ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.17
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2020:A73
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 168/2013)
25 Φεβρουαρίου, 2020
[ΠΑΝΑΓΗ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στές]
xxxx ΚΟΣΤΑΝΙΑΝ,
Εφεσείουσα-Εναγομένη 2,
ν.
xxxx ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
________________________
Γιώργος Τριλλίδης, για Πολάκης Σαρρής & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Ανδρέας Κορομίας, για την Εφεσίβλητη.
________________________
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η παρούσα υπόθεση, από νομικής άποψης, δεν παρουσιάζει οποιαδήποτε ιδιαιτερότητα. Η έκβασή της, όμως, είναι πολύ σημαντική για την εφεσείουσα, για το λόγο ότι απόφαση που εκδόθηκε εναντίον της ερήμην, ως εναγομένη 2 στην αγωγή αρ. 641/2012 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, (η αγωγή), δεν παραμερίστηκε. Η αίτηση, η οποία είχε υποβληθεί εκ μέρους της για τον πιο πάνω σκοπό, απορρίφθηκε. Τούτο δε, παρά το γεγονός ότι το Δικαστήριο που της επιλήφθηκε διαπίστωσε ότι η ίδια απέδειξε, εκ πρώτης όψεως, υπεράσπιση στην απαίτηση της εφεσίβλητης. Η εφεσείουσα, λοιπόν, βρέθηκε να οφείλει στην εφεσίβλητη, ενάγουσα στην αγωγή, ποσό €162,450,00, πλέον τόκους και έξοδα.
Στο ίδιο πλαίσιο, ανωτέρω, το Δικαστήριο παρατήρησε, επίσης, πως, κατά την κρίση του, δεν υπήρξε και οποιαδήποτε καθυστέρηση από μέρους της εφεσείουσας στην υποβολή της αίτησης παραμερισμού. Ωστόσο, απέρριψε την αίτησή της, κρίνοντας ότι οι χειρισμοί της, μετά την παραλαβή του κλητηρίου εντάλματος, χαρακτηρίζονταν από «επιπολαιότητα, ανευθυνότητα και έλλειψη σοβαρότητας».
Η εφεσείουσα, με το μοναδικό, ουσιαστικά, λόγο έφεσης που περιέλαβε στη σχετική ειδοποίηση, προβάλλει ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του εξουσία, δυνάμει του Κ. 10 της Δ.17 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, (οι «Κ.Π.Δ.»), επί του οποίου βασίστηκε η αίτησή της. Για την ακρίβεια, εισηγείται πως αυτό «... προσέδωσε δυσανάλογη και/ή υπερβολική βαρύτητα στο γεγονός της παράλειψης εμφάνισης της ... και/ή εσφαλμένα δεν έλαβε υπ' όψιν την εύλογη και πειστική εξήγηση που έδωσε ... ως προς τους λόγους μη εμφάνισής της ...».
Το Δικαστήριο κατέληξε, ως ανωτέρω, βασιζόμενο στην εκδοχή της ιδίας της εφεσείουσας, η οποία παρατίθεται στην ένορκη δήλωσή της προς υποστήριξη της αίτησης παραμερισμού. Συγκεκριμένα, ό,τι η εφεσείουσα ανέφερε ήταν πως αυτή, αφού παρέλαβε το κλητήριο ένταλμα, το παρέδωσε στον εναγόμενο 3 στην αγωγή, τον οποίο γνώριζε προσωπικά. Ο τελευταίος ήταν, όπως είπε, διευθυντής της εναγομένης 1 εταιρείας, προς την οποία η ίδια είχε παραχωρήσει ένα οικόπεδό της, στη βάση συμφωνίας αντιπαροχής. Η εναγομένη 1 εταιρεία ανήγειρε σε αυτό πολυκατοικία με διαμερίσματα, τα οποία, ακολούθως, διέθεσε προς πώληση. Ο εναγόμενος 3, υπό την πιο πάνω ιδιότητά του, χειριζόταν όλα τα θέματα που αφορούσαν στην ανάπτυξη, ως άνω, του οικοπέδου και στη διάθεση των διαμερισμάτων που αναλογούσαν στην εναγομένη 1 εταιρεία, δυνάμει της προαναφερθείσας συμφωνίας αντιπαροχής. Η εφεσείουσα, η οποία συνέχισε, προφανώς, να παραμένει ως η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του οικοπέδου, είχε, όπως ανέφερε, εμπιστοσύνη στον εναγόμενο 3 για τους χειρισμούς του σε σχέση με το πιο πάνω έργο. Στο πλαίσιο δε αυτό, ο εναγόμενος 3 φαίνεται να ενήργησε για την πώληση προς την εφεσίβλητη ενός διαμερίσματος. Σε σχέση με την πράξη τούτη, ανέκυψε, προφανώς, κάποια διαφορά, η οποία οδήγησε την τελευταία στην καταχώριση της αγωγής, με απαίτηση εναντίον και της εφεσείουσας για την καταβολή ποσού ύψους €183.674,65.
Η εφεσείουσα ισχυρίστηκε πως, όταν έλαβε το κλητήριο ένταλμα, αντιλήφθηκε ότι αυτό αφορούσε στην πολυκατοικία, αλλά τίποτε πέραν τούτου· η ίδια δε γνώριζε για τη συγκεκριμένη συναλλαγή. Επισκέφτηκε, τότε, τον εναγόμενο 3, ο οποίος την πληροφόρησε ότι είχε, ήδη, παραλάβει και αυτός παρόμοιο κλητήριο ένταλμα, το οποίο παρέδωσε στο δικηγόρο του. Την προέτρεψε δε να του δώσει το κλητήριο ένταλμα που της είχε επιδοθεί, για να ενεργήσει το ίδιο και γι' αυτή, διαβεβαιώνοντάς την ότι θα διευθετούσε το θέμα ο δικηγόρος του. Ο εναγόμενος 3, προφανώς, δεν ενήργησε όπως άφησε να αντιληφθεί η εφεσείουσα. Ως αποτέλεσμα, εκδόθηκε η υπό αναφορά απόφαση εναντίον της, λόγω μη καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης. Πληροφορήθηκε γι' αυτό από το δικηγόρο του εναγομένου 3 και έλαβε τα μέτρα που οδήγησαν, εν τέλει, στην υπό εξέταση έφεση.
Το Δικαστήριο, όπως αναφέρθηκε ήδη, έκρινε τους πιο πάνω χειρισμούς της εφεσείουσας επιπόλαιους, ανεύθυνους και στερούμενους σοβαρότητας. Συγκεκριμένα, θεώρησε πως, δεδομένου του ύψους του ποσού της εναντίον της απαίτησης και της μακράς εργοδότησής της, για σαράντα έτη, στο Ραδιοφωνικό ΄Ιδρυμα Κύπρου, δε δικαιολογείτο αυτή να επιδείξει την εμπιστοσύνη που επέδειξε στον εναγόμενο 3. Η στάση της δε τούτη συνιστούσε, όπως το έθεσε: «μορφή καταφρόνησης τόσο της δικαστικής διαδικασίας, όσο και των δικαιωμάτων της καθ' ης η αίτηση», δηλαδή της εφεσίβλητης.
Δε χρειάζεται να σχολιαστούν οι πιο πάνω χαρακτηρισμοί και παρατηρήσεις του Δικαστηρίου σε σχέση με τους υπό αναφορά χειρισμούς της εφεσείουσας. Πρέπει, όμως, να λεχθεί πως, δεδομένης της συνεργασίας που αυτή είχε με τον εναγόμενο 3, η εμπιστοσύνη που του επέδειξε ήταν πλήρως δικαιολογημένη. Είναι, εξ άλλου, σύνηθες απλοί άνθρωποι να επιδεικνύουν εμπιστοσύνη στους συνανθρώπους τους, ειδικά, υπό περιστάσεις όπως οι παρούσες.
Εκείνο που είναι σημαντικό, εν πάση περιπτώσει, είναι η αντιμετώπιση από το νόμο χειρισμών όπως οι πιο πάνω, στο πλαίσιο της εφαρμογής της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου, που προβλέπεται στον Κ. 10[1] της Δ.17 των Κ.Π.Δ. Το βέβαιο είναι πως τυχόν επιπόλαιοι χειρισμοί ενός εναγομένου, που οδηγούν στην έκδοση απόφασης εναντίον του, δε θεωρούνται, χωρίς άλλο, από τη νομολογία, ως καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας, οποιασδήποτε μορφής· πολύ περισσότερο, δε δικαιολογείται, στη βάση αυτή, η απόρριψη αίτησης για παραμερισμό απόφασης εκδοθείσας εναντίον του ερήμην.
Στην υπόθεση Sokolow S.A. Oddzial Zaklady Miesne W Kole v. Lope Enterprises Ltd (2014) 1 Α.Α.Δ. 2555, ECLI:CY:AD:2014:A884, θεωρήθηκε ότι συγκεκριμένη ενέργεια των δικηγόρων των εφεσειόντων ήταν, στην πραγματικότητα, αδικαιολόγητη, δεδομένης της ιδιότητάς τους. Στην περίπτωση εκείνη, δικηγόροι στην αλλοδαπή, αντί να λάβουν συμβουλή από συναδέλφους τους στην Κύπρο ως προς τον τρόπο χειρισμού κλητηρίου εντάλματος που είχε επιδοθεί στους εφεσείοντες, πελάτες τους, επέλεξαν να στείλουν κάποια έγγραφα, που, προφανώς, αυτοί θεώρησαν σχετικά για την υπεράσπισή τους, στο αρμόδιο Πρωτοκολλητείο. Το Επαρχιακό Δικαστήριο έκρινε ότι τα έγγραφα αυτά δε συνιστούσαν εμφάνιση. Ως εκ τούτου, εξέδωσε απόφαση εναντίον των εφεσειόντων ερήμην. Ο χειρισμός αυτός κρίθηκε ότι δεν ήταν ικανός, από μόνος του, να αποτρέψει τον παραμερισμό της απόφασης, η οποία, παρεμπιπτόντως, δεν παραμερίστηκε, για το λόγο ότι δεν αποδείχθηκε, όπως κρίθηκε, εκ πρώτης όψεως υπόθεση.
Η παρούσα περίπτωση, παρά τα διαφορετικά γεγονότα της από εκείνα της προαναφερθείσας, για τους λόγους που έχουν ήδη σημειωθεί, δε δικαιολογείται να τύχει διαφορετικής αντιμετώπισης ως προς την πτυχή που εδώ συζητείται· πόσο μάλλον, όταν το ίδιο το Δικαστήριο θεώρησε πως η παρέλευση των τριών μηνών μέχρι την καταχώριση της αίτησης παραμερισμού δεν ισοδυναμούσε με υπερβολική καθυστέρηση. ΄Οπως αυτό ανέφερε: «... η παρέλευση του πιο πάνω χρόνου, έχοντας κατά νου την εξήγηση που έδωσε ..., (η εφεσείουσα) δεν ισοδυναμεί με υπερβολική καθυστέρηση ...» Η εν λόγω εξήγηση, βέβαια, παραπέμπει στην εμπιστοσύνη που η εφεσείουσα ανέφερε ότι επέδειξε στον εναγόμενο 3. Υπό το φως των πιο πάνω παρατηρήσεων, είναι χρήσιμο να υπομνησθεί η διαχρονικά αδιαμφισβήτητη βασική αρχή που διατυπώθηκε στην υπόθεση Evans ν. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646, στη σελίδα 650, ότι:-
"The principle obviously is that, unless and until the court has pronounced a judgment upon the merits or by consent, it is to have the power to revoke the expression of its coercive power where that has been obtained only by a failure to follow any of the rules of procedure."
Δεδομένων των διαπιστώσεων, ανωτέρω, του ιδίου του Δικαστηρίου επί των ουσιωδών πτυχών της υπόθεσης, η πιο πάνω αρχή τυγχάνει και εν προκειμένω εφαρμογής, ώστε να δικαιολογείται ο παραμερισμός της υπό έφεση απόφασης.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει, με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης, τα οποία να υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο. ΄Οσον αφορά τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, αυτά να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της αγωγής.
Επιπρόσθετα, δίδονται οδηγίες όπως η εφεσείουσα καταχωρίσει την Υπεράσπισή της εντός 20 ημερών από σήμερα.
Π. Παναγή, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
/ΜΠ
[1] «10. Where judgment is entered pursuant to any of the preceding Rules of this Order, it shall be lawful for the Court in a proper case to set aside or vary such judgment upon such terms as may be just."