ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Λιάτσος, Αντώνης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. A. Πετρίδης για Π. Πετρίδης amp;amp;amp; Σία, για την Εφεσείουσα. Χ. Φιλίππου (κα) για Λ. Λουκαΐδου-Θεοφάνους ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-12-06 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο WHITE KNIGHT HOLDINGS LTD ν. NEW WORLD INVESTMENTS LTD, Πολιτική Εφεση Αρ. 454/2011, 6/12/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:A514

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Εφεση Αρ. 454/2011)

 

6 Δεκεμβρίου, 2019

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

WHITE KNIGHT HOLDINGS LTD,

Εφεσείουσα,

ν.

 

NEW WORLD INVESTMENTS LTD,

Εφεσίβλητης.

_ _ _ _ _ _

A. Πετρίδης για Π. Πετρίδης & Σία, για την Εφεσείουσα.

Χ. Φιλίππου (κα) για Λ. Λουκαΐδου-Θεοφάνους ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.

_ _ _ _ _ _

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η Εφεσίβλητη - ενάγουσα, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, ασχολείτο κατά τον ουσιώδη χρόνο, μεταξύ άλλων, με την αγορά και/ή απόκτηση μετοχών σε εταιρείες. Η Εφεσείουσα - εναγόμενη 1, σκόπευε να εισάξει τους τίτλους της για διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ) και, προς το σκοπό αυτό, υπέβαλε αίτηση κατά ή περί τις 21.6.2000. Ο πρώην εναγόμενος 2, ήταν διοικητικός σύμβουλος της Εφεσείουσας. Η εναντίον του αγωγή απορρίφθηκε χωρίς έξοδα και δεν θα μας απασχολήσει.

 

Η συμφωνία για αγορά μετοχών της Εφεσείουσας εκ μέρους της Εφεσίβλητης, ήταν η γενεσιουργός αιτία ρήξης των σχέσεων των δύο μερών.

 

Η Εφεσίβλητη καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, υπ΄ αρ. 6476/03, αξιώνοντας από την Εφεσείουσα ποσό τότε ΛΚ100.000 πλέον τόκους, ως αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης και/ή λόγω παράβασης ρητών νομοθετικών διατάξεων και/ή λόγω απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων, οι οποίες, κατ΄ ισχυρισμό διενεργήθηκαν εις βάρος της και/ή ως ποσά που εισπράχθηκαν άνευ ανταλλάγματος.

 

Η Εφεσίβλητη προέβαλλε ως ουσιαστικούς ισχυρισμούς στα δικόγραφά της ότι, κατόπιν συμφωνίας με την Εφεσείουσα, κατά/ή περί του πρώτους μήνες του 2000 συμφώνησε όπως αποκτήσει 200.000 συνήθεις μετοχές ονομαστικής αξίας ΛΚ0.50 σεντ η κάθε μια και για τις εν λόγω μετοχές κατέβαλε το συνολικό ποσό των ΛΚ100.000. Ηταν ρητός όρος της συμφωνίας αγοράς των μετοχών ότι η Εφεσείουσα τηρούσε όλες τις προϋποθέσεις που απαιτούνταν κατά τον ουσιώδη χρόνο για την εισαγωγή των τίτλων της στο ΧΑΚ και ότι, εντός συντόμου και/ή ευλόγου χρονικού διαστήματος από της συνομολόγησης της υπό αναφορά συμφωνίας, θα καταχωρούσε σχετική αίτηση για εισαγωγή και ότι οι επίδικοι τίτλοι που θα αποκτούσε η Εφεσίβλητη θα ήταν εντός ευλόγου χρόνου εισηγμένοι στο ΧΑΚ και ως εκ τούτου η Εφεσίβλητη θα μπορούσε να πωλήσει τους τίτλους αυτούς ως τίτλους μιας δημόσιας εταιρείας εισηγμένης στο ΧΑΚ. Στηριζόμενη σε αυτές τις ουσιαστικές παραστάσεις, η Εφεσίβλητη, ως είναι ο δικογραφημένος ισχυρισμός της, συνομολόγησε την προαναφερθείσα συμφωνία αγοράς τίτλων. Επικαλούμενη, τέλος, παράβαση των προαναφερόμενων όρων, καθυστέρηση εισαγωγής των τίτλων στο ΧΑΚ και, διαζευκτικά, ψευδείς παραστάσεις εκ μέρους της Εφεσείουσας, προχώρησε στην καταχώρηση της αγωγής, διεκδικώντας το ποσό το οποίο κατέβαλε για αγορά των τίτλων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη θέση της Ενάγουσας - εφεσίβλητης, ότι δηλαδή στηριζόμενη σε ψευδείς παραστάσεις προχώρησε στη σύναψη της επίδικης συμφωνίας και, κατά προέκταση, αποφάσισε ότι είχε δικαίωμα σε αποκατάσταση «... από το πρόσωπο που υπαναχώρησε νόμιμα από τη σύμβαση για τη ζημιά που υπέστη από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης.». Παράλληλα, έκρινε ότι η απαίτηση της Εφεσίβλητης «.. για επιστροφή χρημάτων σύμφωνα με τον περί Χρηματιστηριακής Νομοθεσίας Νόμο μπορεί επίσης να επιτύχει.». Με αυτά ως δεδομένα, εκδόθηκε απόφαση εις βάρος της Εφεσείουσας και προς όφελος της Εφεσίβλητης για το ποσό των €93.295,63 πλέον νόμιμο τόκο από 27.4.2000 (ημερομηνία πληρωμής των ΛΚ100.000) πλέον έξοδα. Όπως ήδη λέχθηκε, η απαίτηση εναντίον του πρώην εναγόμενου 2 απερρίφθη χωρίς έξοδα.

 

Η πρωτόδικη κρίση προσβάλλεται με 16 λόγους έφεσης, εκ των οποίων, τελικά, δεν προωθήθηκαν οι τρεις, συγκεκριμένα οι λόγοι έφεσης 6, 11 και 12.

 

Κρίνουμε ότι θα πρέπει να μας απασχολήσει κατά προτεραιότητα ένα καίριο ζήτημα, διάχυτο στους λόγους έφεσης 2, 3, 4, 5, 8 και 10. Προβάλλεται ότι από την ανάγνωση της προσβαλλόμενης απόφασης καθίσταται αντιληπτό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο περιορίστηκε απλώς στην καταγραφή των θέσεων των διαδίκων μερών χωρίς να αξιολογήσει καθόλου την ενώπιόν του μαρτυρία και να προβεί σε ευρήματα. Τίθεται επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει μεγάλο αριθμό επιδίκων θεμάτων που ηγέρθηκαν ενώπιόν του και τις υπερασπίσεις που τα περιέβαλλαν. Προωθείται περαιτέρω ότι ακόμη και το ουσιώδες για το ίδιο το Δικαστήριο ζήτημα των ψευδών παραστάσεων, επί τη βάσει των οποίων προχώρησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν αναλύεται στην πρωτόδικη απόφαση, αλλά ούτε και συγκεκριμενοποιείται η βάση στήριξης του Δικαστηρίου προκειμένου να καταλήξει στην τελική του κρίση. Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, προβάλλεται η εισήγηση ότι υπάρχει «σοβαρή αστοχία» στην απόφαση.

 

Η εξέταση του υπό αναφορά καίριου ζητήματος, άμεσα συναρτημένου με τη συνταγματική υποχρέωση έκδοσης αιτιολογημένης απόφασης, καθιστά επιβεβλημένη τη λεπτομερή αναφορά στη δομή και το περιεχόμενο της πρωτόδικης απόφασης, καθώς επίσης και τη λεπτομερή καταγραφή των επιδίκων θεμάτων που τέθηκαν προς επίλυση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες θέσεις των δύο μερών, ιδίως στα όσα προβλήθηκαν ως υπεράσπιση:

 

Η πρωτόδικη απόφαση είναι έκτασης 20 σελίδων. Εντοπίζεται ότι στις πρώτες δύο καταγράφονται οι ισχυρισμοί επί των οποίων εδράζεται η αξίωση και στη συνέχεια, στις σελίδες 3-11 παρατίθενται οι υπερασπίσεις της Εφεσείουσας. Κρίνουμε ότι επιβάλλεται, παρά την έκταση που καταλαμβάνουν, να μεταφέρουμε αυτολεξεί τις υπό αναφορά υπερασπίσεις, όπως αυτές αποτυπώνονται στην πρωτόδικη απόφαση:

 

 «Οι εναγόμενοι προβάλλουν ως βασικές τους θέσεις στην υπεράσπιση τους ότι:

 

«1. (α) Η ενάγουσα δεν έχει αγώγιμο δικαίωμα και/ή βάση αγωγής που να
 βασίζεται στον περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμο του 2002, Νόμος 168(1) του 2002 εφόσον ο εν λόγω νόμος προνοεί ότι όλα τα νομικά πρόσωπα δεν έχουν δικαίωμα επιστροφής χρηματικών ποσών που έχουν επενδύσει για αγορά μετοχών.

 

(β) Ο περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμος του 2002, Νόμος 168(1) του 2002, προνοεί ότι η μη επιστροφή χρημάτων σύμφωνα με τις πρόνοιες του συνιστά ποινικό αδίκημα, χωρίς να δίδει δικαίωμα καταχώρησης αστικής αγωγής και επομένως το σχετικό μέρος ή η βάση της αγωγής, στο μέτρο που βασίζεται στον Νόμο περί Επιστροφής Χρημάτων, θα πρέπει να διαγραφεί.

 

2. (α) Οι Εναγόμενοι δεν εκδώσαν και/ή ουδέποτε συμφώνησαν με την Ενάγουσα να της εκδώσουν και/ή παραχωρήσουν και/ή διαθέσουν και/ή πωλήσουν μετοχές της Εναγομένης Εταιρείας.

 

(β) Οι Εναγόμενοι δεν έχουν προβεί σε οποιεσδήποτε παραστάσεις και/ή δηλώσεις και/ή άλλως πως προς την Ενάγουσα και/ή ουδέποτε εξουσιοδότησαν οιονδήποτε πρόσωπο να προβεί στις ισχυριζόμενες και/ή σε οιεσδήποτε παραστάσεις.

 

(γ) Οι Εναγόμενοι δεν εισέπραξαν για δικό τους λογαριασμό οποιονδήποτε ποσό από την Ενάγουσα με την προοπτική παραχώρησης τίτλων τους.

 

3. (α) Οι Εναγόμενοι καμία συμφωνία δεν έχουν συνάψει με την Ενάγουσα με τους ισχυριζόμενους ρητούς και/ή εξυπακουόμενους και/ή σιωπηρούς όρους που αναφέρει η Ενάγουσα στην Έκθεση Απαίτησης.

 

(β) η Ενάγουσα εξ όσων προκύπτει από το μητρώο μελών των Εναγομένων 1 απέκτησε 200.000 μετοχές την 27/7/00 κατόπιν σχετικής μεταβίβασης από μέτοχο των Εναγομένων ήτοι την εταιρεία Sellamico Trade Ltd.

 

(γ) Η Ενάγουσα ενεγράφη στο μητρώο μελών των Εναγομένων 1 την 27/7/00 κατόπιν μεταβίβασης από την Sellamico Trade Ltd.

 

(δ) πιστοποιητικό μετοχών ή/και τίτλος μετοχών εκδόθηκε την ίδια ημέρα στην Ενάγουσα, δηλαδή στις 27/7/00 και αντικαταστάθηκε την 29/1/01 λόγω μηχανογράφησης του μητρώου μελών των Εναγομένων 1.

 

4. (α) εάν αποδειχθεί ότι υπήρχε προφορική συμφωνία ως ο ισχυρισμός της Ενάγουσας (κάτι που οι Εναγόμενοι αρνούνται) οι Εναγόμενοι αρνούνται ότι τούτη κατέστη άκυρη και περαιτέρω ισχυρίζονται ότι η Ενάγουσα για περίοδο τριάντα (30) μηνών περίπου δεν έλαβε οποιοδήποτε μέτρο για να ακυρώσει μια τέτοια συμφωνία και συνεπώς εμποδίζεται και/ή δεν έχει το δικαίωμα και/ή απώλεσε το δικαίωμα να ακυρώσει ταύτη.

 

(β) Οι Εναγόμενοι 1 προέβησαν σε μόνο δύο εκδόσεις και παραχωρήσεις μετοχών ήτοι,

 

την 31/12/99 οι Εναγόμενοι 1 προέβησαν σε αύξηση του ονομαστικού τους κεφαλαίου και εις την έκδοση και παραχώρηση 150.000.000 μετοχών εις:-

 

(1)     Theonautica Enterprises Limited 55.000.000.

(2)     Sellamico Trade Limited 55.000.000.

(3)     Sharelink Financial Services Limited 40.000.000.

 

και την 16/6/00 οι Εναγόμενοι 1 προέβησαν σε έκδοση και παραχώρηση 66.666.667 μετοχών εις:-

 

(1)      Theonautica Enterprises Limited 20.833.333.

(2)      Sellamico Trade Limited 20.833.334.

(3)      Sharelink Financial Services Limited 25.000.000.

 

(β) Στις 16/6/00 με ειδικό ψήφισμα οι Εναγόμενοι 1 μετατράπηκαν από ιδιωτική σε δημόσια εταιρεία.

 

(γ) Στις 21/6/00 οι εταιρείας Theonautica Enterprises Limited και Sellamico Trade Limited μεταβίβασαν μέρος των μετοχών τους σε τρίτους, στην ονομαστική τους αξία, και ο αριθμός των μετοχών των Εναγομένων έφθασε τους 52 μετόχους.

 

(δ) Οι Εναγόμενοι 1 την 21/6/00 υπέβαλαν αίτηση για εισαγωγή των τίτλων τους στο ΧΑΚ η οποία ακόμη εκκρεμεί.

 

5. Οι Εναγόμενοι 1 παραδέχονται ότι έχουν λάβει την επιστολή με ημερομηνία 4/12/02 ισχυρίζονται όμως ότι αυτή δεν αποτελεί απαίτηση και/ή έγκυρη απαίτηση επιστροφής χρημάτων με βάση την σχετική νομοθεσία.

 

6. Οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι για τους λόγους που έχουν αναφερθεί πιο πάνω δεν έχουν υποχρέωση επιστροφής χρημάτων με βάση την σχετική νομοθεσία και/ή με βάσει οποιωνδήποτε συμβατικών υποχρεώσεων

 

7. Οι Εναγόμενοι αρνούνται ότι η Ενάγουσα έχει υποστεί απώλεια ίση με το ποσό των Λ.Κ. 100.000,00 πλέον τόκους και/ή οιανδήποτε απώλεια.

 

8. Περαιτέρω οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η αίτηση τους για εισαγωγή των μετοχών τους στο ΧΑΚ δεν έχει απορριφθεί και/ή αποσυρθεί και οι Εναγόμενοι προβαίνουν στις δέουσες ενέργειες σε συνεργασία με το Συμβούλιο του ΧΑΚ και/ή με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για να επιτευχθεί έγκριση της αίτησης τους για εισαγωγή. Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι το ΧΑΚ αφού ικανοποιήθηκε ότι η αίτηση των Εναγομένων ήταν δεόντως και επαρκώς στοιχειοθετημένη και τεκμηριωμένη σύμφωνα με τους χρηματιστηριακούς κανονισμούς και ότι δεν υπήρχε εκ πρώτης όψεως ουσιώδες εμπόδιο για μη έγκριση της και ότι η καθυστέρηση στην έγκριση δεν οφειλόταν στους Εναγομένους έδιδε παρατάσεις αναφορικά με την επιστροφή χρημάτων σε πρόσωπα στα οποία είχαν παραχωρηθεί μετοχές των Εναγομένων.

 

9. Οι πρόνοιες των άρθρων 58(A), (Β) και (Γ) του Ν.42(Ι)/2000 έχουν καταργηθεί με τον Νόμο 9(Ι)/2001 και μέχρι την 16/2/01 ημερομηνίας δημοσίευσης του Νόμου 9(Ι)/2001 δεν έχουν δημιουργηθεί οποιαδήποτε δικαιώματα και υποχρεώσεις προς όφελος της Ενάγουσα αφού με δικό της ισχυρισμό οι απαιτήσεις της για επιστροφή χρημάτων αποστάληκε στους Εναγομένους την 4/12/02.

 

10. Οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι οι ισχυρισμοί της Ενάγουσας δεν ευσταθούν πραγματικά και/ή νομικά και/ή δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του Νόμου 168(Ι)/2002 και/ή γενικότερα της σχετικής νομοθεσίας.

 

11. (α) Ως είναι παραδεκτό από την Ενάγουσα, την 7/2/02 προέβηκε σε πώληση και/ή μεταβίβαση 15.000 μετοχών από τις επίδικες στον xxx Collier έναντι του ποσού των Λ.Κ.7.500.- Είναι η θέση των Εναγομένων ότι ένεκα της μεταβίβασης στην οποία έχει προβεί η Ενάγουσα δεν νομιμοποιείται και/ή δεν έχει το δικαίωμα και/ή απώλεσε το δικαίωμα και/ή εμποδίζεται και/ή κωλύεται να αιτείται επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε (και/ή οποιοδήποτε μέρος αυτών) για την αγορά μετοχών των Εναγομένων 1 και/ή ότι εμποδίζεται και/ή κωλύεται να ζητεί ακύρωση της επίδικης συμφωνίας και/ή συναλλαγής και/ή μεταβίβασης μετοχών. Επιπρόσθετα και/ή διαζευκτικά με τα πιο πάνω είναι ισχυρισμός των Εναγομένων ότι οι Ενάγοντες εν όψει όλων όσων αναφέρονται πιο πάνω δεν νομιμοποιούνται να ζητούν εφαρμογή του Ν.42(Ι)/2000 και του Ν.168(Ι)/2002 και/ή οι προϋποθέσεις εφαρμογής των προνοιών των εν λόγω νόμων δεν πληρούνται στην περίπτωση της Ενάγουσας και/ή η Ενάγουσα έχει απολέσει τυχόν δικαίωμα της να ζητεί επιστροφή χρημάτων με βάση τις πρόνοιες των πιο πάνω νόμων ή με βάση τις πρόνοιες οποιουδήποτε νόμου.

 

(β) Είναι περαιτέρω ισχυρισμός των Εναγομένων ότι ένεκα της είσπραξης από την Ενάγουσα του ποσού των €64.750 το οποίο κατέβαλε η εταιρεία SFS Group Public Ltd (η «SFS») η οποία εξαγόρασε με βάση δικαίωμα που τις έδινε ο νόμος όλες τις μετοχές της Εναγομένης 1 ως εκ τούτου και τις μετοχές της Ενάγουσας, η Ενάγουσα δεν νομιμοποιείται και/ή δεν έχει το δικαίωμα και/ή απώλεσε το δικαίωμα και/ή εμποδίζεται και/ή κωλύεται να αιτείται επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε (και/ή οποιοδήποτε μέρος αυτών) για την αγορά μετοχών των Εναγομένων 1 και/ή ότι εμποδίζεται και/ή κωλύεται να ζητεί ακύρωση της επίδικης συμφωνίας και/ή συναλλαγής και/ή μεταβίβασης μετοχών. Επιπρόσθετα και/ή διαζευκτικά με τα πιο πάνω είναι ισχυρισμός των Εναγομένων ότι οι Ενάγοντες εν όψει όλων όσων αναφέρονται πιο πάνω δεν νομιμοποιούνται να ζητούν εφαρμογή του Ν.42(Ι)/2000 και του Ν.168(Ι)/2002 και/ή οι προϋποθέσεις εφαρμογής των προνοιών των εν λόγω νόμων δεν πληρούνται στην περίπτωση της Ενάγουσας και/ή η Ενάγουσα έχει απολέσει τυχόν δικαίωμα της να ζητεί επιστροφή χρημάτων με βάση τις πρόνοιες των πιο πάνω νόμων ή με βάση τις πρόνοιες οποιουδήποτε νόμου.

 

(γ) Το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να διατάξει επιστροφή χρημάτων με βάση τις σχετικές νομοθεσίες χωρίς ταυτόχρονα να διατάξει και επιστροφή χρημάτων.

 

(δ) σύμφωνα με το άρθρο 36(7) του Ν.41(Ι)/07, οι κάτοχοι τίτλων της υπό εξαγορά εταιρείας στην προκειμένη περίπτωση της Εναγόμενης 1 που μεταβιβάζονται στον προτείνοντα στην προκειμένη περίπτωση στην SFS δικαιούνται να λάβουν νομικά μέτρα κατά του προτείνοντα και να αμφισβητήσουν το ύψος του προσφερόμενου ανταλλάγματος. Ενόψει της πιο πάνω διάταξης η Ενάγουσα ακόμα και αν είχε οποιοδήποτε δικαίωμα για αποζημιώσεις και/ή για επιστροφή χρημάτων, μετά την εξαγορά απωλέσθη εφόσον πλέον η Ενάγουσα μπορούσε να στραφεί εναντίον της SFS οποιαδήποτε ζημιά της ένεκα της εξαγοράς και/ή για να αμφισβητήσει το ύψος του ανταλλάγματος.

 

12. Ανεξάρτητα και άνευ βλάβης της πιο πάνω αναφερομένης υπεράσπισης τους, οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι οι σχετικές πρόνοιες των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων 1993 ως 2002 αναφορικά με την επιστροφή χρημάτων σε επενδυτές και/ή ειδικότερα τα άρθρα 58Α, 58Β και 58Γ του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Τροποποιητικός) (Αρ.4) Νόμος του 2000 (Ν.42(Ι)/2000) το άρθρο 3(1) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Τροποποιητικός) (Αρ.9) Νόμος του 2000 Ν.141 (Ι)/2000 και το άρθρο 3(1) του περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμος του 2002, Ν.168(Ι)/2002 είναι αντισυνταγματικά καθότι:-

 

(ί) Παραβιάζουν το άρθρο 23 του Συντάγματος, αφού επιβάλλουν ανεπίτρεπτους περιορισμούς στο δικαίωμα των Εναγομένων να αποκτούν, να είναι κύριοι, να κατέχουν να απολαμβάνουν και να διαθέτουν οιανδήποτε κινητή ή ακίνητη ιδιοκτησία.

 

(ii) Παραβιάζουν το άρθρο 26 του Συντάγματος, αφού επιβάλλουν ανεπίτρεπτους περιορισμούς στο δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως και/ή επεμβαίνουν σε υφιστάμενες συμβάσεις επιβάλλοντας στα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεώσεις τις οποίες τα μέρη δεν μπορούσαν κατά την σύναψη των συμβάσεων να είχαν προβλέψει και αποδεχτεί.

 

(iii) Παραβιάζουν το άρθρο 25 του Συντάγματος, αφού επιβάλλουν ανεπίτρεπτους περιορισμούς στο δικαίωμα των Εναγομένων να ασκούν επικερδή εργασία με την έννοια της ελεύθερης οικονομικής λειτουργίας της επιχείρησης τους.

 

(ίν) Με τις διάφορες διακρίσεις που εισάγουν, παραβιάζουν το άρθρο 28 του Συντάγματος και τη συνταγματική αρχή ότι όλοι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και δικαιούνται να τύχουν ίσης μεταχείρισης και προστασίας.

 

(ν) Παραβιάζουν το άρθρο 33 του Συντάγματος, αφού επιβάλλουν περιορισμούς στα θεμελιώδη δικαιώματα των Εναγομένων για σκοπούς άλλους από τους προβλεπόμενους στο Σύνταγμα.

 

13. Ανεξάρτητα και άνευ βλάβης της πιο πάνω αναφερομένης υπεράσπισης τους, οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι οι σχετικές πρόνοιες των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων 1993 ως 2002 αναφορικά με την επιστροφή χρημάτων σε επενδυτές και/ή ειδικότερα τα άρθρα 58Α, 58Β, 58Γ και 3(3) που προστέθηκαν με τα άρθρα 2 και 3 του Περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Τροποποιητικός) (Αρ.4) Νόμος του 2000, (Ν.42(Ι)/2000), το άρθρο 3(1) του Περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Τροποποιητικός) (Αρ.9) Νόμος του 2000 (Ν.141 (Ι)/2000) και το άρθρο 3(1) του περί Επιστροφής Χρημάτων σε Επενδυτές Νόμος του 2002, (Ν. 168(Ι)/2002),έρχονται σε αντίθεση με το ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο και/ή το ευρωπαϊκό κεκτημένο και/ή την Συνθήκη Προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και/ή με την Δεύτερη Οδηγία του Συμβουλίου 77/91/EEC της 13 Δεκεμβρίου 1976 και/ή ότι οι πιο πάνω νόμοι και/ή ο Ν.42(Ι)/2000 κατέστη ανενεργός και/ή μη εφαρμόσιμος και/ή καταργήθηκε ως αποτέλεσμα των συνδυασμένων προνοιών των νόμων 135(Ι)/2000, 141 (Ι)/2000 και 9(Ι)/2001 και/ή ως αποτέλεσμα της Δεύτερης Οδηγίας του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 13/12/1976 όπως τροποποιήθηκε και/ή ως αποτέλεσμα της αντίθεσης του με την Δεύτερη Οδηγία του Συμβουλίου.

 

14. Οι σχετικές πρόνοιες των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων 1993 έως 2002 και/ή ειδικότερα τα άρθρα 58Α, 58Β, 58Γ και 3(3) που προστέθηκαν με τα άρθρα 2 και 3 του Ν.42(Ι)/2000, το άρθρο 3(1) του Νόμου 141(Ι)/2000, και το άρθρο 3(1) του Νόμου Ν.168(Ι)/2002 επιβάλλουν στους Εναγομένους υποχρεώσεις τις οποίες δεν δύνανται και/ή δεν υποχρεούνται να ικανοποιήσουν λόγω ρητής απαγόρευσης άλλου ισχύοντος νόμου και/ή λόγω του ότι έρχονται σε αντίθεση με άλλον ισχύον νόμο και συγκεκριμένα με τον περί Εταιρειών Νόμο Κεφ. 113 ως έχει τροποποιηθεί και/ή λόγω του ότι έρχονται σε αντίθεση και/ή παραβιάζουν τις πρόνοιες της Δεύτερης Οδηγίας του Συμβουλίου και/ή λόγω προϋποθέσεων τις οποίες θέτει ο εν λόγω νόμος και/ή η εν λόγω Οδηγία οι οποίες ήταν αδύνατο να ικανοποιηθούν.

 

15. Παραβιάζει την αρχή του διαχωρισμού των εξουσιών, αφού έμμεσα υποχρεώνει τα δικαστήρια να εξασκήσουν την εξουσία που τους παρέχει ο Περί Εταιρειών Νόμος αναφορικά με την μείωση κεφαλαίου, χωρίς να έχουν διακριτική ευχέρεια αν θα επιτρέψουν τέτοια μείωση ή όχι. Διαζευκτικά παραβιάζει την πιο πάνω αρχή εφόσον αποστερεί από τα δικαστήρια την εξουσία που τους παρέχει ρητά ο περί Εταιρειών Νόμος Κεφ.113 αναφορικά με την επικύρωση ή μη μείωσης κεφαλαίου εταιρείας και περαιτέρω αποστερεί από τα δικαστήρια την εξουσία να προστατεύσουν τα δικαιώματα πιστωτών εταιρείας.»

 

 

Στη συνέχεια της πρωτόδικης απόφασης, δεν γίνεται  αναφορά στην ενώπιον του Δικαστηρίου τεθείσα μαρτυρία. Παρά ταύτα, το Δικαστήριο προχωρεί σημειώνοντας ότι «... θα προσπαθήσω να υπαγάγω τα γεγονότα όπως εξετέθησαν στο Δικαστήριο στη νομική πτυχή της υπόθεσης. Θα αναφέρομαι σε αυτά όπου υπάρχουν αντίθετοι ισχυρισμοί.». Ως νομική πτυχή καταγράφει ότι η απαίτηση αφορά αξίωση επιστροφής χρημάτων «.. με βάση την περί Χρηματιστηρίων νομοθεσία αλλά και αξίωση για αποκατάσταση και/ή αποζημιώσεις και/ή ζημιές στη βάση των ψευδών παραστάσεων και/ή παράβαση σύμβασης εκ μέρους των εναγομένων.». Σημειώνει, ακολούθως:

 

«Οι εναγόμενοι προέβησαν προς την ενάγουσα σε παραστάσεις εισαγωγής των τίτλων της εναγομένης 1 στο Χ.Α.Κ. οι οποίες συνίσταντο στην εισαγωγή τους σε σύντομο χρονικό διάστημα σε ψηλή τιμή, στις καλές προοπτικές της εναγομένης 1, στην ευρωστία της, στην ύπαρξη όλων των προϋποθέσεων για άμεση εισαγωγή των τίτλων της στο Χ.Α.Κ. όπως αυτές περιγράφηκαν από τους μάρτυρες διευθυντές της ενάγουσας κ. xxx Λαούρη και κ. xxx Μάη σε συγκεκριμένες ημερομηνίες και σε συγκεκριμένους χώρους.

 

Τις παραστάσεις εκ μέρους της εναγομένης 1 επιβεβαίωσε και ο ο μάρτυρας των εναγόντων κ. xxx Νεοφύτου, διευθύνων σύμβουλος των αναδόχων AAA United Stockbrokers Ltd.  Οι παραστάσεις διεφάνη ότι δεν ήταν αληθείς, οι δε τίτλοι της εναγομένης εισήχθησαν στο Χ.Α.Κ. σχεδόν 6 χρόνια μετά δηλαδή 3 χρόνια μετά την έγερση της αγωγής.»

 

 

Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολείται με τον ισχυρισμό της Εφεσείουσας ότι δεν συμβλήθηκε με την Εφεσίβλητη, καθώς επίσης και με τον ισχυρισμό της ότι ο ΜΕ Νεοφύτου, δεν αντιπροσώπευε και δεν δέσμευε την Εφεσείουσα. Τέλος, προβαίνει σε εκτεταμένη αναφορά σε σχέση με τις ενέργειες της Εφεσείουσας για εισαγωγή των τίτλων της στο ΧΑΚ και καταλήγει ως εξής:

 

Από το σύνολο της μαρτυρίας των εναγόντων την οποία αποδέχομαι, Λαούρη - Μάη και του Χ.Α.Κ. (xxx Στασοπούλου) προκύπτει σαφώς ότι έχουν γίνει προς τους ενάγοντες ψευδείς παραστάσεις (βλέπει άρθρο 18 του περί Συμβάσεων Νόμου) πάνω στις οποίες βασίστηκε η συμφωνία που επιτεύχθη μεταξύ των διαδίκων και ως εκ τούτου το άδικο μέρος, οι ενάγοντες, δικαιούνται να αποκατασταθούν (άρθρο 64 του περί Συμβάσεων Νόμου) από το πρόσωπο που υπαναχώρησε νόμιμα από τη σύμβαση για τη ζημιά που υπέστησαν από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης.

 

Παράλληλα και η απαίτηση των εναγόντων για επιστροφή χρημάτων σύμφωνα με τον περί Χρηματιστηριακής Νομοθεσίας Νόμο μπορεί επίσης να επιτύχει.»

 

 

Η αιτιολόγηση δικαστικής απόφασης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εγκυρότητας της δικαστικής διεργασίας. Το Ανώτατο Δικαστήριο, στην υπόθεση Φούτας ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 730, ECLI:CY:AD:2014:B741, είχε την ευκαιρία να συνοψίσει τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της δομής δικαστικής απόφασης, αλλά και της χωρίς παρέκκλιση υποχρέωσης αιτιολόγησής της. Λέχθηκαν τα εξής, στις σελίδες 736-737:

 

 

«Στην L. Papaphilippou & Co Ltd v. Λουκά (2014) 1 ΑΑΔ 1193, ECLI:CY:AD:2014:A410 αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Η δικαστική ανεξαρτησία και το αυτόνομο της δικαστικής κρίσης αφήνουν ευρύ πεδίο επιλογής του τρόπου συγγραφής μιας απόφασης. Η αναδίπλωση, όμως, της δικαστικής σκέψης με λογική αλληλουχία και ορθολογιστική προσέγγιση είναι επιβεβλημένη, ούτως ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος απώλειας του απαιτούμενου ειρμού στη σκέψη του Δικαστηρίου και να αναδύεται με διαύγεια ο δικαστικός λόγος. Ενώ, λοιπόν, η δομή μιας δικαστικής απόφασης εναπόκειται στον ίδιο το Δικαστή, θα πρέπει η τελική αυτή δικαστική κρίση να διαπνέεται από μια λογική συνοχή έκθεσης μαρτυρίας, ανάλυσης και αξιολόγησης και υπαγωγής των ευρημάτων στο ισχύον νομικό καθεστώς (Ανδρέα Κωστάκη Στυλιανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 646, Δημήτρης Ευσταθίου και Alpha Bank LtdΠολιτική Εφεση Αρ. 241/2008, ημερ. 19.7.2012)».

 

 Ο τρόπος συγγραφής δικαστικής απόφασης επαφίεται στην κρίση του δικαστή. Ο τρόπος έκφρασης δεν είναι τυποποιημένος και δεδομένου ότι υπάρχουν σε αυτήν τα βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία της αιτιολογημένης απόφασης και δεν διαστρεβλώνεται η εικόνα μέσα από αποσπασματική παράθεση της μαρτυρίας δεν υπάρχει ο,τιδήποτε το επιλήψιμο (Ομηρος Σάββα Ομήρου ν. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 98). Η παράλειψη εκδικάσαντος δικαστηρίου να αναφερθεί σε ουσιαστική μαρτυρία στην απόφασή του δεν είναι αρκετός λόγος για να ακυρωθεί καταδίκη εφεσείοντα (Σωτήρης Γεωργίου Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 41). Όπως έχει τονισθεί επανειλημμένα μέσα από τη νομολογία, είναι η αιτιολόγηση της απόφασης που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εγκυρότητας της δικαστικής διεργασίας. Αιτιολόγηση η οποία εδράζεται στην ανάλυση της μαρτυρίας που παρουσιάζεται. Η έκταση δε της ανάλυσης ποικίλλει ανάλογα με το περιεχόμενο της μαρτυρίας και σε αναφορά με τα ουσιαστικά στοιχεία της κάθε ξεχωριστής περίπτωσης. Κατά κανόνα μια αιτιολογημένη απόφαση πρέπει να περιέχει αφ΄ ενός ανάλυση της μαρτυρίας υπό το φως των επίδικων θεμάτων και διατύπωση συγκεκριμένων ευρημάτων και, αφ΄ ετέρου, σαφή δικαστική απόφαση (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Νίκου Π. Κλεάνθους κα (1999) 2 ΑΑΔ 320). Σε τελική ανάλυση, όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στη Χρίστος Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας, ποινικές εφέσεις 178/2012 και 229/2012, ημερ. 9.7.2014, «μια απόφαση πρέπει να αντικρίζεται σφαιρικά και μακροσκοπικά και όχι αποσπασματικά και υπό το φακό του μικροσκοπίου για να εντοπισθούν αδιόρατες στο γυμνό μάτι νομικές κηλίδες».

 

 

 

 

Το καθήκον αιτιολόγησης δικαστικών αποφάσεων εδράζεται σε θεμελιώδη διάταξη του Συντάγματος, ως επιβεβλημένο από το ΄Αρθρο 30.2 και συνιστά αναπόσπαστο στοιχείο δίκαιης δίκης. Κατά συνέπεια, απουσία αιτιολόγησης πλήττει τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου και συνιστά ουσιώδη απόκλιση από τα διαλαμβανόμενα στην προαναφερθείσα συνταγματική διάταξη. Απαραίτητα συστατικά στοιχεία αιτιολογημένης απόφασης είναι η ανάλυση της προσαχθείσας μαρτυρίας υπό το φως των επίδικων θεμάτων, η εξαγωγή επακριβώς καθορισμένων ευρημάτων ως προς τα γεγονότα τα οποία περιβάλλουν την υπόθεση και, καταληκτικά, η σαφής διατύπωση της έκβασης της δίκης, με την υπαγωγή των γεγονότων στις ορθές νομικές αρχές.

 

Υπό το πρίσμα των πιο πάνω νομικών προσεγγίσεων, είναι η διαπίστωσή μας ότι στην υπό κρίση περίπτωση βρισκόμαστε ενώπιον παραβίασης των συνταγματικά θεμελιωμένων δικαιωμάτων των διαδίκων. Είναι παντελής η απουσία από την πρωτόδικη απόφαση στοιχειώδους, έστω, αιτιολόγησης. Η ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τεθείσα μαρτυρία, δεν έτυχε ανάλυσης υπό το πρίσμα των επίδικων θεμάτων που κάλυπταν την υπόθεση και των εκτεταμένων λόγων υπεράσπισης που ηγέρθησαν. Ούτε και εντοπίζονται επακριβώς καθορισμένα ευρήματα, ούτως ώστε να αποτελούσαν στέρεη βάση προς κατάληξη.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, και με δεδομένη την απουσία των βασικών χαρακτηριστικών στοιχείων αιτιολογημένης απόφασης, η εγκυρότητα της δικαστικής διαδικασίας παραμένει μετέωρη. Εντέλει, η απόκλιση από τη συνταγματική υποχρέωση αιτιολόγησης της δικαστικής κρίσης, αναπόδραστα οδηγεί στην ακύρωση της απόφασης.

 

Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται και διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης το συντομότερο δυνατό. Η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα επίσης ακυρώνεται, με παράλληλη διαταγή όπως αυτά ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της επανεκδίκασης. Τα έξοδα της έφεσης, καθοριζόμενα στο ποσό των €2.000 πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, επιδικάζονται προς όφελος της Εφεσείουσας και εις βάρος της Εφεσίβλητης.

 

 

 

                                                               Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

                        

                                                               Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                               Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο