ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ξάνθος Λυσιώτης και Yιός Λτδ (Aρ. 2) (1996) 1 ΑΑΔ 822
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΕΠΠΗ , Πολιτική Αίτηση Αρ. 68/2019, 9/5/2019, ECLI:CY:AD:2019:D176
SUREFOOD LTD ν. ΜΙΧΑΗΛ, Ποινική Έφεση Αρ. 46/2015, 7/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:B480
SURE FOOD LTD ν. ΜΙΧΑΗΛ , ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 46/15, 20/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:B506
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.13
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Ι.Ε., Πολιτική Αίτηση Αρ. 76/2022, 2/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:D211
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ NIKITOVIC, Πολιτική Αίτηση Αρ. 162/2021, 2/8/2021, ECLI:CY:AD:2021:D361
ECLI:CY:AD:2020:D96
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 24/2020)
10 Μαρτίου 2020
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ)
ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, Ν. 33/1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI
ΚΑΙ/Η MANDAMUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡ. 21.2.2020 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘΜΟ 15161/16 ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΗΚΕ ΟΠΩΣ Η ΔΙΚΗ ΔΙΕΞΑΧΘΕΙ ΚΑΙ/Η ΣΥΝΕΧΙΣΤΕΙ ΣΤΗΝ ΑΠΟΥΣΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ
----------------------------------------------
Κ. Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με
Α.Π. Αριστείδη, για τον Αιτητή.
--------------------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Επιδιώκεται η εξασφάλιση άδειας για την καταχώρηση αιτήσεως με κλήση με σκοπό την έκδοση του προνομιακού εντάλματος τύπου Certiorari για να ακυρωθεί η απόφαση ημερ. 21.2.2020, εκδοθείσα από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, στο πλαίσιο της Ποινικής Υπόθεσης αρ. 15161/16, με την οποία το Κακουργιοδικείο αποφάσισε όπως η ακρόαση της υπόθεσης συνεχιστεί στην απουσία των κατηγορουμένων 2 και 3 και χωρίς να εκδοθούν αντίστοιχα εντάλματα σύλληψης εναντίον τους προς διασφάλιση της παρουσίας τους. Ταυτόχρονα, επιδιώκεται άδεια για έκδοση εντάλματος τύπου Mandamus με το οποίο να διατάσσεται το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας «.. όπως ασκήσει την εξουσία της αρμοδιότητας του,ήτοι, να εξετάσει τη δυνατότητα έκδοσης ενταλμάτων σύλληψης εναντίον των απόντων κατηγορούμενων αρ. 2 και 3 στην πιο άνω ποινική υπόθεση.». Τέλος, επιδιώκεται και διάταγμα αναστολής της συνέχισης της εκδίκασης της εν λόγω ποινικής υπόθεσης μέχρι την εκδίκαση των αιτήσεων για την έκδοση των προνομιακών αυτών ενταλμάτων.
Ο Έντιμος Γενικός Εισαγγελέας, αγορεύοντας προς υποστήριξη των πιο πάνω αιτημάτων, αναφέρθηκε σε συντομία στο ιστορικό της υπόθεσης. Μετά από τη συλλογή τεράστιου όγκου μαρτυρικού υλικού αναφορικά με τα δεδομένα επί των οποίων η εταιρεία A.C. Christodoulou Consultants Ltd έλαβε €1.000.000 από την εταιρεία Focus Maritime Corporation, καταχωρήθηκε η Ποινική Υπόθεση υπ΄ αρ. 15161/16 εναντίον πέντε φυσικών και τριών νομικών προσώπων. Μεταξύ αυτών και οι xxx Zoλώτας και xxx xxx Fole οι οποίοι είναι οι υπ΄ αρ. 2 και 3 κατηγορούμενοι αντιμετωπίζοντας κατηγορίες σχετικά με αδικήματα διαφθοράς και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 22.3.2017 παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας επιβάλλοντας, μεταξύ άλλων, και αυστηρούς περιοριστικούς όρους στους πιο πάνω κατηγορούμενους προς εξασφάλιση της παρουσίας τους. Η διαδικασία ενώπιον του Κακουργιοδικείου άρχισε επί της ουσίας της υπόθεσης το Μάϊο του 2018, αλλά στις 7.8.2019 και αφού είχαν ήδη ακουστεί 54 μάρτυρες κατηγορίας, το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε εισήγηση της υπεράσπισης περί κατάχρησης διαδικασίας με αποτέλεσμα την απαλλαγή των κατηγορουμένων 2 και 3.
Ασκήθηκαν από τον Γενικό Εισαγγελέα οι Ποινικές Εφέσεις υπ΄ αρ. 144/2019 και 145/2019. Το Εφετείο με απόφαση του ημερ. 11.12.2019 ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση απαλλαγής, διατάσσοντας την επαναφορά των κατηγοριών που αντιμετώπιζαν οι πιο πάνω κατηγορούμενοι και τη συνέχιση της ακρόασης της ποινικής υπόθεσης ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας με την ίδια σύνθεση. Μετά από την ακυρωτική απόφαση, η πρώτη εμφάνιση ενώπιον του Κακουργιοδικείου ήταν στις 9.1.2020 όταν οι κατηγορούμενοι απουσίαζαν, εμφανισθείς εκ μέρους τους, συνήγορος υπεράσπισης. Το ίδιο έγινε και στις 30.1.2020, όταν δε στην επόμενη συνεδρία του Κακουργιοδικείου στις 20.2.2020 διαπιστώθηκε εκ νέου η απουσία των κατηγορουμένων 2 και 3, ο συνήγορος τους ζήτησε όπως η περαιτέρω ακρόαση διεξάγεται και συνεχίζει στην απουσία τους. Η Κατηγορούσα Αρχή, αντίθετα, εισηγήθηκε ως θέμα αρχής, την έκδοση ενταλμάτων σύλληψης και το Κακουργιοδικείο με την υπό κρίση τώρα απόφαση του, ημερ. 21.2.2020, αποδέχθηκε το αίτημα της υπεράσπισης ώστε η διαδικασία να μπορούσε να συνεχίσει στην απουσία των κατηγορουμένων και χωρίς να εξετάσει το ενδεχόμενο έκδοσης ενταλμάτων σύλληψης εναντίον τους.
Η θέση του Γενικού Εισαγγελέα, όπως εκφράστηκε και διά ζώσης ενώπιον του Δικαστηρίου, στηρίζεται στο, κατά την άποψη του, νομικό σφάλμα και/ή πλάνη περί το Νόμο αναφορικά με τη δυνατότητα του Κακουργιοδικείου να εκδικάζει ιδιαίτερα σοβαρές ποινικές υποθέσεις στην απουσία του κατηγορουμένου εφαρμόζοντας κατά λανθασμένο τρόπο τις πρόνοιες του άρθρου 89(1) του Κεφ. 155 και τη σχετική νομολογία. Σύμφωνα με την εισήγηση, η λήψη απόφασης για ερημοδικία πρέπει να αποτελεί την τελευταία και αναπόφευκτη επιλογή ή μέτρο αφού προηγουμένως εξαντληθούν όλες οι υπόλοιπες εκ του Νόμου προβλεπόμενες διαδικασίες. Το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη τους παράγοντες που πρέπει να αξιολογηθούν πριν τη λήψη απόφασης για εκδίκαση αυτής στην απουσία κατηγορουμένου, όπως τη φύση και τη σοβαρότητα των κατηγοριών, το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η εκκρεμοδικία, το στίγμα της ανεντιμότητας που ενέχουν οι κατηγορίες και το είδος και ύψος των ποινών που επιβάλλονται σε αυτού του είδους τα αδικήματα. Κατά την άποψη που προωθήθηκε πρέπει να τηρείται η ορθή δικονομική τάξη πραγμάτων και ο κατηγορούμενος στις περιπτώσεις εκδίκασης υποθέσεων από Κακουργιοδικείο πρέπει να είναι παρών και η κατάσταση που δημιουργήθηκε με την υπό συζήτηση απόφαση του Κακουργιοδικείου δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με άλλο ένδικο μέσο εκτός με προνομιακό ένταλμα. Οι εξαιρετικές περιστάσεις και συνθήκες της υπόθεσης και το στοιχείο του κατεπείγοντος εφόσον η ακροαματική διαδικασία βρίσκεται εν εξελίξει στοιχειοθετούν τις εξαιρετικές εκείνες περιστάσεις προς εξέταση του παρόντος αιτήματος.
Μετά από ερώτηση του Δικαστηρίου διευκρινίστηκε ότι η επόμενη ουσιαστική δικάσιμος ενώπιον του Κακουργιοδικείου θα είναι η 23.3.2020, ενώ δόθηκε και άδεια από το Δικαστήριο για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης εφόσον, όπως υπεδείχθη στον Γενικό Εισαγγελέα, η υπό εξέταση αίτηση δεν περιλάμβανε τη διαδικασία που έγινε ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις 20.2.2020 όταν και υπεβλήθη το αίτημα για έκδοση ενταλμάτων σύλληψης.
Το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του αναφέρθηκε στο ιστορικό της όλης διαδικασίας καταγράφοντας ότι η ακροαματική διαδικασία άρχισε τον Μάϊο του 2018 αφού προηγουμένως εκδικάστηκαν διάφορα προδικαστικά ζητήματα που είχαν εγερθεί. Μέχρι την ημέρα που εξέδωσε την υπό κρίση απόφαση 21.2.2020 είχαν ακουστεί 54 μάρτυρες κατηγορίας με την υπόθεση όμως να είχε ουσιαστικά σταματήσει να εκδικάζεται από τον Ιούλιο του 2019 όταν το Κακουργιοδικείο με ενδιάμεση απόφαση του, ημερ. 7.8.2019, διέκοψε την εναντίον των κατηγορουμένων 2 και 3 διαδικασία θεωρώντας την καταχρηστική. Μέχρι τις 11.12.2019, όταν εκδόθηκε η ακυρωτική απόφαση από το Εφετείο επί της εφέσεως που καταχώρησε ο Γενικός Εισαγγελέας, η υπόθεση αναβαλλόταν.
Όπως στη συνέχεια αναφέρεται στο σκεπτικό, το Κακουργιοδικείο δήλωσε την πρόθεση του να συνεχίζει καθημερινά την εκδίκαση της υπόθεσης μέχρι την αποπεράτωση της, στις δε 20.2.2020 ο συνήγορος των κατηγορουμένων 2 και 3 αιτιολόγησε το αίτημα του να συνεχίσει να τους εκπροσωπεί στη βάση των οδηγιών των κατηγορουμένων, στην απουσία τους. Διαβεβαιώνοντας ότι με την εκπροσώπηση τους από τον ίδιο θα διασφαλιστούν πλήρως τα δικαιώματα των κατηγορουμένων, επεσήμανε ότι αυτοί είναι μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού με αντίστοιχες επαγγελματικές υποχρεώσεις στην Ελλάδα και Ρουμανία και δεν μπορούν να αντέξουν το οικονομικό βάρος των συχνών ταξιδιών για προσωπική εμφάνιση όποτε το Κακουργιοδικείο συνεδριάζει, εισηγούμενος ότι η στάση αυτή δεν θα έπρεπε να εκληφθεί ως περιφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας ή ασέβειας προς το Δικαστήριο.
Την αντίθετη θέση εξέφρασε ο συνήγορος της Δημοκρατίας κ. Αριστείδης υποστηρίζοντας ότι στην Ποινική Δικονομία δεν προβλέπεται η δυνατότητα εκδίκασης σοβαρής υπόθεσης στην απουσία του κατηγορουμένου. Ζήτησε, επομένως, από το Κακουργιοδικείο τη διασφάλιση της διεξαγωγής της δίκης στο ορθό της πλαίσιο με την έκδοση ενταλμάτων σύλληψης διότι οι κατηγορούμενοι γνώριζαν περί της υποχρέωσης τους να εμφανισθούν, απαντώντας σε ερώτηση του Κακουργιοδικείου ως προς τα ιδιαίτερα δεδομένα της ενώπιον του υπόθεσης, ότι η Δημοκρατία θα φροντίσει όπως κινηθούν τάχιστα οι όλες διαδικασίες για την εξασφάλιση της παρουσίας των κατηγορουμένων ενημερώνοντας και τις ξένες χώρες για το κατεπείγον του θέματος. Η εξασφάλιση από το Κακουργιοδικείο της ορθής διαδικασίας θα συνεπάγεται τη μη επίκληση στο μέλλον από τους κατηγορουμένους της οποιασδήποτε παραβίασης των διαδικασιών ώστε να δημιουργηθεί πρόβλημα στα δικαιώματα και τη διεξαγωγή της δίκαιης δίκης. Περαιτέρω, η θέση του συνηγόρου, απαντώντας στο ότι δεν υπήρξε κλήση των κατηγορουμένων εκ νέου στη βάση των άρθρων 44 και 45 του Κεφ. 155, ήταν ότι δεν θα μπορούσε η Κατηγορούσα Αρχή να επιδώσει εκ νέου το ίδιο κατηγορητήριο, εφόσον αυτό είχε ήδη γίνει, και απλώς αναβίωσε η διαδικασία εναντίον των κατηγορουμένων.
Είναι πασίγνωστη η νομολογία στη βάση της οποίας εξετάζονται αιτήματα παροχής άδειας στην προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η κατά προνόμιο δικαιοδοσία αυτή, και πρέπει να τονιστεί το προνομιακό του μέτρου, χρησιμοποιείται μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις και κατά παρέκκλιση του ορθόδοξου και κλασσικού τρόπου με τον οποίο ελέγχεται μια δικαστική απόφαση που είναι, βεβαίως, η έφεση την οποία τα προνομιακά εντάλματα δεν είχαν ποτέ και δεν έχουν σκοπό να υποκαταστήσουν, (Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 404). Είναι επίσης καθιερωμένο ότι τυχόν λανθασμένη αντίληψη του Δικαστηρίου ως προς το Νόμο ή την ερμηνεία αυτού, αλλά και η απόφαση του ως τον τρόπο χειρισμού της ενώπιον του διαδικασίας, δεν ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα διότι η δικαιοδοσία αυτή εφαρμόζεται μόνο επί της νομιμότητας της απόφασης και όχι της ορθότητας της, (Ξάνθος Λυσσιώτης & Υιός Λτδ (1996) 1 Α.Α.Δ. 822 και xxx Χριστοφή, Πολ. Αίτηση αρ. 68/2019, ημερ. 9.5.2019), ECLI:CY:AD:2019:D176.
Το Κακουργιοδικείο στην από 15 σελίδες απόφαση του, αφού εξέτασε τα τεθέντα ζητήματα, έκρινε ότι η διαδικασία ενώπιον του μπορούσε να διεξαχθεί στην απουσία των κατηγορουμένων 2 και 3 και αυτό το έπραξε μετά από αναφορά στο ιστορικό της υπόθεσης και εξέταση του νομικού πλαισίου που διέπει το ζήτημα. Αφού επεσήμανε ότι στο Κεφ. 155 δεν προβλέπεται ρητά η δυνατότητα εκδίκασης υπόθεσης στη βάση κατηγορητηρίου που έχει καταχωριστεί στο Κακουργιοδικείο, στην απουσία κατηγορουμένου, εξέτασε τη δυνατότητα που παρέχεται στις υποθέσεις που δικάζονται συνοπτικά στις οποίες, κατά το άρθρο 89(1), δύναται η ακρόαση της υπόθεσης να προχωρήσει στην απουσία του κατηγορουμένου. Αναφέροντας στη συνέχεια ότι η παρουσία κατηγορουμένου σε ποινική δίκη αποτελεί τόσο δικαίωμα, όσο και υποχρέωση, και με αναφορά στο σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2003, θεώρησε ότι ενυπάρχει διακριτική ευχέρεια ακόμη και σε σοβαρές ποινικές υποθέσεις η ακρόαση να διεξάγεται στην απουσία κατηγορουμένου και, κατά το Κακουργιοδικείο, αυτό αναγνωρίστηκε και από το Ανώτατο Δικαστήριο στην xxx Γρηγορίου ν. Συμβούλιου Εγγραφής Κτηματομεσιτών, Ποιν. Έφ. αρ. 100/2014, ημερ. 27.9.2016, όπου έγινε ευρεία ανασκόπηση του ζητήματος παρόλο που εκεί πρόκειτο για συνοπτική δίκη. Αναφορά το Κακουργιοδικείο έκανε και στη Superfood Ltd v. Μιχαήλ, Ποιν. Έφ. αρ. 46/2015, ημερ. 7.11.2018, ενώ η δυνατότητα εκδίκασης ποινικής υπόθεσης in absentia αναγνωρίστηκε έστω κατ΄ εξαίρεση και στο πλαίσιο της υπό εκδίκασης υπόθεσης από το Ανώτατο Δικαστήριο στη Δημοκρατίας ν. Xxx κ.ά., Ποιν. Εφ. Αρ. 144/2019 και 145/2019, ημερ. 11.12.2019.
Εν τέλει το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης εξυπηρετείτο με τη συνέχιση της διαδικασίας στην απουσία των κατηγορουμένων λαμβάνοντας υπόψη τους εξής παράγοντες: (i) ότι η εκδίκαση της υπόθεσης βρισκόταν σε πολύ προχωρημένο στάδιο έχοντας ήδη καταθέσει 54 μάρτυρες κατηγορίας, ενώ κατατέθηκαν και εκατοντάδες τεκμήρια, (ii) οι κατηγορούμενοι ήταν πλήρως ενήμεροι για όλα όσα είχαν διεξαχθεί μέχρι τότε, αφού ήταν παρόντες, (iii) η απουσία τους αναγόταν σε δική τους απόφαση εφόσον βρίσκονται και οι δύο στο εξωτερικό και στη συνέχεια θα εκπροσωπούνται από δικηγόρο ο οποίος διαβεβαίωσε το Δικαστήριο ότι έχει τις οδηγίες τους ώστε να αποπερατωθεί η ακρόαση, (iv) ότι τυχόν εντάλματα σύλληψης δεν θα μπορούσαν να εκτελεστούν άμεσα ή σε σύντομο χρόνο αφού θα απαιτείτο προς τούτο η συνδρομή της Ελλάδας και της Ρουμανίας σε διαδικασίες που δυνατόν να είναι χρονοβόρες και/ή ατέρμονες σε περίπτωση μη έγκαιρου εντοπισμού τους και (v) ότι συγκατηγορούμενοι ήταν άλλα δύο φυσικά και τρία νομικά πρόσωπα με αποτέλεσμα να είχαν εκφραστεί από τους δικηγόρους τους ανησυχίες για την περαιτέρω καθυστέρηση που θα προκαλείτο στην υπόθεση σε περίπτωση αναγκαιότητας φυσικής παρουσίας των κατηγορουμένων 2 και 3.
Το Κακουργιοδικείο υπό τις περιστάσεις αυτές έκρινε ότι δεν απαιτείτο να εξεταστεί το δικαιολογημένο ή μη της εισήγησης για έκδοση ενταλμάτων σύλληψης, διερωτούμενο ταυτόχρονα εάν πράγματι υφίστατο νομική υποχρέωση για την εμφάνιση τους στο Κακουργιοδικείο στις 9.1.2020 όταν ορίστηκε για πρώτη φορά η υπόθεση μετά την απόφαση του Εφετείου, δεδομένου ότι με την απόφαση του Κακουργιοδικείου ημερ. 7.8.2019, οι κατηγορούμενοι είχαν απαλλαγεί και οι όροι με τους οποίους παρουσιάζονταν μέχρι τότε στο Δικαστήριο, ακυρώθηκαν. Ταυτόχρονα, με την Εφετειακή απόφαση και επαναφορά των κατηγοριών εναντίον των κατηγορουμένων, δεν επανήλθαν αυτοδίκαια και οι όροι εφόσον οι κατηγορούμενοι είχαν απαλλαγεί από αυτούς από το ίδιο το Κακουργιοδικείο. Οι όροι αυτοί, υπέμνησε το Κακουργιοδικείο, αφορούσαν σε προσωπικές και τραπεζικές εγγυήσεις οι οποίες ακυρώθηκαν και έπαυσαν να έχουν οποιαδήποτε ισχύ. Σημειώθηκε περαιτέρω ότι η υποχρέωση για εμφάνιση σε κάθε ημερομηνία δεν στηριζόταν στην αρχική επίδοση του κατηγορητηρίου, αλλά στους όρους με τους οποίους το ίδιο το Δικαστήριο τους δέσμευσε στη βάση των διατάξεων των άρθρων 48 και 157 του Κεφ. 155. Επομένως, δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί βάσιμα ότι οι κατηγορούμενοι παραβίασαν οποιουσδήποτε όρους για να δικαιολογείτο η έκδοση ενταλμάτων σύλληψης.
Εξετάζοντας τα ενδιαφέροντα και εν πολλοίς πρωτόγνωρα ζητήματα που ηγέρθηκαν, πρέπει πρωτίστως να υπομνησθεί και ταυτόχρονα να τονισθεί το γεγονός ότι το πλαίσιο εξέτασης τους δεν μπορεί παρά να περιοριστεί στα όσα περιβάλλουν τη διαδικασία αυτού του Δικαστηρίου στα προνομιακά εντάλματα. Όπως έχει ήδη αναφερθεί προηγουμένως, η δυνατότητα παροχής άδειας έχει στόχευση τον έλεγχο της νομιμότητας μιας απόφασης και όχι της ορθότητας της. Εάν το κατώτερο Δικαστήριο, συμπεριλαμβανομένου του Κακουργιοδικείου, ενήργησε κατά νόμιμο τρόπο και άσκησε ταυτόχρονα διακριτική ευχέρεια προς ορισμένη κατεύθυνση, τότε η θεραπεία των προνομιακών ενταλμάτων δεν προσφέρεται. Για να θεωρηθεί ότι Δικαστήριο άσκησε νομίμως εξουσία, πρέπει να έχει ενεργήσει πρώτον, εντός δικαιοδοσίας, χωρίς υπέρβαση ή κατάχρηση αυτής, δεύτερο, κατ΄ εφαρμογήν του νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου που διέπει τη συγκεκριμένη υπόθεση, χωρίς εμφανή πλάνη περί το Νόμο, διαπιστωμένης άμεσα από το πρακτικό και, τρίτο, σε συμμόρφωση με τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, ακούγοντας όλα τα ενδιαφερόμενα στην υπόθεση μέρη, όταν βεβαίως από της φύση της διαδικασίας αναγνωρίζεται τέτοιο δικαίωμα. Η μη τήρηση των ανωτέρω, ή οιουδήποτε εξ αυτών, αποτελεί τη συνηθέστερη αιτίαση για την επιδίωξη λήψης άδειας. Οι άλλοι λόγοι, ότι το Δικαστήριο ενήργησε με προκατάληψη και συμφέρον ή ότι η απόφαση του ήταν προϊόν δόλιας παραπλάνησης του, είναι σπανιότεροι, αν και εξ ίσου, βεβαίως, σημαντικοί, και ενδεχομένως ευκολότερο να βασίσουν το αίτημα εφόσον τα στοιχεία είναι εμφανή.
Στο επίκεντρο της επιχειρηματολογίας του Γενικού Εισαγγελέα ήταν αφενός η αποκατάσταση της συνέχισης της διαδικασίας ενώπιον του Κακουργιοδικείου μετά την απόφαση του Εφετείου και αφετέρου η εξ αντιδιαστολής με το άρθρο 89(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, μη παρεχόμενη στο Κακουργιοδικείο ευχέρεια περί απουσίας των κατηγορουμένων.
Αναφορικά με το πρώτο, η «επαναφορά» των κατηγοριών εναντίον των xxx Ζολώτα και Fole, όπως είναι η λέξη που χρησιμοποιήθηκε από το Εφετείο, ενώπιον του Κακουργιοδικείου, έγινε με σκοπό τη συνέχιση της διαδικασίας ακρόασης, όπως ρητά επίσης ανέφερε το Εφετείο. Το Εφετείο πράγματι δεν αποφάσισε οτιδήποτε ως προς τους όρους εμφάνισης των κατηγορουμένων ενώπιον του Κακουργιοδικείου προς συνέχιση της διαδικασίας, αφήνοντας προφανώς το ζήτημα να εξεταστεί εάν και εφόσον εγειρόταν. Έπεται, ότι δεν μπορεί να γίνεται βάσιμα λόγος για οποιαδήποτε ρητή υποχρέωση τεθείσα από οποιοδήποτε Δικαστήριο, περιλαμβανομένου και του Εφετείου, για να εμφανισθούν ενώπιον του Κακουργιοδικείου οι κατηγορούμενοι 2 και 3. Εύλογα υπέδειξε το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του ότι οι όροι με τους οποίους οι κατηγορούμενοι αυτοί εμφανίζονταν ενώπιον του έπαυσαν να ισχύουν και οι τραπεζικές εγγυήσεις, αλλά και οι δικές τους προσωπικές υποχρεώσεις, ακυρώθηκαν. Με την απόφαση του Εφετείου για συνέχιση της διαδικασίας δεν αναβίωσαν αυτοδίκαια και οι όροι αυτοί ή οποιοιδήποτε άλλοι. Αυτονόητο είναι ότι εάν οι κατηγορούμενοι εμφανίζονταν ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις 9.1.2020, τότε θα ζητούνταν, ενδεχομένως, από την Κατηγορούσα Αρχή νέοι όροι και εγγυήσεις για τη μετέπειτα παρουσία τους.
Η αποκατάσταση της συνέχισης της διαδικασίας ενώπιον του Κακουργιοδικείου έγινε με την απόφαση του Εφετείου ακυρώνοντας την απαλλαγή των κατηγορουμένων λόγω κατάχρησης. Η συνέχιση της διαδικασίας δεν παραπέμπει όμως αυτόματα και άνευ ετέρου στην αυτοπρόσωπη παρουσία των κατηγορουμένων. Βεβαίως, όπως είναι γνωστό, κατά κανόνα στις υποθέσεις ενώπιον Κακουργιοδικείου οι κατηγορούμενοι εμφανίζονται διότι παραμένουν υπό κράτηση με διαταγή του Δικαστηρίου λόγω της σοβαρότητας των κατηγοριών που αντιμετωπίζουν (όπως φόνος εκ προμελέτης, ανθρωποκτονία, βιασμός, ναρκωτικά και άλλα), ή εμφανίζονται λόγω των όρων που τίθενται προς τούτο. Σε υποθέσεις οικονομικού εγκλήματος, όπως είναι οι κατηγορίες που αντιμετωπίζουν οι κατηγορούμενοι εδώ, δυνατόν να επιλέγεται, και έτσι επιλέχθηκε και στην προκείμενη υπόθεση, η διασφάλιση της παρουσίας των κατηγορουμένων με διάφορους όρους που δυνατόν να περιλαμβάνουν προσωπικές και τραπεζικές εγγυήσεις, παράδοση ταξιδιωτικών εγγράφων, τοποθέτηση των ονομάτων των κατηγορουμένων στον κατάλογο απαγόρευσης εξόδου από τη Δημοκρατία, κ.λ.π. Όπως ήδη έχει αναφερθεί, προφανώς εδώ είχε επιλεγεί η επιβολή όρων λόγω και του γεγονότος ότι και οι δύο κατηγορούμενοι έχουν μόνιμη διαμονή στην αλλοδαπή, όροι όμως που έπαυσαν να έχουν οποιαδήποτε ισχύ μετά την ακύρωση τους.
Ως προς το δεύτερο ζήτημα, αποτελούσε πλέον επιλογή των κατηγορουμένων να εμφανισθούν ενώπιον του Κακουργιοδικείου και όταν αυτό δεν έγινε, η Κατηγορούσα Αρχή επέλεξε από την πλευρά της να αιτηθεί την έκδοση ενταλμάτων σύλληψης. Είναι εδώ που το Κακουργιοδικείο άσκησε διακριτική ευχέρεια για τους λόγους που έχουν ήδη καταγραφεί γιατί δικαιολογείτο η συνέχιση της εκδίκασης της υπόθεσης στην απουσία των κατηγορουμένων. Το ιδιάζον της υπόθεσης, μαζί με το γεγονός ότι η ακροαματική διαδικασία έχει ήδη αρχίσει με την κατάθεση 54 μαρτύρων κατηγορίας, ενώ στο κατηγορητήριο, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 4 της υποστηρικτικής στην παρούσα αίτηση ένορκης δήλωσης, οπισθογραφήθηκαν συνολικά 151 μάρτυρες κατηγορίας, καθώς και το γεγονός ότι η καταχωρηθείσα στο Κακουργιοδικείο υπόθεση φέρει αριθμό 15161/16, (χρονολογεί ήδη τέσσερα έτη), και στο κατηγορητήριο περιλαμβάνονται και άλλα πρόσωπα, οδήγησαν το Κακουργιοδικείο να αποφασίσει, στην απουσία ρητής προς το αντίθετο νομοθετικής ρύθμισης, και τονίζεται αυτό, τη συνέχιση της διαδικασίας στην απουσία των κατηγορουμένων.
Το χρησιμοποιηθέν από το Κακουργιοδικείο άρθρο 89(1) του Κεφ. 155 έγινε για να υποδειχθεί η δυνατότητα Δικαστηρίου να εκδικάζει ποινικές υποθέσεις στην απουσία κατηγορουμένου. Δεν χρησιμοποιήθηκε ως καθορίζον κατά απόλυτο τρόπο το τι συμβαίνει σε υποθέσεις ενώπιον Κακουργιοδικείου, εφόσον το ίδιο το Κακουργιοδικείο ανέφερε ρητά ότι το Κεφ. 155 δεν προβλέπει τη δυνατότητα εκδίκασης υπόθεσης στη βάση κατηγορητηρίου ενώπιον Κακουργιοδικείου στην απουσία του κατηγορουμένου. Ούτε το απαγορεύει όμως. Εξ ου και έγινε δεκτό από όλους τους παράγοντες της δίκης ότι η παρουσία κατηγορουμένου στην ποινική δίκη αποτελεί και δικαίωμα και υποχρέωση. Το δικαίωμα είναι δικαίωμα που έχει να είναι παρών στη διαδικασία και συνυπάρχει με το δικαίωμα νομικής εκπροσώπησης. Όπως αναφέρεται στον Blackstone's Criminal Practice 2003, σελ. 1399. παρ. Δ.13.25, το δικαίωμα μπορεί να απεμποληθεί από τον ίδιο τον κατηγορούμενο είτε διότι επί σκοπώ δεν εμφανίζεται ή αποσύρει τις οδηγίες προς δικηγόρο, είτε διότι συμπεριφέρεται κατά τη διάρκεια της δίκης κατά τέτοιο τρόπο ώστε να επηρεάζει την ομαλή διεξαγωγή της. Το εκδικάζον Δικαστήριο έχει συνεπώς ευχέρεια ως προς το κατά πόσο μια δίκη μπορεί να λαμβάνει χώραν ή να συνεχίσει να διεξάγεται στην απουσία κατηγορουμένου και/ή των νομικών εκπροσώπων του, ευχέρεια που πρέπει να ασκείται με εξαιρετική προσοχή και μόνο σε σπάνιες και ιδιάζουσες υποθέσεις έχοντας κατά νου και ως θέμα αρχής το δίκαιο («fairness») του πράγματος προς την υπεράσπιση, αλλά και προς την Κατηγορούσα Αρχή.
Αυτό έχει αναγνωρισθεί ήδη από τη νομολογία. Η αναγκαιότητα παρουσίας ή μη του κατηγορούμενου εξετάζεται «υπό το πρίσμα πάντοτε των συμφερόντων της δικαιοσύνης, («with due regard for the interest of justice»), (βλ., επίσης, R (Drinkwater) v. SolibullMagistrates'Court (2012) 176 JP 401 και R (Killick) v. WestLondonMagistrates' Court (2012) EWHC3864 (Admin) at 17)», (Γρηγορίου ν. Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών - ανωτέρω -). Προκύπτει ότι η διασφάλιση του κύρους της διαδικασίας ενώπιον Δικαστηρίου είναι πρωταρχικός παράγων. (Superfood Ltd v. Μιχαήλ - ανωτέρω - και R. v. Jones (Re W (No. 2) (1972) 2 All E.R. 731). Η διασφάλιση αυτή δεν συναρτάται πάντοτε με την παρουσία του κατηγορούμενου, αν και, ασφαλώς, η παρουσία είναι η πρώτη μέριμνα. Όλα εξαρτώνται από τα γεγονότα της εκάστοτε υπόθεσης. Σε υπόθεση Κακουργιοδικείου επετράπη, κατόπιν αιτήματος της ίδιας της κατηγορούσας αρχής, όπως συνεχίσει η διαδικασία και η επιβολή ποινής στην απουσία κατηγορούμενου για υπόθεση ένοπλης ληστείας, (Δημοκρατία ν. Σαρίδη, υπόθ. αρ. 2126/2011, ημερ. 11.4.2012).
Εδώ, δεν υποδείχθηκε, πέρα από τη γενική θεωρητική αρχή ότι πρέπει να τηρούνται γενικά τα εχέγγυα στη διεξαγωγή μίας δίκης, οτιδήποτε το συγκεκριμένο που θα επηρέαζε την ορθή παρουσίαση της υπόθεσης από την Κατηγορούσα Αρχή εναντίον των συγκεκριμένων κατηγορουμένων, ιδιαίτερα τη στιγμή που ακόμη, ως παρουσιάζεται από το κατηγορητήριο, υπολείπονται άλλοι σχεδόν 100 μάρτυρες κατηγορίας για να τελειώσει η υπόθεση της. Από την άλλη, οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι δεν θα δικαιούνται να θέσουν θέμα μη δίκαιης δίκης από τη στιγμή που εκπροσωπούνται από δικηγόρο, ο οποίος λαμβάνει σχετικές οδηγίες και ρητά αναφέρει ότι είναι δική τους επιλογή, λόγω των ιδιαζουσών συνθηκών να μην βρίσκονται στο Κακουργιοδικείο, απεμπολώντας έτσι το δικαίωμα να θέσουν ζητήματα που αφορούν επηρεασμό των δικών τους δικαιωμάτων λόγω της απουσίας τους. Αν στην πορεία της δίκης αποσυρθούν οι οδηγίες προς το συγκεκριμένο συνήγορο τότε, ενδεχομένως, το Κακουργιοδικείο δικαιολογημένα θα επανεξετάσει νέο αίτημα για σύλληψη υπό το φως των νέων δεδομένων.
Το Κακουργιοδικείο άσκησε κρίση έχοντας υπόψη όλα τα ζητήματα που τέθηκαν ενώπιον του και έλαβε υπόψη όλους τους παράγοντες που αναφέρθηκαν ανωτέρω, περιλαμβανομένων και των επιπτώσεων που θα είχε η έκδοση ενταλμάτων σύλληψης στην καθυστέρηση που θα δημιουργείτο αναπόφευκτα στην όλη πορεία της δίκης και που θα επηρέαζε τα δικαιώματα των υπολοίπων συγκατηγορουμένων. Το Κακουργιοδικείο, συνεπώς, δεν ενήργησε χάριν ευκολίας για να συνεχίσει τη δίκη στην απουσία των κατηγορουμένων, (το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης δεν έφθασε ακόμη), αλλά αντιμετώπισε το ζήτημα σφαιρικά ενεργώντας δικαστικά και υπό το φως της ολότητας των ενώπιον του δεδομένων. Η διασφάλιση της ορθότητας της όλης διαδικασίας πέραν της θεωρητικής υπόστασης της, συναρτάται προς τα εκάστοτε δεδομένα της κάθε υπόθεσης. Η εισήγηση που προωθήθηκε ότι δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ατέρμονες διαδικασίες σε περίπτωση αναγκαιότητας εφαρμογής τυχόν Ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης, παραγνωρίζει ότι χωρίς αμφιβολία τέτοια εξέλιξη θα επιτείνει έτι περαιτέρω το ήδη καθυστερημένο της υπόθεσης, όσο γρήγορα και να επιδιωχθεί εκτέλεση τους. Ιδιαίτερα, υπό το φως της δήλωσης του συνηγόρου τους στις 9.1.2020, σύμφωνα με το τηρηθέν πρακτικό ότι ήδη λαμβάνουν χώραν στις αντίστοιχες χώρες των κατηγορουμένων εξελίξεις που επιδιώκουν την ακύρωση των εκεί εγχωρίων ενταλμάτων, και που αφορούν την παράδοση τους στη βάση των τότε εκδοθέντων Ευρωπαϊκών Ενταλμάτων Σύλληψης.
Δεν διαπιστώνεται συζητήσιμη υπόθεση για να παρασχεθεί άδεια με δεδομένο ότι το Κακουργιοδικείο δεν ενήργησε υπό πλάνη πάνω σε οποιοδήποτε ζήτημα, αλλά αντίθετα άσκησε μια διακριτική ευχέρεια υπό το φως των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση που είναι αρκούντως ιδιάζοντα και πρωτόγνωρα και ενήργησε κατά τρόπο που στην παρούσα φάση διασφαλίστηκαν και τα δικαιώματα των κατηγορουμένων 2 και 3, αλλά και τα δικαιώματα των υπολοίπων κατηγορουμένων. Υπό το φως των αποφασισθέντων από το Κακουργιοδικείο ως προς τη μη αναγκαιότητα παρουσίας των κατηγορουμένων, ορθά δεν προχώρησε να εξετάσει το καθαυτό αίτημα περί έκδοσης ενταλμάτων σύλληψης. Αυτό θα το έπραττε, καθηκόντως, εάν πράγματι οι κατηγορούμενοι 2 και 3 όφειλαν να ήταν παρόντες κατά τη συνέχιση της διαδικασίας δυνάμει είτε κλήσεως από Δικαστήριο είτε δυνάμει συγκεκριμένων όρων που τους υποχρέωναν να εμφανισθούν. Τέτοια δεδομένα δεν υπήρχαν και, επομένως, δεν τίθετο θέμα εξέτασης έκδοσης εντάλματος σύλληψης. Άρα το Κακουργιοδικείο δεν απεμπόλησε αρμοδιότητα ώστε να τίθεται ζήτημα παροχής άδειας για καταχώρηση προνομιακού εντάλματος Mandamus, εφόσον έκρινε ότι δικαιολογείτο η συνέχιση της δίκης στην απουσία των κατηγορουμένων 2 και 3.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η αίτηση απορρίπτεται.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.