ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:D459
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 186/2019)
4 Νοεμβρίου 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ)
ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (33/1964)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018 (5/2018)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΡ. ΑΝΔΡΕΑ Π. ΠΟΙΗΤΗ, ΩΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΑΛΙΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΠΑΓΚΟΥ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 03.10.2019 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΥΠ΄ ΑΡ. 1260/2017 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ
ΔΡ. ΑΝΔΡΕΑ Π. ΠΟΙΗΤΗ, ΩΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΑΛΙΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΠΑΓΚΟΥ, ΕΝΑΓΟΝΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥ xxx ΠΕΤΡΟΥ, ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ
-----------------------------------------------
Α. Ποιητής, για τον Αιτητή.
-----------------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την αίτηση του για άδεια προς καταχώρηση διά κλήσεως αιτήσεως για έκδοση των προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και/ή Prohibition, ο αιτητής βασίζει στα ακόλουθα δεδομένα τα οποία περιέχονται στην έκθεση γεγονότων και στη συναφή ένορκη δήλωση υποστηριζόμενες από όλα τα σχετικά πρακτικά και έγγραφα.
Ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας εκκρεμεί αγωγή μικρής αξίας που αφορά στην καταβολή του ποσού των €450 ως ληξιπρόθεσμου ενοικίου, η οποία αγωγή ηγέρθηκε από τον εκτελεστή της διαθήκης της περιουσίας της αποβιωσάσης η οποία εν ζωή είχε ενοικιάσει εγγεγραμμένο επ΄ ονόματι της κατάστημα στη Λάρνακα. Η ενοικίαση αφορούσε την περίοδο 31.1.2016 μέχρι 30.11.2018 έναντι μηνιαίου ενοικίου €450, το οποίο ο εναγόμενος-ενοικιαστής προπλήρωνε την πρώτη ημέρα εκάστου μηνός. Παρά τη συμφωνία της ενοικίασης, ο εναγόμενος εξακολουθούσε να οφείλει το ενοίκιο του μηνός Σεπτεμβρίου 2017, το οποίο και αξιώθηκε διά της αγωγής. Στην υπεράσπιση του ο εναγόμενος αρνήθηκε με την παράγραφο 2 την ιδιότητα του ενάγοντα ότι ενεργούσε νομοτύπως ως εκτελεστής της διαθήκης ή άλλως πως της αποβιωσάσης ιδιοκτήτριας του καταστήματος. Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι γνώση περί της ιδιότητας αυτής έλαβε στις 4.7.2017 όταν του επιδόθηκε σχετική επιστολή από τον ενάγοντα. Πέραν διαφόρων άλλων ισχυρισμών, προσθέτει στην παράγραφο 5 ότι δεν όφειλε κανένα ενοίκιο δεδομένου ότι το είχε ήδη καταβάλει με τραπεζική εντολή την 1.9.2017 στο λογαριασμό που του είχαν δώσει οι ιδιοκτήτες (περιλαμβάνει και το σύζυγο της αποβιωσάσης), με την υπογραφή του ενοικιαστηρίου.
Δεδομένου ότι η αγωγή δεν υπερβαίνει τις €3.000 ακολουθήθηκε η διαδικασία της νέας Δ.30 και προς τούτο καταχωρήθηκαν γραπτές μαρτυρίες από πλευράς του ενάγοντος μέσω δικηγορικής υπαλλήλου και από τον ίδιο τον εναγόμενο προσωπικώς. Ακολούθησε αίτηση του ενάγοντα με την οποία ζητείτο η προσέλευση του εναγομένου για αντεξέταση επί των παραγράφων 4-7 της γραπτής του μαρτυρίας στη βάση του ότι στην έγγραφη αυτή μαρτυρία αναφέρονταν γεγονότα που δυνατόν να παραπλανούσαν το Δικαστήριο και συνεπώς έχρηζαν διευκρίνισης. Η αντεξέταση ήταν απαραίτητη για να καταδειχθεί ότι ο εναγόμενος παρά το ότι έλαβε γνώση γραπτώς και προφορικώς ότι το ενοίκιο θα έπρεπε να πληρωνόταν στον ενάγοντα ως διαχειριστή της περιουσίας, εν τούτοις επέμενε να το πληρώνει στο σύζυγο της αποβιωσάσης.
Το Δικαστήριο αφού άκουσε τους συνηγόρους των διαδίκων εξέδωσε απορριπτική του αιτήματος συνοπτική απόφαση, κρίνοντας ότι η νέα Διαταγή 30 επιτρέπει την κατ΄ εξαίρεση και μόνο αντεξέταση μάρτυρα εφόσον σκοπός της είναι να επιταχυνθεί η διαδικασία ιδιαίτερα εκεί όπου το αντικείμενο της διαφοράς είναι ήσσονος σημασίας. Με αναφορά στη δικογραφία, το Δικαστήριο ανέφερε ότι με την παράγραφο 2 της υπεράσπισης, ο εναγόμενος πληροφορήθηκε τον ισχυρισμό περί του διορισμού διαχειριστή της περιουσίας στις 4.7.2017, αλλά παρά την αναφορά αυτή ο ενάγοντας με την έγγραφη μαρτυρία που παρουσίασε που δεν ήταν καν από τον ίδιο, αλλά από δικηγορική υπάλληλο, δεν σχολίασε τον ισχυρισμό αυτό ενώ είχε κάθε ευκαιρία να το έπραττε. Πρόσθεσε ότι δεν δόθηκε ικανοποιητικός λόγος για αντεξέταση του εναγομένου διότι κατά την άποψη του δεν υπήρχαν αντικρουόμενοι ισχυρισμοί εφόσον αφενός υπήρχε η μαρτυρία του εναγομένου ότι δεν γνώριζε περί του διορισμού του διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης «... μαρτυρία η οποία είναι σαφής και δεν χρήζει διευκρίνισης μέσω αντεξέτασης.». Επομένως «με δεδομένο το περιεχόμενο των δικογράφων» δεν καταδείχθηκε καλός λόγος για να επιτραπεί ως εξαίρεση του κανόνα το αίτημα για αντεξέταση.
Η θέση που προβάλλει ο ευπαίδευτος συνήγορος που είναι και ο εκτελεστής της διαθήκης της αποβιωσάσης, είναι ότι το Δικαστήριο με την απόφαση του αυτή παρέβλεψε τα δικόγραφα και ενήργησε εκτός αρμοδιότητας, απαγορεύοντας στην ουσία την αντεξέταση που ήταν απαραίτητη αφού ο εναγόμενος με την έκθεση υπεράσπισης του παραδεχόταν ότι ήδη από τις 4.7.2017 γνώριζε για το διορισμό του ενάγοντα ως εκτελεστή της διαθήκης. Στήριξε τη θέση του σε αποσπάσματα από το σύγγραμμα του Π. Αρτέμη: «Προνομιακά Εντάλματα» με αναφορά στην Constantinides v. Ekdotiki Eteria Vima Ltd (1983) 1 C.L.R. 348, ότι τα Δικαστήρια ελέγχουν τις διαδικασίες προς αποφυγή καταχρήσεων οι οποίες καταχρήσεις μπορούν να προσλάβουν διάφορες μορφές. Έκαμε ευρεία επίσης αναφορά στη R. v. Northumberland Compensastion Appeal Tribunal, Ex parte Shaw (1952) 1 All E.R. 122, σχετικά με τη δυνατότητα έκδοσης Certiorari για ακύρωση απόφασης Δικαστηρίου («Statutory Tribunal»), όχι μόνο όπου υπάρχει υπέρβαση δικαιοδοσίας, αλλά επίσης και όπου διαπιστώνεται να υφίσταται «error of law» στο πρακτικό της διαδικασίας. Ο συνήγορος τόνισε ότι η απαγόρευση του Δικαστηρίου να επιτρέψει την αντεξέταση σε καθαρή παραγνώριση της υφιστάμενης δικογραφίας αποτελεί και υπέρβαση και κατάχρηση διαδικασίας διότι το Δικαστήριο θα προχωρήσει να εκδικάσει την υπόθεση έξω από τα δικόγραφα. Αυτό αποτελεί έκδηλη πλάνη περί το Νόμο και είναι εμφανές επί της ίδιας της απόφασης του Δικαστηρίου. Η Northumbeland δίδει τη δικαιοδοσία ώστε να διασφαλιστεί ότι ένα κατώτερο Δικαστήριο δεν έχει υπερβεί τη δική του δικαιοδοσία. Γι΄ αυτό ο έλεγχος με Certiorari γίνεται όχι μόνο για να εξεταστεί ότι το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε εντός δικαιοδοσίας, αλλά και ότι τήρησε τις προαπαιτήσεις του Νόμου κατά την ενάσκηση της. Η ενέργεια του Δικαστηρίου να αποφασίσει σε εμφανή παραγνώριση των δικογράφων αποτελεί μια τέτοια περίπτωση όπου δεν τηρήθηκαν τα εκ του Νόμου προαπαιτούμενα διότι ουδείς μπορεί να δικάσει έξω από τη δικογραφία που είναι η βάση με την οποία το Δικαστήριο εξετάζει και επιλύει την ενώπιον του διαφορά.
Επιδιώκεται επίσης η έκδοση εντάλματος Prohibition ώστε να απαγορευθεί στο Δικαστήριο να συνεχίσει την εκδίκαση της υπόθεσης η οποία είναι ορισμένη για ακρόαση στις 25.11.2019.
Τα προνομιακά εντάλματα είναι γνωστό ότι εκδίδονται κατά προνόμιο και μόνο και κατά παρέκκλιση του ορθόδοξου και κλασσικού τρόπου ελέγχου μιας δικαστικής απόφασης που είναι η έφεση την οποία και δεν έχουν σκοπό να υποκαταστήσουν, (Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 404). Γνωστό είναι επίσης ότι τυχόν λανθασμένη αντίληψη του Δικαστηρίου ως προς το Νόμο ή την ερμηνεία, αλλά και ως προς τον χειρισμό της ενώπιον του διαδικασίας δεν ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα διότι στη δικαιοδοσία αυτή ελέγχεται η νομιμότητα της απόφασης και όχι η ορθότητα της, (Ξάνθος Λυσσιώτης & Υιός Λτδ (1996) 1 Α.Α.Δ. 822, xxx Χριστοφή, Πολ. Αίτηση 68/19, ημερ. 9.5.2019, ECLI:CY:AD:2019:D176, κ.ά.).
Στην υπόθεση Αναφορικά με την απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας Δικαιοδοσία Γονικής Μέριμνας, Πολ. Αίτηση αρ. 49/17, ημερ. 6.4.2017, ECLI:CY:AD:2017:D131, ηγέρθηκε ζήτημα κατά πόσο η απόρριψη αίτησης αντεξέτασης ενός των διαδίκων και του μάρτυρα του, μπορούσε να ελεγχθεί με Certiorari. Με αναφορά στην υπόθεση Λευτέρη Μήλου κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 280, όπου είχε εγερθεί στην ουσία παρόμοιο ζήτημα για αντεξέταση του ενάγοντος, αποφασίστηκε ότι αίτηση για αντεξέταση παρέχει διακριτική ευχέρεια στο εκδικάζον Δικαστήριο να την εγκρίνει ή να την απορρίψει ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης. Επομένως και με διαθέσιμο επίσης και το ένδικο μέσο της έφεσης, το αίτημα για παροχή άδειας δεν εγκρίθηκε διότι διαφορετικά θα υπήρχε επέμβαση στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.
Το ζήτημα εδώ αφορά τη δυνατότητα που παρέχει η νέα Δ.30 για αντεξέταση σε υποθέσεις ταχείας εκδίκασης όπου το ποσό της διαφοράς είναι σχετικά μικρό. Το Δικαστήριο δεν συμφωνεί με τη θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου ότι δεν υπάρχει στην περίπτωση το διαθέσιμο μέσο της έφεσης εφόσον, σύμφωνα με το άρθρο 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο αρ. 109(Ι)/2017, ενδιάμεσες αποφάσεις απόλυτα καθοριστικές ως προς το αποτέλεσμα τους για τα δικαιώματα των διαδίκων παραμένουν εφέσιμες. Έπεται ότι η θέση του συνηγόρου ότι ουσιαστικά του αποστερήθηκε δικαίωμα και το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε έξω από τη δικογραφία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως απόλυτα καθοριστικό των δικαιωμάτων του ενάγοντα. Έχοντας βεβαίως υπόψη την όλη φιλοσοφία της Δ.30 όπου προβλέπεται ταχεία εκδίκαση σε ορισμένες υποθέσεις, ενδεχομένως να μην ήταν και να μην είναι πρόσφορη η καταχώρηση έφεσης επί τέτοιου είδους ενδιάμεσης απόφασης. Και πάλι όμως το άρθρο 25 προνοεί στην επιφύλαξη του εδαφίου (1)(γ), ότι σε κάθε περίπτωση διάδικος δεν αποστερείται του δικαιώματος να εγείρει ζητήματα που αφορούν οποιαδήποτε ενδιάμεση απόφαση στο στάδιο της έφεσης εναντίον της τελικής απόφασης.
Συνάγεται ότι το ένδικο μέσο της έφεσης είναι διαθέσιμο σε κάθε περίπτωση, ενώ ακόμη και εάν το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε με λανθασμένη αντίληψη των δικογράφων αυτό δεν μπορεί να ελεγχθεί σε αυτή τη φάση με προνομιακό ένταλμα διότι θα πρόκειτο για επέμβαση στον τρόπο χειρισμού μιας αίτησης για αντεξέταση σε μια υπόθεση πολύ μικρού ποσού ώστε να δικαιολογείται να απασχολείται το Ανώτατο Δικαστήριο σε προνομιακή δικαιοδοσία. Εισηγείται ο κ. Ποιητής ότι το Δικαστήριο ενεργώντας με τον τρόπο αυτό και παραγνωρίζοντας τη δικογραφία ουσιαστικά υπέπεσε σε έκδηλο νομικό σφάλμα, χωρίς να υπεισέρχεται στην εικόνα ζήτημα διακριτικής ευχέρειας. Ταυτόχρονα, προδιαγράφεται και η τύχη της ουσίας εφόσον το Δικαστήριο κρίνοντας κατ΄ αυτό τον τρόπο το ζήτημα θα κατευθύνει τη σκέψη του επί μιας συγκεκριμένης παραμέτρου. Η υπόθεση Northumberland στην οποία βάσισε κυρίως τη θέση του περαιτέρω αφορούσε όμως διαφορετικά δεδομένα εφόσον πρόκειτο για απόφαση Tribunal από την οποία δεν χωρούσε έφεση, (δέστε την απόφαση του Denning L.J. στη σελ. 127). Πέραν τούτου, το ίδιο το Tribunal είχε αποδεχθεί το λάθος που είχε κάνει ενώπιον του Divisional Court και, όπως λέχθηκε, δεν υπήρχε άλλος τρόπος διόρθωσης του αναγνωρισμένου λάθους που αφορούσε τον τρόπο υπολογισμού αποζημίωσης που ο κ. Shaw δικαιούτο κάτω από το National Health Service Act 1946. Ο Singleton L.J., στη σελ. 127, τόνισε ότι αν η έφεση από το Divisional Court επιτύγχανε στη βάση του ότι το Tribunal δεν ενήργησε εκτός δικαιοδοσίας ή ότι το «error of law» δεν εμφανιζόταν επί του πρακτικού («face of the record»), αυτό θα σήμαινε ότι ενώ όλοι οι παράγοντες της δίκης συμφωνούσαν ότι ο κ. Shaw δικαιούτο σε ένα επιπρόσθετο ποσό αποζημίωσης κάτω από τους σχετικούς Κανονισμούς το οποίο λανθασμένα δεν του αποδόθηκε λόγω κακού υπολογισμού αφού δεν λήφθηκε υπόψη προηγούμενη υπηρεσία στο κοινοτικό συμβούλιο, αυτός δεν θα είχε καμιά απολύτως θεραπεία. Όπως ειπώθηκε: «There was no way other than this by which the mistake could be rectified.».
Εδώ, υπάρχει η δυνατότητα επί της τελικής αποφάσεως να καταχωρηθεί έφεση. Πρόσθετα, η απόφαση του Δικαστηρίου δεν ήταν εκτός της δικαιοδοσίας του. Δεν ενήργησε εκτός δικαιοδοσίας, αλλά εντός δικαιοδοσίας χρησιμοποιώντας προς τούτο τις διατάξεις του Κανονισμού 7(1) της Δ.30. Σκοπός του εν λόγω Κανονισμού, όπως ρητά προνοείται, είναι να διευκρινιστεί η μαρτυρία που εγγράφως δόθηκε. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν χρειαζόταν ο,τιδήποτε να διευκρινιστεί σε μια σαφή δήλωση γεγονότος στη μαρτυρία του εναγομένου ότι δεν γνώριζε περί του προηγούμενου διορισμού του διαχειριστή. Η πιο πάνω άποψη δεν είναι όμως απολύτως ορθή. Ο εναγόμενος στην ένορκη κατάθεση του ως μαρτυρία δεν λέγει ότι αγνοούσε το διορισμό του διαχειριστή που εν πάση περιπτώσει δέχεται στην παράγραφο 2 της Υπεράσπισης ότι έλαβε γνώση στις 4.7.2017 όταν του επιδόθηκε επιστολή από τον ενάγοντα. Εκείνο που λέει είναι ότι την 1.9.2017 έλαβε ηλεκτρονικό μήνυμα από τον ενάγοντα στο οποίο περιέχονταν τα στοιχεία του λογαριασμού της αποβιωσάσης ώστε να επιτυγχανόταν αλλαγή στο λογαριασμό όπου κατατίθετο μηνιαίως το ενοίκιο. Αυτό είναι κάτι διαφορετικό. Προφανώς το Δικαστήριο δεν κατέγραψε στην ενδιάμεση απόφαση του με ακρίβεια τα δεδομένα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι παραγνώρισε τα δικόγραφα. Η γνώση περί του διορισμού διαχειριστή στις 4.7.2017 και ο νέος λογαριασμός που του δόθηκε την 1.9.2017 είναι διαδοχικές σχετικές χρονικές περίοδοι που αφορούν τη διαχείριση. Η μια ημερομηνία δεν αναιρεί την άλλη.
Θεωρείται δεδομένο από το παρόν Δικαστήριο ότι στην τελική του απόφαση το εκδικάζον την υπόθεση Δικαστήριο θα θέσει τα πράγματα και τα γεγονότα στην ορθή τους διάσταση ώστε να μην εμφιλοχωρήσει λανθασμένη αξιολόγηση. Προστίθεται δε ότι ήταν αδόκιμη η εκφρασθείσα θέση ότι ο ενάγοντας θα έπρεπε να είχε απαντήσει τον ισχυρισμό της παραγράφου 2 της υπεράσπισης ότι πληροφορήθηκε το διορισμό στις 4.7.2017, αφού η όποια διαφορά, κατά τον ενάγοντα, προέκυψε μετέπειτα και προέρχεται από τη μαρτυρία του εναγομένου. Ούτε και είναι αντιληπτό γιατί γίνεται σχόλιο ότι η κατατεθείσα εκ μέρους του ενάγοντα μαρτυρία προερχόταν από δικηγορική υπάλληλο. Αυτά καταγράφονται προς υποβοήθηση του Δικαστηρίου επί της εναπομείνασας διαδικασίας στο πλαίσιο του εποπτικού ελέγχου που ενυπάρχει ως σύμφυτη εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο (Northumberland - supra - σελ. 127), (δέστε και τις αποφάσεις στις Αντωνιάδου (2010) 1 Α.Α.Δ. 1591, σελ. 1600 και Αίτηση Νικόλα Νεάρχου, Πολ. Αίτηση αρ. 102/15, ημερ. 23.7.2015), ECLI:CY:AD:2015:D539.
Όλα τα ανωτέρω όμως δεν έλκουν την προνομιακή δικαιοδοσία. Ας επιτραπεί εν κατακλείδι ένα σχόλιο. Παρουσιάζεται να έχει καταβληθεί το ενοίκιο του Σεπτεμβρίο 2017 στο λογαριασμό που ήταν γνωστός στον εναγόμενο πριν τη γνωστοποίηση του νέου λογαριασμού διαχείρισης. Με κατάλληλες ενέργειες και λογιστικές πράξεις, εύκολα το ζήτημα επιλύεται, αντί να απασχολούνται τα Δικαστήρια για μια διαφορά €450.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ