδοσης του και ιδιαίτερα ο αναλογικός χαρακτήρας της απόφασης υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο εντός του Κράτους-Μέλους εκδόσεως του ΕΕΣ. Το ίδιο συμβαίνει στην περίπτωση που το ΕΕΣ εκδίδεται με σκοπό την εκτέλεση ποινής. Σε τέτοια περίπτωση το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο απολαμβάνει ο εκζητούμενος, ανατρέπεται στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας όπου κρίθηκε η ενοχή του. Ως εκ τούτου, τεκμαίρεται ότι η απόφαση περί εκδόσεως ΕΕΣ με σκοπό την εκτέλεση της ποινής, εξεδόθη κατά το πέρας εθνικής διαδικασίας στα πλαίσια της οποίας ο εκζητούμενος, εναντίον του οποίου εξεδόθη εκτελεστή απόφαση, έτυχε όλων των αναγκαίων εγγυήσεων για την έκδοση αυτού του είδους αποφάσεων όπως είναι, μεταξύ άλλων, οι εγγυήσεις που απορρέουν από τα θεμελιώδη δικαιώματα και θεμελιώδεις νομικές αρχές του Άρθρου 1 παράγρ. 3, της απόφασης-πλαισίου 2002/584. Συναφώς, ενόψει όλων των πιο πάνω, η νομοθεσία Κράτους-Μέλους που απονέμει την αρμοδιότητα εκδόσεως ΕΕΣ προς εκτέλεση ποινής σε αρχή, η οποία μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης του εν λόγω Κράτους, αλλά δεν αποτελεί η ίδια Δικαστήριο, και η οποία δεν προβλέπει την ύπαρξη αυτοτελούς ένδικου μέσου κατά της απόφασης της Αρχής δια έκδοση ΕΕΣ δεν είναι αντίθετη με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584 (βλ. απόφαση ημερ. 12.12.2019, υπόθεση C-627/19 PPU).
Τα πιο πάνω απαντούν στην παράπονα του Εφεσείοντα, λαμβανομένου υπόψιν ότι το εξεταζόμενο ΕΕΣ εξεδόθη από Εισαγγελέα εναντίον του εκζητούμενου με σκοπό την εκτέλεση ποινής φυλάκισης 18 μηνών η οποία επικυρώθηκε στις 26.2.2019 από Εφετείο του Κράτους εκδόσεως, όπου ο Εφεσείων εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο.
Ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ
Με το λόγο αυτό ο Εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι το υπό εξέταση ΕΕΔ βασίζεται στην απόφαση του Εφετείου ενώ κατά τον Εφεσείοντα αυτό θα έπρεπε να στηρίζεται σε ένα εθνικό ένταλμα σύλληψης, το οποίο θα έπρεπε να δικαιολογηθεί η ύπαρξη του σε εθνικό επίπεδο.
Ο λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και θα πρέπει να απορριφθεί. Το ΕΕΣ εξεδόθη με σκοπό την εκτέλεση ποινής που επιβλήθηκε στις 3.10.2016 από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Παρισιού και επικυρώθηκε από το Εφετείο Παρισιού στις 26.2.2019 όπου εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο. Συνεπώς, το ένταλμα αυτό στηρίζεται, όπως προκύπτει από το Άρθρο 8, παράγρ. 1 στοιχεία γ' και στ' της αποφάσεως πλαισίου 2002/584, σε εκτελεστή απόφαση επιβάλλουσα στερητική της ελευθερίας ποινή εις βάρος του Εφεσείοντα και όχι σε Εθνικό Ένταλμα Σύλληψης, όπως είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του Εφεσείοντα, στα πλαίσια ποινικής δίωξης από Αρχή που δεν είναι Δικαστήριο.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Για τους πιο πάνω λόγους η Έφεση απορρίπτεται.
Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται και διατάσσεται όπως ακολουθηθούν οι πρόνοιες του άρθρου 29(1) του Νόμου, το αργότερο εντός δέκα ημερών από σήμερα.
Ο Εφεσείων, στο μεταξύ, να παραμείνει υπό κράτηση. Ο αρμόδιος Πρωτοκολλητής να κοινοποιήσει την παρούσα απόφαση στις αρμόδιες αρχές της Γαλλικής Δημοκρατίας.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
K. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/γκ