ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:DOD:2020:14
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(΄Εφεση Αρ. 38/2016)
14 Απριλίου, 2020
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
Μ. Σ.,
Εφεσείων,
ν.
N. I.,
Εφεσίβλητης.
________________________
Λάρης Βραχίμης, για τον Εφεσείοντα.
Χρυσαυγή Αργυρού, μαζί με. Λ. Λιασίδου (κα), για την Εφεσίβλητη.
________________________
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Οι διάδικοι στην παρούσα έφεση, μετά από σύντομη γνωριμία, παντρεύτηκαν στις 27.5.2010. Τέσσερις μήνες αργότερα, στις 30.9.2010, απέκτησαν το μοναδικό τους παιδί, ένα κορίτσι. Η σχέση τους, πολύ σύντομα μετά το πιο πάνω γεγονός, έπαυσε να είναι αρμονική. Από τον Ιούλιο δε του 2011, περίπου, η συμβίωσή τους διακόπηκε. Το παιδί, αρχικά, έμεινε με τη μητέρα του, την εφεσίβλητη. Τον Αύγουστο, όμως, ενώ αυτή βρισκόταν στο αεροδρόμιο για να ταξιδεύσει στη Ρωσία, χώρα καταγωγής της, με το παιδί, ο πατέρας του, εφεσείων, το "υφάρπαξε", κατά την περιγραφή του Δικαστηρίου. Ως αποτέλεσμα, το ταξίδι ματαιώθηκε. Το παιδί παρέμεινε, για ένα χρονικό διάστημα από τότε, μαζί με τον πατέρα του.
Η πιο πάνω κατάσταση πραγμάτων οριστικοποιήθηκε με την έκδοση, στις 29.5.2012, διατάγματος γονικής μέριμνας, στο πλαίσιο της αίτησης αρ. 147/2011, την οποία ο εφεσείων είχε καταχωρίσει, στις 17.7.2011, στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λάρνακας. Το διάταγμα καθόριζε, μεταξύ άλλων, ως τόπο διαμονής του παιδιού, το διαμέρισμα του εφεσείοντος στα xxx. Σε αυτό, περιλήφθηκαν, επίσης, όροι επικοινωνίας της εφεσίβλητης με το παιδί, το οποίο η ίδια μπορούσε να παραλαμβάνει από τον προαναφερθέντα τόπο διαμονής του. Σημειώνεται πως το εν λόγω διάταγμα είχε εκδοθεί με τη σύμφωνη γνώμη των διαδίκων. Ωστόσο, σε πολύ σύντομο χρόνο μετά, στις 31.8.2012, η εφεσίβλητη καταχώρισε στο πιο πάνω Οικογενειακό Δικαστήριο την αίτηση αρ. 130/2012. Με αυτή, ζητούσε τη ρύθμιση, εκ νέου, της άσκησης του δικαιώματος, εκατέρωθεν, για γονική μέριμνα του παιδιού, με αναφορά, ειδικά, στον τόπο διαμονής του. Επιδίωξή της ήταν να εξασφαλίσει ότι το παιδί θα διέμενε μαζί της.
Μετά από ακρόαση της αίτησης, το Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη του τα όσα τέθηκαν ενώπιόν του, περιλαμβανομένης της υπεράσπισης, σχετικά, του εφεσείοντος, ακύρωσε το διάταγμα της 29.5.2012 και εξέδωσε νέο. Με αυτό, καθορίζει ως τόπο διαμονής του παιδιού τον τόπο που διαμένει η εφεσίβλητη. Επιπρόσθετα, προνοεί για το δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσείοντος με το παιδί. Το διάταγμα τούτο είναι μακροσκελές, καθότι προβλέπει και διάφορες άλλες ρυθμίσεις. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο ακύρωσε το διάταγμα της 29.5.2012, αντί να προβεί στην τροποποίησή του. Το νέο διάταγμα αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, γίνεται εισήγηση ότι εσφαλμένα εκδόθηκε το νέο διάταγμα, "αφού δεν υπήρξε μεταβολή των συνθηκών αφότου εκδόθηκε το προηγούμενο διάταγμα", ούτε "υπήρξε εύρημα του Δικαστηρίου περί της ύπαρξης τέτοιας μεταβολής των συνθηκών". Τίθεται, έτσι, θέμα δικαιοδοσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στη βάση του άρθρου 20 του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, (Ν. 216/1990), (ο "Νόμος"). Το εν λόγω άρθρο προβλέπει ότι:-
"Αν από τότε που εκδόθηκε δικαστική απόφαση σχετικά με τη γονική μέριμνα μεταβλήθηκαν οι συνθήκες, το Δικαστήριο μπορεί ύστερα από αίτηση του ενός ή και των δύο γονέων . να προσαρμόσει την απόφασή του στις νέες συνθήκες ανακαλώντας ή τροποποιώντας την."
Υπό το φως, λοιπόν, των πιο πάνω προνοιών, πρέπει, πρώτα, να εξακριβωθούν οι συνθήκες που επικρατούσαν κατά την έκδοση του διατάγματος της 29.5.2012. ΄Οσον αφορά την πτυχή αυτήν, το Δικαστήριο, όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, διαπίστωσε ότι, από τον Αύγουστο του 2011 και για έναν και πλέον χρόνο, το παιδί διέμενε με την οικογένεια της αδελφής του εφεσείοντος στους xxx. Η διευθέτηση αυτή είχε γίνει από τον εφεσείοντα, προφανώς, κατά τον πιο πάνω χρόνο, όταν το παιδί ήταν ηλικίας δέκα, μόλις, μηνών. Τότε επήλθε οριστική διακοπή της συμβίωσης των διαδίκων και το παιδί περιήλθε υπό την επιμέλεια του εφεσείοντος, κατά τον τρόπο που έχει προαναφερθεί. Το Δικαστήριο διαπίστωσε τα πιο πάνω γεγονότα από την έκθεση λειτουργού του Γραφείου Ευημερίας, η οποία κατέθεσε ως μάρτυρας στη δίκη. Αναφερόμενο δε στο περιεχόμενο της εν λόγω έκθεσης, παρατήρησε τα εξής: "΄Οπως προκύπτει από την έκθεση της Λειτουργού του Γραφείου Ευημερίας ημερ. 25/5/15, (ΤΕΚ. 5) από τον Αύγουστο του 2011 και για περίοδο ενός και πλέον έτους η Σ. διέμενε καθημερινά στο σπίτι της οικογένειας της εκ πατρός θείας της στους xxx και φροντιζόταν απ' αυτήν."
Οι διάδικοι, όταν εκδόθηκε το διάταγμα της 29.5.2012, γνώριζαν τις πιο πάνω συνθήκες. Η εφεσίβλητη γνώριζε, επίσης, ότι ο εφεσείων εργαζόταν σε επιπλοποιείο, το οποίο αυτός διατηρούσε στους xxx. Το παιδί, τότε, ήταν ηλικίας είκοσι μηνών, ωστόσο η ίδια συναίνεσε στην έκδοση του προαναφερθέντος διατάγματος. Τίθεται, επομένως, το ερώτημα: Τι ήταν αυτό που είχε αλλάξει, ώστε να δικαιολογείτο η καταχώριση, από την εφεσίβλητη, στις 31.8.2012, τρεις μήνες μετά, της αίτησης αρ. 130/2012; Σαφώς, εναπόκειτο στο Δικαστήριο, το ίδιο να απαντήσει το ερώτημα τούτο και να αποφασίσει κατά πόσο αυτό είχε δικαιοδοσία να εξετάσει την εν λόγω αίτηση επί της ουσίας της. Βασικά, το Δικαστήριο έπρεπε, κατ' αρχάς, να αποφασίσει εάν, σύμφωνα με τη σχετική πρόνοια του άρθρου 20, όπως αυτή παρατίθεται πιο πάνω, από τότε που είχε εκδοθεί το υπό αναφορά διάταγμα, είχαν μεταβληθεί οι συνθήκες έκδοσής του. Προς απάντηση του εν λόγω ερωτήματος, έπρεπε να είχε ανατρέξει στα γεγονότα τα οποία η εφεσίβλητη είχε θέσει ενώπιόν του, για να δικαιολογήσει την αίτησή της για παρέμβασή του.
Από τα γεγονότα που παρατίθενται πιο πάνω, δε διαπιστώνεται το Δικαστήριο να έχει αποφασίσει σε σχέση με το ως άνω εγερθέν θέμα, παρόλο ότι, στο εντελώς αρχικό στάδιο της απόφασής του, αναγνώρισε την ύπαρξή του. Το είχε θέσει, άλλωστε, και ο εφεσείων, προδικαστικά. Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι ήταν, επίσης, λογικό να είχε διερωτηθεί και το ίδιο περί τούτου, δεδομένου ότι το διάταγμα της 29.5.2012 είχε εκδοθεί, μόλις, τρεις μήνες προηγουμένως. Μάλιστα, το Δικαστήριο, στη σύντομη αναφορά του στο θέμα, ανωτέρω, παρέπεμψε και σε σχετική νομολογία[1], η οποία αφορούσε στην εξέταση ανάλογης πρόνοιας στο άρθρο 38.1[2] του Νόμου.
Η μόνη αναφορά, στην οποία το Δικαστήριο προέβη ως προς το πιο πάνω θέμα, που μπορεί να θεωρηθεί ως σχετική, είναι αυτή που γίνεται για τη διαμονή του παιδιού στους xxx. Συγκεκριμένα, αφού σχολίασε ισχυρισμό της εφεσίβλητης ότι ο εφεσείων είχε παραβιάσει το διάταγμα της 29.5.2012, σε σχέση με την πτυχή που αφορούσε στην επικοινωνία της με το παιδί, γεγονός το οποίο την οδήγησε στην υποβολή αιτήσεων παρακοής, παρατήρησε, στη συνέχεια, τα εξής: "Ο πιο πάνω ισχυρισμός από μόνος του, δεν θα είχε τόση σημασία στην έκβαση της υπόθεσης αυτής αν δεν συνδεόταν και με το παράπονο της Αιτήτριας ότι η ανήλικη διαμένει στους xxx και φροντίζεται, όχι από τον Καθ' ου η αίτηση, αλλά, από την αδελφή του και την οικογένεια της." Εν πάση περιπτώσει, δε διαπιστώνεται η εφεσίβλητη να είχε ενοχληθεί από το εν λόγω γεγονός, αφού δεν καταχώρισε, συναφώς, και για τούτο, αίτηση παρακοής από μέρους του εφεσείοντος.
Από τα πιο πάνω, είναι εμφανές ότι το Δικαστήριο δεν έδωσε στο υπό συζήτηση θέμα την απαραίτητη σημασία, παρά την αναγνώριση της σοβαρότητάς του, δεδομένου ότι αυτό αφορούσε στη δικαιοδοσία του. Αντί τούτου, ασχολήθηκε, εξ υπαρχής, με θέματα που σχετίζονταν με τους αντίστοιχους ισχυρισμούς των διαδίκων ως προς το τι ήταν καλύτερο για το συμφέρον του παιδιού. Τοιουτοτρόπως, παραγνωρίστηκε εντελώς το άρθρο 20 του Νόμου, καθώς, επίσης, το διάταγμα της 29.5.2012, διά του οποίου οι διάδικοι είχαν συμφωνήσει για το εν λόγω θέμα, ελάχιστο χρόνο προηγουμένως σε σχέση με την καταχώριση, στις 31.8.2012, της αίτησης αρ. 130/2012.
Μεταβολή των συνθηκών, κατά το άρθρο 20 του Νόμου, έχει την έννοια της διαφοροποίησης της επικρατούσας κατάστασης πραγμάτων κατά την έκδοση του υπάρχοντος διατάγματος, η οποία δικαιολογεί την προσαρμογή του, από το Δικαστήριο, στη νέα κατάσταση πραγμάτων, εφόσον τούτο δεν μπορεί να γίνει με τη συμμόρφωση προς αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο δεν εξέτασε, ούτε αποφάσισε οτιδήποτε σε σχέση προς την εν λόγω πτυχή. Η περιορισμένη αναφορά του στα γεγονότα, συναφώς, τα οποία παρατίθενται πιο πάνω, καταδεικνύει, ακριβώς, ότι αυτό δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της αίτησης αρ. 130/2012 της εφεσίβλητης.
Με βάση την, ως άνω, διαπίστωση, παρέλκει η εξέταση των υπολοίπων δύο λόγων έφεσης. Βέβαια, ενδεχομένως, σήμερα, να υπάρχει δυνατότητα να τεθούν προς εξέταση θέματα γονικής μέριμνας του παιδιού, εάν, φυσικά, έχουν μεταβληθεί οι συνθήκες έκδοσης του διατάγματος της 29.5.2012, δεδομένου και του χρόνου που έχει, ήδη, παρέλθει.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Τα έξοδα, πρωτόδικα και κατ' έφεση, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον της εφεσίβλητης. Αυτά να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το αρμόδιο, σε κάθε περίπτωση, Δικαστήριο.
Κ. Παμπαλλής, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
/ΜΠ
[1] Χλ. Χριστοδούλου ν. Α. Χριστοδούλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 195 και Ζένιου ν. Ζένιου (1998) 1 Α.Α.Δ. 796
[2] "38. - (1) Αν αφότου εκδόθηκε η απόφαση που προσδιορίζει τη διατροφή μεταβλήθηκαν οι όροι της, το Δικαστήριο μπορεί να τροποποιήσει την απόφαση του ή και να διατάξει τον τερματισμό της διατροφής."