ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παρπαρίνος, Λεωνίδας Σταματίου, Κατερίνα Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Δ. Κρονίδης,για εφεσείοντα Ν. Παπακλεοβούλου με Χρ. Παπακλεοβούλου, (κα), για εφεσίβλητους CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-04-07 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΠΛΑ ν. ΑΠΛΑ κ.α., Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 276/2013, 7/4/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:A113

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 276/2013)

 

7 Απριλίου, 2020

 

[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  Δ/ΣΤΕΣ]

 

Μεταξύ:

xxx  ΑΠΛΑ

Εφεσείοντα/Ενάγοντα

και

1.    xxx ΑΠΛΑ

2.   CH. APLAS HILLS LTD

Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι.

_ _ _ _ _ _

Δ. Κρονίδης,για εφεσείοντα

Ν. Παπακλεοβούλου με Χρ. Παπακλεοβούλου, (κα), για εφεσίβλητους

_ _ _ _ _ _

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

----------------

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,Δ.: O εφεσείων/ενάγων και ο εφεσίβλητος/εναγόμενος 1 είναι αδέλφια και η αντιδικία τους αφορούσε στη διεκδίκηση υπό του εφεσείοντα δικαιώματος επί του ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/4xxx3, Φύλλου Σχεδίου 4x/1, αρ. τεμαχίου xxx, στην Πέγεια, το οποίο ενεγράφη εξ ολοκλήρου αρχικά στον εφεσίβλητο 1 και μετά στην εφεσίβλητη/εναγόμενη 2.  Σχετική αγωγή του εφεσείοντα απορρίφθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου και με την παρούσα έφεση ο εφεσείων επιδιώκει την ανατροπή της απόρριψης. 

 

 

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης ο εφεσείων πληροφορήθηκε το 2009 ότι ο πατέρας του είχε αποκτήσει το 1931 δυνάμει αγοράς από τη xxx xxx Πετούση το ακίνητο με αρ. εγγραφής 0/4xxx3, Φύλλου/Σχεδίου 4x/1 (που στο εξής θα αναφέρεται ως  «το ακίνητο»), το οποίο μέχρι το 1999 δεν ήταν εγγεγραμμένο επ΄ ονόματι οποιουδήποτε προσώπου.  Τελικά αυτό ενεγράφη επ΄ ονόματι του αδελφού του το 1999 «κατόπιν ψευδών δηλώσεων και/ή παράνομων ενεργειών και προς βλάβη του ενάγοντα που δικαιούτο στο  ½ μερίδιο, με το φάκελο με αρ. Αxxx/99 στη βάση δήλωσης, ότι απεκτήθη λόγω δωρεάς από τον πατέρα του και πιστοποιητικού της Χωρητικής Αρχής.  Ακολούθως το Μάιο του 2006 ο αδελφός του μεταβίβασε το ακίνητο στην εταιρεία του που είναι η εναγόμενη 2, δυνάμει δωρεάς».  

 

Με την Υπεράσπιση του ο εφεσίβλητος 1 αρνείται όσα του καταλογίζει ο αδελφός του περί εξαπάτησης του και δίνει τη δική του θέση, ότι δηλαδή απέκτησε το ακίνητο δυνάμει χρησικτησίας, την κατοχή του οποίου είχε ο πατέρας του από το 1931 μέχρι το 1964, όταν πλέον την παραχώρησε στον εναγόμενο 1.  Η συμφωνία μεταξύ των δύο αδελφών περί διαμοιρασμού της περιουσίας του πατέρα τους το 1969, αφορούσε στην τότε υφιστάμενη περιουσία του πατέρα τους, όπως και έγινε, γι΄ αυτό και εμποδίζεται ο Ενάγοντας λόγω διαγωγής και/ή συμφωνίας να απαιτεί κληρονομικά δικαιώματα επί του επίδικου ακινήτου.»

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του επισήμανε μεταξύ άλλων, ότι, το κύριο ερώτημα που πηγάζει από την όλη δομή της Έκθεσης Απαίτησης και την προσαχθείσα μαρτυρία  είναι αν η επιτευχθείσα εγγραφή του εν λόγω ακινήτου επ΄ ονόματι του εφεσιβλήτου 1 έγινε νομότυπα.  Αν η κρίση του Δικαστηρίου είναι αρνητική στο εν λόγω ερώτημα, τότε μόνο θα πρέπει να αποφασιστεί κατά πόσο ο εφεσείων δικαιούται στην επ΄ ονόματι του εγγραφή κατά ½ μερίδιο επί του ακινήτου.

 

Για να απαντηθεί το ως άνω ερώτημα, το Δικαστήριο εξέτασε τις παραμέτρους που έλαβε υπόψη του το Κτηματολόγιο για να προχωρήσει στην επίδικη εγγραφή και κατά πόσο αυτές συνάδουν με τη κείμενη νομοθεσία.  Επίσης εξέτασε και το καθεστώς κάτω από το οποίο εκδόθηκε ο τίτλος εγγραφής επ΄ ονόματι του εφεσιβλήτου 1 αν ήταν δηλαδή δυνάμει δωρεάς, κληρονομικού δικαιώματος ή δυνάμει αυτοτελούς δικαιώματος χρησικτησίας.  Σημειώνεται πως η εκδοχή του εφεσίβλητου 1 είναι ότι απέκτησε το ακίνητο στη βάση της χρησικτησίας.

 

Το Δικαστήριο θεώρησε αξιόπιστη τη μαρτυρία των κτηματολογικών λειτουργών και τα υπ΄αυτών κατατεθέντα τεκμήρια,  Επρόκειτο για τη μαρτυρία των Ζίγκα (ΜΕ1) και Μακαρίου (ΜΥ1).  Προσθέτως, το Δικαστήριο αποδέκτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 ενώ έκρινε αναξιόπιστο τον εφεσείοντα και τη σύζυγο του (ΜΕ3). 

 

Με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση και τα σχετικά ευρήματα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσίβλητος 1 είχε αποδείξει την αδιαφιλονίκητη εχθρική κατοχή του επίδικου ακινήτου για πάνω από 30 αδιάλειπτα χρόνια δηλαδή από το 1964 που του το δώρισε ο πατέρας του μέχρι που ενεγράφη επ΄ ονόματι του το 2001. 

 

Σύμφωνα με τα πρωτόδικα ευρήματα η καλλιέργεια των δέντρων που υπήρχαν στο ακίνητο από τον εφεσίβλητο 1 είναι πράξη που αποδεικνύει κατοχή.  Την καλλιέργεια των δέντρων επιβεβαίωσε και ο ΜΥ1 - Μακαρίου, καθότι κατά την επιτόπια εξέταση του στις 30.5.2001 τα δέντρα που βρίσκονταν σ΄αυτό, χαρουπιές και ελιές ήσαν καλλιεργημένα. 

 

Απασχόλησε πολύ το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά και ενώπιον μας συζητήθηκε, το πιστοποιητικό τεκμ.2Β το περιεχόμενο του οποίου αποτελούσε βεβαίωση για την κατοχή του ακινήτου από τον εφεσίβλητο 1, ημερ.17.4.2001 και το οποίο υπεγράφη από τον ίδιο υπό την ιδιότητα του ως κοινοτάρχη και έφερε υπογραφές δύο μαρτύρων, δηλαδή του xxx Καλλικά και του xxx Ψαλτά Μάου. 

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς τη μαρτυρία των Κτηματολογικών Λειτουργών ανάφερε πως οι μάρτυρες αυτοί ανέλυσαν με κάθε λεπτομέρεια τα διαβήματα που έλαβε το Κτηματολόγιο για να καταλήξει στην εγγραφή του επίδικου ακινήτου επ΄ ονόματι του εφεσίβλητου 1 αλλά και των άλλων τεμαχίων που προέκυψαν από το διαχωρισμό του τεμαχίου με αρ. 2x8, επ΄ ονόματι εκείνων των προσώπων που τα διεκδικούσαν.  Ο μεν Μ.Ε.1 Ζίγκας άντλησε κυρίως την πληροφόρηση του από το περιεχόμενο του Φακέλου xxx/99, ο δε Μ.Υ.1 Μακαρίου και από  προσωπική του γνώση, εφόσον ήταν το άτομο που προέβη στην επιτόπια εξέταση και ετοίμασε τα σχετικά πρακτικά και έγγραφα του εν λόγω Φακέλου. Ενόψει της αμεσότερης εμπλοκής του Μ.Υ.1 - Μακαρίου, το Δικαστήριο προσέδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στη μαρτυρία του Μακαρίου, στα κρίσιμα σημεία, έναντι εκείνης του Μ.Ε.1 Ζίγκα. Η εμπλοκή τους στην υπόθεση προέκυψε στα πλαίσια της εκτέλεσης των εργασιών και καθηκόντων τους στο Κτηματολόγιο και κανένα ικανό επιχείρημα δεν προβλήθηκε ότι είχαν κάποιο ιδιαίτερο λόγο να προωθήσουν την επ΄ ονόματι του εφεσίβλητου 1 εγγραφή του ακινήτου σε βάρος του εφεσείοντα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η μαρτυρία των κτηματολογικών λειτουργών, συμπίπτει στα ουσιώδη σημεία, όπως επίσης ότι το πιστοποιητικό (Τεκμήριο 2(Β)) διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην εγγραφή του επίδικου ακινήτου επ΄ ονόματι του εφεσιβλήτου 1.  Σημειώθηκε δε η αναφορά του Μ.Υ.1 Μακαρίου κατά την αντεξέταση του ότι για την επίδικη εγγραφή επ΄ ονόματι του εφεσίβλητου 1 στηρίχθηκε στο πιστοποιητικό κατοχής (τεκμ. 2(Β)), το περιεχόμενο του οποίου ο μάρτυρας επιβεβαίωσε ως αληθές κατά την επιτόπια εξέταση.   Σε σχέση με τη δεκτότητα του πιστοποιητικού ο Μ.Ε.1 Ζίγκας ανέφερε ότι το Κτηματολόγιο κατ΄ εκείνο το χρόνο δεν θα έκαμνε δεκτό το πιστοποιητικό αν αυτό δεν έφερε υπογραφές δύο μαρτύρων.

 

Στην συνέχεια το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι, ο εφεσείων δεν παρουσίασε κανένα στοιχείο που να κατατείνει στο ότι ο εφεσίβλητος 1 δεν απέκτησε την κατοχή του ακινήτου το 1964 ή ότι δεν το κατείχε από τότε μέχρις ότου αυτό ενεγράφη επ΄ ονόματι του.  Αποδεχόμενο δε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 στα αμφισβητούμενα σημεία και απορρίπτοντας εκείνης του εφεσείοντα και της συζύγου του, κατέληξε ότι καμιά συμφωνία δεν έγινε είτε μεταξύ των διαδίκων είτε και με το πατέρα τους σε σχέση με το διαμοιρασμό του επίδικου ακινήτου εξίσου στους δύο γιούς του.  Αντιθέτως, κατέληξε ότι ορθώς έγινε εγγραφή του επίδικου κτήματος στους εφεσίβλητους.  Στη βάση δε αυτών απέρριψε την αγωγή. 

Εναντίον της πιο πάνω πρωτόδικης απόφασης  ο εφεσείων προβάλλει 8 λόγους Εφέσεως, ως ακολούθως:

 

Με τον 1ον  λόγο εφέσεως ο εφεσείων προβάλλει ότι, η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί, αφού όπως ισχυρίζεται, το Πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε και/ ή ερμήνευσε λανθασμένα το άρθρο 82 του Περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Eγγραφή και Eκτίμηση) Νόμου, Κεφ.224 και ή λανθασμένα δεν έλαβε υπόψιν του ειδικά τις επιτακτικές ανάγκες τήρησης των προνοιών του άρθρου 82 (1), (2), (3) του ίδιου Νόμου σε σχέση με τη σύνταξη και κατάθεση του Πιστοποιητικού, τεκμ. 2(Β) που εκδόθηκε από τον εφεσίβλητο 1 ως κοινοτάρχη Δήμου Πέγειας και της παρατυπίας που αφορά την απουσία δέουσας πιστοποίησης επί του εν λόγω Πιστοποιητικού σύμφωναμε τους Τύπους Α ή Β που εκτίθενται στον τρίτο Πίνακα του ίδιου Νόμου.

 

Με τον 2ον  λόγο εφέσεως ο εφεσείων προβάλλει, ότι η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί, αφού όπως ισχυρίζεται, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αν και σωστά αναγνώρισε και/ή αποφάνθηκε ότι το εν λόγω πιστοποιητικό διαδρα΅άτισε αποφασιστικό ρόλο στηv εγγραφή του επίδικου ακινήτου επ' οvό΅ατι του εφεσίβλητου 1, ακολούθως λανθασμένα έκρινε ότι «η έκδοση του επίδικου πιστοποιητικού (τεκμ.2(Β) από τον εvαγό΅εvο 1ως κοιvοτάρχη βρισκόταv εvτός τωv πλαισίων  τωv αρ΅οδιοτήτωv του και δεv έχει οτιδήποτε το ΅ε΅πτό από τηv άποψη αυτή» όταν ο Κοινοτάρχης και το πρόσωπο υπέρ του οποίου εκδόθηκε το εν λόγω Πιστοποιητικό ήταν το ίδιο, παραβιάζοντας κάθε κανόνα φυσικής δικαιοσύνης και αρχών δικαίου περί ασυμβίβαστου.

 

Με τον 3ον  λόγο εφέσεως ο εφεσείων προβάλλει ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασ΅ένα αποφάνθηκε πως η παράλειψη κλήσης στο
Δι
καστήριο των δυο ΅αρτύρων, Καλλικά και Μάου, αντίστοιχα επί του επιδίκου πιστοποιητικού κρίνεται δικαιολογη΅ένη υπό τις περιστάσεις δίχως αυτό να επηρεάζει την αποδεικτική του αξία, καθιστώντας λανθασ΅ένα αποδεκτό το εν λόγω Πιστοποιητικό για την αλήθεια του περιεχο΅ένου του.

 

Με τον 4ον  λόγο εφέσεως ο εφεσείων προβάλλει ότι, η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί, αφού όπως ισχυρίζεται, το εύρη΅α του γεγονότος (finding off act) που προέβηκε το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχό΅ενο ως χρόνο της κατ' ισχυρισ΅όν δωρεάς του επίδικου ακινήτου στον εφεσίβλητο 1 από τον πατέρα του το έτος 1964, αντί το 1970 όπως αναγράφετο στο Πιστοποιητικό τεκ΅ήριο 1 (ΣΤ), είναι λανθασ΅ένο και /ή εντελώς αυθαίρετο και εν πάση περιπτώσει δεν στηρίζεται στην ήδη προσαχθείσα ΅αρτυρία.

 

 

Με τον 5ον  λόγο εφέσεως ο εφεσείοντας προβάλλει ως λανθασμένα τα συ΅περάσ΅ατα και/η ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που στηρίχθηκαν στη λανθασ΅ένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εναγο΅ένου 1,τον οποίο και έκρινε ως αξιόπιστο σε αντίθεση ΅ε τη ΅αρτυρία που έδωσε ο Ενάγοντας.

 

 

Με τον 6ον  λόγο εφέσεως ο εφεσείων προβάλλει ότι λανθασμένα αποφάνθηκε, ότι υπό τις περιστάσεις δεν ήταν αναγκαία η αποστολή σχετικής ειδοποίησης στον Ενάγοντα ή η δημοσίευση σχετικής ειδοποίησης στον ημερήσιο τύπο, για την επικείμενη εγγραφή του επίδικου ακινήτου στον Εναγόμενο αρ.1, ώστε να εξασφαλιστεί η συγκατάθεση και υπογραφή του Ενάγοντα,ως κληρονόμου και επίσης λανθασμένα θεώρησε ότι οι πρόνοιες του άρθρου 49, Κεφ. 224 δεν τυγχάνουν εφαρμογής.

 

Με τον 7ον  λόγο εφέσεως ο Εφεσείοντας προβάλλει ότι, το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασ΅ένα αποφάσισε και/η έκρινε, ότι ο Εναγόμενος
1 είχε αποδείξει την αδιαφιλονίκητη εχθρική κατοχή και/ή χρησικτησία του επίδικου ακινήτου για πάνω από 30 αδιάλειπτα χρόνια, δηλαδή από το «1964 που του το δώρισε ο πατέρας του μέχρι που ε
vεγγράφει επ' ονόματι του το 2001»,καθότι το εύρημα αυτό ΅ε βάση την προσαχθείσα ΅αρτυρία, στερείται επαρκούς απόδειξης της κατοχής και ενέχει πλάνη ως προς το βάρος της απόδειξης και το κριτήριο με γνώμονα το οποίο κρίνεται καιαποδεικνύεται τέτοια κατοχή.

 

Με τον 8ον  λόγο εφέσεως ο εφεσείων προβάλλει, ότι η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί, αφού όπως ισχυρίζεται, το θέ΅α που το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εγείρει αναφορικά ΅ε το ότι ο ενάγων
δεν είχε δικαίω΅α να απαιτεί εγγραφή στο όνο΅α του, κατά 1/2 ΅ερίδιο στο επίδικο ακίνητο συμπεραίνοντας, ότι «
εκείνος που θα είχε δικαίωμα επί της περιουσίας του πατέρα των διαδίκων προς  συλλογή και διανομή της θα ήταν ο διαχειριστής της περιουσίας του και όχι οποιοσδήποτε κληρονόμος» αποτελεί λανθασ΅ένο συ΅πέρασ΅α που συνιστούσε «εν παρόδω λεχθέν» (obiter dicta) και δεν αποτελεί δεσ΅ευτικό προηγού΅ενο.

 

Οι τρεις πρώτοι λόγοι έφεσης σχετίζονται με το επίδικο πιστοποιητικό και μπορούν να εξεταστούν ενιαία.  Ο δε τέταρτος έως και όγδοος λόγος αφορούν τα ευρήματα γεγονότων και ιδιαίτερα το εύρημα χρησικτησίας και επίσης μπορούν να εξεταστούν σε κοινό πλαίσιο.

 

Εξέταση λόγων έφεσης 1-3 - το επίδικο πιστοποιητικό:

Με βάση το εν λόγω πιστοποιητικό εκδοθέν στην Πέγεια, ημ.17.4.2001, ο Κοινοτάρχης με τη μαρτυρία των δύο πιο πάνω προσώπων, πιστοποιεί ότι ο ίδιος κατέχει δυνάμει δωρεάς από τον πατέρα του το εν λόγω ακίνητο όπως επίσης αναφέρεται ότι το ακίνητο είχε αγοραστεί από τον πατέρα του από συγκεκριμένο πρόσωπο (την Μαρία Πετούση) το 1931. 

 

Σε αυτό δηλώνεται ότι το κατέχει μέχρι σήμερα νόμιμα και αδιαφιλονίκητα. Για την ισχύ του εν λόγω πιστοποιητικού σχετικό είναι το άρθρο 82(1) του Κεφ.224.  Κατά τον ουσιώδη χρόνο το άρθρο 82(1) είχε ως εξής:

«82(1) Κάθε πιστοποιητικό οποιασδήποτε χωριτικής αρχής το οποίο απαιτείται από οποιοδήποτε νόμο ή έθιμο όπως προσαχθεί στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο ως απόδειξη γεγονότος που αφορά οποιοδήποτε ζήτημα το οποίο επηρεάζει οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία υπογράφεται και σφραγίζεται από τον κοινοτάρχη και υπογράφεται επίσης από όχι λιγότερα των δύο μελών της χωριτικής επιτροπής της ενορίας ή του χωριού όπου βρίσκεται η ιδιοκτησία.

 

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .»

(Με τον τροποποιητικό Νόμο Ν.123(Ι)/2001 η πρόνοια για υπογραφή των δύο μελών διαγράφηκε).

Με βάση δε το άρθρο 46(ιβ) του περί Κοινοτήτων Νόμου, Ν.86(Ι)/99 εντός των αρμοδιοτήτων του κοινοτάρχη είναι να παρέχει οποιονδήποτε πιστοποιητικό για ακίνητη ιδιοκτησία όταν δεν υπάρχει εμπόδιο που να δικαιολογεί την άρνηση παροχής τέτοιου πιστοποιητικού. 

 

Υπήρξε κοινό έδαφος ότι ο εφεσίβλητος 1 υπήρξε κατά τον ουσιώδη χρόνο ο κοινοτάρχης του χωριού Πέγειας.  Συνεπώς η έκδοση του επίδικου πιστοποιητικού από τον ίδιο ως κοινοτάρχη βρισκόταν εντός των πλαισίων των αρμοδιοτήτων του και δεν έχει αποδειχθεί οτιδήποτε μεμπτό ώστε αυτό να λειτουργήσει καταλυτικά εναντίον του περιεχομένου του.  ΄Οσον αφορά το θέμα των δύο μαρτύρων ορθώς κρίθηκε ότι παρά το γεγονός ότι οι υπογραφές αυτές αφορούν σε μέλη για κάποιο διάστημα, τέτοιου Συμβουλίου τούτο δεν είναι προαπαιτούμενο καθότι οι πρόνοιες του άρθρου 11 του ως άνω Νόμου δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση της Πέγειας που είναι Δήμος από το 1993.Η μη αναφορά των ανωτέρω, σε πηγές γνώσης του πιστοποιούντος κατά τον σχετικό τύπο, εδώ δεν μπορεί να εφαρμοσθεί αφού η γνώση είναι προσωπική.  Ενόψει δε αυτού δεν μπορεί να έχει αντικείμενο η περαιτέρω ενασχόληση μας με τον 3ο λόγο έφεσης.

 

Η ισχύς βεβαίως του εν λόγω πιστοποιητικού θα πρέπει να συσχετιστεί και με την υπάρχουσα μαρτυρία και ειδικά τη μαρτυρία που το Δικαστήριο αποδέκτηκε.  Υπό αυτή την έννοια είναι σχετική η θέση του εφεσείοντα, πως η ταύτιση της ιδιότητας του κοινοτάρχη και του ενδιαφερόμενου προσώπου σε συνάρτηση με το επίδικο πιστοποιητικό ενέχει σημασία για την ισχύ του. Συνεπώς θα μας απασχολήσει κατά την εξέταση των άλλων λόγων έφεσης.  Οι λόγοι έφεσης 1-3 απορρίπτονται.

 

Εξέταση των λόγων έφεσης 4-8 - η δοθείσα μαρτυρία και το εύρημα χρησικτησίας:

΄Εχουμε εξετάσει αυτόνομα και στο μεταξύ τους συσχετισμό, τους λόγους έφεσης αυτής της ομάδας και δεν συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα ότι συντρέχει λόγος επέμβασης μας επί της πρωτόδικης κρίσης η οποία εμπεριστατωμένα και τεκμηριωμένα ανέφερε γιατί κατατάχθηκε θετική και αξιόπιστη η μαρτυρία της πλευράς των εφεσιβλήτων. Το Δικαστήριο εξήγησε σε συνάρτηση με τα κατατεθέντα τεκμήρια και με παράθεση σχετικών λεπτομερειών γιατί η μαρτυρία του εφεσίβλητου 1 συνήδε με τη μαρτυρία των Λειτουργών του Κτηματολογίου εφ΄όλης της ύλης εκτός του συγκεκριμένου σημείου για το έτος έναρξης της χρησικτησίας από τον ίδιο τον εφεσίβλητο 1.  Εάν δηλαδή ήταν το 1964 ή το 1970.  Πρόκειται για τον 4ο  λόγο έφεσης.  Θεωρούμε απολύτως ορθό το πρωτόδικο συμπέρασμα πως η διαφορά που προκύπτει, σε σχέση με το χρόνο δωρεάς όπου ο εφεσίβλητος 1 τον τοποθετεί στο 1964,ενώ στο πιστοποιητικό του Μ.Υ.1 Μακαρίου στο 1970, αφενός δεν είναι ουσιώδης, και αφετέρου πως ο εφεσίβλητος γνώριζε καλύτερα το χρόνο αυτό, αφ΄ης στιγμής βεβαίως, κρίθηκε αξιόπιστος. Γι΄αυτό το λόγο, ο 4ος λόγος έφεσης συσχετίζεται και με τη γενικότερη προσβολή του έργου της αξιολόγησης της μαρτυρίας των δύο διαδίκων, δηλαδή του 5ου λόγου έφεσης.  Εμμέσως συσχετίζεται αυτό και με τον 7ο λόγο που αφορά το εύρημα χρησικτησίας ως προς τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή. 

 

Είναι γνωστές οι αρχές βάσει των οποίων μπορεί να επέμβει το Ανώτατο Δικαστήριο επί του θέματος του έργου της αξιολόγησης της μαρτυρίας.(Βλ. Σολωμού ν. Εταιρεία Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998)1 A.A.Δ.300).

 

Είναι αρκετό εν προκειμένω να αναφέρουμε πως το έργο της αξιολόγησης έχει συντελεστεί μέσα στα ορθά πλαίσια από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο δεν περιορίστηκε μόνο στην εντύπωση των διαδίκων ως μαρτύρων, αλλά, όπως ήδη ελέχθη, συσχέτισε κάθε πτυχή της μαρτυρίας τους με τα σχεδόν αντικειμενικά δεδομένα που προέκυπταν από το φάκελο.  Υπό αυτή την έννοια της ορθής εκτέλεσης του έργου της αξιολόγησης πρωτοδίκως, και της εκ τούτου θετικής κατάταξης του εφεσίβλητου 1 ως μάρτυρα, δεν αφήνει κανένα περιθώριο επιτυχίας στη θέση της πλευράς του εφεσείοντα και καμία σημασία εν τέλει δεν έχει η ταύτιση στο ίδιο πρόσωπο της ιδιότητας του πιστοποιούντος και του κατέχοντος.  Ο εφεσίβλητος κρίθηκε και στα επιμέρους σημεία ως αξιόπιστος μάρτυρας και το Δικαστήριο τον θεώρησε κατατοπιστικό ως προς τις λεπτομέρειες της καλλιέργειας του επίδικου ακινήτου.  Εξάλλου ο Μ.Υ.1 Μακαρίου κατέθεσε πως κατά την επιτόπια εξέταση του στις 30.5.2001 εντόπισε δέντρα (χαρουπιές και ελιές) τα οποία ήταν καλλιεργημένα.  Η ισχύς του πιστοποιητικού ενδυναμώθηκε και επαληθεύτηκε με την ισχύ της προφορικής μαρτυρίας.  Τονίζουμε πως δεν θα είχαμε δισταγμό να θεωρήσουμε άκυρο το πιστοποιητικό όχι λόγω της ταύτισης ιδιότητας αυτής καθ΄εαυτής αλλά λόγω του ότι συνέτρεχαν περιστάσεις δόλου ή κακής πίστης.  Ωστόσο η μαρτυρία δεν κατέδειξε κάτι τέτοιο.

 

Σχετικά με την χρησικτησία είναι τα άρθρα 9, 10 και 10Ατου Κεφ.224 με τα οποία τίθενται οι προϋποθέσεις για απόκτηση δικαιώματος κυριότητας ακίνητης ιδιοκτησίας δυνάμει εχθρικής κατοχής.  Στην υπόθεση Νικόλα ν. Κονναρή κ.ά. (2003)1Γ Α.Α.Δ. 1785 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

Η μαρτυρία περιστράφηκε κυρίως γύρω από την απόκτηση δικαιώματος ιδιοκτησίας δυνάμει εχθρικής κατοχής. Το βάρος απόδειξης ήταν στην εφεσείουσα η οποία, είχε καθήκον να αποδείξει ότι η εγγραφή στο όνομα της Αγγελούς έγινε από λάθος ή πλάνη και ότι το δικαίωμα της Αγγελούς και των προκατόχων της επί του επίδικου ακινήτου χάθηκε λόγω εχθρικής κατοχής. Βλ. Socratous ν. Mezou (1975) 1 C.L.R. 62 και Theodorou ν. Hadji Antoni (1961) 1 C.L.R. 203.

 

«Εχθρική κατοχή» σύμφωνα με την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 2 του νόμου σημαίνει:

 

«Κατοχήν υπό προσώπου μη δικαιουμένου εις τοιαύτην οσάκις η ρητή ή εξυπακουόμενη συναίνεσις ή άδεια του ούτω δικαιουμένου προσώπου δεν έχει δοθεί ή ληφθεί διά την τοιαύτην κατοχήν.»

 

Στην Rodothea Papageorghiou v. Antonis Komodromou (1963) 2 C.L.R. 221, αναφέρθηκε ότι η αξίωση δικαιώματος ιδιοκτησίας δυνάμει εχθρικής κατοχής παρότι αφορά σε ένα κατ΄ ισχυρισμό προσωπικό δικαίωμα εντούτοις οι περίοδοι κατοχής της επίδικης περιουσίας από τους προκατόχους του ενάγοντα που διεκδικεί δικαίωμα δυνάμει εχθρικής κατοχής μπορούν όπου αυτό απαιτείται, να συνυπολογίζονται.

 

Όπως ορθά αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, ο όρος «κατοχή» προϋποθέτει κάποιες πράξεις ιδιοκτησίας που έγιναν από το πρόσωπο που διεκδικεί τέτοιο δικαίωμα. Η μαρτυρία επί του προκειμένου πρέπει να είναι θετική και, ανάλογα με τη φύση της υπόθεσης, να οδηγεί στην εξαγωγή τέτοιου συμπεράσματος. Πρέπει να αποδεικνύεται πραγματική κατοχή η οποία, ως εκ της φύσεως της, να αποκλείει οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα κατοχής του συγκεκριμένου ακινήτου από τρίτους. Με άλλα λόγια, αυτός που διεκδικεί δικαίωμα ιδιοκτησίας δυνάμει εχθρικής κατοχής, οφείλει να αποδείξει ότι η κατοχή του επί του ακινήτου ήταν τέτοια ώστε να τίθεται εκ ποδών οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα κατοχής του ιδίου κτήματος από τρίτους. Βλ. Anna Sotiriou v. The Heirs of Despin aK. HjiPaschali (1962) C.L.R. 280, Charalambous etc. v. Ioannides (1969) 1 C.L.R. 72, Aradipioti v. Kyriakou and Others (1971) 1 C.L.R. 381 και HjiPetrou v. Petsoloukas (1985) 1 C.L.R. 83.

 

Ο ενάγων για να στοιχειοθετήσει κατοχή η οποία να εξοστρακίζει δικαιώματα άλλων προσώπων επί του ιδίου ακινήτου, έχει καθήκον να αποδείξει αδιαφιλονίκητη πραγματική κατοχή και ουσιαστική χρήση του κτήματος ασκούμενη συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι τη συμπλήρωση της προβλεπόμενης από το νόμο περιόδου χρησικτησίας ανάλογα με την περίπτωση. Ο ενάγων πρέπει επομένως να στηρίζεται στη δύναμη της δικής του υπόθεση και όχι στην αδυναμία της υπόθεσης της άλλης πλευράς. Βλ. Andrea & Others v. Dourmoush (1962) C.L.R. 7 και HjiPetrou(ανωτέρω).

 

Καταλήγουμε ότι τα συμπεράσματα και διαπιστώσεις του δικάσαντος δικαστηρίου στηρίζονται στη μαρτυρία που έχει ορθά αξιολογηθεί και συνάδουν πλήρως προς τις αρχές δικαίου οι οποίες διέπουν το θέμα».

 

Στη βάση λοιπόν των πιο πάνω και της μαρτυρίας που ορθώς έγινε αποδεκτή, δεν παρέχεται πεδίον επέμβασης μας.  Δεν πρόκειται για ακίνητο ως μέρος κληρονομιαίας περιουσίας, οπότε το θέμα θα έπρεπε να εξεταστεί υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του περί Διαχειρίσεων Κληρονομιών Νόμου, Κεφ.189 ή του άρθρου 49 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ.224ή υπό το κράτος της αυθεντίας Ελπινίκης Παναγή κ.ά. ν. Π.Κ. Παναγή, υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος Κύπρου Παναγή, (2009)1 Α.Α.Δ. 145.Θυμίζουμε πως στη Παναγή κρίθηκε πως ο εφεσείων δεν μπορούσε να έχει αξίωση για την εγγραφή του επίδικου κτήματος στη δική του περιουσία, ως διαχειριστής του πατέρα του, εφόσον όντως πριν τη διαχείριση της περιουσίας του παππού του δεν είχε προηγηθεί άλλη διαχείριση.  Η διεκδίκηση δικαιώματος κληρονομικής υφής θα έπρεπε να συνυπάρχει με την εμπλοκή του διαχειριστή.  Αυτό που παρατήρησε λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο εν προκειμένω, δεν ήταν λάθος. 

 

Ενόψει των πιο πάνω ούτε οι λόγοι 6 και 8 δεν δύνανται να επιτύχουν, αφού η εξέταση τους δεν μπορεί να έχει νόημα ή αποτέλεσμα επί των δεδομένων που έγιναν αποδεκτά πρωτοδίκως.  Ειδικά, αν ληφθεί υπόψη - όπως ο ίδιος ο εφεσείων το θέτει - η αναφορά του Δικαστηρίου γίνεται obiter.

 

Πρέπει να διευκρινιστεί ότι το εν λόγω πιστοποιητικό εξεδόθη στη βάση της αξίωσης χρησικτησίας επειδή ακριβώς επρόκειτο για «άγραφο ακίνητο».  Συνεπώς, η χρησικτησία δεν θα έπρεπε να αποδειχθεί ως εχθρική κατοχή έναντι του εφεσείοντος αλλά σαν προϋπάρχουσα κατάσταση που οδήγησε στην εγγραφή, κάτι που εδώ συντελέστηκε. 

 

Η επικαλούμενη συμφωνία για διαμοιρασμό της κληρονομικής περιουσίας σαφώς και δεν περιλάμβανε το επίδικο το οποίο είχε άλλο ιστορικό και άλλο υπόβαθρο απόκτησης.  Συνεπώς, αυτό το ισχυρό εύρημα του Δικαστηρίου το οποίο δεν διαταράσσεται, οδηγεί στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι η έφεση πρέπει να απορριφθεί.

 

Η έφεση απορρίπτεται με €2,500 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ των εφεσιβλήτων.

 

                                                                   ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                                   ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

                                                                   ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο