ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2019:D501
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 193/2019
29 Νοεμβρίου, 2019
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ χχχ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΕ Α.Δ.Τ. χχχ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI,
KAI
ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ENTAΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 23ης ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2019 ΚΑΙ ΩΡΑ 18:35, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΣΤ. χχχχ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 155, ΑΡΘΡΑ 18, 19, 20 ΚΑΙ 21
-------------------
Μαρία Νεοφύτου (κα) μαζί με τον Δημήτρη Τσολακίδη, για τον Αιτητή.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Ο αιτητής, αστυφύλακας, συνελήφθη στη βάση εντάλματος σύλληψης που εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στις 23.4.2019, σε σχέση με διερευνόμενα αδικήματα που φέρεται να διαπράχθηκαν τη 13.4.2019 στην Πάφο και σχετίζονταν, μεταξύ άλλων, με κατάχρηση εξουσίας και παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία.
Με την παρούσα αίτηση επιδιώκεται η παραχώρηση άδειας για την καταχώριση αίτησης διά κλήσεως με απώτερο σκοπό την έκδοση εντάλματος certiorari, με το οποίο να ακυρώνεται το εν λόγω ένταλμα σύλληψης στη βάση, όπως περιορίστηκε το αίτημα κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση, ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο το εξέδωσε βασιζόμενο σε ψευδορκία.
Στην ένορκη δήλωση του αιτητή, η οποία συνοδεύει την αίτηση, παρουσιάζεται ως τεκμήριο ένορκη δήλωση του Αστυφύλακα χχχχ, Γερασίμου, της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου Αστυνομίας (Υ.Ε.Ε.Α.), η οποία υποστήριζε το αίτημα για την έκδοση του εντάλματος σύλληψης, (στο εξής «ο όρκος»). Ο όρκος αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι στις 18.4.2019 δόθηκε πληροφορία στην Υ.Ε.Ε.Α. σύμφωνα με την οποία την 12.4.2019, κατά τη διάρκεια επιχείρησης ελεγχόμενης παράδοσης της Υπηρεσίας Καταπολέμησης Ναρκωτικών, συνελήφθησαν δύο άτομα για κατοχή ναρκωτικών. Στα πλαίσια της διερεύνησης λήφθηκε μαρτυρία ότι στην υπόθεση εμπλεκόταν και κάποιος χχχ Χριστοφή, άλλως «Τταιφάς», στον οποίο φαινόταν να ανήκαν τα ναρκωτικά, εναντίον του οποίου εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης και καταζητείτο.
Ένας από τους δύο συλληφθέντες (στο εξής «ο μάρτυρας»), ενώ κρατείτο στα κρατητήρια του Κεντρικού Σταθμού Πάφου, εξέφρασε την επιθυμία σε μέλος της Υ.Κ.Α.Ν., να προβεί σε κατάθεση σχετικά με την υπόθεση, αναφέροντας επίσης ότι το απόγευμα της 13.4.2019 ή της 14.4.2019 τον επισκέφθηκε στα κρατητήρια άγνωστος του ένστολος αστυνομικός, ο οποίος του έδωσε €200 και του είπε «έφερα σου 200 ευρώ που τον Τταιφά, τζιαι είπε μου να σου πω αν μιλήσεις εν' να σου κόψει την κκελλέ σου». Προέβη δε σε περιγραφή του αστυνομικού. Ακολούθως, μέλη της Υ.Ε.Ε.Α. παρέλαβαν το κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης του Κεντρικού Σταθμού Πάφου, στο οποίο καταγράφηκαν οι κινήσεις του ύποπτου αστυνομικού κατά την 13.4.2019 στον εν λόγω αστυνομικό σταθμό, καθώς επίσης άγνωστου πολίτη που τον συνόδευε. Μετά από αξιολόγηση των πλάνων, τα μέλη της Υ.Ε.Ε.Α. προέβησαν σε διάφορες διαπιστώσεις, στις οποίες δεν χρειάζεται να γίνει αναφορά για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης. Διαπιστώθηκε, επίσης, ότι στο Φάκελο Κρατουμένου του μάρτυρα υπήρχε καταχώρηση, στο πεδίο «Παραλαβής & Διακίνησης Χρημάτων» σχετικά με την πρόσθεση ποσού €200 στην περιουσία του. Επρόκειτο για ελλιπή καταχώρηση, αφού δεν αναφερόταν η ημερομηνία ή η ώρα, ενώ το όνομα του προσώπου που έδινε τα χρήματα εκ πρώτης όψεως δεν φαινόταν να ήταν υπαρκτό. Κατόπιν περαιτέρω ανακρίσεων και έρευνας στο μηχανογραφημένο σύστημα της Αστυνομίας που έγιναν από την Υ.Ε.Ε.Α., διαπιστώθηκε ότι ο ύποπτος αστυνομικός στον οποίο αναφερόταν ο μάρτυρας, ήταν ο αιτητής.
Ο αιτητής αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην 6η παράγραφο του όρκου, όπου καταγράφονται τα εξής:
«Την 23/04/2019, ο μάρτυρας προέβηκε σε γραπτή κατάθεση, στη οποία παραδέχεται την εμπλοκή του όσον αφορά στα αδικήματα κατοχής ναρκωτικών, κατονομάζει άλλα πρόσωπα τα οποία εμπλέκονται και περαιτέρω επανέλαβε τα όσα είχε αναφέρει και προφορικά σχετικά με τον ύποπτος (sic) αστυνομικός, ότι δηλαδή τον απείλησε με σκοπό να μη δώσει κατάθεση».
Κατά τον αιτητή, ο όρκος εμπεριέχει ψεύδη, αφού η γραπτή κατάθεση του μάρτυρα που αναφέρεται στην παρ. 6 του όρκου, η οποία, σημειώνω, παρουσιάζεται ως τεκμήριο στην ένορκη δήλωση και συμπληρωματική ένορκη δήλωση που υποστηρίζουν την αίτηση, ολοκληρώθηκε, όπως αναγράφεται σε αυτή, η ώρα 19:15, ενώ ο όρκος λήφθηκε προηγουμένως, ήτοι στις 18:35. Το ένταλμα σύλληψης, δηλαδή, εκδόθηκε στη βάση κατάθεσης μεταγενέστερης της έκδοσης του.
Τη θέση περί ψευδορκίας υποστήριξε και η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της αίτησης, με βάση το περιεχόμενο της παραγράφου 6 του όρκου, την ώρα λήψης του όρκου και την ώρα ολοκλήρωσης της γραπτής κατάθεσης του μάρτυρα. Τα στοιχεία αυτά, κατά την εισήγησή της, αποκαλύπτουν εκ πρώτης όψεως υπόθεση ώστε να δικαιολογείται η παραχώρηση της αιτούμενης με την αίτηση άδειας.
Το προνομιακό ένταλμα συνιστά εξαιρετικό μέτρο, η έκδοση του οποίου ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Σύμφωνα με τις καλά γνωστές νομολογιακές αρχές, απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση άδειας είναι η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης με την έννοια της συζητήσιμης υπόθεσης (βλ. In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).
Ο λόγος που επικαλείται ο αιτητής για ακύρωση του εντάλματος σύλληψης, δηλαδή ψευδορκία, συγκαταλέγεται στους λόγους για τους οποίους εκδίδεται προνομιακό ένταλμα certiorari. Σημειώνεται δε ότι ένα από τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της ψευδορκίας, που προβλέπονται από το άρθρο 110(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, είναι ότι η ψευδής κατάθεση σε δικαστική διαδικασία ή για το σκοπό έναρξης δικαστικής διαδικασίας πρέπει να «αφορά σε ο,τιδήποτε ουσιώδες» στη διαδικασία.
Η εξουσία για την έκδοση εντάλματος σύλληψης παρέχεται από το άρθρο 12(2)(γ) του Συντάγματος και το άρθρο 18(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ως αυτός έχει τροποποιηθεί[1]. Δεν αμφισβητείται, εν προκειμένω, ότι ο μάρτυρας προέβη στην προφορική δήλωση που του αποδίδεται στον όρκο σε σχέση με τον ύποπτο αστυνομικό, δηλαδή ότι τον απείλησε με σκοπό να μη δώσει κατάθεση, ενώ κατά τη συζήτηση της αίτησης εγκαταλείφθηκε η θέση του αιτητή περί διάστασης μεταξύ της προφορικής δήλωσης του μάρτυρα όπως καταγράφεται στον όρκο και της δήλωσης του για το θέμα της απειλής στην γραπτή του κατάθεση. Είναι προφανές ότι για την έκδοση του εντάλματος σύλληψης του αιτητή, το Επαρχιακό Δικαστήριο στηρίχθηκε στη προφορική δήλωση του μάρτυρα, η οποία καταγράφεται στον όρκο σε εισαγωγικά, καθώς και στα άλλα στοιχεία που αναφέρονται σε αυτό, και όχι στην γραπτή του κατάθεση, όπως υποστηρίζει ο αιτητής, η οποία άλλωστε δεν βρισκόταν ενώπιον του Δικαστηρίου. Η αναφορά δε στην παράγραφο 6 του όρκου ότι ο μάρτυρας επανέλαβε στην κατάθεση του τα όσα είχε αναφέρει προφορικά σχετικά με τον ύποπτο αστυνομικό, ήταν επουσιώδες, ακόμα και αδιάφορο για τους σκοπούς έκδοσης του εντάλματος σύλληψης.
Για τους πιο πάνω λόγους, κρίνεται ότι ο αιτητής δεν έχει αποκαλύψει εκ πρώτης όψεως υπόθεση.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] «18.-(1) Όταν δικαστής ικανοποιείται με γραπτή ένορκη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι ένα πρόσωπο διέπραξε αδίκημα ή όταν η σύλληψη ή η κράτηση θεωρηθεί ευλόγως αναγκαία για παρεμπόδιση διαπράξεως αδικήματος η αποδράσεως μετά τη διάπραξη αυτού, ο δικαστής δύναται να εκδώσει ένταλμα (που θα αναφέρεται στον παρόντα Νόμο ως ένταλμα συλλήψεως) το οποίο να εξουσιοδοτεί τη σύλληψη του ατόμου εναντίον του οποίου στρέφεται το ένταλμα.
[..]»