ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Λιάτσος, Αντώνης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Κ. Χ΄΄ Ιωάννου, για τον Εφεσείοντα. Χ. Θεοδούλου (κα.) για Χ. Κυριακίδη ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-11-04 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΛΕΩΝΙΔΑ ΚΙΜΩΝΟΣ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ BLUE SEAL SHOES LTD ν. ΧΡ. ΙΩΑΝΝΟΥ amp;amp; ΥΙΟΙ (ΥΠΟΔΗΜΑΤΑ) ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση αρ. 66/2013, 4/11/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:A460

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 66/2013)

 

4 Νοεμβρίου, 2019

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,  Π., ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.Δ.]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

ΛΕΩΝΙΔΑ ΚΙΜΩΝΟΣ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ BLUE SEAL SHOES LTD,

Εφεσείοντα/Ενάγοντα

και

 

ΧΡ. ΙΩΑΝΝΟΥ & ΥΙΟΙ (ΥΠΟΔΗΜΑΤΑ) ΛΤΔ,

                   Εφεσιβλήτων/Εναγομένων  

-----------------------

Κ. Χ΄΄  Ιωάννου, για τον Εφεσείοντα.

Χ. Θεοδούλου (κα.) για Χ. Κυριακίδη ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.

         -----------------------

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.

         ------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:   Ο εφεσείοντας-ενάγοντας είναι ο εκκαθαριστής της εταιρείας Blue Seal Shoes Ltd, η οποία βρίσκεται υπό εκκαθάριση από τις 14.10.2005 (στη συνέχεια η ενάγουσα εταιρεία).  

 

Κατά τον επίδικο χρόνο η ενάγουσα ασχολείτο με την κατασκευή και εμπορία υποδημάτων ενώ οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι ασχολούνταν με την επιχείρηση εμπορίας υποδημάτων. 

 

Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης μεταξύ 13.3.1990 και 13.7.1990 οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι προμήθευαν την ενάγουσα με πρώτες ύλες, η ενάγουσα χρησιμοποιούσε τις πρώτες ύλες για την κατασκευή υποδημάτων, τα οποία στη συνέχεια πωλούσε στους εναγόμενους-εφεσίβλητους.  Κατά την έκθεση απαιτήσεως οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι τιμολογούσαν τις πρώτες ύλες χρεώνοντας την ενάγουσα, τα δε τιμολόγια τους λογίζονταν έναντι των τιμολογίων της ενάγουσας.   

 

Την 13.7.1998 ο λογαριασμός που διατηρούσε η ενάγουσα εταιρεία σε σχέση με τις δοσοληψίες-συναλλαγές που είχε με τους εναγόμενους-εφεσίβλητους, παρουσίαζε υπόλοιπο Λ.Κ.91.449,95.-, μετά όμως την προαναφερόμενη ημερομηνία έγιναν τέσσερις πληρωμές έναντι του οφειλομένου ποσού με αποτέλεσμα το υπόλοιπο να μειωθεί σε Λ.Κ.89.479,95.-   Πέραν του προαναφερόμενου κατ΄ ισχυρισμόν υπολοίπου η ενάγουσα εταιρεία αξίωνε επίσης το ποσό των Λ.Κ.40.000.- για πρώτη ύλη που χρησιμοποιείτο για την κατασκευή υποδημάτων γνωστή ως «ψίδια».  

 

Είναι η θέση της ενάγουσας-εφεσείοντα ότι μετά την 13.7.1998 οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι δεν έθεσαν οποιανδήποτε παραγγελία προς την ενάγουσα με αποτέλεσμα να παραμείνει αχρησιμοποίητη πρώτη ύλη συνολικής αξίας Λ.Κ.40.000.- , η οποία είχε παραδοθεί στην ενάγουσα και είχε χρεωθεί εις βάρος της ενάγουσας.  Περαιτέρω η ενάγουσα ισχυρίζεται στην έκθεση απαίτησης της ότι εξήγαγε είδη υπόδησης συνολικής αξίας Λ.Κ.16.306.-, για λογαριασμό των εναγομένων-εφεσιβλήτων, οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι εισέπραξαν το προαναφερόμενο ποσό αλλά δεν το κατέβαλαν στην ενάγουσα-εφεσείοντα.

 

Η συνολική αξίωση της ενάγουσας-εφεσείοντα ήταν για τα προαναφερόμενα ποσά των Λ.Κ.89.479,95.- ως υπόλοιπο λογαριασμού, πλέον Λ.Κ.40.000.- αξία μη χρησιμοποιηθείσας πρώτης ύλης, πλέον Λ.Κ.16.306.0 για την προαναφερόμενη εξαγωγή, με τόκο 9% ετησίως, επί των προαναφερόμενων ποσών, από 13.7.1998.

 

Στην Υπεράσπιση τους οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι η απαίτηση του εφεσείοντα για συναλλαγές που έγιναν πριν 15 χρόνια είχε παραγραφεί και/ή αποσβεστεί και ότι  η προώθηση της παραβιάζει ουσιώδη συνταγματικά δικαιώματα των εναγομένων-εφεσιβλήτων.   Αναφορικά με την ουσία της απαίτησης οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι παραδέχονται ότι είχαν κάποια συμφωνία και εμπορικές συναλλαγές με την ενάγουσα-εφεσείοντα, απορρίπτουν όμως κατηγορηματικά ότι οφείλουν σ΄ αυτούς οποιοδήποτε ποσό ως υπόλοιπο λογαριασμού, ή για την εξαγωγή προϊόντων στο εξωτερικό (Ζαϊρ) ή για πρώτη ύλη που δεν χρησιμοποιήθηκε.   Απορρίπτουν επίσης την αξίωση της ενάγουσας-εφεσείοντα για οφειλόμενο τόκο ένεκα του ότι η ενάγουσα δήθεν καταβάλλει ανάλογους τόκους για χρέη της. 

 

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου κατέθεσε, εκ μέρους της ενάγουσας-εφεσείοντα, ο Διευθυντής της, κατά τον ουσιώδη χρόνο, κ. Χ.Δ. και εκ μέρους των εναγομένων-εφεσιβλήτων ο Λογιστής κ. Τ. Σ. και ο Διευθυντής τους, κ. Α. Ν..

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο παρέθεσε, ανέλυσε και αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία και ειδικά τη μαρτυρία των Διευθυντών των διαδίκων εταιρειών.   Θεώρησε τον κ. Χ.Δ. ως εντελώς αναξιόπιστο μάρτυρα και θεώρησε ότι τα τεκμήρια που παρουσίασε προς απόδειξη της υπόθεσης της ενάγουσας και ειδικά τα τεκμήρια 1 και 10 ήταν εντελώς αναξιόπιστα.  Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής αναφέρθηκε συγκεκριμένα σε δύο γραπτές δηλώσεις του κ. Χ.Δ, τις οποίες υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του.   Η δεύτερη γραπτή δήλωση επικεντρώνεται στην εξαγωγή υποδημάτων στο Ζαϊρ, ενώ η πρώτη αναφέρεται στις λεπτομέρειες της έκθεσης απαίτησης και δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.   Αφού αναφέρει διάφορες αντιφάσεις στη μαρτυρία του κ. Χ.Δ., εν σχέσει με την εξαγωγή στο Ζαϊρ, προχωρεί στην εξέταση του ζητήματος του κατ΄  ισχυρισμόν οφειλομένου υπολοίπου λογαριασμού.   Ο κ. Χ.Δ. δήλωσε στο δικαστήριο ότι τα περισσότερα έγγραφα της ενάγουσας βρίσκονταν στο εργοστάσιο της στη Λακατάμια, το οποίο κάηκε το Μάρτιο του 2007.  Ο μάρτυρας όμως εντόπισε κάποια τιμολόγια, όπως είπε, τα οποία παρουσίασε στο δικαστήριο ως τεκμήριο 10.    Τα τιμολόγια δεν ήταν καθόλου ευανάγνωστα, γι΄ αυτό ο ίδιος ο μάρτυρας επιχείρησε, όπως είπε, να τα συμπληρώσει.   Επομένως προκύπτει, όπως συμπέρανε το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι ο ίδιος ο κ. Χ.Δ. έγραψε με μελάνι στα τιμολόγια, τεκμήριο 10, ότι αναγραφόταν εκεί και μάλιστα πρόσφατα, όπως παραδέχθηκε ο κ. Χ.Δ., δηλαδή λίγες μέρες πριν τη δικάσιμο.  

 

Αναφορικά με το τεκμήριο 1, που είναι ένα, ούτω καλούμενο, «καθολικό» βιβλίο που περιλαμβάνει ανάλυση των χρεοπιστώσεων της ενάγουσας με τους εναγόμενους, αυτό βρισκόταν στο αυτοκίνητο του κ. Χ.Δ., όπως ο ίδιος είπε, και έτσι δεν καταστράφηκε μαζί με τα υπόλοιπα βιβλία και έγγραφα της εταιρείας, κατά την πυρκαγιά.   Οι εγγραφές στο βιβλίο δεν γίνονταν καθημερινά αλλά κάθε μήνα ή κάθε δύο μήνες.   Παραδέχθηκε ο κ. Χ.Δ. ότι μπορεί να έκανε και τέσσερις μήνες ή να έκλεινε η σαιζόν για να καταγράψει τις διάφορες χρεοπιστώσεις.  Σε ερώτηση που του υποβλήθηκε κατά την αντεξέταση, ο κ. Χ.Δ. είπε ότι αν είχε γίνει κάποια πληρωμή, την οποία δεν είχε καταγράψει, θα ήταν πρόθυμος να την αποδεχτεί, νοουμένου ότι οι εναγόμενοι του παρουσίαζαν σχετική απόδειξη.      

 

Για τον κ. Χ.Δ. το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε ότι τον θεωρούσε αναξιόπιστο μάρτυρα, ο οποίος διαμόρφωνε τις απαντήσεις του ανάλογα με την περίπτωση και προς όφελος της εταιρείας του.   Παραδέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι διέπραξε παρανομία αναφορικά με την εξαγωγή στο Ζαϊρ καθότι δεν δήλωσε στις Τελωνειακές Αρχές τα εμπορεύματα που εξήγαγε.  Συγκεκριμένα, σε άλλη αγωγή, την υπ΄ αρ. 4403/2005, που αφορούσε στην εξαγωγή στο Ζαϊρ, ο μάρτυρας είχε παραδεχθεί ότι είχε «χώσει» τα εμπορεύματα για να μην τα δουν στο Τελωνείο.   Κακή εντύπωση έκανε στο πρωτόδικο δικαστήριο και το γεγονός ότι ο κ. Χ.Δ. παρουσίασε δέσμη καμένων τιμολογίων, το τεκμήριο 10, τα οποία συμπλήρωσε ο ίδιος εκ των υστέρων.   Για το τεκμήριο 1 είπε ότι βρισκόταν στο αυτοκίνητο του και διεσώθη, ενώ τα τεκμήρια 9(α) και 9(β), επί των οποίων στήριξε την απαίτηση του αναφορικά με την εξαγωγή στο Ζαϊρ, παρατήρησε ότι ήταν δικά του κατασκευάσματα και δεν αφορούσαν την εναγόμενη εταιρεία αλλά τον Διευθυντή της κ. Α.Ν., προσωπικά.  

 

Η μαρτυρία του κ. Χ.Δ. προς τεκμηρίωση της αξίωσης της ενάγουσας για οφειλόμενο υπόλοιπο λογαριασμού στηρίζεται εξ΄ ολοκλήρου στο τεκμήριο 1, το οποίο είναι δικό του κατασκεύασμα, που διατηρούσε για δικούς του σκοπούς και δεν ήταν σε θέση να πει πότε ακριβώς κατέγραφε τις καταχωρήσεις.   Κατά την αντεξέταση του δεν απέκλεισε το γεγονός να υπήρξαν πληρωμές για τις οποίες δεν έγιναν καταχωρήσεις, στο τεκμήριο 1, ενώ σε επιστολή του ημερ. 29.2.2000 προς τον Διευθυντή των εναγομένων, κ. Α.Ν., του ζήτησε όπως καταβάλει διάφορα ποσά για τις υπηρεσίες που του προσφέρθηκαν χωρίς να κάμνει οποιαδήποτε αναφορά σε υπόλοιπο λογαριασμού.  Αναφορά σε υπόλοιπο λογαριασμού έγινε, για πρώτη φορά, στην επιστολή του δικηγόρου της ενάγουσας προς τους εναγομένους, ημερ. 11.10.2000.  

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά ούτε το τεκμήριο 1, ούτε τα τεκμήρια 9(α) και (β), ούτε και το τεκμήριο 10.   Συγκεκριμένα είπε  ότι το τεκμήριο 1 δεν συνιστά ανεξάρτητη μαρτυρία, ούτε και μαρτυρία ενισχυτική της μνήμης του κ. Χ.Δ., καθότι οι καταχωρήσεις δεν γίνονταν ταυτόχρονα με τις χρεώσεις και τις πληρωμές, αλλά πολλούς μήνες αργότερα.   Η μαρτυρία αναφορικά με τα «ψίδια», ήταν γενική και αόριστη και δεν μπορούσε να τεκμηριώσει ούτε και τη σχετική αξίωση για ποσό Λ.Κ.40.000.-    Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής παρατηρεί ότι στην επιστολή, τεκμήριο 3, που απέστειλε ο κ. Χ.Δ. προς τον κ. Α.Ν., ζητά ποσό Λ.Κ.85.000.- για τα «ψίδια» εισαγωγής, ενώ στην έκθεση απαίτησης ζητά ποσό Λ.Κ.40.000.- για μη χρησιμοποιηθείσα πρώτη ύλη.  

 

Το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών της ενάγουσας εταιρείας το είχε η ίδια.  Η μαρτυρία του κ. Χ.Δ. κρίθηκε ως εντελώς αναξιόπιστη και καθόλου πειστική και επομένως η αξίωση απορρίφθηκε ως μη αποδειχθείσα.  

 

Για το Μ.Υ. 1, Λογιστή κ. Σ., η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής ανέφερε ότι η μαρτυρία του δεν έριξε οποιοδήποτε φως στα επίδικα γεγονότα.   Δεν προέβηκε σε ουσιαστική αξιολόγηση της μαρτυρίας του, αν και ο κ. Σ. ανέφερε στη μαρτυρία του ότι προς διευθέτηση όλων των διαφορών μεταξύ των διαδίκων, οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι πλήρωσαν ποσό Λ.Κ.1.000.-, στις 7.3.2000, στην ενάγουσα.  Η μη αξιολόγηση της μαρτυρίας του κ. Σ. είναι ένα κενό στην πρωτόδικη απόφαση, όμως, υπό τις περιστάσεις, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία εφόσον ο προαναφερόμενος ισχυρισμός του, ο οποίος δεν αξιολογήθηκε, δεν δικογραφείται στην Υπεράσπιση και επομένως δεν θα μπορούσε να ληφθεί υπόψιν, εν πάση περιπτώσει. 

 

Για τον Μ.Υ. 2, κ. Ν., το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει ότι ήταν αγχωμένος και συγχυσμένος και η μαρτυρία του δεν είχε συνοχή, αυτό όμως δεν ήταν παράξενο ενόψει του γεγονότος ότι παρήλθαν 15 περίπου χρόνια από το χρόνο εξαγωγής των υποδημάτων στο Ζαϊρ και 12 και πλέον έτη από το χρόνο διακοπής των επαγγελματικών σχέσεων των διαδίκων. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε την ουσία της υπόθεσης, απορρίπτοντας την προδικαστική ένσταση ότι η απαίτηση της ενάγουσας είχε παραγραφεί ή δεν θα έπρεπε να είχε εξεταστεί για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης.   Δεν αμφισβητήθηκε η κρίση αυτή και επομένως δεν θα μας απασχολήσει.

 

Με την έφεση, η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως εσφαλμένη με τέσσερις λόγους. 

Ο πρώτος λόγος αναφέρει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι δεν απεδείχθη η απαίτηση της ενάγουσας-εφεσείοντα.   Κατά τον εφεσείοντα μόνον από τα παραδεκτά γεγονότα αποδεικνύετο το  μεγαλύτερο μέρος, αν  όχι ολόκληρη, η απαίτηση της ενάγουσας.  

 

Ο δεύτερος λόγος αναφέρει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα προσέγγισε το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων και η κατάληξη του είναι εσφαλμένη και αυθαίρετη.

 

Ο τρίτος λόγος αναφέρει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν «συγκροτεί» το σύνολο της μαρτυρίας σε σχέση με τα επίδικα θέματα και η κατάληξη του ότι δεν απεδείχθη η υπόθεση της ενάγουσας είναι εσφαλμένη.

 

Ο τέταρτος λόγος λέγει μόνον ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέδωσε απόφαση ως η απαίτηση.

 

Εξετάσαμε με προσοχή όλους τους λόγους έφεσης, υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων.   Θεωρούμε ότι όλοι οι λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι και θα πρέπει να απορριφθούν. 

 

Συναφώς παρατηρούμε ότι δεν έγινε παραδεκτό, στην Υπεράσπιση ή ενώπιον του δικαστηρίου, οποιοδήποτε ουσιώδες γεγονός ή οποιοσδήποτε ουσιαστικός ισχυρισμός της ενάγουσας-εφεσείοντα.  Εκτός από το ότι οι διάδικοι είχαν μεταξύ τους κάποια συμφωνία για επαγγελματικές συναλλαγές, πολλά χρόνια πριν την έγερση της αγωγής, στην Υπεράσπιση γίνεται πλήρης άρνηση όλων των ουσιωδών ισχυρισμών.  Αναφορικά με τη συμφωνία, που για κάποια χρονική περίοδο είχαν μεταξύ τους οι διάδικοι, η Υπεράσπιση αρνείται τις παραγράφους 3 και 4 της έκθεσης απαίτησης και επιπρόσθετα αρνείται ότι οφείλει οποιοδήποτε ποσόν, για οποιοδήποτε λόγο, στην ενάγουσα-εφεσείοντα.   Επομένως, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για παραδεκτά γεγονότα και μη αμφισβητούμενους ισχυρισμούς της ενάγουσας-εφεσείοντα, στη βάση των οποίων απεδείχθη η απαίτηση της ενάγουσας-εφεσείοντα, μερικώς ή εξ ολοκλήρου.

 

Ολόκληρη η απαίτηση της ενάγουσας-εφεσείοντα βασίστηκε στη μαρτυρία του κ. Χ. Δ., ο οποίος κρίθηκε ως εντελώς αναξιόπιστος μάρτυρας και τα τεκμήρια που παρουσίασε προς απόδειξη της υπόθεσης της ενάγουσας και ειδικά τα τεκμήρια 1, 9 (α) και (β) και 10, κρίθηκαν ως κατασκευάσματα του ιδίου, τα οποία δεν είχαν οποιαδήποτε αξιοπιστία ή βαρύτητα. Επομένως με την απόρριψη της μαρτυρίας του, ένεκα αναξιοπιστίας, ολόκληρη η υπόθεση της ενάγουσας-εφεσείοντα κατέρρευσε. 

 

Αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας, παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν προέβηκε σε πλήρη ευρήματα αξιοπιστίας αναφορικά με τους δύο μάρτυρες της Υπεράσπισης, προέβη όμως σε πλήρη ευρήματα αξιοπιστίας για τον Μ.Ε. 1, κ. Δ., τα οποία και αιτιολόγησε πλήρως.  Υπό τις περιστάσεις το κενό που παρουσιάζεται στην αξιολόγηση της  μαρτυρίας της Υπεράσπισης δεν επηρεάζει την έκβαση της έφεσης.  Για σκοπούς εφέσεως, εκείνο που έχει σημασία είναι ότι η μοναδική μαρτυρία της ενάγουσας-εφεσείοντα κρίθηκε ως εντελώς αναξιόπιστη και απορρίφθηκε, με πλήρη αιτιολογία. 

 

Όπως είναι θεμελιωμένο το Εφετείο σπάνια και με προϋποθέσεις επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου, και αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε. 1, κ. Χ.Δ., δεν υπάρχει οποιοδήποτε έδαφος επέμβασης του Εφετείου.

Για την κατ΄ ισχυρισμόν  εσφαλμένη θεώρηση «του συνόλου» της μαρτυρίας σε σχέση με τα επίδικα θέματα αλλά και τα κατατεθέντα τεκμήρια, θεωρούμε ότι και πάλι το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε ορθά, τουλάχιστον αναφορικά με την μαρτυρία του κ. Δ., την οποία εξέτασε στο σύνολό της και με αναφορά στα καταταθέντα τεκμήρια.  Ήταν μαρτυρία στην οποίαν κανένα λογικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασιστεί.   Είχε κενά, αντιφάσεις και ουσιαστικά ήταν μαρτυρία κατασκευασμένη από τον κ. Δ. με σκοπό την προώθηση της υπόθεσης της ενάγουσας.

 

Ήταν η θέση του κ. Χ΄΄  Ιωάννου ότι το βάρος απόδειξης που είχε η ενάγουσα-εφεσείοντας ήταν να αποδείξει τα ποσά που οφείλονταν σ΄ αυτήν από τους εναγόμενους-εφεσίβλητους.   Κατά πόσον οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι κατέβαλαν κάποια ποσά έναντι των οφειλών τους, ήταν ζήτημα δικό τους να το αποδείξουν με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων.  Ως εκ τούτου, εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, το πρωτόδικο δικαστήριο όφειλε να εκδώσει απόφαση ως η απαίτηση, υπέρ του.   Δεν συμφωνούμε με την προαναφερόμενη εισήγηση.  Η αξίωση της ενάγουσας-εφεσείοντα, στην προκείμενη περίπτωση, δεν ήταν για οποιοδήποτε εκκαθαρισμένο ή άλλως παραδεδεγμένο λογαριασμό (account stated), αλλά για, κατ΄ ισχυρισμόν, οφειλόμενο υπόλοιπο λογαριασμού, για μη χρησιμοποιηθείσα πρώτη ύλη και για την εξαγωγή υποδημάτων στο Ζαϊρ.   Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του κ. Δ., αναφορικά με τις αξιώσεις που βασίζονταν στην εξαγωγή στο Ζαϊρ και στη μη χρησιμοποίηση πρώτης ύλης και συμφωνούμε με την απόρριψή της, για τους λόγους που το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε.  

 

Σε σχέση με το κατ΄ ισχυρισμό οφειλόμενο υπόλοιπο λογαριασμού, θεωρούμε ότι το βάρος απόδειξης τόσον των χρεώσεων, όσον και των  πιστώσεων, αλλά και του εναπομείναντος οφειλομένου υπολοίπου, το έφερε η ενάγουσα-εφεσείοντας. Με την αναξιόπιστη μαρτυρία που προσέφερε δεν το απέσεισε και επομένως η απαίτηση της ορθώς απορρίφθηκε με έξοδα.  Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στις αποφάσεις Μιχαηλίδης ν. Φάνος Ν. Επιφανίου Λτδ (2009) 1 ΑΑΔ, 494, Παπαχριστοδούλου ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα, Πολιτική Έφεση αρ. 263/10, ημερ. 5.5.2015, ECLI:CY:AD:2015:A301 και Αλλαντοποιεία Πίττας Ξενοφώντος Λτδ ν. Θεοφάνους, Πολιτική Έφεση αρ. 372/10, ημερ. 10.5.16, ECLI:CY:AD:2016:A231.

 

Στην υπόθεση Μιχαηλίδης (ανωτέρω) τονίστηκε ότι εφόσον η απαίτηση δεν βασιζόταν σε εκκαθαρισμένο ή άλλως παραδεδεγμένο λογαριασμό, και εφόσον η θέση του εναγόμενου ήταν ότι δεν όφειλε οποιοδήποτε ποσό, (όπως και στην προκείμενη περίπτωση), ο ενάγων είχε το βάρος απόδειξης της υπόθεσης του.  Για τις καταγραφές σε τεκμήριο που παρουσίασε ο ενάγων, το Εφετείο τόνισε ότι θα έπρεπε να παρουσιαστεί αξιόπιστη μαρτυρία, προς απόδειξη του περιεχομένου του τεκμηρίου.

 

Στην υπόθεση Παπαχριστοδούλου (ανωτέρω) και πάλι υπήρχε άρνηση της απαίτησης του ενάγοντα, η υπόθεση αφορούσε σε χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού και το Εφετείο τόνισε ότι το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του ενάγοντα το είχε ο ίδιος.           

 

Στην υπόθεση Αλλαντοποιεία Πίττας Ξενοφώντος Λτδ (ανωτέρω) το Εφετείο τόνισε ότι η εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων αποτελεί κατεξοχήν, έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου και το Εφετείο σπανίως επεμβαίνει σ΄ αυτά.   Αναφορικά με το βάρος απόδειξης, τόνισε ότι ο ενάγων είχε το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού του ότι πρόσφερε υπηρεσίες στον εναγόμενο, αλλά η αμοιβή του δεν εξοφλήθηκε στην ολότητά της.  Το βάρος απόδειξης αποσείεται μόνο με αξιόπιστη μαρτυρία.

 

Οι αρχές που διατυπώθηκαν στις προαναφερόμενες αποφάσεις ισχύουν και στην παρούσα υπόθεση, ότι δηλαδή το βάρος της απόδειξης των απαιτήσεων της ενάγουσας-εφεσείοντα το είχε η ίδια, δεν το απέσεισε εφόσον η μαρτυρία που πρόσφερε ορθώς κρίθηκε ως αναξιόπιστη και απορρίφθηκε και κατά συνέπεια ορθώς απορρίφθηκε και η αγωγή.

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται με €3.000.- έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων και εις βάρος του εφεσείοντα.

 

 

 

                                                Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

 

 

                                                Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

                                                Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο