ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:A67
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 7/2013)
19 Φεβρουαρίου, 2020
[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
Μεταξύ:
ΦΑΡΜΑ ΡΕΝΟΣ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
Εφεσείoντες/Εναγόμενοι
και
DDB (CYPRUS) ADVERTISING LTD
Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες.
_ _ _ _ _ _
Κ.Χ΄Ιωάννου, για τους εφεσείοντες
Ν.Παρτασίδου, (κα), για Α.Τριανταφυλλίδη & Υιοί, για τους εφεσίβλητους
_ _ _ _ _ _
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι/ενάγοντες στην πρωτόδικη διαδικασία αξίωναν εναντίον των εφεσειόντων/εναγομένων συγκεκριμένο ποσό πλέον τόκους ως υπόλοιπο λογαριασμού και ή δυνάμει τιμολογίων. Το αντικείμενο της υπόθεσης ήταν διαφημιστική εκστρατεία που οι εφεσίβλητοι πραγματοποίησαν για προϊόντα των εφεσειόντων, οι οποίοι διατηρούν φάρμα πουλερικών. Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου δυνάμει της προηγηθείσας αξιολόγησης της μαρτυρίας, έγινε αποδεκτή η θέση του Μ.Ε. Διευθυντή των εφεσιβλήτων/εναγόντων, πως κατά τον επίδικο χρόνο οι διάδικοι συμφώνησαν όπως οι εφεσίβλητοι αναλάβουν τη διαφημιστική εκστρατεία των προϊόντων των εφεσειόντων, η οποία και θα προβάλλετο από τις 28.7.2005 μέχρι τις 8.8.2005 και από τις 7.10.2005 μέχρι τις 18.12.2005. Η τηλεοπτική διαφήμιση ανατέθηκε ως προς την ετοιμασία και παραγωγή της στην εταιρεία Green Olive και έτυχε της έγκρισης των εφεσειόντων. Προβλήθηκε δε από τις 28.7.2005 μέχρι τις 8.8.2005 στα τηλεοπτικά κανάλια ΑΝΤ1, Σίγμα και ΜΕΓΑ. Το οικονομικό μέρος της εκστρατείας το οποίο εμφαίνεται σε σχετικά τεκμήρια τιμολογήθηκε και το κόστος του ανερχόταν στο ποσό των ΛΚ18.693,94, πλέον τόκους σύμφωνα με τα σχετικά τιμολόγια. Στα κανάλια αυτά καθώς και στην εταιρεία Green Olive οι εφεσίβλητοι κατέβαλαν διάφορα ποσά για λογαριασμό των εφεσειόντων, δυνάμει της πιο πάνω συμφωνίας. Οι εφεσείοντες ουδέν ποσό πλήρωσαν στους εφεσίβλητους. Επίσης αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου ότι κατά την ετοιμασία και προβολή της διαφήμισης δεν τέθηκε οποιονδήποτε θέμα μη νομιμότητας της συγκεκριμένης διαφήμισης μεταξύ των διαδίκων. Ωστόσο περί τα μέσα Αυγούστου του 2005 το Υπουργείο Γεωργίας επικοινώνησε με τους εφεσείοντες και τους ενημέρωσε για παράπονο πως η επίδικη διαφήμιση που έδειχνε κοτόπουλα σε χωράφι με καλαμπόκι ήταν παραπλανητική προς το κοινό. (Βλ. τεκμ.25).
Πάντα σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου οι εφεσίβλητοι προέβησαν σε διορθωτικές ενέργειες, τροποποιώντας τη διαφήμιση. Εν πάση περιπτώσει η τροποποιημένη διαφήμιση δεν προβλήθηκε ποτέ κατά τη δεύτερη χρονική περίοδο της εκστρατείας, λόγω του ότι οι εφεσείοντες ζήτησαν την απόσυρση της διαφήμισης ενόψει της γρίπης των πτηνών που είχε ξεσπάσει κατά το χρόνο εκείνο.
Όπως διαπιστώνει ο πρωτόδικος Δικαστής, η μη πληρωμή από τους εφεσείοντες, του ως άνω ποσού οδήγησε τους εφεσίβλητους να αποστείλουν στους πρώτους επιστολή απαίτησης του ποσού ημερ. 19.6.2006.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση τα πιο πάνω ευρήματα του προχώρησε να εξετάσει τον ισχυρισμό της υπεράσπισης των εφεσειόντων, ότι δηλαδή η διαφήμιση ήταν παράνομη και ως εκ τούτου η όλη σύμβαση καθίσταται άκυρη, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να αξιωθεί το ζητούμενο ποσό. Το Δικαστήριο θεώρησε με αναφορά σε σχετική νομολογία[1] ότι πρόκειται για μια νόμιμη συμφωνία και ότι εκείνο που εγείρεται ως παράνομο αφορά τον τρόπον εκτέλεσης της.
Έκρινε περαιτέρω, πως με βάση τα δεδομένα της υπόθεσης, είχε σημασία πως οι πλευρές ουδέποτε είχαν πρόθεση να εκτελεστεί η συμφωνία για τη διαφημιστική εκστρατεία με παράνομο τρόπο. Ούτε επίσης γνώριζαν ότι η διαφήμιση ήταν παράνομη. Σχολίασε δε ακόμη πως ο σχετικός Νόμος[2] δεν προνοεί ο,τιδήποτε αναφορικά με τα συμβατικά δικαιώματα των διαδίκων.
Με βάση τα πιο πάνω κατέληξε πως οι εφεσίβλητοι δεν θα πρέπει να αποστερηθούν των δικαιωμάτων τους, δυνάμει της ως άνω συμφωνίας. Ως εκ τούτου εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων για το ισάξιο σε ευρώ ποσό, των ΛΚ18.693,94 πλέον νόμιμους τόκους (απορρίπτοντας την αξίωση για συμβατικούς τόκους) και έξοδα.
Η πρωτόδικη προσέγγιση προσβάλλεται με 3 λόγους έφεσης, ως εξής:
Με τον 1ο λόγο προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε το ζήτημα της παρανομίας του ανταλλάγματος για το οποίο επιδιώκετο πληρωμή, δηλαδή έπρεπε να κρίνει πρωτογενώς κατά πόσο η προβληθείσα διαφήμιση ήταν παράνομη και να μη θεωρήσει ότι ήταν προαπαιτούμενο η καταδίκη ή η δίωξη. ΄Επρεπε το Δικαστήριο, κατά τους εφεσείοντες, να καταλήξει ότι η προβληθείσα διαφήμιση ήταν παράνομη καθότι παραπλανούσε για την καταγωγή ή προέλευση του προϊόντος αφού παρουσίαζε τα κοτόπουλα των εναγομένων ως ελευθέρας βοσκής αντί του κοτετσιού που στην πραγματικότητα ήταν, κατά παράβαση του Ν.280(Ι)/04 αρ.10 και της Οδηγίας 13/2000 αρ.2(Ι)(α)(Ι) και αρ.2(3)(β) καθώς και του Ν.92(Ι)/2000.
Με τον 2ο λόγο προβάλλεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η όποια παρανομία στην προκείμενη περίπτωση δεν οδηγούσε σε μη εφαρμόσιμο (unenforceability) της συμφωνίας και απόρριψη της αγωγής και ουσιαστικά επέβαλε πληρωμή για παράνομο αντάλλαγμα.
Με τον 3ο λόγο οι εφεσείοντες θεωρούν πως το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε «ως εντελώς εσφαλμένη, παράδοξη και αχρείαστη την αξιοπιστία του μάρτυρα υπεράσπισης, αναφέροντας πως αυτή στηρίχθηκε σε ζητήματα που δεν ήταν επίδικα και που εν πάση περιπτώσει δεν προβάλλοντο ως Υπεράσπιση αλλά τέθησαν υπό μορφή ιστορικού της υπόθεσης».
Η αντέφεση αφορά τη μη επιδίκαση του συμβατικού τόκου 9%, επιτοκίου που αναφερόταν στα επίδικα τιμολόγια.
Θα ξεκινήσουμε με την εξέταση του 3ου λόγου αφού αυτός αφορά θέμα αξιοπιστίας. Η πλευρά των εφεσειόντων έχει το βάρος να καταδείξει πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στο έργο της αξιολόγησης του συγκεκριμένου μάρτυρα επειδή τα ευρήματα του καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Όπως δε είναι ευρέως νομολογημένο, εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα ευρήματα αξιοπιστίας, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 ΑΑΔ 1003).
Παρατηρούμε ότι ο λόγος αυτός είναι ατελέσφορος. Ουσιαστικά προβάλλεται η θέση ότι ενώ ήταν παραδεκτά τα επίδικα ζητήματα, το Δικαστήριο «εχθρικά» και αδικαιολόγητα προέβη σε αρνητική κατάταξη του Μ.Υ. σε θέματα που δεν ήταν επίδικα.
Αφ΄ης στιγμής δεν προσβάλλεται το έργο της αξιολόγησης σε συνάρτηση με τον ΜΕ ο οποίος, εν αντιθέσει, κατατάχθηκε ως απόλυτα θετικός, δεν μπορεί να έχει αποτέλεσμα μόνο η προσβολή της αξιοπιστίας του ΜΥ. ΄Αλλωστε, δεν εντοπίζονται ούτε προσβάλλονται από τους εφεσείοντες σημεία - τα οποία οδήγησαν σε εσφαλμένα ευρήματα, δεδομένου μάλιστα ότι, ως αναφέρουν, πρόκειτο για παραδεκτά γεγονότα.
Είναι λοιπόν η κατάληξη μας ότι η εξέταση του 3ου λόγου δεν μπορεί να έχει αποτέλεσμα στην εγκυρότητα της απόφασης. Ωστόσο και εάν ακόμη έπρεπε να κριθεί το σχετικό έργο αξιοπιστίας αναφορικά με τον ΜΥ δεν θα βλέπαμε ο,τιδήποτε μεμπτό στην πρωτόδικη προσέγγιση αφού το Δικαστήριο έδωσε πλήρη αιτιολογία για την απόρριψη της μαρτυρίας επί μέρους θεμάτων που υπήρχαν διιστάμενες θέσεις .
Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 αφορούν το θέμα της επικαλουμένης ακυρότητας λόγω παρανομίας και συνεπώς το εσφαλμένο της αντίθετης κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Κατ΄αρχάς θα συμφωνήσουμε με τον κ.Χ΄Ιωάννου ότι το εύρημα παρανομίας στο αστικό Δικαστήριο, εφόσον το θέμα είναι επίδικο, δεν προϋποθέτει προηγούμενη καταδίκη ή δίωξη.
Είναι γεγονός ότι εάν η πρωτόδικη κρίση περιοριζόταν, σ΄αυτό το συμπέρασμα άνευ ετέρου, ασφαλώς και θα επρόκειτο για καταφανώς λανθασμένη κρίση που θα οδηγούσε σε ανατροπή. Όμως παρά την άτυχη αναφορά ως άνω, το Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει το ζήτημα παρανομίας έστω δηλώνοντας ότι το έπραττε «στην περίπτωση που θα μπορούσε να κριθεί ότι η εν λόγω διαφήμιση ήταν παράνομη» και κατέληξε ότι πρόκειται για νόμιμη συμφωνία και το τι εγείρεται ως παράνομο αφορά τον τρόπο εκτέλεσης. Καταλήγει δε ως εξής:
"Συνεπώς, εξετάζοντας τα δεδομένα της υπόθεσης, το ότι οι πλευρές ουδέποτε είχαν πρόθεση να εκτελεστεί η συμφωνία για τη διαφημιστική εκστρατεία με παράνομο τρόπο, ούτε μπορεί να θεωρηθεί από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία ότι γνώριζαν ότι η διαφήμιση ήταν παράνομη και το ότι ο σχετικός νόμος δεν προνοεί οτιδήποτε αναφορικά με τα συμβατικά δικαιώματα των διαδίκων, καταλήγω ότι σε οποιαδήποτε περίπτωση δεν θα πρέπει οι ενάγοντες να αποστερηθούν των δικαιωμάτων τους δυνάμει της μεταξύ τους και των εναγομένων συμφωνίας".
Το κυριότερο νομοθετικό βάθρο σε σχέση με παράνομες συμβάσεις είναι φυσικά το αρθ.23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149[3].
Η αρχή πως μια παράνομη σύμβαση δεν μπορεί να εφαρμοσθεί προκύπτει πρωταρχικά από τη λατινική ρήση "ex turpi causa non oritur actio".
Στη Joseph El Alam ν. Τουμαζίδη ανωτέρω, αναφέρθηκε:
«Η Αγγλική όσο και η Κυπριακή νομολογία καθορίζουν ότι, συναλλαγή η οποία απαγορεύεται από το Νόμο ή καταστρατηγεί τους σκοπούς του, είναι εξ υπαρχής άκυρη. Χρήματα, τα οποία καταβάλλονται βάσει εμφανώς παράνομης συμφωνίας, δεν μπορεί να ανακτηθούν εκτός εάν, η απαίτηση μπορεί να θεμελιωθεί σε βάση ανεξάρτητη από την παρανομία».
(βλ. και Glamour Development Ltd. v. Christodoulou (1984) 1 C.L.R. 444).
To θέμα της παρανομίας της σύμβασης ήταν ανέκαθεν σοβαρό και η νομολογία μας επιτρέπει ακόμη και αυτεπάγγελτη εξέταση από το Δικαστήριο, εάν η παρανομία προκύπτει κατά τρόπο έκδηλο από τα γεγονότα (βλ. Ιωάννου ν. Μουσκαλή (1997) 1 Α.Α.Δ. 1595).
Παρά τη σαφή διατύπωση του άρθρ.23 και της σχετικής λατινικής φράσης, η πραγματικότητα έχει πολλές εκφάνσεις και η κατάταξη των περιπτώσεων που εμφιλοχωρεί κάποιου είδους παρανομία δεν είναι πάντα εύκολη, ειδικά όπου η παρανομία δεν προκύπτει ευθέως από τη σύμβαση.
(Glamor (ανωτέρω) και Platritis ν. Computer Patent Annuities a.o. (1988)1 CLR 135).
Εν αντιθέσει των πιο πάνω σαφών περιπτώσεων όπου συντρέχουν αυστηρές νομοθετικές πρόνοιες που καθιστούν το είδος της σύμβασης παράνομο (όπως συμβάσεις αγοραπωλησίας συναλλάγματος κατά παράβαση του ελέγχου συναλλάγματος Νόμου όπως ίσχυε παλαιότερα - υπόθεση Τουμαζίδη ανωτέρω, όπως σύμβαση με εργολάβο που δεν είχε άδεια - Γρηγορίου ν. Oικοσυνθέσεις Λτδ (2010) 1Γ ΑΑΔ 1932 και Πισιάρας ν. Μιχαηλίδης (2000) 1Β ΑΑΔ817), υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι νομοθετικές πρόνοιες που τις αφορούν δεν καθιστούν τη συνομολόγηση κάποιας σύμβασης παράνομη αλλά απλώς απαιτούν εκπλήρωση κάποιου όρου ή προϋπόθεσης ώστε να είναι δυνατό να εκτελεσθεί. (Βλ. Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδης (1990)1 ΑΑΔ 1026, η οποία αφορούσε εκτέλεση της συμφωνίας κτήσης ακινήτου από δημόσιο λειτουργό με άδεια του Υπουργείου Οικονομικών βάσει του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1967. Και, κατά παρόμοιο τρόπο, κτήση ακινήτου από αλλοδαπό με άδεια του Υπουργικού Συμβουλίου, όπως στη Saab & other ν. Holly Monastery of Ay.Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499. Και στις δυο περιπτώσεις κρίθηκε πως η μεταγενέστερη άδεια έθετε τέρμα στην παρανομία και δεν επηρέαζε την εγκυρότητα της σύμβασης).
Όπως αναφέρθηκε στη Τουμαζίδη, (ανωτέρω), συμφωνίες δυνάμενες να εφαρμοσθούν νόμιμα δεν θεωρούνται άκυρες εκτός εάν φαίνεται πρόθεση τω μερών κατά την αφετηρία της συμφωνίας να παραβιάσουν το Νόμο.
Στην κρινόμενη περίπτωση, οι διάδικοι σχεδίασαν το διαφημιστικό τους προϊόν σε συνάρτηση με το διαφημιστικό χρόνο που συμφωνήθηκε επιμέρους με τα κανάλια και το διαφημιστικό προϊόν προβλήθηκε κατά το χρόνο που αναφέρθηκε προηγουμένως. Μάλιστα σε διάφορες χρονικές περιόδους οι εφεσίβλητοι κατέβαλαν στα κανάλια και στην Olive Green τα ποσά που ο ΜΕ ανάφερε σε συνάρτηση με τα δοθέντα τεκμήρια.
Εμφανίστηκε το θέμα της καταγγελίας για παραπλανητική διαφήμιση κατά τα μέσα ή τέλη Αυγούστου. Αμέσως δε οι εφεσίβλητοι, σύμφωνα με τα αταλάντευτα ευρήματα του Δικαστηρίου, τροποποίησαν τη διαφήμιση, ώστε να μη παρουσιάζει πρόβλημα.
Με αυτά τα δεδομένα ορθά κρίθηκε πρωτοδίκως πως δεν πρόκειται για παρανομία εν τη γενέσει της σύμβασης αλλά και ότι κατά την εκτέλεση της συμφωνίας παρουσιάστηκε θέμα μιας μορφής παρανομία που εμπεριείχε ή προϋπόθετε κάποια αξιολόγηση από αρμόδια αρχή. Αναφέραμε ήδη πως το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η όποια παρανομία αφορά το συγκεκριμένο τρόπο εκτέλεσης. Εν πάση περιπτώσει, το πρόβλημα εντέλει ήρθη, κατόπιν υπόδειξης της Αρχής, με την τροποποίηση της διαφήμισης από τους εφεσίβλητους. Με βάση τα πιο πάνω δεν συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων ότι ισχύει η Κanaris ν. Tosum ανωτέρω στα περιστατικά της υπόθεσης. Η πρωτόδικη κρίση είναι ορθή και την υιοθετούμε. Συνεπώς οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.
Εξέταση αντέφεσης
Η μη επιδίκαση από το πρωτόδικο Δικαστήριο «συμβατικού επιτοκίου» αποτελεί το λόγο αντέφεσης.
Με όλο το σεβασμό στη θέση των εφεσιβλήτων/αντεφεσειόντων, από τη δοθείσα μαρτυρία δεν καταδεικνύεται πως υπήρξε ειδικά, συμφωνία επί του τόκου, ούτε φαίνεται πως οι εφεσείοντες αποδέχθησαν τη θέση αυτή. Η αντεξέταση του ΜΕ περιλάμβανε αμφισβήτηση της συμφωνίας και αυτό ήταν αρκετό υπό τις περιστάσεις, ως εκ τούτου δεν ισχύει η θεώρηση της Μοσχάτου ν. Μοσχάτου (1999) 1Β ΑΑΔ, που επικαλούνται οι εφεσίβλητοι.
Η δε συμπερίληψη τόκου σε τιμολόγια που δεν υπεγράφησαν από τους εφεσείοντες δεν ισοδυναμεί, άνευ ετέρου, με συμφωνία (βλ. Κολακίδης & Συνέταιροι ν. Μιχαήλ Θεοδοσίου Λτδ (1997)1 Α.Α.Δ. 1674, Wadsworth v. Lydall (1981) 1 WLR 598).
H αντέφεση απορρίπτεται.
Κατάληξη: Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται. Ενόψει της κοινής απόρριψης, θεωρούμε ορθό να μην επιδικασθούν έξοδα επί της έφεσης και της αντέφεσης.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
[1] Alam v. Τουμαζίδη (1998) 1Β ΑΑΔ 968, Kanaris v. Tosoun (1969)1 CLR 637, Iosifakis ν. Ghani (1967) 1 CLR 190, Chitty on Contracts, General Principles 27th εκδ. παραγρ. 16-009 και παραγρ.16-122.
[2] άρθρο 10(1) του Ν.280(i)/2004 «Πρόσωπο το οποίο -
(α) παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διαταγή του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών 1906/90 (ΕΟΚ) και 1538/91 (ΕΟΚ), ή
(β) εισάγει για πώληση ή συσκευάζει για πώληση ή πωλεί ή έχει στην κατοχή του κρέας πουλερικών με σκοπό την πώληση, του οποίου η εισαγωγή, φύλαξη, μεταφορά, ταξινόμηση, έλεγχος ποιότητας και βάρους, συσκευασία, σήμανση, διαφήμιση, κυκλοφορία ή εμπορία δεν συνάδει με τις διατάξεις των προαναφερομένων Κανονισμών, ή ... ένοχο αδικήματος". O δε κανονισμός 1538/91 εισάγει στις πρόνοιες του την οδηγία 2000/13 η οποία στο άρθρο 2 αναφέρει ότι η επισήμανση και οι τρόποι σύμφωνα με τους οποίους πραγματοποιείται δεν πρέπει να είναι φύσεως τέτοιας ώστε να οδηγεί σε πλάνη τον αγοραστή ιδίως ως προς, μεταξύ άλλων, την προέλευση και η οποία με το εδάφιο 3 του ιδίου άρθρου εφαρμόζει τις πρόνοιες αυτές και στη διαφήμιση.
[3] Αντιπαροχές και σκοποί νόμιμοι και μη
23. Η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας είναι νόμιμος εκτός αν-
(α) είναι απαγορευμένος από νόμο~ ή
(β) είναι τέτοιας φύσης ώστε, αν επιτρεπόταν, θα καταστρατηγούσε τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου~ ή
(γ) συνιστά απάτη~ ή
(δ) επιφέρει ή ενέχει βλάβη στο πρόσωπο ή την περιουσία άλλου~ ή
(ε) το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτός αντίκειται στα χρηστά ήθη ή τη δημόσια πολιτική.
Σε καθεμιά από τις περιπτώσεις αυτές η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας θεωρείται παράνομος. Κάθε συμφωνία της οποίας ο σκοπός ή αντιπαροχή είναι παράνομος, είναι άκυρη