ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2020:D53
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 2/2020
11 Φεβρουαρίου, 2020
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018.
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ (Γ) ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΚΑΙ ΩΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΤΩΝ ΑΝΗΛΙΚΩΝ (Α) ΚΑΙ (Β) ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ (ΗABEAS CORPUS)
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 11, 13 ΚΑΙ 15 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤA ΑΡΘΡA 5, 8, 13 ΚΑΙ 46 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ 4 ΑΡΘΡΟ 2 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ 7 ΑΡΘΡΟ 5 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ, ΤA ΑΡΘΡA 5, 6, 7 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΣΧΕΣΕΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΚΑΙ ΤΕΚΝΩΝ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 1990 (216/1990) ΚΑΙ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤOΝ (Δ) Ο ΟΠΟΙΟΣ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΥΠΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΑ ΑΝΗΛΙΚΑ ΠΑΙΔΙΑ (Α) (9 ΕΤΩΝ) ΚΑΙ (Β) (7 ΕΤΩΝ) ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 25.10.19.
------------- -
Αλεξ.Κληρίδης, για Φ.Χρ.Κληρίδη & Σ/τες ΔΠΕ, για την αιτήτρια
Δ.Πολυχρονοπούλου-Νικήτα, (κα), για τον καθ΄ου η αίτηση
Διάδικοι παρόντες
-------------- ------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η παρούσα διαδικασία αφορά αίτημα της αιτήτριας για έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus με το οποίο να κηρύσσεται ο περιορισμός των παιδιών της από τον (Δ), (καθ΄ου η αίτηση - πατέρα των παιδιών) ως παράνομος και με το οποίο να υποχρεώνεται ο καθ΄ου η αίτηση να παρουσιάσει τα παιδιά στο Δικαστήριο και να τα παραδώσει στην αιτήτρια.
Όπως προκύπτει από τη στηρικτική της αίτησης, ένορκη δήλωση, η αιτήτρια μετά την έκδοση διαζυγίου με τον πρώην σύζυγο της (καθ΄ου η αίτηση), διεκδίκησε μέσω ανταπαίτησης της σε αίτηση του καθ΄ου η αίτηση για την επιμέλεια των παιδιών του ζεύγους, ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και πέτυχε έκδοση διατάγματος του Οικογενειακού Δικαστηρίου ημερ. 25.10.2019 τη φύλαξη και φροντίδα των ανηλίκων τέκνων τους (Α) και (Β), όπως, επίσης, καθορίστηκε ως τόπος διαμονής τους ο εκάστοτε τόπος διαμονής της αιτήτριας. Παράλληλα, προηγούμενο προσωρινό διάταγμα ημερ. 20.11.2018, ακυρώθηκε.
Μέσα στα πλαίσια της διαδικασίας έκδοσης του πιο πάνω διατάγματος ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου ετοιμάστηκε έκθεση κοινωνικής έρευνας - από Λειτουργό Κοινωνικών Υπηρεσιών στις 25.9.2019 (τεκμ. 1 στην Ε.Δ. της αιτήτριας), σύμφωνα με την οποία έγινε σύσταση όπως η φύλαξη και φροντίδα των παιδιών ανατεθεί στη μητέρα και η επιμέλεια να ασκείται από κοινού. Επιπλέον, υπήρξε εισήγηση πως η επικοινωνία του καθ΄ου με τα παιδιά για κάποιο χρονικό διάστημα να είναι ποσοστιαίως μειωμένη ώστε να δοθεί επαρκής αποτελεσματικός χρόνος στη μητέρα να εργαστεί προς γεφύρωση του χάσματος που παρατηρείται στη σχέση της με τα παιδιά. Μέσα στα πλαίσια της ίδιας διαδικασίας τα δύο ανήλικα αξιολογήθηκαν από δύο διαφορετικούς κλινικούς ψυχολόγους της Υπηρεσίας Ψυχικής Υγείας, οι οποίες και συνέταξαν τις εκθέσεις ημερ. 14.6.19. Στην περίπτωση του αγοριού, η έκθεση έγινε προκειμένου να αξιολογηθεί η έντονη άρνηση του να έχει επαφή και επικοινωνία με τη μητέρα του. Τονίστηκε ότι οι πρακτικές του καθ΄ου η αίτηση απέναντι στα παιδιά υποβοήθησαν στη δημιουργία μιας συγχωνευμένης σχέσης από την οποία ο ανήλικος δεν νιώθει ότι δικαιούται να διαφοροποιηθεί. Και στην περίπτωση της θυγατέρας, η ψυχολόγος παρατήρησε ότι παρουσιάστηκε αγχώδης, θλιμμένη και συναισθηματικά φορτισμένη, ενώ ανέφερε ότι την ευχαριστούσε και επιθυμούσε την επαφή με τη μητέρα. Ωστόσο, κάποιες στιγμές ταυτίζεται με τα συναισθήματα και τις σκέψεις του πατέρα και του αδελφού της, ότι η μητέρα δεν τους φροντίζει και πως τους φωνάζει.
Ο καθ΄ου η αίτηση στη στηρικτική της ένστασης του, ένορκη δήλωση, ημερ. 28.1.2020 αντέκρουσε ως αναληθή τα πιο πάνω γεγονότα και υπέβαλε ότι η αιτήτρια έχει όλη τη δυνατότητα να παραλάβει τα παιδιά του είτε από το σχολείο είτε από το σπίτι του, όπου διαμένουν, αλλά δυστυχώς δεν καταβάλλει οποιαδήποτε προσπάθεια να επικοινωνήσει ορθά μαζί τους αφού τους θυμώνει και τους ενοχοποιεί για τη συμπεριφορά τους. Ο καθ΄ου η αίτηση παρέθεσε συγκεκριμένα περιστατικά με βάση τα οποία έγινε προσπάθεια, από τις αρμόδιες Αρχές, να δοθούν τα παιδιά στη μητέρα, χωρίς όμως αυτό να επιτευχθεί, λόγω της έντονης άρνησης των παιδιών.
Εν πάση περιπτώσει, παραμένει γεγονός στην παρούσα υπόθεση, ότι, παρά το διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου για φύλαξη και φροντίδα των ανηλίκων παιδιών τους στον τόπο διαμονής της αιτήτριας, αυτά εξακολουθούν να διαμένουν στο σπίτι του πατέρα τους. Σημειώνεται πως η αιτήτρια έχει προβεί σε διάφορες διαδικασίες ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, όπου εκκρεμούν αιτήσεις παρακοής εναντίον του καθ΄ου η αίτηση.
Όπως οι ίδιοι οι συνήγοροι δήλωσαν ενώπιον του Δικαστηρίου στο στάδιο των αγορεύσεων εκκρεμεί εναντίον του καθ΄ου η αίτηση και ποινική υπόθεση για απείθεια διατάγματος με ημερομηνία ορισμού 5.3.2020. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας παραδεχόμενος τόσο την ύπαρξη ποινικής διαδικασίας όσο και την εκκρεμότητα αστικής παρακοής επιχειρηματολόγησε στο ότι η παρούσα διαδικασία είναι αναγκαία, καθότι είναι η μόνη που μπορεί να προσφέρει αποτελεσματική θεραπεία. Εν αντιθέσει, η κα Νικήτα ομίλησε για καταχρηστικές διαδικασίες που οξύνουν το όλο κλίμα.
Στην υπόθεση Πολ. αίτηση αρ.173/15 Μirimskaya, 8.2.2016, είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ τόσο με την ιστορική προέλευση του προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus όσο και με την ειδική εφαρμογή των αρχών που διέπουν την έκδοση του, στο θέμα ανηλίκων. (Βλ. σελ.9-12).
Υπό το πρίσμα των ως άνω αρχών που δεν χρειάζεται να τις επαναλάβω, έχω εξετάσει την αίτηση. Δυστυχώς, η παρούσα είναι μία από εκείνες τις τραγικές περιπτώσεις που οι δηλητηριώδεις σχέσεις των γονιών έχουν αγγίξει τις παιδικές ψυχές με τρόπο ώστε να υπάρχει όχι μόνο αδυναμία συνεννόησης, αλλά και ένα απόλυτα αρνητικό κλίμα στις σχέσεις των γονιών μεταξύ τους και κατ΄επέκταση των παιδιών με αυτούς.
Μετά τη διάλυση της σχέσης των γονιών υπήρξε αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο για τη φύλαξη των παιδιών. Το Δικαστήριο, στην απουσία του καθ΄ου η αίτηση, προχώρησε στην απόδοση της φύλαξης των παιδιών στην αιτήτρια και καθόρισε ως τόπο διαμονής των ανηλίκων (το αγόρι 9 ετών και το κορίτσι 7) τον εκάστοτε τόπο διαμονής της αιτήτριας.
Τα προβλήματα αναφορικά με τη φύλαξη των τέκνων είχαν ανακύψει (τουλάχιστον) από το 2018, εφόσον η φύλαξη και με προσωρινό ενδιάμεσο διάταγμα είχε επίσης τεθεί στην αιτήτρια με καθορισμένο δικαίωμα του καθ΄ου η αίτηση για επικοινωνία. ΄Εκτοτε, κατά την αιτήτρια, ο καθ΄ου η αίτηση προέβαινε σε παρακοές του διατάγματος και αποτέλεσμα ήταν, κατά την ίδια, ο απόλυτος επηρεασμός των παιδιών ενάντια στη μητέρα. Διαφαίνεται από το Μάρτιο του 2019 μέχρι σήμερα, πως τα παιδιά παραμένουν υπό την αποκλειστική επίβλεψη του καθ΄ου η αίτηση και της οικογένειας του, με αποτέλεσμα την αποξένωση τους από τη μητέρα. Κατά τη θέση της, τα παιδιά βρίσκονται υπό παράνομη κράτηση και περιορισμό με καμία πρόθεση να της επιστραφούν ώστε να ασκήσει τα γονικά της δικαιώματα. Από την άλλη, ήδη έχουμε εκθέσει, την αντίθετη θέση του καθ΄ου η αίτηση.
Δεν είναι τυχαίο που η νομολογία μας για έκδοση Habeas Corpus στο χώρο του Οικογενειακού Δικαστηρίου (σαν γονεϊκή διαφορά) είναι σχεδόν ανύπαρκτη, αλλά και στην αγγλική νομολογία όχι τόσο συχνή. (Βλ. Bernando ν. Ford (1892) A.C. 326, R. v. Clarke (1875) 7 E και B 186, και Ex parte McClellan (1831) 1 Dowt.81). Επειδή ακριβώς υπεισέρχονται λεπτές διαβαθμίσεις για το συμφέρον των παιδιών και την ικανότητα των γονιών για τη φύλαξη και επιμέλεια τους, ο Νομοθέτης επέλεξε και δημιούργησε ειδικά δικαστήρια με ειδική δομή και με εξειδικευμένες βεβαίως εξουσίες και νομολογιακές αρχές - τα Οικογενειακά Δικαστήρια.
Για την παρούσα υπόθεση έχω προβληματιστεί ιδιαιτέρως, πρωτίστως λόγω της ύπαρξης ενός γονεϊκού διατάγματος το οποίο χωρίς να διαταράσσει την επιμέλεια, (συνεπώς παραμένει από κοινού στους γονείς ως ο Νόμος) επιτάσσει όπως τα παιδιά μένουν στη φύλαξη της μητέρας, ενώ το δικαίωμα του πατέρα για επικοινωνία διασφαλίζεται, όπως διαφαίνεται με άλλο διάταγμα ημερ. 20.11.2019 το οποίο δεν προσκομίστηκε ενώπιον μου.
Ο κ.Κληρίδης ανέφερε ότι η ύπαρξη του διατάγματος και η μη εφαρμογή του καθιστά τη θεραπεία επιβεβλημένη.
Με όλο το σεβασμό έχοντας υπόψη τα επίδικα περιστατικά, όπως λεπτομερώς καταγράφονται στη δικογραφία, κρίνω ότι η αιτήτρια δεν απέσεισε το βάρος που είχε να καταδείξει, πως υπάρχει παράνομη κράτηση των παιδιών από τον πατέρα. Όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Mirimskaya ανωτέρω, το βάρος αυτό σε σχέση με την κράτηση ενός παιδιού πρέπει να εκληφθεί υπό την αυστηρή του έννοια σε μια διαδικασία που κρίνεται στη βάση ενόρκων δηλώσεων. Στο Halsbury's Laws of England 5thed. vol.88A, para.38 κ.ε. - ειδικά την υποσημείωση 2 στην παρα.54 υπό τον τίτλο Custody of minors, αναφέρονται τα εξής:
"Applications for writs of habeas corpus to obtain or recover custody of a minor are comparatively rare. Indeed, it has been held that the use of the writ of habeas corpus is inappropriate in proceedings in the Family Division and that issues relating to the custody of minors should be dealt with under the wardship jurisdiction (see Re K (a minor) (1978) 122 Sol Jo 626), and this is now the case in practice."
Στην κρινόμενη υπόθεση, ενώ στην ένορκη δήλωση της αιτήτριας η κράτηση των παιδιών παρουσιάζεται σαν ένα συνεχόμενο συμβάν στο οποίο η ίδια άνευ ετέρου αποκλείεται να δει καν τα παιδιά της και να τους μιλήσει, στην ένορκη δήλωση του πατέρα, μια άλλη εικόνα ξεδιπλώνεται, στην οποία φαίνεται (με εξιστόρηση ειδικών περιστατικών) πως η αιτήτρια έχει τη δυνατότητα πρόσβασης και επικοινωνίας με τα παιδιά, αλλά τα τελευταία με ακραίο, πολλές φορές, τρόπο δεν δέχονται να τη δουν και να της μιλήσουν. Πολλώ δε μάλλον, να την ακολουθήσουν. ΄Οσον τραγικό και να είναι αυτό, η εικόνα διαφοροποιείται από την απόλυτη θεώρηση της αιτήτριας.
Καταγράφονται στην ίδια ένορκη δήλωση του καθ΄ου η αίτηση, γεγονότα όπου η ίδια η Αστυνομία και Κοινωνικοί Λειτουργοί (στην απουσία του πατέρα) ιδίως στο χώρο του σχολείου «αγωνίζονται» να πείσουν τα παιδιά να ακολουθήσουν τη μητέρα, χωρίς αυτό να φέρει αποτέλεσμα. Αφήνει φυσικά η μητέρα τον υπαινιγμό ότι τους έγινε «πλύση εγκεφάλου» από τον πατέρα και την οικογένεια του. Αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί σε μια συνοπτική διαδικασία φύσεως προνομιακού εντάλματος στην οποία ούτε τα παιδιά ούτε και οι ειδικοί ακούονται δια ζώσης, εν αντιθέσει με τα Οικογενειακά Δικαστήρια και στην οποία η αλήθεια ή το ψέμα ή η μερική αλήθεια και το μερικό ψέμα δίδονται με τη μορφή «ψυχρών» - ας μου επιτραπεί ο όρος - ενόρκων δηλώσεων. Γι΄αυτό και τα σχόλια στον Halsbury's που αναφέρθηκαν πιο πάνω είναι εύστοχα και αντανακλούν ορθή προσέγγιση στο θέμα. Εισηγείται ο κ.Κληρίδης πως το Δικαστήριο ενόψει της ηλικίας δεν θα πρέπει να ακούσει την άποψη των ανηλίκων. Δεν είναι αυτή η περίπτωση. Εδώ είναι η στάση των παιδιών που φαίνεται να οδηγεί σε μη εφαρμογή του διατάγματος. Πάντα βεβαίως κρίνοντας στα περιορισμένα δεδομένα που έχω ενώπιον μου. Ενδεχομένως στις αιτήσεις παρακοής ή άλλες διαδικασίες να διαφανεί μια άλλη κατάσταση πραγμάτων που εν προκειμένω δεν έχει προσφερθεί ως μαρτυρία.
Όπως και να έχει όμως, η πραγματικότητα που διαγράφεται, η οποία είναι αποτέλεσμα τραυματικών βιωμάτων των παιδιών από τη σχέση των γονιών - χωρίς να θέλω να αποδώσω ευθύνη σε οποιονδήποτε από τους γονείς - οδηγεί στο ότι σήμερα οι Αρχές φαίνεται να μη μπορούν να εφαρμόσουν το εν λόγω διάταγμα ενόψει της ακραίας στάσης των παιδιών, ανεξαρτήτως επαναλαμβάνω, ποιος γονιός είναι υπεύθυνος γι΄αυτή τη στάση και ανεξαρτήτως του τραγικού αποτελέσματος της αποξένωσης των παιδιών από τη μητέρα.
Τίθεται ευθέως το ερώτημα συναρτώμενο ακριβώς με την αδυναμία συμπεράσματος παράνομης κράτησης για την οποία να ευθύνεται ο καθ΄ου η αίτηση εάν είναι η παρούσα κατάλληλη περίπτωση για έκδοση Habeas Corpus όπου μοιραία και πάλι θα έλθει στο προσκήνιο η επιβολή του διατάγματος και δια της αστυνομικής παρέμβασης θα παραδοθούν τα παιδιά στη μητέρα.
Ανεξάρτητα από τη μη απόσειση του βάρους της αιτήτριας, ότι πρόκειται όντως, για παράνομη κράτηση, η έκδοση τέτοιου εντάλματος δεν θα ήταν συνετή λύση. Εκείνο που χρειάζεται να γίνει, και όχι σε επίπεδο αυστηρά νομικό, είναι οι γονείς να προσπαθήσουν να βελτιώσουν τη μεταξύ τους σχέση ώστε να μπορέσουν να λειτουργήσουν υποστηρικτικά για τα παιδιά τους και με τη βοήθεια ειδικών να οικοδομήσουν σωστή επικοινωνία μη απορρίπτοντας ο ένας τον άλλο. Το τελευταίο, ας λειτουργήσει ως σύσταση και προτροπή του Δικαστηρίου προς τους διάδικους για το καλό των παιδιών τους.
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει η αίτηση απορρίπτεται. Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης κρίνω ορθότερο να μην επιδικαστούν έξοδα.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.