ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Σταματίου, Κατερίνα Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια για τους Εφεσείοντες. Μ. Παναγίδης με Ν. Θρασυβούλου, για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-02-18 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΜΠΟΥΛΟΥΤΑ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 219/2018, 18/2/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:A65

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 219/2018)

 

18 Φεβρουαρίου, 2020

                                                        

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΚΑΤ΄ ΕΦΕΣΙΝ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΜΕ ΑΡ. 160/2017

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. xxx ΜΠΟΥΛΟΥΤΑ, ΑΠΟ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ 2. xxx ΦΟΡΟΥ, ΑΠΟ ΕΛΛΑΔΑ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΔΕΙΑ ΠΟΥ ΔΟΘΗΚΕ ΤΗΝ 26.10.2017 ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΜΕ ΑΡ. 51/2016 (ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΜΕ ΑΡ. 30/2016)

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 23648/15, ΗΜΕΡ. 15.2.2016 ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ xxx ΜΠΟΥΛΟΥΤΑ ΚΑΙ xxx ΦΟΡΟΥ.

 

_ _ _ _ _ _

 

Ε. Παπαγαπίου (κα) με Θ. Χατζηλούκα, ασκούμενο δικηγόρο,

 για τους Εφεσείοντες.

Μ. Παναγίδης με Ν. Θρασυβούλου, για τους Εφεσίβλητους.

 

_ _ _ _ _ _

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.

­­­

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται από τη Δημοκρατία η απόφαση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εκδώσει προνομιακά εντάλματα, με τα οποία ακυρώθηκαν τα εντάλματα σύλληψης που είχαν εκδοθεί εναντίον των εφεσιβλήτων-κατηγορουμένων 1 και 4 (εδώ αιτητών 1 και 2) με απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην Ποινική Υπόθεση 23648/15.

 

Αρχικά η αίτηση για άδεια καταχώρησης certiorari και/ή prohibition είχε απορριφθεί και ασκήθηκε η Πολιτική Έφεση Αρ. 51/2016, με τέσσερις λόγους έφεσης, από τους οποίους πέτυχε ο τέταρτος. Με αυτόν κρίθηκε ως εσφαλμένη η πρωτόδικη κρίση ότι το άρθρο 4(2) του περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμου του 2001 (Ν.23(Ι)/2001) εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις που η επίδοση του κατηγορητηρίου γίνεται με βάση το εν λόγω άρθρο και, επομένως, εσφαλμένα κατέληξε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δεν εμποδιζόταν να εκδώσει τα επίδικα εντάλματα σύλληψης.

 

Η Ολομέλεια στην απόφασή της θεώρησε ότι στο στάδιο εκείνο θεμελιωνόταν εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση που δικαιολογούσε την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας. Η Ολομέλεια κατέληξε στην απόφασή της αφού αναφέρθηκε στο σκεπτικό της απόφασης της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Μιχάλη Ζολώτα κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 345/2016, ημερομηνίας 31.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A203.

 

 Η αδελφή Δικαστής, που στη συνέχεια εξέτασε την αίτηση για προνομιακά εντάλματα, έκρινε ότι υπήρξε προφανές νομικό σφάλμα και υπέρβαση εξουσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου αναφορικά με την έκδοση εντάλματος σύλληψης των εφεσιβλήτων, εφόσον παραγνώρισε τις πρόνοιες του άρθρου 4, του Ν.23(Ι)/2001.

 

Η Δημοκρατία αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης, με τέσσερις λόγους έφεσης, ως ακολούθως:

 

«ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι, η εμβέλεια της εξουσίας κλήσης προσώπου δυνάμει του άρθρου 46, του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, προσδιορίζει και περιορίζει την εξουσία του Δικαστηρίου έκδοσης εντάλματος σύλληψης με βάση το άρθρο 44(1) του Κεφ. 155, λόγω μη συμμορφώσης με κλήση σε παρουσία, στις περιπτώσεις εκείνες που η επίδοση έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες του εν λόγω Νόμου, δηλαδή εντός της γεωγραφικής εμβέλειας του άρθρου 46.

 

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Το Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα και εξέδωσε καθ΄ υπέρβαση εξουσίας τα εντάλματα σύλληψης εναντίον των Αιτητών, θεωρώντας ότι εφαρμόζεται ο περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμος, Ν.23(Ι)/2001, ο οποίος δεν επιβάλλει υποχρέωση συμμόρφωσης και δεν παρέχει λόγο για εξαναγκασμό του προσώπου προς το οποίο γίνεται η επίδοση να συμμορφωθεί και να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο.

 

ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

 

Λανθασμένα το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα και του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής (Κυρωτικός) Νόμος του 2000, Ν.2(ΙΙΙ)/2000 δεν παρέχει τη δυνατότητα και εξουσία για επίδοση κατηγορητηρίου εκτός της επικράτειας της αιτούσας χώρας.

 

ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ

 

Το Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στη διαπίστωση ότι η επίδοση του κατηγορητηρίου στους αιτητές, στην Ελλάδα, είχε δικαιοδοτικό έρεισμα το άρθρο 4, του Ν.23(Ι)/2001 και ότι είναι «με βάση το άρθρο αυτό» που έγινε η επίδοση.»

 

Οι λόγοι έφεσης θα εξεταστούν μαζί λόγω της συνάφειάς τους.

 

Κεντρικός άξονας της επιχειρηματολογίας της εκπροσώπου της Δημοκρατίας ήταν ότι η επίδοση έγινε στους εφεσίβλητους κατ΄ επίκληση του Kυρωτικού Ν.2(III)/2000 και οι ελληνικές αρχές αποδέχθηκαν τα έγγραφα που τους στάληκαν και προέβησαν σε έγκυρη επίδοση. Η έκδοση εντάλματος σύλληψης, υποστήριξε η κα Παπαγαπίου, στη βάση του άρθρου 44(1) του Κεφ. 155, δεν περιορίζεται σε περιπτώσεις όπου η επίδοση κατηγορητηρίου γίνεται στη Δημοκρατία δυνάμει του άρθρου 44, καθότι σε τέτοια περίπτωση θα έπρεπε να υπήρχε σχετική πρόνοια ή επιφύλαξη περί τούτου στη νομοθεσία. Το Επαρχιακό Δικαστήριο ορθά, υποστήριξε η ευπαίδευτη συνήγορος, εφόσον κατέληξε ότι τα κατηγορητήρια επεδόθησαν δεόντως στους εφεσίβλητους, άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια και εξέδωσε τα εντάλματα σύλληψης εναντίον τους. Ο Ν. 23(Ι)/2001 δεν εφαρμόζετο στη δεδομένη περίπτωση, εφόσον η επίδοση έγινε δυνάμει του Κυρωτικού Ν.2(ΙΙΙ)/2000. Το άρθρο 4(2) του Ν.23(Ι)/2001 ρητώς περιορίζει την εφαρμογή του στις περιπτώσεις όπου η επίδοση «εγγράφων διαδικασίας» γίνεται κατ΄ επίκληση του συγκεκριμένου και μόνο άρθρου. Προς τούτο σημειώνεται από την ευπαίδευτη συνήγορο ότι η ερμηνεία που δίδεται στο άρθρο 2 του Ν.23(Ι)/2001 στο «έγγραφο διαδικασίας» είναι «οποιοδήποτε έγγραφο που επιδίδεται δυνάμει του Νόμου αυτού».

 

Περαιτέρω, η εισήγηση προχωρά πως τόσο ο Κυρωτικός Νόμος του 2000, όσο και ο Ν.23(Ι)/2001, δεν διαλαμβάνουν συνέπειες μη συμμόρφωσης κατηγορούμενων στην περίπτωση που υπήρξε νομότυπη επίδοση κατηγορητηρίου σε άλλο κράτος. Εφόσον, όμως, υπήρχε υποχρέωση εμφάνισης των κατηγορουμένων κατά το χρόνο έκδοσης των ενταλμάτων σύλληψης, με δεδομένο ότι η επίδοση έγινε έγκυρα και νομότυπα, το Δικαστήριο ορθά, κατά την εισήγηση, άσκησε τη διακριτική του εξουσία και εξέδωσε εντάλματα σύλληψης κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων της Ποινικής Δικονομίας.

 

Από την άλλη, η πλευρά των εφεσιβλήτων υπεραμύνθηκε της πρωτόδικης απόφασης, με παραπομπή και στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας Αναφορικά με την Αίτηση των Ζολώτα κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 381/2017, ημερομηνίας 9.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:A288, καθώς και σε αγγλική νομοθεσία και νομολογία.

 

Στην πιο πάνω πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας, η οποία επίσης αφορούσε παράλειψη εμφάνισης κατηγορουμένων ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας σε διαδικασία παραπομπής τους στο Μόνιμο Κακουργιοδικείο, όπου οι εφεσείοντες ήταν επίσης κάτοικοι Ελλάδος, το κατηγορητήριο τους είχε επιδοθεί δεόντως, κατά το χρόνο κατά τον οποίο αυτοί βρίσκονταν στην επικράτεια της πιο πάνω χώρας και το αίτημα για επίδοση υποβλήθηκε αποκλειστικά στη βάση του Κυρωτικού Ν.2(ΙΙΙ)2000. Το αίτημα για έκδοση εντάλματος certiorari εδράζετο στο ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να εκδώσει τα εντάλματα σύλληψης, δυνάμει του άρθρου 44(1) του Κεφ. 155, και ότι αυτά εξεδόθησαν κατά παράβαση της ειδικής πρόνοιας του άρθρου 4(2) του Ν.23(Ι)/2001, με δεδομένο ότι η επίδοση έγινε σε ξένη χώρα.

 

Η Ολομέλεια, στην ομόφωνη απόφασή της, έκρινε πως ο Ν.23(Ι)/2001 είναι άμεσα σχετικός με τη Σύμβαση, όπως προκύπτει σαφώς από το άρθρο 15(1)(α)(γ) του Νόμου, και εφαρμόζεται και στην περίπτωση κατά την οποία το αίτημα για αρωγή υποβάλλεται με αναφορά στη Σύμβαση. Σε περίπτωση δε μη προσέλευσης των προσώπων προς τους οποίους έγινε επίδοση κλήσης κατηγορουμένου, δυνάμει της Σύμβασης, ισχύει η πρόνοια στο εδάφιο (2) του άρθρου 4, η οποία αποκλείει την έκδοση εντάλματος σύλληψης.

 

Σημειώνεται από την Ολομέλεια ότι η επίδοση κλήσης κατηγορουμένου σε ξένη χώρα και, ακολούθως, η έκδοσή του, όπου ανάλογο αίτημα γίνεται δεκτό, αποτελούν θέματα διεθνούς δικαίου. Ρυθμίζονται από τις συμβάσεις στις οποίες η Κυπριακή Δημοκρατία έχει δεόντως προσχωρήσει και δεν εμπλέκονται στην εφαρμογή τους πρόνοιες του ημεδαπού δικαίου, οι οποίες εφαρμόζονται αποκλειστικά σε σχέση με πρόσωπα που βρίσκονται στην επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο Ν.23(Ι)/2001 αναγνωρίζει το εν λόγω καθεστώς δικαίου, και επομένως, η έκδοση των επίδικων ενταλμάτων σύλληψης, κατέληξε, έγινε κατά παράβαση του άρθρου 4(2) του Νόμου.

 

Μετά την επιφύλαξη της παρούσας απόφασης εκδόθηκε από το Εφετείο απόφαση στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ζολώτα κ.ά. Ποιν. Εφ. 144/2019 κ.α. ημερομηνίας 11.12.2019. Στα πλαίσια της υπόθεσης εκείνης εξετάστηκε κατά πόσο η μεταγενέστερη ακύρωση ενταλμάτων σύλληψης μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να θεωρηθούν ως ακυρωθέντα και τα Ευρωπαϊκά Εντάλματα Σύλληψης (ΕΕΣ) που εκδόθηκαν εναντίον των κατηγορουμένων. Τα εντάλματα σύλληψης είχαν εκδοθεί κατά την παραπομπή των κατηγορουμένων στη δίκη τους ενώπιον του Κακουργιοδικείου και ακυρώθηκαν μετά από δύο αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Πολ. Έφ. Αρ. 345/2016 και Πολ. Έφ. Αρ. 381/2017 Αναφορικά με την Αίτηση των Ζολώτα κ.ά. (πιο πάνω)). Στο μεταξύ είχαν εκδοθεί ΕΕΣ τα οποία εκτελέστηκαν και οι κατηγορούμενοι προσήχθησαν για δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Εκκρεμούσης της δίκης τους στο Κακουργιοδικείο ακυρώθηκαν τα εντάλματα σύλληψης με τις δύο αποφάσεις που προαναφέραμε. Οι κατηγορούμενοι επικαλέστηκαν την ακύρωση των ενταλμάτων για να ζητήσουν την αναστολή της δίκης λόγω κατάχρησης της διαδικασίας, πράγμα που πέτυχαν, εξ΄ου και καταχωρίστηκε από το Γενικό Εισαγγελέα έφεση. Σε όση έκταση ενδιαφέρει για σκοπούς της παρούσας, παραπέμπουμε στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση:

 

«Ο τρόπος διασύνδεσης και λειτουργίας του Ν. 2(ΙΙΙ)/2000 και του Ν.23(1)/2001 εξηγήθηκε στις προαναφερθείσες αποφάσεις στις Πολιτικές Εφέσεις 345/16 και 381/17. Ο Ν. 2(III)/2000 παρέχει την ευχέρεια για αμοιβαία αρωγή σε ποινικά θέματα μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, περιλαμβανομένης της αμοιβαίας επίδοσης διαδικαστικών εγγράφων στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. Ο Ν. 23(1)/2001 εισήχθη συμπληρωματικά για διευκόλυνση κατά κύριο λόγο της εφαρμογής της ευρωπαϊκής σύμβασης για αμοιβαία συνδρομή σε ποινικά θέματα και του Ν. 2(ΙΙΙ)/2000.[4]  Είναι σε αυτά τα πλαίσια που διευκρινίστηκε με τις προαναφερθείσες αποφάσεις ότι η επίδοση κατηγορητηρίου με βάση τον Ν. 2(III)/2000 δεν παρέχει εξουσία για εξαναγκασμό του κατηγορούμενου να συμμορφωθεί προς την κλήση επί του κατηγορητηρίου. Προκύπτει ότι, ενώ τα μέρη είχαν δεσμευτεί με τον Ν. 2((III)/2000 να εκχωρήσουν, με όρους αμοιβαιότητας, μέρος της κυριαρχίας τους αποδεχόμενα την επίδοση αλλοδαπών διαδικαστικών εγγράφων στην επικράτεια τους και παρέχοντας αρωγή προς τούτο, παράλληλα δεν αποδέχθηκαν την δυνατότητα του άλλου κράτους να προχωρήσει σε διάβημα εξαναγκασμού, επί τη βάσει επίδοσης που έγινε στην επικράτειά τους. Συνεπώς, όπως υποδείχθηκε στην Πολιτική Έφεση 345/16, ακόμα και στην  περίπτωση που το πρόσωπο προς το οποίο έγινε τέτοια επίδοση θα μετέβαινε αργότερα οικειοθελώς στη χώρα όπου εκκρεμεί υπόθεση εναντίον του, δεν θα μπορούσε να συλληφθεί, εκτός εάν γινόταν νέα επίδοση.  Η δυνατότητα σύλληψης και διασυνοριακής μεταγωγής παρέμεινε ζήτημα διαδικασιών έκδοσης, οι οποίες, εντέλει, αντικαταστάθηκαν από τον μηχανισμό του ΕΕΣ για τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Είναι σ' αυτό τον μηχανισμό που προσέφυγε, εν προκειμένω, η Δημοκρατία, έστω και αν στα πλαίσια των εν λόγω Πολιτικών Εφέσεων δεν έγινε αναφορά σε τέτοια προοπτική.  Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Πολιτική Έφεση 345/2016, είχε υποδειχθεί, σε αντιδιαστολή, ακριβώς με την αδυναμία εξαναγκασμού και σύλληψης δυνάμει του εθνικού εντάλματος σύλληψης, η δυνατότητα σύλληψης και διακρατικής παράδοσης διά του μηχανισμού του ΕΕΣ.

 

Κατά συνέπεια, τα εθνικά εντάλματα σύλληψης ακυρώθηκαν, χωρίς συνάρτηση με την μετέπειτα έκδοση των ΕΕΣ, για το λόγο ότι δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν, ως εθνικά εντάλματα σύλληψης, μέσο εξαναγκασμού, στην περίπτωση που οι εφεσείοντες θα εντοπίζονταν στην Κύπρο. Ό,τι αποκλείει το άρθρο 4(2), είναι ο εξαναγκασμός του προσώπου προς το οποίο επιδόθηκε το κατηγορητήριο στο εξωτερικό να συμμορφωθεί προς τούτο. Εν προκειμένω, όμως, ο «εξαναγκασμός», η σύλληψη, η διακρατική μεταγωγή και η παράδοση στις Αρχές της Δημοκρατίας έγιναν με βάση τα ΕΕΣ και όχι με αποκλειόμενη, από το άρθρο 4(2), εκτέλεση των εθνικών ενταλμάτων σύλληψης.  Αντίθετη ερμηνεία, όπως εισηγούνται οι εφεσίβλητοι, με δεδομένη μάλιστα την απόφαση στην υπόθεση Bob-Dogi θα σήμαινε ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να εκδοθεί ΕΕΣ επί τη βάσει εθνικού εντάλματος σύλληψης το οποίο έχει εκδοθεί μετά από επίδοση του κατηγορητηρίου με βάση το Ν. 2(ΙΙΙ)/2000.

 

Η μεταγενέστερη, συνεπώς, ακύρωση των εθνικών ενταλμάτων  σύλληψης δεν συσχετίζεται και ουδόλως επηρεάζει τα ΕΕΣ.  Η μετέπειτα ακύρωση τους δεν παραπέμπει σε παρανομία, ως προς τη σύλληψη και προσαγωγή των εφεσιβλήτων, που μόλυνε όλη τη διαδικασία, όπως είναι η εισήγηση των εφεσιβλήτων και όπως έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Αν και προκύπτει ήδη από τα προαναφερθέντα, θεωρούμε χρήσιμο να διασαφηνίσουμε έτι περαιτέρω, για σκοπούς μελλοντικής καθοδήγησης, ότι η έκδοση εθνικού εντάλματος σύλληψης μετά από επίδοση του κατηγορητηρίου στο εξωτερικό με βάση το Ν. 2(ΙΙΙ)/2000 με σκοπό τη μεταγενέστερη επί τη βάσει αυτού (Bob-Dogi (ανωτέρω)) έκδοση ΕΕΣ, δεν απαγορεύεται από το άρθρο 4(2).  Θα πρέπει, συνεπώς, να δηλώνεται προς το δικαστήριο κάθε φορά ο σκοπός έκδοσης εντάλματος σύλληψης μετά από επίδοση του κατηγορητηρίου στο εξωτερικό με βάση το Ν. 2(ΙΙΙ)/2000.»  (η υπογράμμιση δική μας).

 

Η επίδοση του κατηγορητηρίου στην προκείμενη περίπτωση έγινε με βάση το μηχανισμό που προβλέπεται στον περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα και του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής (Κυρωτικό) Νόμο του 2000, Ν.2(ΙΙΙ)/2000. Η εγκυρότητα της επίδοσης δεν αμφισβητείται. Οι κατηγορούμενοι, δεν εμφανίστηκαν στο Δικαστήριο για σκοπούς παραπομπής τους στο Κακουργιοδικείο, αλλά εκπροσωπήθηκαν από δικηγόρους. Το Επαρχιακό Δικαστήριο με αιτιολογημένη απόφαση έκρινε ότι η επίδοση που έγινε στους κατηγορουμένους με βάση τον Κυρωτικό Ν.2(ΙΙΙ)/2000 ήταν καλή, απορρίπτοντας προς τούτο εισήγηση της υπεράσπισης. Περαιτέρω, αφού έλαβε υπόψη τη σοβαρότητα της υπόθεσης και τις πρόνοιες των άρθρων 44(1) και 92 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της έκδοσης ενταλμάτων σύλληψης για σκοπούς εξασφάλισης της παρουσίας τους στο Κακουργιοδικείο που θα εκδικάσει την υπόθεση.

 

Ο Ν.2(ΙΙΙ)/2000 είναι κυρωτικός της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα («European Convention on Mutual Assistance in Criminal Matters»), η οποία υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 20.4.1959 και συμπληρώθηκε από το Πρόσθετο Πρωτόκολλο της 17ης Μαρτίου 1978, σε σχέση με αδικήματα οικονομικής φύσεως. Υπογράφηκε από τη Δημοκρατία στις 27.3.1996, κυρώθηκε στις 24.2.2000 και τέθηκε σε ισχύ στις 24.5.2000. Η Ελληνική Δημοκρατία την υπέγραψε στις 20.4.1959, την κύρωσε στις 23.2.1962 και την έθεσε σε ισχύ στις 12.6.1962. Ο Ν.23(Ι)/2001 προνοεί για Διεθνή Συνεργασία σε Ποινικά Θέματα και δεν γίνεται σ΄ αυτόν οποιαδήποτε ρητή αναφορά στον Κυρωτικό Ν.2(ΙΙΙ)/2000. Η μόνη αναφορά που υπάρχει είναι στην Έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εξωτερικών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων ότι ο Νόμος έχει θεσπιστεί προς διευκόλυνση κατά κύριο λόγο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για αμοιβαία συνδρομή σε ποινικά θέματα που η Δημοκρατία έχει κυρώσει.

 

Η επίδοση κλήσης του κατηγορουμένου, έγινε, στην παρούσα περίπτωση, με βάση τον Κυρωτικό Ν.2(ΙΙΙ)/2000. Στο Νόμο αυτό δεν υπάρχει πρόνοια ως προς τις συνέπειες της μη συμμόρφωσης με την εν λόγω κλήση. Ούτε στο Ν.23(Ι)/2001 περιέχεται τέτοια πρόνοια.  Ούτε υπάρχει πρόνοια σε οποιοδήποτε από τους δύο νόμους που να εξαιρεί την εφαρμογή των προνοιών του Κεφ. 155 στο στάδιο που έπεται της επίδοσης. 

 

Το άρθρο 44(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, προνοεί ως ακολούθως:

 

«44.-(1) Κατά οποιοδήποτε χρόνο μετά την καταχώρηση του κατηγορητηρίου, Δικαστής δύναται να εκδώσει είτε κλήση είτε ένταλμα που να εξαναγκάζει την παράσταση του κατηγορουμένου ενώπιον του Δικαστηρίου είτε για συνοπτική δίκη είτε για παραπομπή του στο Κακουργιοδικείο, ανάλογα με την περίπτωση:

Νοείται ότι δεν εκδίδεται ένταλμα εκτός για κάποιο ειδικό λόγο ο οποίος καταχωρείται από το Δικαστή και υποστηρίζεται με όρκο ή εκτός αν ο κατηγορούμενος παράλειψε να εμφανιστεί σε ανταπόκριση κλήσης που έχει ήδη εκδοθεί και της οποίας έχει αποδειχτεί η επίδοση.»

 

Η διαδικασία παραπομπής ενός κατηγορουμένου σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου, προνοείται στο άρθρο 92 του Κεφ. 155 ως ακολούθως:

 

«92. Όταν προσάπτεται κατηγορία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου για ποινικό αδίκημα που δεν δικάζεται συνοπτικά ή για το οποίο ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας είναι της γνώμης ότι δεν είναι κατάλληλο για να δικαστεί συνοπτικά, ο Δικαστής παραπέμπει απευθείας το πρόσωπο αυτό σε δίκη από το Κακουργιοδικείο που συνεδριάζει στην επαρχία όπου καταχωρήθηκε το κατηγορητήριο και είτε απολύει αυτόν με εγγύηση ή υπό τέτοιους όρους τους οποίους θεωρεί εύλογους είτε τον φυλακίζει για ασφαλή κράτηση.»

 

Όπως ορθά παρατήρησε το Επαρχιακό Δικαστήριο η πιο πάνω νομοθετική πρόνοια υπονοεί τη φυσική παρουσία του κατηγορουμένου σ΄εκείνο το στάδιο. Εφόσον υπάρχει δυνατότητα κλήσης κατηγορουμένου που ευρίσκεται στην αλλοδαπή, με βάση τις πρόνοιες του Ν.2(ΙΙΙ)/2000, καθώς επίσης και δυνατότητα έκδοσης Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, δεν κρίνουμε ότι οι πρόνοιες του Κεφ. 155 καθίστανται ανεφάρμοστες. Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο στην προκείμενη περίπτωση, έκρινε ότι, λόγω της σοβαρότητας των κατηγοριών που αντιμετώπιζαν οι κατηγορούμενοι η παρουσία τους ήταν απαραίτητη.

 

Όπως ορθά υπέδειξε η κα Παπαγαπίου, εάν δεν είναι επιτρεπτό για το Δικαστήριο να εκδώσει ένταλμα σύλληψης σε τέτοιου είδους υποθέσεις δε θα είναι δυνατό να εκδοθεί ΕΕΣ εναντίον του. Η ύπαρξη εθνικού εντάλματος σύλληψης διαφορετικού από το ευρωπαϊκό κρίθηκε αναγκαία στην υπόθεση του ΔΕΕ στην υπόθεση Niculaie Aurel Bob-Dogi C-241/15 ημερ. 1.6.2016. Αυτό ουσιαστικά λέχθηκε και στην υπόθεση Ζολώτας, πιο πάνω, όπως προκύπτει από το υπογραμμισμένο απόσπασμα που παραθέσαμε. Από τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης είναι φανερό ότι η Κατηγορούσα Αρχή είχε πρόθεση να εκδώσει ΕΕΣ εναντίον των κατηγορουμένων, οι οποίοι κατά τον επίδικο χρόνο ευρίσκονταν στην Ελλάδα. Ως εκ τούτου, δεν θεωρούμε ότι τα εντάλματα σύλληψης που εκδόθηκαν καταστρατηγούν το άρθρο 4(2) του Νόμου.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτρέπεται και το προνομιακό ένταλμα που εκδόθηκε ακυρώνεται. Τόσο τα πρωτόδικα έξοδα όσο και τα έξοδα της έφεσης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται εναντίον των εφεσιβλήτων.   

 

                                                    ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

                                                    Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.   

                                                    Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

                                                    Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

/ΧΤΘ                                                               Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο