ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:D535
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 219/2019)
20 Δεκεμβρίου, 2019
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1Α, 15, 17 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 7, 8, 11 ΚΑΙ 52 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 5 ΚΑΙ 8 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 4, 6 ΚΑΙ 13 ΤΟΥ Ν.183(ι)/2007 ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΟΥ 1996 (92(Ι)/1996) ΚΑΙ 2015
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΜΕ ΑΡ. 24/19 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 11/09/19 ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΠΙΤΡΑΠΗΚΕ Η ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΚΑΙ/Ή ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΣΤΑ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ
_ _ _ _ _ _
Χρ. Χριστοφή (κα) με Μ. Φράγκου (κα), για Δημητρίου &
Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση αξιώνονται οι ακόλουθες θεραπείες:
Α. Άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση του Προνομιακού Εντάλματος Certiorari, που να ακυρώνει και/ή να παραμερίζει το Διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερομηνίας 11/09/19 στην αίτηση με αρ. 24/19 δια της οποία εκδόθηκε διάταγμα πρόσβασης και/ή αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων και/ή το περιεχόμενο της καταγεγραμμένης ιδιωτικής επικοινωνίας εναντίον κατηγορουμένων στην ποινική υπόθεση με αρ. 9353/19 του Κακουργιοδικείου Λάρνακας τα οποία εμπεριέχουν καταγεγραμμένη επικοινωνία του αιτητή.
Β. Διάταγμα του Δικαστηρίου δια του οποίου να ακυρώνει το εκδοθέν διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερομηνίας 11/09/19 στην αίτηση με αρ. 24/19 και/ή διάταγμα πρόσβασης και/ή αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων και/ή το περιεχόμενο της καταγεγραμμένης ιδιωτικής επικοινωνίας που εκδόθηκε εναντίον κατηγορουμένων στην ποινική υπόθεση με αρ. 9353/19 του Κακουργιοδικείου Λάρνακας με το οποίο αποκαλύπτονται αυθαίρετα και/ή αδιάκριτα και/ή χωρίς δικαστικό διάταγμα τα δεδομένων τρίτων προσώπων μεταξύ άλλων και του αιτητή.
Γ. Διάταγμα του Δικαστηρίου δια του οποίου να απαγορεύει την κατάθεση και/ή χρήση οιονδήποτε τηλεπικοινωνιακών δεδομένων και/ή συνδεδεμένης μαρτυρίας με τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα και/ή το περιεχόμενο της καταγεγραμμένης ιδιωτικής επικοινωνίας τα οποία εξασφαλίστηκαν δυνάμει Διατάγματος ημ. 11/09/19 στην αίτηση με αρ. 24/19 εναντίον κατηγορουμένων στην ποινική υπόθεση με αρ. 9353/19 του Κακουργιοδικείου Λάρνακας, και επιχειρείται να κατατεθούν και/ή δόθηκαν ως μαρτυρικό υλικό για την εκδίκαση της υπόθεσης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας με αριθμόν 10995/19, μέχρι τελικής εκδίκασης της παρούσας αίτησης.
Δ. Διάταγμα του Δικαστηρίου δια του οποίου να απαγορεύεται η κατάθεση και/ή χρήση οιωνδήποτε τηλεπικοινωνιακών δεδομένων τα οποία προέρχονται από την αποκάλυψη και/ή πρόσβαση του διατάγματος ημερ. 11/09/19 στην αίτηση με αρ. 24/19 και τα οποία δεν αφορούν το πρόσωπο του αιτητή και/ή δεν εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή αλλά εναντίον των κατηγορουμένων στην ποινική υπόθεση με αρ. 9353/19 του Κακουργιοδικείου Λάρνακας.»
Τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον μου συνοψίζονται ως ακολούθως:
Ο αιτητής αντιμετωπίζει κατηγορίες συνομωσίας, παροχής, κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια ναρκωτικών ουσιών στην υπόθεση υπ΄αρ. 10995/19 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας. Η υπόθεση καταχωρήθηκε στις 21.11.2019 και την ημέρα εκείνη δόθηκε στην υπεράσπιση επιπρόσθετο μαρτυρικό υλικό που προτίθεται να χρησιμοποιηθεί από την Κατηγορούσα Αρχή. Σε αυτό περιλαμβάνονται τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα δύο άλλων προσώπων τα οποία αποκαλύφθηκαν κατά την εκτέλεση σχετικού διατάγματος που εκδόθηκε στην αίτηση 24/2019 δυνάμει του περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμου του 1996, Ν. 92(Ι)/1996. Το εν λόγω διάταγμα αφορούσε το περιεχόμενο κινητών τηλεφώνων που παρελήφθησαν ως τεκμήρια κατά τη σύλληψη των δύο αυτών προσώπων. Τα δύο αυτά άτομα αντιμετώπισαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας την υπόθεση 9353/19 στην οποία παραδέχθηκαν ενοχή και τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης. Σημειώνεται επίσης ότι τα άτομα αυτά δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο μαρτύρων της επίδικης υπόθεσης. Τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που αποκαλύφθηκαν περιέχουν και κάποιες επικοινωνίες από το τηλέφωνο του αιτητή οι οποίες προέκυψαν από την εκτέλεση διατάγματος και τείνουν να εμπλέξουν τον αιτητή στη διάπραξη των αδικημάτων που αντιμετωπίζει. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της Αστυνομίας, όπως προκύπτουν από το μαρτυρικό υλικό που δόθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, τα μηνύματα αυτά που αποκαλύφθηκαν καταδεικνύουν ότι ο αιτητής έδιδε οδηγίες στον ένα από τους κατηγορούμενους στην υπόθεση 9353/19 να μεταβεί στην περιοχή του στρατοπέδου της Κόσιης για να παραλάβει τα ναρκωτικά που εντοπίστηκαν την 28.8.2019.
Ζητήθηκε από τους δικηγόρους του αιτητή επανειλημμένα με σχετικές επιστολές, οι οποίες επισυνάπτονται, να δοθεί πιστό αντίγραφο του διατάγματος πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που εκδόθηκε, από το οποίο προέκυψε η εν λόγω μαρτυρία το οποίο τελικά τους δόθηκε στις 10.12.2019 και χωρίς καθυστέρηση στις 13.12.2019 καταχωρίστηκε η παρούσα αίτηση.
Ο αιτητής παραπονείται ότι με το εν λόγω διάταγμα το οποίο εκδόθηκε εναντίον κατηγορουμένων σε άλλη ποινική υπόθεση, επιχειρείται όπως το καταγεγραμμένο περιεχόμενο του το οποίο αποκαλύφθηκε, κατατεθεί ως μαρτυρικό υλικό στην ποινική υπόθεση που αντιμετωπίζει ο ίδιος, εναντίον του οποίου δεν υφίσταται κανένα διάταγμα ούτε υπάρχει συγκατάθεση για άρση των τηλεπικοινωνιακών του δεδομένων. Προβάλλει περαιτέρω ότι το εν λόγω διάταγμα είναι έκθετο σε απόρριψη καθότι δεν έθεσε ασφαλιστικές δικλίδες αναφορικά με το εύρος της αποκάλυψης και επέτρεψε παρανόμως ευρεία αποκάλυψη τηλεπικοινωνιακών δεδομένων τρίτων προσώπων, ήτοι του αιτητή, για τον οποίο δεν υπήρχε εύλογη υπόνοια για διάπραξη αδικήματος. Άλλες αιτιάσεις που επικαλείται ο αιτητής περιλαμβάνουν και το ότι αυτό παραβιάζει την αρχή του απορρήτου των επικοινωνιών που κατοχυρώνεται από την Οδηγία 2002/58/ΕΚ, υπό το φως της απόφασης του ΔΕΕ στην υπόθεση Tele2 Sveridge AB. Το προσβαλλόμενο διάταγμα είναι γενικό και δεν περιορίζεται σε ό,τι είναι αναγκαίο. Επιπλέον, η χωρίς διάκριση γενική διατήρηση του συνόλου των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων αντιβαίνει τα Άρθρα 15 και 17 του Συντάγματος και τα άρθρα 5, 7, 8, 11 και 52 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προβάλλεται, επίσης, παραβίαση του άρθρου 4 του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου του 2007, Ν.183(Ι)/2007. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η μόνη θεραπεία που έχει στη διάθεσή του είναι αυτή του προνομιακού εντάλματος.
Η κα Χριστοφή, σε μία εμπεριστατωμένη και εκτενή γραπτή αγόρευση, υποστήριξε την αίτηση την οποία εξέτασα.
Αποτελεί καθιερωμένη νομολογιακή αρχή ότι άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari παρέχεται εκεί όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό, προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση, δόλος ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (Αίτηση του Αλέκου Κωνσταντινίδη (2003) 1 ΑΑΔ 1298, Τζεννάρο Περρέλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692).
Περαιτέρω, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, η άδεια δεν δίδεται όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία εκτός και αν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα (Hellenger Trading Ltd (2001) 1 ΑΑΔ 1965, Σ. Μαρκίδης (2004) 1 AAΔ 552, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 AAΔ 1535).
Στην παρούσα περίπτωση, το διάταγμα που εκδόθηκε στην Αίτηση 24/2019 αφορούσε δύο άλλα πρόσωπα, κατηγορούμενους στην υπόθεση 9353/19. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο ο αιτητής έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση του εν λόγω διατάγματος. Προς τούτο, η κα Χριστοφή με παρέπεμψε στην υπόθεση Μάτσιας κ.ά. (2011) 1 ΑΑΔ 152, στην οποία η Πλήρης Ολομέλεια ακύρωσε προσβαλλόμενα διατάγματα αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, στη βάση του ότι η σύνδεση του κάθε αιτητή με το αντιστοίχως προσβαλλόμενο διάταγμα αποκαλύπτετο άμεσα από την Αστυνομία, η οποία συνέδεσε ενόρκως τους αριθμούς τηλεφωνικών καρτών, ιδιοκτήτες των οποίων φέρονταν να ήταν οι αιτητές με τηλεφωνικές επικοινωνίες τους με άλλους χρήστες. Στην υπόθεση εκείνη, όπως σαφώς αναφέρεται στην απόφαση, τα διατάγματα αφορούσαν στους αιτητές και, ενεργούσα με βάση τα διατάγματα αυτά, η Αστυνομία παρέλαβε από τον πάροχο τους αριθμούς των τηλεφωνικών κλήσεων, από και προς τα τηλέφωνα των αιτητών. Συνεπώς θεωρώ ότι διαφοροποιείται από την παρούσα.
Σχετική με το ίδιο θέμα είναι και η απόφαση στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Ευάγγελου Πουργουρίδη, Πολιτική Έφεση 331/2014, ημερομηνίας 25.6.2015, ECLI:CY:AD:2015:A459. Στην υπόθεση εκείνη, τηλεπικοινωνιακά δεδομένα του αιτητή είχαν αποκαλυφθεί από τους παρόχους στην Αστυνομία μετά από έκδοση διατάγματος αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, χωρίς τη συγκατάθεση του αιτητή, ο οποίος εισηγήθηκε ότι η εν λόγω πράξη καταστρατηγούσε τα συνταγματικά δικαιώματά του και το προνόμιο των επικοινωνιών μεταξύ δικηγόρου και πελάτη. Στην υπόθεση εκείνη ο αιτητής δεν αντιμετώπιζε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία. Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που επιλήφθηκε του αιτήματος για άδεια, απέρριψε το αίτημα στη βάση του ακόλουθου σκεπτικού:
«Το πρώτον που θα πρέπει να εξεταστεί είναι το locus standi του Αιτητή, ο οποίος χωρίς να είναι διάδικος σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία, εγείρει θέμα παραβίασης των συνταγματικών του δικαιωμάτων, καθώς και θέμα αντισυνταγματικότητας του Νόμου 183(Ι)/07. Σύμφωνα με τη νομολογία ένας αιτητής για να νομιμοποιείται να αιτηθεί προνομιακό ένταλμα, θα πρέπει να αποδείξει ότι «έχει επαρκές συμφέρον στο θέμα το οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται». Για να αποφασιστεί αν ο Αιτητής έχει ή όχι επαρκές συμφέρον, το Δικαστήριο ερευνά τα περιστατικά της υπόθεσης (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1992) 1 ΑΑΔ 761).
Ως προς την αντισυνταγματικότητα οποιουδήποτε νόμου, το Σύνταγμα αναγνωρίζει δύο τρόπους ελέγχου:- (α) προληπτικό έλεγχο (δικαίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος να ζητήσει από το Ανώτατο Δικαστήριο Γνωμάτευση επί του συνταγματικού νομοθετήματος) και (β) παρεμπίπτοντα ή κατασταλτικό έλεγχο εφόσον ένας τέτοιος έλεγχος κρίνεται απαραίτητος για να επιλυθεί αναφυείσα διαφορά στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται αφηρημένων ερωτημάτων συνταγματικής φύσεως, εκτός αν μια τέτοια εξέταση είναι απολύτως αναγκαία για την έκβαση συγκεκριμένης υπόθεσης (βλ. Σύγγραμμα Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας, Α. Ν. Λοΐζου, Έκδοση 2001, στις σελ. 313-316).
Στην προκειμένη περίπτωση ο Αιτητής κατά την άποψή μου δεν έχει locus standi να ζητά παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας νόμου, χωρίς να εκκρεμεί εναντίον του οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία. Η μόνη διαδικασία που εκκρεμεί είναι η ποινική υπόθεση 7138/14, η οποία εκκρεμεί εναντίον του πελάτη του και όχι του ίδιου του Αιτητή. Ενόψει των πιο πάνω, δεν έχω πειστεί ότι ο Αιτητής έχει αποδείξει ότι έχει επαρκές συμφέρον για να αιτηθεί προνομιακό ένταλμα.»
Η απόφαση επικυρώθηκε κατ΄ έφεση ενώπιον της Ολομέλειας, όπου διαφοροποιήθηκε από την υπόθεση Μάτσιας (πιο πάνω) τόσο στη βάση του ότι ο εφεσείων δεν αντιμετώπιζε δικαστική διαδικασία όσο και στο ότι το διάταγμα δεν αφορούσε τον ίδιο.
Εν προκειμένω θεωρώ ότι δε θα μπορούσε ο αιτητής να επιτύχει ακύρωση του εν λόγω διατάγματος που στρεφόταν εναντίον άλλων προσώπων, οι οποίοι, όπως έχει ήδη λεχθεί, έχουν καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης.
Αυτό που προκύπτει από τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως έχουν παρατεθεί πιο πάνω, είναι ότι εκείνο που επιδιώκει ο αιτητής είναι ουσιαστικά τον περιορισμό της δυνατότητας της Κατηγορούσας Αρχής να παρουσιάσει ως μαρτυρικό υλικό εναντίον του στην ποινική υπόθεση που αντιμετωπίζει, τηλεπικοινωνιακά δεδομένα στα οποία έλαβε πρόσβαση η Αστυνομία μετά από σχετική αίτηση, εναντίον τρίτων προσώπων για σκοπούς άλλης ποινικής υπόθεσης την οποία αντιμετώπιζαν. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της διαδικασίας του προνομιακού εντάλματος τύπου Certiorari. Το κατά πόσο μία τέτοια μαρτυρία θα μπορούσε να αποτελέσει αποδεκτή μαρτυρία στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης που αντιμετωπίζει ο αιτητής ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας, δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο προνομιακού εντάλματος αλλά ζήτημα το οποίο θα εξεταστεί από το Κακουργιοδικείο στα πλαίσια της υπόθεσης. Η υπόθεση ΧΧΧ Πολυδώρου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 141/2017, ημερομηνίας 31.5.2019, ECLI:CY:AD:2019:B202, στην οποία παραπέμπει ο αιτητής και στην οποία κρίθηκε πως τα εντάλματα σύλληψης και έρευνας ελέγχονται ως προς τη νομιμότητά τους με προνομιακό ένταλμα, διαφοροποιείται από την παρούσα. Εδώ το διάταγμα πρόσβασης σε δεδομένα ιδιωτικής επικοινωνίας που περιέχονταν στα κινητά τηλέφωνα των δύο άλλων προσώπων, δεν στρεφόταν εναντίον του αιτητή, ούτε αφορούσε τη διερεύνηση αδικημάτων εναντίον του.
Για τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και απορρίπτεται.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ