ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2020:A168
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(Αγωγή Αρ. 1/2019)
28 Μαΐου 2020
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΑΒΒΑ ΚΑΙ ΥΙΟΙ ΛΙΜΙΤΕΔ
Ενάγοντες
- ΚΑΙ -
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εναγομένου
---------------------------------------------
Αλ. Ελευθερίου για Π. Αγγελίδη & Σια Δ.Ε.Π.Ε.,
για τους Ενάγοντες.
Ε. Φλωρέντζου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,
για τον Εναγόμενο.
------------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η καταχώρηση του ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος Διάγνωσης Αστικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων σε Εύλογο Χρόνο Νόμου αρ. 2(Ι)/2010, (εφεξής «ο Νόμος»), έμελλε να ακολουθήσει τεθλασμένη πορεία.
Το κλητήριο καταχωρήθηκε στις 20.3.2019 και με αυτό αξιωνόταν απόφαση ή διάταγμα του Δικαστηρίου ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος των εναγόντων σε διάγνωση των αστικών τους δικαιωμάτων εντός ευλόγου χρόνου, καθώς και αποζημιώσεις για ζημιά και βλάβη μη χρηματικής φύσης ύψους €30.000 που οι ενάγοντες υπέστησαν λόγω της παραβίασης αυτής. Εν ολίγοις, όπως αναφερόταν στην έκθεση απαίτησης, οι ενάγοντες, εταιρεία εγγεγραμμένη στη Δημοκρατία, καταχώρησαν στις 18.10.2006 την υπ΄ αρ. 4584/2006 αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού για αποζημιώσεις λόγω πρόκλησης οχληρίας και αμέλειας τόσο εκ μέρους της Δημοκρατίας, όσο και ιδιωτών εργολάβων ως αποτέλεσμα των οποίων λόγω βροχόπτωσης και πλημμύρας υπέστη ζημιά το εργοστάσιο τους στη βιομηχανική περιοχή του Αγίου Αθανασίου στη Λεμεσό. Η εκδοθείσα στις 30.11.2012 απόφαση από το Επαρχιακό Δικαστήριο εφεσιβλήθηκε με την Πολιτική Έφεση υπ΄ αρ. 53/2013 στην οποία εκδόθηκε τελεσίδικη απόφαση στις 20.3.2018. Στη βάση επομένως της καθυστέρησης που σημειώθηκε, η οποία στην πορεία περιορίστηκε στην καθυστέρηση ενώπιον του Εφετείου, αξιώνονταν αποζημιώσεις στη βάση του Νόμου.
Η αγωγή καθυστέρησε να επιδοθεί στον εναγόμενο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Πριν την επίδοση όμως καταχωρήθηκε, δυνάμει της νέας Δ.25, τροποποιημένο κλητήριο στις 16.9.2019, διά του οποίου η αποζημίωση περιορίστηκε στις €20.000 και όπως λέχθηκε και προηγουμένως η κατ΄ ισχυρισμόν παραβίαση του δικαιώματος διάγνωσης των δικαιωμάτων των εναγόντων σε εύλογο χρόνο περιορίστηκε στο επίπεδο του Εφετείου. Στη συνέχεια και μετά την καταχώρηση της υπεράσπισης στις 25.10.2019, καταχωρήθηκε και δεύτερο τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα στις 22.11.2019, πριν την έκδοση κλήσης για οδηγίες. Με αυτό το δεύτερο τροποποιημένο δικόγραφο προστέθηκαν ως αξιώσεις των εναγόντων η παραπομπή και εξέταση δυνάμει του Άρθρου 144 του Συντάγματος του ζητήματος και/ή ισχυρισμού περί της αντισυνταγματικότητας του Νόμου και ειδικότερα όσον αφορά το περιεχόμενο των άρθρων 2, 4, 5 και 6.
Στη νέα παράγραφο 12 του κλητηρίου προστέθηκε ότι το παρόν Δικαστήριο ενώπιον του οποίου έχει τεθεί η αγωγή, δεν μπορεί να την εκδικάσει διότι με την εκδίκαση εκφεύγει του ρόλου του αφού εξετάζει στην ουσία καθυστέρηση άλλων Δικαστών μετατρεπόμενο έτσι σε πειθαρχικό σώμα, εξετάζοντας συμπεριφορές ή πράξεις Δικαστών, την αποκλειστική δικαιοδοσία επί των οποίων έχει το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Με τον τρόπο αυτό υπάρχει παραβίαση του αντικειμενικού και/ή υποκειμενικού κριτηρίου αμεροληψίας διότι το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει πράξεις και συμπεριφορές άλλων Δικαστών που δεν εμπίπτουν στο συνήθη έλεγχο δικαστικών αποφάσεων υπό τύπο αναθεώρησης αποφάσεων κατωτέρων Δικαστηρίων, ενώ πρόσθετα τόσο το Δικαστήριο, όσο και ο εναγόμενος ανήκουν ρητώς και/ή εμμέσως στην ίδια πλευρά με επαρκή σύνδεση και/ή σχέση με αποτέλεσμα να προκαλείται ουσιώδης σύγκρουση συμφερόντων και/ή άνιση μεταχείριση διαδίκων.
Στη συνέχεια καταχωρήθηκε τροποποιημένη υπεράσπιση καθώς και τροποποιημένη απάντηση, ενώ στις 5.12.2019 εκδόθηκε κλήση για οδηγίες δυνάμει της νέας Δ.30 θ.1(β). Και η πλευρά του εναγομένου εξέδωσε στις 3.3.2020 το Παράρτημα του Τύπου 25 της Δ.30. Εν τέλει, το Δικαστήριο στις 11.3.2020 ενόψει της φύσης και της ιδιαιτερότητας της αγωγής δυνάμει του Νόμου και εφόσον ο συνήγορος των εναγόντων επέμενε, παρά τις προηγούμενες υποδείξεις του Δικαστηρίου, να προχωρήσει με την έκδοση οδηγιών, έκρινε ότι δεν χρειαζόταν να εκδοθεί καμία οδηγία προς οιανδήποτε πλευρά ή να γίνει οποιαδήποτε ανταλλαγή εγγράφων μεταξύ των συνηγόρων. Κάτι τέτοιο θα καθυστερούσε περαιτέρω τη διαδικασία η οποία είχε ήδη περιπλεχθεί. Ορίστηκε, επομένως, για ακρόαση στις 27.3.2020 με οδηγίες για ανταλλαγή γραπτών αγορεύσεων. Η ακρόαση της επιτεύχθηκε στις 18.5.2020, αφού υπό το φως της επικρατούσας κατάστασης με την πανδημία του κορωνοΐου ήταν αναγκαία η αναβολή της προγραμματισθείσα ακρόασης, η οποία εν πάση περιπτώσει δεν θα μπορούσε να γίνει και διότι οι οδηγίες για την ανταλλαγή γραπτών αγορεύσεων δεν είχαν τηρηθεί από τους συνηγόρους.
Καταχωρήθηκαν εκατέρωθεν οι γραπτές αγορεύσεις, με την πλευρά των εναγόντων να έχει θεωρήσει ορθό να καταχωρήσει εκτεταμένη και λεπτομερή αγόρευση αποτελούμενη από 78 σελίδες συμπληρωμένη με σωρεία αυθεντιών νομοθεσίες, νομολογία, συγγράμματα και παραρτήματα ενός συνολικού αριθμού 30 εγγράφων πολλών σελίδων. Η πλευρά του εναγομένου καταχώρησε τη δική της αγόρευση, έκτασης 19 σελίδων.
Κατά την καθαυτό ακροαματική διαδικασία ο συνήγορος των εναγόντων απέσυρε το υπό παράγραφο Γ μέρος της αγόρευσης του αποτελούμενο από 2 σελίδες με τίτλο «Η παρούσα αγόρευση περιορίζεται στο ζήτημα ελέγχου συνταγματικότητας». Σε ερώτηση όμως του Δικαστηρίου, ο συνήγορος διευκρίνισε ότι απέσυρε μόνο τον «περιορισμό» υπό την έννοια ότι δεν περιόριζε πλέον την αξίωση του στον έλεγχο συνταγματικότητας, αλλά ζητούσε και δίκαιη αποζημίωση, επιφυλάσσοντας και το δικαίωμα των εναγόντων να προωθήσουν τις ίδιες θέσεις και ενώπιον άλλου σώματος ως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Διευκρίνισε περαιτέρω ότι στην ουσία, ενώ με τη γραπτή του αγόρευση περιόριζε το ζήτημα ενώπιον του Δικαστηρίου στον έλεγχο συνταγματικότητας, ήθελε να επεκτείνει την αξίωση του προωθώντας και την αξίωση για δίκαιη αποζημίωση. Η συνήγορος του εναγομένου διατύπωσε έκπληξη ως προς την προώθηση του ζητήματος της αποζημίωσης λόγω του γεγονότος ότι θεώρησε ότι η αποζημίωση είχε εγκαταλειφθεί από το πνεύμα και το κείμενο της αγόρευσης του συναδέλφου της, η οποία επικεντρώθηκε στο ζήτημα της συνταγματικότητας χωρίς να ζητεί οποιαδήποτε αποζημίωση. Επιχειρηματολόγησε επίσης ότι δεν ήταν δυνατό στο στάδιο της ακρόασης οι ενάγοντες να ζητούν αντιφατικά την εφαρμογή νομοθεσίας που οι ίδιοι θεωρούν ότι πρέπει να κριθεί αντισυνταγματική, αλλά εν πάση περιπτώσει να αποδοθεί και αποζημίωση.
Έχει αναφερθεί στην αρχή της απόφασης ότι οι ενάγοντες ακολούθησαν μια τεθλασμένη πορεία ακριβώς για το λόγο ότι ενώ αρχικά καταχωρήθηκε μια νομότυπη αξίωση για αποζημιώσεις στη βάση των προνοιών του Νόμου, στην πορεία προστέθηκε αξίωση για παραπομπή και εξέταση της συνταγματικότητας του Νόμου από την Πλήρη Ολομέλεια, με την αγόρευση τελικώς να επικεντρώνεται μόνο στον έλεγχο της συνταγματικότητας του Νόμου. Παρά ταύτα, ο συνήγορος επανέφερε το ζήτημα της επιδίκασης δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης ανεξαρτήτως της συνταγματικότητας.
Η γραπτή αγόρευση των εναγόντων χωρίζεται σε διάφορα μέρη που αναλύουν τη θεωρία του ελέγχου συνταγματικότητας νόμου και πότε μπορεί να τεθεί ως αναπόφευκτη ανάγκη η εξέταση συνταγματικότητας. Αντιπαραβάλλονται στη συνέχεια οι διατάξεις του Νόμου με αυτές του Συντάγματος για να γίνει η εισήγηση ότι ο Νόμος έδωσε εξουσία πειθαρχικού ελέγχου επί των Δικαστών που καθυστέρησαν στην έκδοση μιας απόφασης, μετατρέποντας έτσι τους Δικαστές που θα εκδικάσουν την αγωγή δυνάμει του Νόμου σε πειθαρχικό όργανο, έξω όμως από τις συνταγματικές επιταγές που εναποθέτουν την όποια πειθαρχική κρίση στα μέλη του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, όπως αυτό διαμορφώθηκε με το Νόμο αρ. 33/64. Υποστηρίζει ο συνήγορος ότι ο διάχυτος έλεγχος συνταγματικότητας αφορά και την εκδίκαση της παρούσας αγωγής διότι στην ουσία το Δικαστήριο που εκδικάζει την αγωγή αυτή στερείται αρμοδιότητας να της επιληφθεί αφού το κατ΄ εξοχήν όργανο δυνάμει του Άρθρου 157.2 «για να επιλαμβάνεται ζητήματα πειθαρχικής φύσεως ως η παρούσα καθυστέρηση έκδοσης απόφασης - ως μέρος της πτυχής εκτελεστικών καθηκόντων ενός Δικαστή - είναι κατά ΄αποκλειστική αρμοδιότητα΄ το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και κανένα άλλο όργανο - ούτε ακόμη το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο υπό άλλη ιδιότητα του.». Περαιτέρω, «διότι ο τρόπος που εξελίσσεται η διαδικασία προκαλεί σύγχυση των ρόλων μεταξύ εναγομένου και Δικαστηρίου ως τελικού κριτή της υπόθεσης, αφού και οι δύο παράγοντες ανήκουν, ως θέμα ουσίας, στην ίδια πλευρά και δεν διατηρείται ο απαραίτητος ουδέτερος ρόλος του Δικαστηρίου ως ανεξάρτητου κριτή της υπόθεσης. Ο διαχωρισμός μεταξύ Εναγομένου - Δικαστηρίου περιορίζεται μόνο ως ζήτημα τυπικό. Αυτό διότι η κατάσταση που επέβαλε ο ίδιος ο Ν. 2(Ι)/2010 καλεί Δικαστές να δικάζουν την καθυστέρηση αδελφών τους Δικαστών βραχυκυκλώνοντας αυτομάτως την όλη διαδικασία ως προς τις συνταγματικές επιταγές της δίκαιης δίκης.».
Αυτές είναι στην ουσία οι θέσεις όπως παρουσιάζονται αυτούσια στις σελ. 7 και 8 της γραπτής αγόρευσης των εναγόντων, οι οποίες αναλύονται στη συνέχεια σε περισσή έκταση για να καταλήξουν στη θέση ότι τα προβλήματα που δημιούργησε ο Νόμος είναι μεγάλα και την ευθύνη γι΄ αυτό την έχει η Βουλή των Αντιπροσώπων, ενώ θα έπρεπε να καθιερωθούν διαδικασίες με την προσθήκη άλλων αρμοδίων φορέων που να απαρτίζονταν από διαφορετικά σώματα για «σκοπούς διασφάλισης δομικής ανεξαρτησίας.». Το Δικαστήριο λοιπόν θα πρέπει να διακηρύξει το Νόμο αντισυνταγματικό διατρανώνοντας έτσι τη δικαστική του ανεξαρτησία και αναχαιτίζοντας τις απειλές προς το ακέραιο της δικαστικής εξουσίας.
Από την άλλη, ο εναγόμενος αφού αναφέρεται στο ιστορικό και τη διαδρομή της υπόθεσης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και του Εφετείου, επισημαίνει ότι η παρούσα διαδικασία δεν είναι πειθαρχικής φύσης και αυτό είναι φανερό από την ίδια τη φύση της διαφοράς όπως αυτή καθορίστηκε από τους ίδιους τους ενάγοντες. Δεν καταλογίζονται πειθαρχικά παραπτώματα στους εκδικάσαντες την έφεση Δικαστές και ούτε αυτοί ενάγονται αυτοπροσώπως και ούτε η όποια καθυστέρηση στην πορεία της έφεσης ή η καθυστέρηση που σημειώθηκε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ισοδύναμη με αμέλεια εκτέλεσης καθήκοντος. Επισήμανε τέλος την αντιφατικότητα της θέσης των εναγόντων να ζητήσουν τη διακήρυξη του Νόμου ως αντισυνταγματικού και παρά ταύτα να επιδιώκουν ταυτόχρονα και αποζημιώσεις. Η συνήγορος του εναγομένου δεν παρέλειψε να σημειώσει επίσης ότι στην ουσία, και εν τέλει με την αγόρευση τους, οι ενάγοντες δεν ζητούσαν αποζημίωση και δεν θα έπρεπε να τους αποδοθεί οποιοδήποτε ποσό.
Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, είναι χωρίς δυσκολία που κρίνεται ότι αυτή η τεθλασμένη πορεία προώθησης της αγωγής εκθεμελίωσε εκ βάθρων την ίδια την απαίτηση για αποζημιώσεις, αλλά και την καθαυτό αγωγή, για τους ακόλουθους λόγους: Ο Νόμος θεσπίστηκε για να δώσει δικαίωμα σε αποζημίωση όταν κατά την εισήγηση του ενάγοντα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του δεν έχουν διαγνωστεί εντός ευλόγου χρόνου. Όπως ο ίδιος ο Νόμος στο Προοίμιο του καθορίζει, υπήρξαν διάφορες ατομικές προσφυγές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων περί παραβίασης του ευλόγου χρόνου εντός του οποίου θα έπρεπε να διαγνωστούν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις αιτητών σε πολιτικές υποθέσεις και προσφυγές. Η Δημοκρατία λόγω του ότι δεν υπήρχαν στην επικράτεια της μηχανισμοί αποτελεσματικής θεραπείας για την καθυστέρηση και λόγω της δέσμευσης της από το άρθρο 1 της Σύμβασης να διασφαλίζει τα δικαιώματα που περιέχονται σε αυτή, θέσπισε το Νόμο ακριβώς για να δώσει αποτελεσματική ημεδαπή θεραπεία. Ο μηχανισμός για τη διάγνωση της καθυστέρησης και οι παράμετροι της απόδοσης εύλογης αποζημίωσης έχουν διεξοδικά καταγραφεί στην πρώτη του είδους υπόθεση Κώστα Δημητρίου ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος Κώστα Δημητρίου ν. Γενικού Εισαγγελέα (Αρ. 1) (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 1125, ECLI:CY:AD:2014:A380.
Επομένως η Δημοκρατία έπραξε ό,τι ήταν δυνατό με τη θέσπιση του Νόμου ώστε να δίδεται μια διέξοδος στη διάγνωση των προβλημάτων που απορρέουν από τυχόν καθυστέρηση και, όπου αποδεικνύεται, να καταβάλλεται και ένα εύλογο ποσό ως αποζημίωση. Αυτή η δυνατότητα με τη θέσπιση του Νόμου επικροτήθηκε ως μέτρο προς την ορθή κατεύθυνση από το ίδιο το ΕΔΑΔ στην υπόθεση Panayiotis Panayi v. Cyprus Appl. No. 46370/09, ημερ. 23.9.2010, προσφέροντας ως θέμα αρχής τις απαραίτητες θεραπείες προς επίλυση των καθυστερήσεων, η αποτελεσματικότητα των οποίων δεν θα ήταν δυνατό να αμφισβητηθεί κατά την έκδοση της απόφασης.
Ο Νόμος, όπως και κάθε νομοθεσία που θεσπίζεται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, θεωρείται εκ προοιμίου συνταγματικός και δεν κηρύσσεται ως αντίθετος με οποιαδήποτε πρόνοια του Συντάγματος εκτός εάν αποδειχθεί κάτι τέτοιο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Περαιτέρω, ζήτημα συνταγματικότητας νόμου εγείρεται από ένα εναγόμενο ή ένα κατηγορούμενο, ο οποίος αντιμετωπίζει τις συνέπειες μιας συγκεκριμένης νομοθεσίας και επιθυμεί να προβάλει ζητήματα αντισυνταγματικότητας ως ασπίδα προστασίας. Δεν είναι νομικά και λογικά νοητό ένας ενάγων να επιδιώκει την κήρυξη του Νόμου ως αντισυνταγματικού τον οποίο ο ίδιος επικαλείται για να του αποδοθεί ορισμένη θεραπεία, διότι κάτι τέτοιο αντιβαίνει την ίδια την αξίωση. Ο Νόμος έδωσε το δικαίωμα τόσο στη διάγνωση της αντικειμενικής καθυστέρησης, ως διαφαίνεται από την πορεία εκάστης διαδικασίας, όσο και της απόδοσης αποζημίωσης και είναι σε αυτό που οι ενάγοντες στόχευσαν όταν καταχώρησαν την υπό κρίση αγωγή. Αποτελεί συνεπώς κατάχρηση της διαδικασίας η εκ μέρους τους έγερση και μάλιστα εκ των υστέρων, ζητήματος αντισυνταγματικότητας, το οποίο ζήτημα ανατρέχει στη ρίζα της ίδιας της θεραπείας της διάγνωσης και της αποζημίωσης που επιδιώκουν. Κηρυσσομένου του νόμου αντισυνταγματικού, ως η επιδίωξη των εναγόντων, εξουδετερώνεται η ίδια η απαίτηση για θεραπεία με βάση το Νόμο. Οι ενάγοντες δεν θα είχαν να επωφεληθούν οτιδήποτε από την εν λόγω επιδίωξη τους και το Δικαστήριο δεν εξετάζει θέματα ακαδημαϊκά, ή χάριν νομικής φιλολογίας, διότι σ΄ αυτό απολήγει τελικώς η παρότρυνση και επιμονή του συνηγόρου των εναγόντων να προωθήσει το ζήτημα της συνταγματικότητας.
Οι θέσεις που ανέπτυξε ο συνήγορος των εναγόντων είναι εντελώς αδόκιμες και τίποτα από όσα έχει ισχυριστεί δεν καθιστούν το Νόμο αντισυνταγματικό ακόμη και εάν αυτό το ζήτημα θα μπορούσε να εξεταστεί σε βάθος. Αρκεί να λεχθεί ότι η αγωγή δεν αφορά οποιαδήποτε ατομική, πειθαρχική ευθύνη Δικαστών και ούτε το Δικαστήριο που εκδικάζει τέτοιου είδους αγωγές σχετίζεται με οποιοδήποτε τρόπο με τον εναγόμενο ή τίθεται η ανεξαρτησία του καθ΄ οιονδήποτε τρόπο σε βάσιμη αμφισβήτηση.
Η αντιφατικότητα των θέσεων που επιχείρησαν να προωθήσουν οι ενάγοντες (παρόμοια αντινομία εντοπίστηκε από το Δικαστήριο και στην υπόθεση Καούλας ν. Γενικού Εισαγγελέα Αγωγή Αρ. 1/2017, ημερ. 4.7.2018), θέτει ουσιαστικά τέρμα στην περαιτέρω συζήτηση και έτσι δεν παρίσταται ανάγκη για το Δικαστήριο να επεκταθεί στο θέμα της διάγνωσης της καθυστέρησης και της απόδοσης ενδεχόμενης αποζημίωσης. Στην ουσία, όπως έχει ήδη λεχθεί, οι ενάγοντες εκθεμελίωσαν οι ίδιοι την αξίωση τους. Και βεβαίως δεν θα μπορούσαν να επαναφέρουν ζήτημα αποζημίωσης κατά το στάδιο της αγόρευσης η οποία παρά το εκτεταμένο της ουδέν κατέγραψε επί της καθαυτό αρχικής αξίωσης της αγωγής και της αναζήτησης αποζημίωσης. Όπως είναι άλλωστε παγίως καθιερωμένο η τελική αγόρευση η οποία δεν επικεντρώνεται σε ένα συγκεκριμένο επίδικο θέμα, θεωρείται ότι περιορίζει τα προς απόφαση ζητήματα και όσα δεν αναπτύχθηκαν με την αγόρευση, κρίνονται ότι έχουν εγκαταλειφθεί. Η επαναφορά της αξίωσης για αποζημίωση προφορικά στο στάδιο της αγόρευσης από το συνήγορο των εναγόντων, εγκαταλείποντας τον περιορισμό που ο ίδιος έθεσε στην αγόρευση του περί της αντισυνταγματικότητας, αποτελεί πρόσθετη κατάχρηση της όλης διαδικασίας.
Η αγωγή συνεπώς απορρίπτεται με €3.000 εναντίον των εναγόντων και υπέρ του εναγομένου.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ