ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Μιχάλης Βορκάς, μαζί με Κωνσταντίνου (κα), για Μιχάλης Βορκάς amp;amp;amp; Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες. Λένα Νικολάου, μαζί με Τάνια Ξιαρή, για Κ. Σαβεριάδης amp;amp;amp; Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2020-01-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο FREETRADE SAL ν. TLAIS TRADING COMPANY LIMITED κ.α., Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 408/2012, 20/1/2020 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2020:A20

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 408/2012)

 

20 Ιανουαρίου, 2020

 

[ΠΑΝΑΓΗ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

 

FREETRADE SAL,

 

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

ν.

 

 

   1.  TLAIS TRADING COMPANY LIMITED,

2.  XXXXX TLAISS, ΑΛΛΩΣ XXXXX TLAISS,

 3.  xxx xxx ISMAIL,

 

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

 

ΚΑΙ ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 21.9.2011

 

FREETRADE SAL,

 

Εφεσείοντες-Ενάγοντες,

ν.

 

 

   1.  TLAIS TRADING COMPANY LIMITED,

2.  XXXXX ΣΑΒΕΡΙΑΔΗ ΚΑΙ XXXXX XXXXX ΤΛΑΪΣ,

           ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ

           ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ

           XXXXX TLAISS,

 3.  xxx xxx ISMAIL,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

_________________________

 

Μιχάλης Βορκάς, μαζί με Κωνσταντίνου (κα), για Μιχάλης Βορκάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

Λένα Νικολάου, μαζί με Τάνια Ξιαρή, για Κ. Σαβεριάδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

________________________

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Την  ομόφωνη  απόφαση  του  Δικαστηρίου  θα

δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η εφεσείουσα, με την αγωγή αρ. 6053/2004 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, διεκδίκησε από τους εφεσίβλητους, εναγομένους 1, 2 και 3, την πληρωμή ποσού ΗΠΑ$2.928.797,00, οφειλομένου προς αυτή δυνάμει, κατ' ισχυρισμό, συμφωνίας, συνομολογηθείσας το έτος 1995.  Ο χρόνος σύναψης της εν λόγω συμφωνίας δεν περιλαμβάνεται στη δικογραφία· προέκυψε από τη μαρτυρία η οποία κατατέθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας στη δίκη.  Δικογραφείται, όμως, η φύση της, χωρίς αναφορά στο δοθέν, εκατέρωθεν, αντάλλαγμα, και ότι αυτή έγινε μεταξύ της εφεσείουσας και των εφεσιβλήτων ή οποιουδήποτε εξ αυτών.  Δεν αναφέρεται να υπήρχε οποιοδήποτε άλλο μέρος στην υπό αναφορά συμφωνία.  Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, ο οποίος εκδίκασε την υπόθεση, τελικώς, απέρριψε την αγωγή, αφού δεν πείστηκε για τη σύναψη της, ως άνω, συμφωνίας μεταξύ των εν λόγω διαδίκων.

 

Με την παρούσα έφεση, προσβάλλεται η ορθότητα των διαπιστώσεων του εκδικάσαντος Δικαστηρίου σε σχέση με πτυχές της μαρτυρίας που κατατέθηκε ενώπιόν του εκ μέρους της εφεσείουσας, οι οποίες το οδήγησαν στην πιο πάνω απορριπτική απόφαση.  Συνακόλουθα, με έξι από τους εννέα, συνολικά, λόγους έφεσης, (1, 2, 3, 4, 6, 7), προσβάλλεται η ορθότητα της διενεργηθείσας από αυτό αξιολόγησης της μαρτυρίας της εν λόγω πλευράς.  Το συμπέρασμά του, συναφώς, ήταν ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποσείσει το βάρος που έφερε· να αποδείξει, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, τη δικογραφημένη υπόθεσή της.

 

Στο σημείο τούτο, σημειώνεται πως, κατά τη διάρκεια της ακρόασης της αγωγής και, συγκεκριμένα, το Μάιο του 2011, απεβίωσε ο εναγόμενος 2.  Τη θέση του σε αυτήν έλαβαν, μετά από σχετική τροποποίηση, οι δύο διαχειριστές της περιουσίας του, τα ονόματα των οποίων φαίνονται στον τίτλο της δικογραφίας.  ΄Ενεκα του ότι το εν λόγω πρόσωπο είχε σημαντική εμπλοκή στην όλη υπόθεση, ο Πρόεδρος, στην απόφασή του, αναφερόταν σε αυτό ως «ο εναγόμενος 2».  Επομένως, από τούδε και στο εξής, χάριν ευκολίας, θα αναφέρεται ως «ο εφεσίβλητος 2».

 

Κάποιοι ισχυρισμοί, παρά τον, ως άνω, λόγο απόρριψης της αγωγής, διαπιστώθηκε ότι αποτελούσαν κοινό τόπο μεταξύ των μερών και συνέθεταν το σκηνικό εντός του οποίου εκτυλίχθηκε η υπόθεση.  ΄Οπως αναφέρθηκε, ήδη, κεντρικό ρόλο σε αυτήν είχε ο εφεσίβλητος 2, Λιβάνιος επιχειρηματίας, και, από αρκετών χρόνων, μόνιμος κάτοικος Κύπρου.  Από την πλευρά της εφεσείουσας, σημαντική θέση στην υπόθεση είχε ο κ. R.V., ο οποίος, κατά την εν λόγω χρονική περίοδο, συνέπεσε να ήταν και αυτός εγκατεστημένος στην Κύπρο.  Σύμφωνα με την εκδοχή του, ήταν μέτοχος και εκτελεστικός διευθυντής (managing director) της κυπριακής υπεράκτιας εταιρείας Bondtrade Limited, (η Bondtrade), η οποία ασχολείτο με το γενικό εμπόριο.

 

Οι πιο πάνω δύο επιχειρηματίες φέρεται να είχαν την πρώτη τους επαγγελματική επαφή περί το τέλος του 1991.  ΄Ηταν τότε που άρχισε η εμπορική συνεργασία τους, η οποία αυξήθηκε κατά το 1992, με το άνοιγμα των αγορών σε χώρες όπου είχε πρόσβαση ο εφεσίβλητος 2 και στις οποίες υπήρχε ζήτηση για συγκεκριμένα προϊόντα, περιλαμβανομένων τσιγάρων ορισμένης μάρκας, τα οποία αντιπροσώπευε η Bondtrade.  Στο πλαίσιο της συνεργασίας τους, ο εφεσίβλητος 2 αγόραζε από την Bondtrade μεγάλες ποσότητες τσιγάρων, τις οποίες διέθετε στις προαναφερθείσες χώρες. 

 

Μέχρι τις αρχές του 1992, ο εφεσίβλητος 2 αγόραζε τσιγάρα από την Bondtrade, αυτής ενεργούσης διά του κ. V., και πλήρωνε απευθείας προς την ίδια το τίμημα αγοράς, πριν την παράδοση των εμπορευμάτων.  Στη συνέχεια, οι πληρωμές γίνονταν με πίστωση τριάντα ημερών από την παράδοσή τους.  Τηρείτο δε, προς τούτο, σχετικός λογαριασμός.  Με την αύξηση των συναλλαγών μεταξύ των προαναφερθέντων μερών, αυξήθηκε σταδιακά και το χρεωστικό υπόλοιπο που εμφανιζόταν στο λογαριασμό αυτό.  Επρόκειτο για ποσό από τις πωλήσεις των εν λόγω αγαθών, το οποίο η Bondtrade, βασικά, είχε να λαμβάνει από τον εφεσίβλητο 2.  Κατά τις αρχές του 1995, ο κ. V., προς επίλυση, όπως ισχυρίστηκε, του θέματος των καθυστερημένων πληρωμών, σύστησε στο Λίβανο την εφεσείουσα εταιρεία, της οποίας ήταν ο μοναδικός, κατά νόμο, μέτοχος και διευθύνων σύμβουλος.

 

Η ουσιαστική διαφωνία των μερών αρχίζει από αυτό το χρονικό σημείο.  Συγκεκριμένα, είναι η δικογραφημένη εκδοχή της εφεσείουσας ότι, κατά τον Ιούνιο του 1995, συμφωνήθηκε μεταξύ της και των εφεσιβλήτων, ή οποιουδήποτε εξ αυτών, ότι το τίμημα για τις αγορές τσιγάρων που πραγματοποιούσαν οι εφεσίβλητοι από την Bondtrade θα το κατέβαλλε η ίδια προς την τελευταία και οι εφεσίβλητοι θα της κατέβαλλαν, με τη σειρά τους, αντίστοιχα ποσά.  Η πιο πάνω συμφωνία λειτούργησε μέχρι το 1999.  Περί τα μέσα δε του έτους εκείνου, ο λογαριασμός τον οποίο αυτή τηρούσε εμφάνιζε τους εφεσίβλητους να της όφειλαν το ποσό το οποίο η ίδια αξίωσε με την προαναφερθείσα αγωγή της.  Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν ότι συνήψαν ποτέ τέτοια συμφωνία που ισχυρίστηκε η εφεσείουσα, καθώς, επίσης, ότι όφειλαν προς αυτήν το ποσό της απαίτησής της ή και οποιοδήποτε άλλο ποσό.

 

Στο επίκεντρο, λοιπόν, της εξέτασης που διενήργησε το εκδικάσαν Δικαστήριο ήταν η, κατ' ισχυρισμό, συμφωνία στην οποία συμβαλλόμενα μέρη φέρεται να ήταν η εφεσείουσα και οι εφεσίβλητοι «και/ή οιοσδήποτε εξ αυτών».  Εμφανώς, η τελευταία φράση είναι προβληματική, αφού αυτή δεν καθορίζει με ποιον ή με ποιους από τους εφεσίβλητους η εφεσείουσα είχε, τελικώς, συμβληθεί.  Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο εξέτασε την ενώπιόν του τεθείσα μαρτυρία, με σκοπό, βασικά, να διαπιστώσει κατά πόσο είχε, στην πραγματικότητα, συνομολογηθεί η προαναφερθείσα συμφωνία.  Οδηγήθηκε στο συμπέρασμα πως:  «Η ενάγουσα είχε πράγματι εμπλοκή, η οποία δεν φάνηκε να ήταν ρόλος χρηματοδότησης των παραγγελιών του εναγόμενου 2 όπως δικογραφείται στην ΄Εκθεση Απαίτησης.»  Ακολούθως, διαπίστωσε ότι:  «Φαίνεται πως για την Bondtrade η ενάγουσα ήταν απλά ένας λογαριασμός ή μια δίοδος των εναγομένων 2 και 3 από όπου δεχόταν πληρωμές.»  Στη βάση των πιο πάνω διαπιστώσεών του, κατέληξε, τελικώς, πως η εν λόγω συμφωνία ουδέποτε υπήρξε.  Αναφερόμενο στο δικογραφημένο βασικό όρο της, προέβη και στην πιο κάτω καθοριστική για την τύχη της αγωγής παρατήρηση:-

 

     «Δεν ήταν εν τέλει ζήτημα ότι η Bondtrade επιθυμούσε να πληρώνεται πριν την παράδοση των προϊόντων και ούτε φαίνεται να γινόταν αυτό.  ΄Ο,τι σύμφωνα με την αξίωση, άλλαξε ήταν ο χρεώστης της Bondtrade.  Το θεμέλιο της αγωγής ότι η ενάγουσα ενεπλάκηκε γιατί η Bondtrade δεν ήθελε πλέον να προμηθεύει τους εναγομένους ή οιονδήποτε από αυτούς επί πιστώσει ανατράπηκε.  Παρουσιάστηκε αρχικά η εικόνα πως με την εμπλοκή της ενάγουσας πληρωνόταν άμεσα αλλά αυτό δεν γινόταν.  Η ενάγουσα δεν πλήρωνε από δικά της κεφάλαια.  Λάμβανε πίστωση από την Bondtrade  και φαίνεται να πλήρωνε μόνο αφού εισέπραττε από τους εναγόμενους 2 και 3.»

 

 

 

Κατά την εκδίκαση της υπό αναφορά αγωγής, κατέθεσαν μόνο δύο μάρτυρες: ο κ. R.V., εκ μέρους της εφεσείουσας, και ο κ. Κώστας Σαβεριάδης, εκ μέρους των εφεσιβλήτων.  Εμφανώς, ο κ. Σαβεριάδης κατέθεσε στη θέση του εφεσίβλητου 2, ο οποίος είχε, στο μεταξύ, αποβιώσει.  Το Δικαστήριο διαπίστωσε, σε σχέση με τον κ. Σαβεριάδη, ότι η μαρτυρία του, όπως το έθεσε, ήταν «γενικής μορφής» και ότι ο ίδιος:  «Δεν είχε προσωπική εμπλοκή στα πρωτογενή γεγονότα.»  Στη βάση δε αυτή, έκρινε ότι δεν έπρεπε να της δοθεί «ιδιαίτερη βαρύτητα» και, έτσι, δεν την έλαβε καθόλου υπόψη.  Επικεντρώθηκε στην εξέταση, αποκλειστικά, της μαρτυρίας του κ. V. και των εγγράφων τα οποία αυτός κατέθεσε και σημειώθηκαν ως τεκμήρια.  Αξιολόγησε τη μαρτυρία του με αναφορά στο περιεχόμενό της και μόνο, αφού επεσήμανε, συναφώς, την καθιερωμένη αρχή ότι το βάρος παρέμενε πάντοτε στην πλευρά της εφεσείουσας, η ίδια «να αποδείξει την υπόθεση της με αξιόπιστη μαρτυρία.»  Η πιο πάνω διαπίστωση είναι, βέβαια, ορθή και, επομένως, δεν ευσταθεί η θέση, που, κατ' επανάληψη, έχει προταθεί στους σχετικούς λόγους έφεσης, ότι η μαρτυρία που κατατέθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας δεν αντικρούστηκε και, ως εκ τούτου, αυτή έπρεπε να είχε γίνει, χωρίς άλλο, δεκτή, ως προς το αληθές του περιεχομένου της.

 

Το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της εξέτασης που διενήργησε, ως ανωτέρω, και με αναφορά σε μαρτυρία του κ. V., διαπίστωσε ότι, στην πραγματικότητα, η εφεσείουσα δεν προπλήρωνε την Bondtrade για τα αγαθά τα οποία οι εφεσίβλητοι αγόραζαν από αυτήν, ως η, κατ' ισχυρισμό, συμφωνία.  Την πλήρωνε μεταγενέστερα και αφού οι εφεσίβλητοι της κατέβαλλαν στον τραπεζικό λογαριασμό της κάποια ποσά, σε ακέραιο, πάντοτε, αριθμό, ενδεικτικό του ότι αυτά δεν αντιστοιχούσαν στο τίμημα συγκεκριμένων αγορών.  Από την εν λόγω ακολουθητέα πρακτική, προέκυπτε, όπως, επίσης, διαπίστωσε το Δικαστήριο, ότι η εφεσείουσα δεν είχε δικά της οικονομικά μέσα.  Επομένως, δε θα μπορούσε να ανταποκριθεί στην υποχρέωσή της, με βάση την, εκ μέρους της, επικαλεσθείσα συμφωνία.  Είναι δε αξιοσημείωτο το γεγονός ότι αυτή ενεργούσε, ως ανωτέρω, ενώ τελούσε υπό τον πλήρη έλεγχο και καθοδήγηση του κ. V.  Εν τέλει, το Δικαστήριο κατέληξε ότι, στη βάση της πιο πάνω μαρτυρίας, η εφεσείουσα ενεργούσε εκτός της συμφωνίας την οποία η ίδια είχε επικαλεστεί.  Ως εκ τούτου, δεν πείστηκε ότι υπήρξε, όντως, τέτοια συμφωνία μεταξύ των μερών.  Κατέληξε, ως ανωτέρω, παρά τη διαπίστωσή του, συγχρόνως, ότι η εφεσείουσα είχε ενεργό εμπλοκή στις συναλλαγές των εφεσιβλήτων με την Bondtrade, εμπλοκή, όμως, την οποία χαρακτήρισε, απλά, ως ένα λογαριασμό, διά του οποίου οι εφεσίβλητοι πλήρωναν την Bondtrade για τις αγορές αγαθών που πραγματοποιούσαν από αυτήν.

 

Το Δικαστήριο, σε σχέση με την πιο πάνω εμπλοκή της εφεσείουσας, διαπίστωσε, επιπρόσθετα, πως δεν αναφέρθηκε η ίδια να είχε, όπως ήταν ο ισχυρισμός εκ μέρους της, κάποιο οικονομικό όφελος, ως αντάλλαγμα για τη χρηματοδότηση των προαναφερθεισών αγορών των εφεσιβλήτων από την Bondtrade.  Η διαπίστωση αυτή, με δεδομένο τον έλεγχο που ασκούσε ο κ. V. και στις δύο εταιρείες, δηλαδή στην εφεσείουσα και στην Bondtrade, το οδήγησαν να παρατηρήσει ότι υπήρχαν πτυχές, ειδικά, σε σχέση με τον τρόπο που αυτός ενεργούσε, οι οποίες δεν αποκαλύφθηκαν στη μαρτυρία.  Προς επιβεβαίωση της πιο πάνω κατάληξής του, αναφέρθηκε και σε ορισμένες άλλες αντιφατικές πτυχές της μαρτυρίας εκ μέρους της εφεσείουσας, ελάσσονος, όμως, σημασίας, σε σύγκριση με τις προαναφερθείσες, για τις οποίες δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ειδική αναφορά.    

 

Από την εξέταση των χειρισμών, ανωτέρω, του Δικαστηρίου της εν λόγω τεθείσας ενώπιόν του μαρτυρίας, διαπιστώνεται ότι αυτό ενήργησε, αποκλειστικά, στη βάση του περιεχομένου της και ότι, ευλόγως, κατέληξε στα πιο πάνω συμπεράσματά του.  Συνεπώς, δεν παρέχεται ευχέρεια για επέμβαση από το παρόν Δικαστήριο, προς ανατροπή τους, (βλ. Κασιέρη κ.ά. ν. Κυριάκου (1997) 1 Α.Α.Δ. 1246, σελίδα 1252).

 

Με δεδομένες την πιο πάνω κατάληξη και τις προηγηθείσες διαπιστώσεις, σχετικά, του Δικαστηρίου αναφορικά με την εμπλοκή στην υπόθεση του κ. Σαβεριάδη, είναι άνευ αντικειμένου η εξέταση του όγδοου λόγου έφεσης, σε σχέση με το ανεπίτρεπτο, όπως έχει, ουσιαστικά, τεθεί, της εμπλοκής του στην υπόθεση, υπό τη διττή ιδιότητά του, ως δικηγόρος των εφεσιβλήτων και, συγχρόνως, ως μάρτυρας υπεράσπισής τους.  Σημειώνεται, απλώς, ότι, όπως έχει λεχθεί στη δίκη, ο κ. Σαβεριάδης, από κάποιο χρονικό σημείο, μετά το θάνατο του εφεσίβλητου 2, έπαυσε να εκπροσωπεί τους εφεσίβλητους.    

 

Η εφεσείουσα, με τον πέμπτο λόγο έφεσης, χαρακτηρίζει ως εσφαλμένη την απόφαση του Δικαστηρίου να απορρίψει τη θέση της ότι η υπόθεσή της αφορούσε σε περίπτωση παραδεδεγμένου λογαριασμού, (account stated).  Το Δικαστήριο, ομολογουμένως, ασχολήθηκε ελάχιστα με το θέμα αυτό.  Περιορίστηκε να παρατηρήσει ότι οι εφεσίβλητοι αμφισβήτησαν, σε όλα τα στάδια, την απαίτηση της εφεσείουσας σε σχέση με το, κατ' ισχυρισμό, οφειλόμενο προς αυτήν ποσό.  Συνεπώς, δεν υπήρχε η προϋπόθεση για επίκληση τέτοιας αιτίας, δηλαδή της παραδοχής ή της ύπαρξης έγκυρης συμφωνίας για συγκεκριμένη χρηματική οφειλή, η οποία είχε δημιουργηθεί στο πλαίσιο οικονομικών συναλλαγών των διαδίκων, ώστε αυτή να μπορούσε να χαρακτηριστεί ως απότοκο παραδεδεγμένου λογαριασμού.   Επί του ιδίου θέματος, σημειώνεται, επίσης, πως, εν πάση περιπτώσει, η αποτυχία της βάσης, ανωτέρω, της υπό αναφορά αγωγής αφαίρεσε το βάθρο για ύπαρξη, ως ο ισχυρισμός της εφεσείουσας, της συγκεκριμένης συμβατικής σχέσης μεταξύ της και των εφεσιβλήτων, από την οποία θα μπορούσε να είχε προκύψει η ισχυρισθείσα από αυτή χρηματική οφειλή, η οποία θα ήταν δυνατό να αποτελέσει αντικείμενο παραδεδεγμένου λογαριασμού, ως ο πρόσθετος ισχυρισμός της, ο οποίος, ας σημειωθεί, δε δικογραφείται. 

 

Τέλος, η εφεσείουσα, με τον ένατο λόγο έφεσης, έθεσε θέμα υπέρμετρης καθυστέρησης στην εκδίκαση της υπό αναφορά αγωγής, κατά παράβαση του δικαιώματός της δυνάμει του ΄Αρθρου 30.2 του Συντάγματος.  Το Δικαστήριο, εξ ιδίας πρωτοβουλίας, όπως γίνεται αντιληπτό, ανέφερε στην απόφασή του το ιστορικό της υπόθεσης και τα διάφορα στάδια από τα οποία αυτή διήλθε, αναφέροντας και το χρόνο ο οποίος αναλώθηκε σε κάθε ένα από αυτά.  ΄Εκρινε δε ότι ο χρόνος που διέρρευσε από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας μέχρι την περάτωσή της ήταν, όντως, υπερβολικός.  Ωστόσο, με το συγκεκριμένο λόγο έφεσης, δεν επιδιώκεται η απόδοση οποιασδήποτε θεραπείας.  Τέτοιο θέμα, εξάλλου, δεν είχε εγερθεί πρωτόδικα, προκειμένου αυτό να αποφασιζόταν από το εκδικάσαν Δικαστήριο.  Ανεξάρτητα, όμως, από την πιο πάνω παρατήρηση, το θέμα της καθυστέρησης στην εκδίκαση αγωγής μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ειδικής διαδικασίας, με βάση τον περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος σε Διάγνωση Αστικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων σε Εύλογο Χρόνο Νόμο του 2010, (Αρ. 2(Ι)/2010).  Λόγω του ενδεχομένου ανάληψης τέτοιας διαδικασίας από μέρους της εφεσείουσας, δεν κρίνεται ορθό να εκφραστεί, από το παρόν Δικαστήριο, οποιαδήποτε κρίση, σχετικά.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.000,00, συν Φ.Π.Α.   

                            

 

 

 

                                                     Π. Παναγή, Δ.

 

 

 

 

                                                     Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

 

 

 

                                                     Τ. Ψαρα-Μιλτιάδου, Δ.

 

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο