ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κωνσταντινίδης Αλέκος (2003) 1 ΑΑΔ 1298
Παπακυριακού Κυριάκος και Άλλοι ν. Αστυνομίας και Άλλων (2007) 2 ΑΑΔ 133
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2020:A117
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 457/2019
8 Απριλίου, 2020
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, M. XΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΔ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΕΚ ΠΑΦΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΙΜΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΑΠΑΡΤΙΖΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟΥΣ Ρ. ΛΙΜΝΑΤΙΤΟΥ (Π.Ε.Δ.), Μ. ΔΡΟΥΣΙΩΤΗ (Α.Ε.Δ.) ΚΑΙ Π. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ (Ε.Δ.) ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 20/11/2019 ΔΙΑ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΑΠΟΡΡΙΦΘΗΚΕ ΑΙΤΗΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΓΙΑ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΛΟΓΩ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗΣ ΚΑΙ/Ή ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ
........
E. Πουργουρίδης, για τον αιτητή
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων είναι κατηγορούμενος στην ποινική υπόθεση 2801/2018 του Κακουργιοδικείου Πάφου, στην οποία αντιμετωπίζει κατηγορίες για σεξουαλική κακοποίηση και/ή εκμετάλλευση ανήλικης.
Η υπόθεση, λόγω μη παραδοχής του εφεσείοντα, ορίστηκε για ακρόαση στις 20.11.2019, δικάσιμο κατά την οποία ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υπέβαλε αίτημα για εξαίρεση των Δικαστών που απαρτίζουν το Κακουργιοδικείο. Προς τούτο επικαλέστηκε το δικαίωμα του πελάτη του για αμερόληπτη δίκη και βάσισε το αίτημα του σε δύο προηγούμενες αναφορές του Κακουργιοδικείου ημερ. 9.8.2019 και 13.9.2019, όπου το Κακουργιοδικείο, για σκοπούς επιβολής ποινής στους κατηγορούμενους των υποθέσεων 614/18 και 745/17, επεσήμανε τα πιο κάτω τα οποία, κατ΄ ισχυρισμό, παραβίαζαν το τεκμήριο της αθωότητας του εφεσείοντα και υποδήλωναν συνειδησιακή προκατάληψη σε βάρος του. Οι εν λόγω αναφορές, αντιστοίχως, έχουν ως ακολούθως:
"Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια αδικήματα σεξουαλικής φύσεως με θύματα νεαρά πρόσωπα ή παιδιά προσλαμβάνουν ιδιαίτερα ανησυχητικές διαστάσεις και σε τέτοια περίπτωση το στοιχείο της αποτροπής είναι ιδιαίτερα έντονο. Να αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι στο πινάκιο του παρόντος Κακουργιοδικείου υπήρξαν και συνεχίζουν να υπάρχουν πολλές τέτοιες υποθέσεις, γεγονός που δικαιολογεί την επιβολή αυστηρών ποινών."
Και
"Δεν μπορούμε όμως να παραγνωρίσουμε την σοβαρότητα των αδικημάτων και την ανάγκη αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών αφού όλο και με μεγαλύτερη συχνότητα παρουσιάζονται τέτοιες υποθέσεις ενώπιον των Δικαστηρίων. Να αναφέρουμε ενδεικτικά ότι στο πινάκιο του Κακουργιοδικείου εκκρεμούν δέκα τέτοιες υποθέσεις και έχουν εκδικαστεί άλλες τρεις."
Το Κακουργιοδικείο εξέτασε αυθημερόν το προαναφερθέν αίτημα του εφεσείοντα, το οποίο και απέρριψε ως αβάσιμο.
Ο εφεσείων αντέδρασε στην απόρριψη του αιτήματος του για εξαίρεση των Δικαστών του Κακουργιοδικείου, καταχωρώντας την υπ΄ αρ. 213/2019 αίτηση για άδεια καταχώρισης αίτησης προς έκδοση εντάλματος Certiorari προς ακύρωση της απορριπτικής γι΄ αυτόν απόφασης, καθώς επίσης και για έκδοση εντάλματος Prohibition με το οποίο να απαγορεύεται στο Κακουργιοδικείο να εκδικάσει την υπόθεση του. Χωρίς όμως και πάλι επιτυχία αφού ο αδελφός Δικαστής που εκδίκασε την αίτηση την απέρριψε κρίνοντας πως οι αιτιάσεις του δεν αποκάλυπταν εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και εν πάση περιπτώσει η απόφαση του Κακουργιοδικείου για εξαίρεση θα μπορούσε, εάν προέκυπτε ανάγκη, να εφεσιβληθεί. Παραθέτουμε συναφώς αυτούσιο το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο το οδήγησε στην προαναφερθείσα κατάληξη.
«Μελετώντας τα πιο πάνω αποσπάσματα στα οποία με παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, δεν βρίσκω ότι η εισήγηση που έγινε περί εντοπισμού αμεροληψίας, όπως ισχυρίζεται ο αιτητής, είναι βάσιμη. Δεν τεκμηριώνεται, ούτε μπορεί να εκληφθεί, ότι από το περιεχόμενο εκείνο υπάρχει ένδειξη προκατάληψης, πόσο μάλλον στοιχειοθέτηση αμεροληψίας. Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε γενικώς σε υποθέσεις της ίδιας φύσεως, με αυτή που αντιμετωπίζει ο αιτητής, οι οποίες εκκρεμούν στο δικό του πινάκιο. Θεωρώ ότι δεν είναι ορθό να απομονώνονται συγκεκριμένες λέξεις ή φράσεις από μια δικαστική απόφαση και να αποδίδεται σ' αυτές μια ερμηνεία όπως αυτή που επιχείρησε να εισηγηθεί ο αιτητής. Δεν έχω εντοπίσει να γίνεται οποιαδήποτε συγκεκριμένη αναφορά στον αιτητή, πέραν από τη γενική παρατήρηση και αναφορά από το δικαστήριο στον αριθμό των υποθέσεων παρόμοιας φύσεως που εκκρεμούν ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Η αναφορά σε θύματα, μπορεί να μην είναι η πλέον δόκιμη, τουλάχιστο σε αυτό το στάδιο, πλην, όμως, δεν θα ήταν ορθό και δίκαιο να επεκτείνουμε την αναφορά αυτή στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και να αναγάγουμε την παρατήρηση αυτή σε θύμα, προερχόμενο από ενδεχόμενες ενέργειες του αιτητή.
Το Κακουργιοδικείο δεν επιχείρησε να «υπερασπιστεί» τα λεχθέντα του προβάλλοντας ότι και το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρει τα ίδια. Η εισήγηση περί του αντιθέτου δεν με βρίσκει σύμφωνο. Το Κακουργιοδικείο, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της υπόθεσης, παρέπεμψε σε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να καταδείξει ότι ο αυξανόμενος αριθμός υποθέσεων σεξουαλικής φύσεως ενώπιον του, μπορεί να αποτελέσει δικαστική γνώση.»
Ο εφεσείων θεωρεί πως εσφαλμένα απορρίφθηκε η αίτηση του για άδεια καταχώρησης αίτησης προς έκδοση Certiorari και Prohibition και με την υπό κρίση έφεση επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με 4 Λόγους Έφεσης. Ο πρώτος, ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη εφόσον δεν εξετάστηκε το θεμελιώδες παράπονο του ότι με τις επίδικες αναφορές το Κακουργιοδικείο είχε παραβιάσει το τεκμήριο της αθωότητας. Ο δεύτερος, ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για μη αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης είναι εσφαλμένη καθότι αυτό προσέγγισε τις επίδικες αναφορές αποσπασματικά και/ή εκτός του πραγματικού τους πλαισίου και/ή παρέλειψε να τις συναρτήσει με τις νομικές αρχές που καθορίζουν την εμβέλεια του τεκμηρίου αθωότητας. Ο τρίτος, ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε «γενικώς σε υποθέσεις της ίδιας φύσεως» και/ή πως δεν εγειρόταν ζήτημα επηρεασμού και/ή μεροληψίας των Δικαστών του, είναι αντινομικό και/ή εσφαλμένο και, ο τέταρτος, το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως διατηρεί δικαίωμα εφέσεως είναι αντινομικό εφόσον αντιβαίνει στις πρόνοιες του άρθρου 13 της Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και/ή στις πρόνοιες των Άρθρων 33-35 του Συντάγματος.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα προώθησε τους πιο πάνω Λόγους Έφεσης με γραπτή αγόρευση, όπου βασικά διατυπώνει τις ακόλουθες θέσεις/εισηγήσεις:
Με τις επίδικες αναφορές, τα παραπονούμενα πρόσωπα στις ενώπιον του Κακουργιοδικείου εκκρεμούσες υποθέσεις - ανάμεσα σε αυτά και η παραπονούμενη της υπόθεσης του εφεσείοντα - χαρακτηρίστηκαν ως θύματα αδικημάτων σεξουαλικής φύσεως. Ο χαρακτηρισμός αυτός, θα έπρεπε να είχε αποφευχθεί καθότι αφήνει εντυπώσεις ή υπονοούμενα για το τεκμήριο της αθωότητας. Παρέπεμψε συναφώς σε αποφάσεις του ΕΔΑΔ[1], σύμφωνα με τις οποίες πλήττεται το τεκμήριο της αθωότητας οποτεδήποτε γίνεται από Δικαστή ή Δικαστές κάποια αναφορά η οποία μπορεί να συνδεθεί με τον κατηγορούμενο, έστω και εάν ο κατηγορούμενος δεν ονοματίζεται. Όπως πλήττεται και όταν εκφράζεται από τους Δικαστές κάποιο σκεπτικό το οποίο αφήνει υπονοούμενα πως θεωρούν τον κατηγορούμενο ένοχο, έστω και εάν η δήλωση γίνεται εκτός του Δικαστηρίου ή στο πλαίσιο άλλης υπόθεσης.
Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω αρχές, εισηγήθηκε ο κ. Πουργουρίδης, οι επίδικες αναφορές δεν παρέπεμπαν «γενικώς σε υποθέσεις της ίδιας φύσεως», όπως λανθασμένα αποφάνθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά αφορούσαν και τον εφεσείοντα εφόσον η μία από τις υποθέσεις που εκκρεμούσαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου στρεφόταν εναντίον του. Κατά συνέπεια παραβιάστηκε εκ προοιμίου το τεκμήριο της αθωότητας του εφεσείοντα και λόγω των ερωτηματικών που έχουν εγερθεί από τις επίδικες αναφορές σε σχέση με τη συνειδησιακή αμεροληψία των Δικαστών του Κακουργιοδικείου, στοιχειοθετήθηκε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση για χορήγηση της αιτηθείσας άδειας και η περί του αντιθέτου κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη. Όπως λανθασμένη είναι και η καταληκτική θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το δικαίωμα που έχει ο εφεσείων να εφεσιβάλει την απόρριψη του αιτήματος του «εφόσον η απόφαση για μη εξαίρεση αποτελεί μέρος της ακροαματικής διαδικασίας». Και αυτό γιατί είναι «παγίως νομολογημένο πως χωρεί Certiorari οποτεδήποτε τεκμηριωθεί παραβίαση θεμελιωδών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή προκατάληψη», όπως συμβαίνει υπό τα περιστατικά της υπόθεσης.
Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα της επιχειρηματολογίας που ανέπτυξε γραπτώς ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, την οποία υιοθέτησε ενώπιον μας και κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης. Κατ΄ αρχάς μας βρίσκει σύμφωνους η θέση του κ. Πουργουρίδη, η οποία βρίσκει έρεισμα και στις αποφάσεις του ΕΔΑΔ στις οποίες μας παρέπεμψε, ότι οι Δικαστές θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί στον τρόπο με τον οποίο εκφράζονται ώστε να μην αφήνουν εντυπώσεις ή υπονοούμενα που θα μπορούσαν ενδεχομένως να εκληφθούν ότι παραβιάζουν το τεκμήριο της αθωότητας ενός κατηγορουμένου. Όπως μας βρίσκει σύμφωνους και η θέση του ότι το ζήτημα της προκατάληψης ή της έλλειψης αμεροληψίας του εκδικάζοντος Δικαστή είναι καλώς θεμελιωμένο στη Νομολογία μας (βλ. ενδεικτικά Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298, Παπακυριακού κ.α. ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 133 και xxx Α. Νεοφύτου, Πολ. Εφ. 370/2018 ημερ. 24.10.2019, ECLI:CY:AD:2019:A440) και όταν εγείρεται τέτοιο ζήτημα, αυτό μπορεί να προβληθεί με το προνομιακό ένταλμα Certiorari. Το ερώτημα όμως που εγείρεται υπό τα περιστατικά της υπό κρίση περίπτωσης είναι κατά πόσο οι επίδικες αναφορές του Κακουργιοδικείου είναι τέτοιες που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν τη θέση ότι, εκ πρώτης όψεως, αποκαλύφθηκε συζητήσιμη υπόθεση ότι όντως παραβιάστηκε το τεκμήριο της αθωότητας του εφεσείοντα ή ότι υποδήλωναν συνειδησιακή προκατάληψη των Δικαστών για εκδίκαση της υπόθεσης του. Η απάντηση κατά την άποψή μας είναι σαφώς αρνητική. Όπως ορθώς αποφάνθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το περιεχόμενο των επίδικων αναφορών δεν αποκαλύπτει ένδειξη προκατάληψης και πολύ περισσότερο τεκμηρίωση μεροληψίας. Ό,τι αποκαλύπτει είναι την ύπαρξη δικαστικής γνώσης για τη συχνότητα διάπραξης αδικημάτων σεξουαλικής φύσεως σε βάρος νεαρών προσώπων, η οποία βασίζεται στον αριθμό των υποθέσεων που παρουσιάζονται ενώπιον των Δικαστηρίων και η οποία είναι καθόλα επιτρεπτή για να τονιστεί η ανάγκη επιβολής ποινής με αποτρεπτικό χαρακτήρα σε συγκεκριμένο κατηγορούμενο που κρίθηκε ένοχος σε τέτοιου είδους αδικήματα. Κατά συνέπεια θεωρούμε ότι χρειάζεται αρκετή ευρηματικότητα για να υποστηριχτεί με πειστικότητα ότι τέτοιου είδους αναφορές από τα Δικαστήρια δημιουργούν ερωτήματα ή αφήνουν υπονοούμενα αναφορικά με το τεκμήριο αθωότητας ενός κατηγορουμένου που αντιμετωπίζει παρομοίας φύσεως αδικήματα, η ενοχή του οποίου θα αποφασιστεί τελικά στη βάση της μαρτυρίας που θα προσκομισθεί πέραν από κάθε λογική αμφιβολία. Ορθώς λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν αποκαλύφθηκε ενώπιον του εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, κατάληξη που προδιαγράφει και την τύχη της έφεσης.
Η έφεση απορρίπτεται.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
[1] Barbera , Messegue and Jabardo v. Spain, Appl. No. 10590/83 ημερ. 6.12.1988, Kemal Coskun v. Turkey, Appl. No. 45028/07 ημερ. 28.3.2017, Vakhitov and another v. Russia, Appl. No. 18232/11 ημερ. 30.4.2017 και Perica Oreb v. Croatia, Appl. No. 20824/09 ημερ.
31.10.13.