ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Σύνδεσμος για την πρόληψη της βίας στα γήπεδα κ.λ.π. (1996) 1 ΑΑΔ 171
Πολυδώρου Nίκος (2008) 1 ΑΑΔ 1166
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2020:A50
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 342/2019)
7 Φεβρουαρίου 2020
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (33/64) ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ xxx ΓΙΑΤΡΟΥ ΑΠΟ ΠΟΤΑΜΙΑ, Μxx ΑΡ. xx, ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΚΑΙ xxx ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΠΟ ΠΟΤΑΜΙΑ, Φxx xx, ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERIORTIARI ΚΑΙ PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡ. 25/7/2019 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘ. ΑΡ. 23042/2015 ΜΕΤΑΞΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ 1. xxx ΓΙΑΤΡΟΥ 2. xxx ΧΡΙΣΤΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΑΡ. 188(1)/2017 ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
_ _ _ _ _ _
Α. Ευτυχίου και για Ε. Χειμώνα, για τους Εφεσείοντες.
_ _ _ _ _ _
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Ex-tempore)
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η έφεση αφορά σε απόφαση αδελφής Δικαστού πρωτοδίκως επί αιτήματος προνομιακού εντάλματος τύπου Certiorari και Prohibition, που αφορούσε στην απαγόρευση της εφαρμογής της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας σε εκκρεμούσα σχετιζόμενη ποινική υπόθεση, με την οποία επιτράπηκε η παρουσίαση ικανού αριθμού εγγράφων και τεκμηρίων στο πλαίσιο της ακρόασης. Οι κατηγορίες αφορούν σε αδικήματα οικονομικής φύσης όπως εξασφάλισης επιταγών ή χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και άλλα συναφή θέματα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, στην προνομιακή πρωτόδικη δικαιοδοσία του, ανέδειξε δύο θέματα ως ουσιαστικά, απορρίπτοντας ταυτόχρονα το αίτημα για προνομιακό ένταλμα. Ότι η νομιμότητα του διαταγμάτων αποκάλυψης θα έπρεπε να είχε ελεγχθεί με προνομιακό ένταλμα, κάτι το οποίο δεν επιχειρήθηκε. Επίσης, ότι η ουσία των θέσεων της υπεράσπισης περί της νομιμότητας της λήψης των τραπεζικών εγγράφων κατά παράβαση του δικαιώματος ιδιωτικής ζωής και του απορρήτου της αλληλογραφίας, είχαν τεθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο σε διαδικασία δίκης εντός δίκης και εκεί κρίθηκε ότι ήταν νόμιμα τα διατάγματα και ότι τα έγγραφα μπορούσαν να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου για τα περαιτέρω εφόσον δεν είχαν ληφθεί κατά παραβίαση οποιουδήποτε συνταγματικού δικαιώματος. Το Δικαστήριο αποφάσισε πρόσθετα ότι, ακόμη και αν καταδεικνυόταν συζητήσιμη υπόθεση, δεν είχαν προβληθεί από τους νυν εφεσείοντες τέτοιες εξαιρετικές συνθήκες, ώστε να τους δίνετο άδεια, εφόσον η προσβολή εν προκειμένω της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου θα μπορούσε να συντελεστεί επαρκώς με το ένδικο μέσο της έφεσης στην τελική απόφαση, εάν βεβαίως υπάρξει καταδίκη.
Στη βάση αυτών, το Δικαστήριο, όπως ήδη λέχθηκε, απέρριψε το αίτημα. Ο συνήγορος των αιτητών-εφεσειόντων αγόρευσε επί του προκειμένου παραδίδοντας και σχετική αγόρευση με συνημμένο αριθμό αυθεντιών. Η βασική εισήγηση είναι ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσαν να προσβληθούν τα έγγραφα εφόσον δεν προηγήθηκε αίτημα διά προνομιακού εντάλματος προς ακύρωση τους. Και ότι δεν θα μπορούσε το Επαρχιακό Δικαστήριο να κρίνει τη νομιμότητα των διαταγμάτων αποκάλυψης που είχαν εκδοθεί από άλλους Επαρχιακούς Δικαστές. Τέλος, ότι η αποφυγή καταδίκης στη βάση των εγγράφων που αποκαλύφθηκαν συνιστούσε εξαιρετικές περιστάσεις ώστε να έπρεπε να δινόταν η άδεια για καταχώρηση των προνομιακών ενταλμάτων.
Έχοντας εξετάσει με τη δέουσα προσοχή το όλο ζήτημα, κρίνεται ότι δεν υπάρχει ουσιαστικά ο,τιδήποτε να προστεθεί στα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε, με τα οποία και δεν μπορεί να καταγραφεί οποιαδήποτε διαφωνία. Η νομολογία που επικρατεί στα θέματα των προνομιακών ενταλμάτων είναι ότι η αμφισβήτηση της νομιμότητας εκδοθέντων ενταλμάτων από το Επαρχιακό Δικαστήριο γίνεται διά της καταχώρησης αιτήσεων προς λήψη άδειας για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων με τα οποία να ακυρώνονται, εν τέλει, τα εντάλματα. Αρχής γενομένης με την Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207, επικράτησε ότι η έκδοση εντάλματος σύλληψης αλλά και έρευνας συνιστά δικαστική απόφαση κατά την οποία ο Δικαστής ικανοποιείται ως προς την ύπαρξη των προϋποθέσεων έκδοσης του. Η εγκυρότητα συνεπώς του εντάλματος ελέγχεται διά των προνομιακών ενταλμάτων, (Σύνδεσμος για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1996) 1 Α.Α.Δ. 171).
Στην προκείμενη υπόθεση, η συνταγματικότητα της αποκάλυψης εγγράφων κρίθηκε και ουσιαστικώς με τη διεξαγωγή δίκης εντός δίκης όπου το Επαρχιακό Δικαστήριο διέγνωσε τη συνταγματικότητα των ενεργειών της αστυνομίας και ότι τα έγγραφα δεν παραβίαζαν οποιοδήποτε δικαίωμα. Και αυτό, με βάση τη νομική ανάλυση του Δικαστηρίου με αναφορά στο Νόμο και τη συναφή νομολογία όπως την M.N. and Others v. San Marino, No. 28005/12, ημερ. 7.7.2015, και Edrinotio Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 1900). Έπεται ότι η θέση του Δικαστηρίου κάλλιστα μπορεί να ελεγχθεί κατ΄ έφεση, εάν και εφόσον υπάρξει καταδίκη. Μια νόμιμη ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου ποινική διαδικασία, η οποία ενδεχομένως και μόνο δυνατόν να απολήξει σε καταδίκη, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αποτελεί εξαιρετικές περιστάσεις.
Προστίθεται, περαιτέρω, ότι δεν είναι δυνατό να κατατεμαχίζεται η πρωτόδικη διαδικασία, ειδικά επί ποινικής περιπτώσεως, με την αμφισβήτηση ενδιαμέσως της κατάθεσης τεκμηρίων που γίνεται κατά την ακροαματική διαδικασία, ώστε στο τέλος της ημέρας να μην μπορεί η δίκη να προχωρήσει, (Πολυδώρου (2008) 1 Α.Α.Δ. 1166, επικυρωθείσα στην Πολυδώρου (2010) 1 Α.Α.Δ. 886).
Για τους λόγους αυτούς, η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή.
Η έφεση απορρίπτεται. Χωρίς έξοδα.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
/ΧΤΘ