ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:A141
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 30/2013)
14 Απριλίου, 2020
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. THOMAS LIOBAY DEVELOPMENT LTD,
2. χχχ ΘΩΜΑ,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,
ΚΑΙ
MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD,
Εφεσίβλητη/Ενάγουσα.
_ _ _ _ _ _
Α. Μαθηκολώνης, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Ζαχαρίου (κα), για Α.Β. Ζαχαρίου & Σία ΔΕΠΕ, για την
Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η εφεσίβλητη τράπεζα με αγωγή αξίωσε από την εφεσείουσα 1 την αποπληρωμή ενός ποσού που ισχυρίζεται ότι η εφεσείουσα παρέλειψε να πληρώσει, ενώ κατέστη οφειλόμενο δυνάμει μεταξύ τους συναλλαγής. Η αγωγή στρεφόταν επίσης αλληλέγγυα και κεχωρισμένα εναντίον δύο διευθυντών της εταιρείας οι οποίοι είχαν εγγυηθεί και συμφωνήσει να παράσχουν κάλυψη σε σχέση με τις υποχρεώσεις της εταιρείας. Πρόσθετα, είχαν παραχωρηθεί υποθήκες από την εταιρεία και με την αγωγή αξιωνόταν και η εκποίηση των υποθηκών.
Η αξίωση της εφεσίβλητης βασιζόταν σε διαζευκτικές αιτίες αγωγής, ήτοι, παραβίαση συμφωνίας ενοικιαγοράς ημερομηνίας 10.5.2000, παραβίαση συμφωνίας παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων υπό μορφή δανείου ύψους ΛΚ170.000 και απαίτηση πληρωμής του υπόλοιπου ποσού ύψους ΛΚ135.172,66, καθώς και ισχυρισμούς για άδικο πλουτισμό με το πιο πάνω υπόλοιπο ποσό, αξιώνοντας αποκατάσταση δι΄ επιστροφής του ποσού ως «money had and received».
Κατά το στάδιο προσαγωγής μαρτυρίας και, συγκεκριμένα όταν δίδετο μαρτυρία από τον ΜΕ2, ο οποίος είχε ενεργό συμμετοχή στη σύναψη της επίδικης συμφωνίας, αναφέρθηκε ότι δεν υπήρχαν αντικείμενα ενοικιαγοράς τα οποία θα μπορούσε να ενοικιάσει η εφεσείουσα 1, κάτι με το οποίο θα μπορούσε να ενοικιάσει η εφεσείουσα 1, κάτι με το οποίο συμφωνούσε και η πλευρά των εφεσειόντων. Συμφωνία υπήρχε, επίσης, και ως προς την εικονικότητα της συμφωνίας ως ενοικιαγορά. Ο λόγος που έγινε αυτή η συμφωνία, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΕ2, ήταν για να παραχωρηθεί στην εφεσείουσα το ποσό των ΛΚ170.000 προς εξόφληση καθυστερημένων δόσεων δύο προγενέστερων συμφωνιών ενοικιαγοράς. Από πλευράς εφεσείουσας κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ένας εκ των διευθυντών της ουσιαστικά αποδεχόμενος τη σύναψη της συμφωνίας, έστω και εάν διαφωνούσε ως προς τις συνθήκες σύναψής της.
Το Δικαστήριο, στη βάση της αποδεκτής μαρτυρίας, θεώρησε ότι η πραγματική φύση της συναλλαγής δεν ήταν ενοικιαγορά και ως τέτοια ήταν εικονική, γεγονός που ήταν γνωστό από την αρχή και στα δύο εμπλεκόμενα μέρη. Κατέληξε δε ότι στις 10.5.2000 τα μέρη είχαν προσέλθει σε συμφωνία για την παραχώρηση στην εφεσείουσα πιστωτικών διευκολύνσεων ύψους ΛΚ170.000. Στην πραγματικότητα οι διευκολύνσεις αυτές θα ήσαν υπό τη μορφή δανείου αποπληρωτέου με μηνιαίες δόσεις ενώ το εκάστοτε υπόλοιπο θα έφερε τόκο. Οι δε διευθυντές της εφεσείουσας, εναγόμενοι 2 και 3, οι οποίοι γνώριζαν για την εν λόγω συμφωνία λόγω της συμμετοχής τους στη σύναψή της, συμφώνησαν στην παραχώρηση προσωπικής εγγύησης προς κάλυψη των υποχρεώσεων της εταιρείας και επίσης μερίμνησαν για την παραχώρηση από αυτήν δύο υποθηκών ως πρόσθετη εξασφάλιση. Ως αποτέλεσμα των ευρημάτων του εξέδωσε απόφαση εναντίον των εφεσειόντων και του πρώην εναγόμενου 3 αλληλεγγύως και ή κεχωρισμένως για το ποσό των €230.956,20 (ΛΚ135.172,66), με τόκο προς 9% ετησίως από τις 15.11.2010 μέχρι εξοφλήσεως. Επίσης, εξέδωσε διάταγμα εκποίησης των επιδίκων υποθηκών και επεδίκασε έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Καταχωρίστηκε έφεση εκ μέρους της εταιρείας και του εναγόμενου 2 με την οποία προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση με 15 συνολικά λόγους έφεσης. Προβάλλεται πως ο ισχυρισμός για παραβίαση από την εφεσείουσα συμφωνίας για παραχώρηση προς αυτήν πιστωτικών διευκολύνσεων υπό μορφή δανείου, δεν δικογραφείται και, επίσης, πως δεν θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη εξωγενής μαρτυρία προς διαπίστωση της πραγματικής φύσης της συναλλαγής. Προβάλλεται συναφώς ότι η υπόθεση θα έπρεπε να κριθεί στη βάση της συμφωνίας ενοικιαγοράς η οποία ήταν παράνομη και συνεπώς λανθασμένα εκδόθηκε απόφαση για το υπόλοιπο ποσό και διατάγματα εκποίησης των υποθηκών οι οποίες επίσης ήταν παράνομες. Λανθασμένα επίσης κρίθηκαν ως έγκυρες οι εγγυήσεις που δόθηκαν από τους διευθυντές της εταιρείας. Προβάλλονται επίσης ως λανθασμένα και όλα τα επί μέρους ευρήματα και συμπεράσματα του Δικαστηρίου.
Με την Έκθεση Απαίτησης προωθούνται διαζευκτικές αιτίες αγωγής στις οποίες περιλαμβάνονται η παραβίαση συμφωνίας ενοικιαγοράς ημερομηνίας 10.5.2000, παραβίαση συμφωνίας για παραχώρηση πιστωτικών διευκολύνσεων υπό μορφή δανείου ύψους ΛΚ170.000 και αξίωση για πληρωμή του υπόλοιπου ποσού που έχει καταστεί πληρωτέο, καθώς και ισχυρισμός για άδικο πλουτισμό και αξίωση για αποπληρωμή του αξιούμενου ποσού ως «money had and received».
Η εισήγηση των εφεσειόντων ότι δεν υπήρχε η αναγκαία δικογραφική κάλυψη βασίζεται στο ότι η παράγραφος 5 της Έκθεσης Απαίτησης η οποία αναφέρεται σε συμφωνία παραχώρησης πιστωτικών διευκολύνσεων παραπέμπει στις προηγούμενες παραγράφους 2 και 3, οι οποίες, σύμφωνα πάντοτε με την εισήγηση, αφορούν τη συμφωνία ενοικιαγοράς και δεν αναφέρονται σε συμφωνία δανείου. Η παράγραφος 5 της Έκθεσης Απαίτησης προνοεί τα ακόλουθα:
«5. Περαιτέρω και διαζευκτικά προς τα ανωτέρω οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι δυνάμει συμφωνίας ημερ. 10.5.2000 ως αναφέρεται ανωτέρω παρεχώρησαν στους εναγόμενους 1 με την εγγύησιν και/ή υποχρέωσιν και/ή συμφωνίαν για αποζημίωσιν και/ή κάλυψιν (indemnity) των εναγομένων 2 και 3 πιστωτικές διευκολύνσεις ύψους Λ.Κ.210.070,15 και/ή Λ.Κ.170.000.- με τους όρους και συμφωνίες που αναφέρονται στις ρηθείσες παρα. 2 και 3 ανωτέρω και οι ενάγοντες το αξιούν δυνάμει των όρων της ως άνω συμφωνίας και/ή ως αποζημιώσεις για παράβασιν συμφωνίας όπως κατωτέρω αναφέρεται.»
Η παράγραφος αυτή είναι σαφής και, με όλο το σεβασμό, δεν επιδέχεται της ερμηνείας που εισηγούνται οι εφεσείοντες. Προνοείται μία διαζευκτική αιτία αγωγής στη βάση της ίδιας συμφωνίας ημερομηνίας 10.5.2000. Το ερώτημα βέβαια που εγείρεται είναι κατά πόσο θα μπορούσε η εφεσίβλητη να πετύχει απόφαση στη βάση αυτής της εναλλακτικής αιτίας αγωγής.
Σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, υπήρξε κοινή θέση των δύο πλευρών ότι η ενοικιαγορά ήταν εικονική. Αυτό τέθηκε ευθαρσώς από τον ΜΕ2, συνεπώς, ήταν σαφές από το στάδιο προσαγωγής της μαρτυρίας ποια βάση αγωγής προωθείτο από την εφεσίβλητη. Κοινά αποδεκτός ήταν και ο σκοπός για τον οποίο δόθηκε από την εφεσίβλητη το ποσό των ΛΚ170.000 όπως προκύπτει από το ακόλουθο απόσπασμα από την αντεξέταση του διευθυντή της εφεσείουσας χχχ Θωμά (πρώην εναγόμενου 3) στις σελ. 65 - 66 των πρακτικών:
«Ε. Κύριε Θωμά, αντιλαμβάνομαι ότι με αυτό το επίδικο συμβόλαιο ενοικιαγορών πήρατε χρήματα με τα οποία πληρώθηκαν δόσεις που οφείλατε σε προηγούμενες ενοικιαγορές σωστό;
Α. Μάλιστα.
Ε. Εσάς η θέση σας είναι ότι το συμβόλαιο ενοικιαγοράς είναι εικονικό;
Α. Μάλιστα.
Ε. Επίσης η θέση σας είναι ότι αυτά τα χρήματα πληρώθηκαν έναντι των δόσεων που οφείλατε;
Α. Μάλιστα.»
Τούτων δοθέντων, δεν απαιτείτο να εξεταστεί ο λόγος για τον οποίο τα φερόμενα ως αντικείμενα της ενοικιαγοράς δεν ήταν διαθέσιμα για να αποτελέσουν αντικείμενο της επίδικης συμφωνίας ως ισχυρίζονται οι εφεσείοντες με το δεύτερο λόγο έφεσης. Η δε κοινή θέση ότι η συμφωνία ως ενοικιαγορά ήταν εικονική, ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως ότι «και το έγγραφο, τεκμήριο 1 το οποίο φέρεται να την επιμαρτυρεί τελικώς δε δημιουργεί αυτοτελώς οποιαδήποτε δεσμευτική συμφωνία για τα μέρη». Και, βεβαίως, η θέση πως όταν τίθεται υπό αμφισβήτηση η εγκυρότητα μιας γραπτής συμφωνίας είναι επιτρεπτή η διερεύνηση από το Δικαστήριο των συνθηκών σύναψής της για να διαπιστωθεί η πραγματική φύση και το περιεχόμενο της υπό εξέταση συναλλαγής, συνάδει με τη νομολογία (βλ. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2001) 1 AAΔ 1432 και Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2002) 1 ΑΑΔ 2067). Εν προκειμένω, στα πλαίσια αυτά ήταν επιτρεπτό για το Δικαστήριο να αποδεχθεί εξωγενή μαρτυρία έτσι ώστε να διαπιστώσει τη πραγματική φύση της συγκεκριμένης συναλλαγής.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία ορθά το Δικαστήριο οδηγήθηκε στη διαπίστωση ότι «η συναλλαγή δεν αφορούσε σε συμφωνία ενοικιαγοράς και ως τέτοια ήταν εικονική» και το γεγονός αυτό ήταν γνωστό από την αρχή και στα δύο εμπλεκόμενα μέρη. Όπως παρατήρησε ο Diplock L.J. στην υπόθεση Snook v. London & West Riding Investments Ltd (1967) 1 All E.R. 518 σελ. 528 «..for acts or documents to be a "sham", with whatever legal consequences follow from this, oll the parties thereto must have a common intention that the acts or documents are not to create the legal rights and obligations which they give the appearance of creating».
Με δεδομένη και κοινώς αποδεκτή τη θέση ότι η συμφωνία ενοικιαγοράς ήταν εικονική η οποία, όπως σημειώσαμε προωθήθηκε από την εφεσίβλητη από το στάδιο προσκόμισης της μαρτυρίας, η υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Χίνη (2008) 1 Α.Α.Δ. 818 στην οποία μας παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων διαφοροποιείται από την παρούσα ως προς τα γεγονότα. Σ΄εκείνη την υπόθεση που αφορούσε ενοικιαγορά όπου επίσης προβάλλοντο διαζευκτικές θεραπείες, οι εφεσείοντες επέλεξαν την εκδοχή της ενοικιαγοράς η οποία κατέρρευσε επί των γεγονότων. Ως αποτέλεσμα αυτού δεν ήταν πλέον θεμιτό γι αυτούς να επικαλούνται τις διαζευκτικές βάσεις αγωγής που είχαν περιλάβει στην αγωγή τους για να πετύχουν την αξιούμενη θεραπεία. Σημειώνουμε επίσης ότι και σ΄εκείνη την υπόθεση υπήρχε πανομοιότυπη δικογράφηση διαζευκτικών θεραπειών και το Εφετείο θεώρησε ότι ήταν επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να δεχθεί εξωγενή μαρτυρία για να διαπιστώσει την πραγματική φύση της συναλλαγής παραπέμποντας στις αποφάσεις που έχουμε αναφέρει πιο πάνω.
Στη βάση της μαρτυρίας των κ.κ. Σοφοκλέους και Θωμά, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι κατά την 10.5.2000 τα μέρη είχαν προσέλθει σε συμφωνία για την παραχώρηση στην εφεσείουσα πιστωτικών διευκολύνσεων ύψους ΛΚ170.000. Στην πραγματικότητα οι διευκολύνσεις αυτές θα ήσαν υπό τη μορφή δανείου αποπληρωτέου με μηνιαίες δόσεις, ενώ το εκάστοτε υπόλοιπο θα έφερε τόκο. Οι δε διευθυντές της εταιρείας, εφεσείων 2 και πρώην εναγόμενες 3 γνωρίζοντας για την προαναφερθείσα συμφωνία παραχώρησαν προσωπική εγγύηση προς αυτήν και μερίμνησαν για την παραχώρηση πρόσθετης εξασφάλισης με δύο υποθήκες επί της περιουσίας της εφεσείουσας. Όπως δε σημείωσε το Δικαστήριο στην απόφασή του:
«Η ίδια η συμφωνία παραχώρησης του εν λόγω δανείου δεν είναι καταγραμμένη οπουδήποτε. Όμως, επιβεβαιώνεται από τα γεγονότα που αναφέρονται πιο πάνω και ειδικά αυτά που αναφέρονται στην υλοποίησή της. Δηλαδή, την παραχώρηση από τον οργανισμό προς την εναγόμενη του ποσού των Λ.Κ.170.000. Προφανώς, μέσω κάποιας λογιστικής πράξης, χωρίς να λάβει η εναγόμενη στην πραγματικότητα οποιοδήποτε χρηματικό ποσό, αφού σκοπός ήταν η εξόφληση άλλων χρεών της προς τον οργανισμό. Όσο για τα υπόλοιπα μέρη της συμφωνίας αυτά επιμαρτυρούνται από κάποιους όρους οι οποίοι περιέχοντασι στο έγγραφο τεκμήριο 1.
Συγκεκριμένα, σ΄ αυτούς γίνεται αναφορά στο ύψος του δανεισθέντος ποσού, Λ.Κ.170.000, στη μηνιαία δόση για αποπληρωμή του, Λ.Κ.5.835, το επιτόκιο με το οποίο θα εχρεώνετο το εκάστοτε υπόλοιπο, 9% ετησίως και στις περιστάσεις υπό τις οποίες ο οργανισμός θα μπορούσε να καταστήσει το χρέος πληρωτέο και απαιτητό. Η μη έγκαιρη πληρωμή περιλαμβάνετο σ΄ αυτές. Οι πιο πάνω όροι και η εγκυρότητα τους δεν έχει αμφισβητηθεί από τους εναγόμενους κατά οποιοδήποτε τρόπο. Συναποτελούν δε μαζί με τα προφορικά διαμειφθέντα για παραχώρηση του ποσού των Λ.Κ.170.000 στην εναγόμενη για συγκεκριμένο σκοπό, τη συμφωνία δανείου των μερών.»
Δε διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Σημειώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε επίσης κατά πόσο τύγχαναν εφαρμογής οι πρόνοιες του άρθρου 65 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 και προς τούτο παράπεμψε στην υπόθεση North Central Wagon Finance Co. Ltd. v. Brailsford (1962) 1 All E.R. 502 την οποία διέκρινε από την παρούσα. Οι εφεσείοντες με τον ένατο λόγο έφεσης ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα ερμηνεύτηκε και εφαρμόστηκε η εν λόγω απόφαση από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Στην πιο πάνω υπόθεση κρίθηκε, σε πανομοιότυπα με την παρούσα υπόθεση γεγονότα, ότι η φερόμενη ως συμφωνία ενοικιαγοράς ήταν εικονική και πως επρόκειτο περί συγκεκαλυμμένης συμφωνίας παραχώρησης δανείου. Όμως και αυτή η συμφωνία ήταν άκυρη, επειδή δεν είχε εγγραφεί όπως απαιτείτο με βάση τις πρόνοιες συγκεκριμένης νομοθεσίας. Η αποκατάσταση του δανεισθέντος ποσού προς όφελος του δανειστή επιτεύχθηκε στη βάση της αρχής που προβλέπεται από το άρθρο 65 του Κεφ. 149. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέκρινε την υπό κρίση υπόθεση από την πιο πάνω αγγλική αναφέροντας τα ακόλουθα σχετικά:
«Η παρούσα υπόθεση διακρίνεται από την προαναφερθείσα αγγλική υπόθεση. Δεν υπάρχει στην προκειμένη περίπτωση οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια ή άλλη αρχή η οποία να εμποδίζει την εφαρμογή της διαπιστωθείσας, ανωτέρω, συμφωνίας δανείου και των όρων που, όπως επίσης διαπιστώθηκε, διέπουν τη λειτουργία της. Ενώ όσον αφορά άλλους όρους οι οποίοι περιέχονται σ΄ αυτή, παραπέμποντας σε συμφωνία ενοικιαγοράς, από τη στιγμή που έχει διαπιστωθεί ότι δεν υπήρχε ποτέ πρόθεση μεταξύ των συμβαλλομένων να ήταν τέτοιας φύσεως η επίδικη συναλλαγή, διαπιστώνεται ότι ήταν και αυτοί εξ αρχής άκυροι και αναποτελεσματικοί.
Ειδικά η επιβολή στην εναγόμενη, υπό τις περιστάσεις ανωτέρω, του πρόσθετου ποσού των δήθεν δικαιωμάτων ενοικιαγοράς. Μάλιστα, δεν αποκλείεται ο όρος αυτός να ήταν και παράνομος αφού με την χρέωση επί του εκάστοτε υπολοίπου και του 9%, το επιτόκιο θα υπερέβαινε το τότε ανώτατο επιτρεπόμενο με βάση τον περί Τόκου Νόμο 2/1977, που ήταν 9% ετησίως. Βέβαια, είναι ορθό να λεχθεί πως και η απαίτηση αυτή αποσύρθηκε από την αρχή και επομένως έχει αρθεί η οποιαδήποτε παρανομία η οποία διαφορετικά θα μόλυνε τη διαπιστωθείσα συμφωνία δανείου.»
Δε διαπιστώνουμε σφάλμα στην ερμηνεία και εφαρμογή της πιο πάνω αγγλικής απόφασης στα γεγονότα της παρούσας και, συνεπώς, ο σχετικός λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται με €2,500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, εναντίον των εφεσειόντων.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ