ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A492
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 179/2013)
27 Νοεμβρίου, 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.Δ.]
ΜΕΤΑΞΥ:
1. ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ & ΥΙΟΙ (ΕΡΓΟΛΑΒΟΙ) ΛΤΔ,
2. Λ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
3. Π. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
4. Γ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
5. Κ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
Εφεσειόντων
και
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΩΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων
-----------------------
Π. Βορκάς για Μ. Βορκάς και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Τσαγγαρός για Α. Ανδρέου και Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.
-----------------------
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Με την πρωτόδικη απόφαση απορρίφθηκε αίτηση των εναγομένων-εφεσειόντων με την οποία ζητείτο διάταγμα ακυρώνον και/ή παραμερίζον προηγούμενο διάταγμα που είχε εκδοθεί μονομερώς την 31.10.2012, με το οποίο είχε δοθεί στους ενάγοντες-εφεσίβλητους, άδεια για εκτέλεση απόφασης ημερ. 27.2.2002, η οποία είχε παραμείνει ανεκτέλεστη για περίοδο πέραν των δέκα ετών.
Η άδεια εκτέλεσης της απόφασης, ημερ. 27.2.2002, είχε δοθεί στη βάση μονομερούς αίτησης, η οποία βασιζόταν στη Δ.40 θ.8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η προαναφερόμενη δικονομική πρόνοια προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι όταν παρέλθουν δέκα έτη από την απόφαση ή την ημερομηνία του διατάγματος ή όταν έχει γίνει αλλαγή στους διαδίκους που δικαιούνται ή υπόκεινται σε εκτέλεση, ο διάδικος, ο οποίος ισχυρίζεται ότι δικαιούται σε εκτέλεση, μπορεί να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο για άδεια να εκτελέσει ανάλογα. Το δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να εκδώσει τέτοιο διάταγμα εάν ικανοποιηθεί ότι ο διάδικος, ο οποίος υποβάλλει την αίτηση, δικαιούται να εκτελέσει.
Η Δ.48 θ.8(1) (κκ) προνοεί ότι αιτήσεις δυνάμει της Δ.40 θ.8 μπορεί να γίνονται μονομερώς.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως εσφαλμένη με τρεις λόγους έφεσης.
Ο πρώτος λόγος αφορά σε, κατ΄ ισχυρισμό, μη δικαιολογημένη και μη επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση σύμφωνα με την οποία η σχετική αίτηση των εναγόντων-εφεσιβλήτων, ημερ. 17.9.2012, για ανανέωση εκτέλεσης της υπέρ τους απόφασης ημερ. 27.2.2002, πληρούσε τις προϋποθέσεις για έγκρισή της.
Ο δεύτερος λόγος αφορά επίσης σε, κατ΄ ισχυρισμό, μη επαρκή αιτιολόγηση της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με το συμπέρασμα ότι οι εναγόμενοι-εφεσείοντες, στην αίτησή τους για παραμερισμό της προηγούμενης απόφασης για άδεια εκτέλεσης, δεν ισχυρίστηκαν ότι δεν εξακολουθούν να είναι εξ αποφάσεως οφειλέτες των εναγόντων-εφεσιβλήτων, και ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε τον ισχυρισμό των εναγομένων-εφεσειόντων περί λανθασμένου αναφερόμενου οφειλόμενου ποσού, στην αίτηση των εναγόντων-εφεσιβλήτων ημερ. 17.9.2012.
Ο τρίτος λόγος αφορά σε, κατ΄ ισχυρισμό, αδικαιολόγητη και αναιτιολόγητη πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με το κατά πόσον οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι νομιμοποιούνταν να καταχωρίσουν την αίτηση τους ημερ. 17.9.2012, δεδομένου ότι δεν είχε προηγηθεί αίτησή τους για άδεια συνέχισης της διαδικασίας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αρχική απόφαση είχε εκδοθεί υπέρ του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ, ενώ η αίτηση ημερ. 17.9.2012 υποβλήθηκε από την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ.
Μελετήσαμε με προσοχή τα εγειρόμενα, με την έφεση, θέματα, υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, με πολλή προσοχή και επιμέλεια, ασχολήθηκε με τη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου δυνάμει της Δ.40 θ.8, να εκδώσει διάταγμα που να επιτρέπει την εκτέλεση απόφασης η οποία δεν εκτελέστηκε για δέκα χρόνια από την έκδοσή της. Καθοδηγήθηκε συναφώς από την απόφαση Panaou v. Christofi (1963) 2 CLR, 19 στην οποία τονίστηκε ότι η εκτέλεση μιας απόφασης βρίσκεται υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του δικαστηρίου. Αναφέρθηκε, επίσης, στην υπόθεση ΣΠΕ Κοντέας ν. Μιχαήλ κ.α. (2012) 1 ΑΑΔ, 1604, στην οποίαν έγινε αναφορά και σε Αγγλικά συγγράμματα στα οποία δινόταν ερμηνεία παρόμοιας πρόνοιας των παλιών Αγγλικών Θεσμών. Σύμφωνα με το Annual Practrice 1958, σελ. 1019-1020, στο οποίο επίσης αναφέρθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση για άδεια εκτέλεσης απόφασης μετά την παρέλευση δέκα ετών, θα πρέπει να περιέχει τα εξής στοιχεία: (α) την ημερομηνία, το αρχικό ποσό της απόφασης και το οφειλόμενο ακόμα ποσό, (β) ότι ο αιτητής δικαιούται σε εκτέλεση της απόφασης και (γ) να αιτιολογεί την καθυστέρηση.
Από την Αγγλική νομολογία, την οποία παράθεσε το πρωτόδικο δικαστήριο (δέστε, μεταξύ άλλων, Patel v. Singh (2002) EWCA, 1668), ο κανόνας φαίνεται να είναι ότι η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου ασκείται εναντίον της έγκρισης της αίτησης για εκτέλεση, μετά την παρέλευση της προθεσμίας των δέκα ετών, εκτός αν υπάρχουν τέτοια γεγονότα που δείχνουν ότι η δικαιοσύνη εξυπηρετείται καλύτερα με την έγκριση της αίτησης. Το βάρος απόδειξης ότι ο αιτητής δικαιούται αδείας εκτέλεσης το φέρει ο ίδιος ο αιτητής (δέστε, ΣΠΕ Κοντέας, ανωτέρω). Επομένως δεν αποτελεί δικαίωμα του εξ αποφάσεως πιστωτή, η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης μετά την παρέλευση των δέκα ετών και ο εξ αποφάσεως πιστωτής οφείλει να δώσει εξηγήσεις, στην απουσία ειδικών περιστάσεων, για το λόγο της καθυστέρησης. Όμως όπως υποδείχθηκε στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Ευσταθίου κ.α., Πολιτική Έφεση αρ. 47/13, ημερ. 10.6.2019:
«.Εν προκειμένω υπεισέρχεται και η κυπριακή πραγματικότητα με τις δυσχέρειες εκτέλεσης και τις συνεπαγόμενες μεγάλες καθυστερήσεις, η οποία δεν πρέπει να παραβλέπεται με μηχανιστική μεταφορά της αγγλικής νομολογίας.
Ο περιορισμός που θέτει η Δ.40 κ.8 δεν είναι μηχανιστικός ή τυπολατρικός. Αποβλέπει στην ουσία και η ουσία έγκειται στην άσκηση εποπτείας και ελέγχου από το δικαστήριο προς αποτροπή καταχρηστικής ή άδικης συμπεριφοράς εκ μέρους του εξ αποφάσεως δανειστή. Το βασικό αυτό πλαίσιο τέθηκε προ πολλού και με ενάργεια στην Panaou v. Haji Christofi (1963) 2 CLR 19, ως ακολούθως:
«The execution of a judgment is a matter under the Court's supervision and control; and cannot be allowed to be used for purposes of unnecessary oppression as the circumstances of the present case would seem to suggest; or, indeed, for any purpose, other than the proper satisfaction of the Court's judgment, under the Court's control.»»
Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο, καθοδηγούμενο, μεταξύ άλλων, από την υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Μακρίδης κ.α., Πολιτική Έφεση αρ. 122/09, ημερ. 7.6.2013, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εναγόμενοι-εφεσείοντες είχαν το δικαίωμα να καταχωρίσουν αίτηση ακύρωσης οποιασδήποτε απόφασης ή διατάγματος είχε εκδοθεί εναντίον τους, μονομερώς, δυνάμει της Δ.48(8) (4), παρά την ύπαρξη και άλλης μεταγενέστερης, συναφούς, απόφασης.
Με τα προαναφερόμενα υπόψιν, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι ουδέποτε απέκρυψαν από τους εναγόμενους-εφεσείοντες οποιοδήποτε ουσιώδες γεγονός, και ότι είχαν δώσει εξήγηση γιατί η αίτηση τους υποβαλλόταν από την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ και όχι από τον αρχικό, εξ αποφάσεως, πιστωτή και συναφώς είχαν καταχωρήσει προς τούτο και σχετική ειδοποίηση. Κατά το πρωτόδικο δικαστήριο οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι είχαν ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις που η νομολογία καθορίζει ως προς την πληρότητα της ένορκης δήλωσης προς υποστήριξη της αίτησης τους και επομένως ορθώς το δικαστήριο, που έδωσε την άδεια εκτέλεσης της απόφασης, άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια. Αντίθετα, οι εναγόμενοι-εφεσείοντες δεν απέσεισαν το βάρος που είχαν, να αποδείξουν ότι έχουν βάσιμο λόγο ακύρωσης και/ή παραμερισμού του εκδοθέντος διατάγματος ή άδειας.
Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά από τις αρχές της νομολογίας και ορθά άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια αναφορικά με την αίτηση παραμερισμού της προηγούμενης απόφασης, από τους εναγομένους-εφεσειόντες και επαρκώς αιτιολόγησε την απόφασή του. Επομένως ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Αναφορικά με το οφειλόμενο, στους εξ αποφάσεως πιστωτές ποσό, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι, σύμφωνα με την υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Μακρίδης κ.α., ανωτέρω, εφόσον παραχωρηθεί άδεια εκτέλεσης μιας παλιάς απόφασης, το ζήτημα του οφειλόμενου υπολοίπου είναι θέμα ορθού υπολογισμού. Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με την παράγραφο 5 της ένορκης δήλωσης προς υποστήριξη της αίτησης των εναγόντων-εφεσιβλήτων για άδεια εκτέλεσης, το υπόλοιπο ποσό του εξ αποφάσεως χρέους των εναγομένων-εφεσειόντων ανερχόταν στο ποσό των €189.123,66 σεντ, πλέον τόκο προς 9% επί του ποσού των €177.956,86 σεντ, από 7.9.2012, πλέον δικηγορικά έξοδα και ΦΠΑ. Επομένως, όπως έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, καθοριζόταν επαρκώς το υπόλοιπο ποσό της οφειλής, ενώ το αρχικό ποσό της απόφασης φαινόταν στην ίδια την απόφαση που επισυνάφθηκε στην ένορκη δήλωση.
Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο και αναφορικά με αυτό το ζήτημα το οποίο αιτιολογήθηκε επαρκώς. Επομένως και ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Για τον τρίτο λόγο έφεσης, παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε με το ζήτημα της νομιμοποίησης των εναγόντων-εφεσιβλήτων, ειδικά στις σελ. 14 και 15 της πρωτόδικης απόφασης, στις οποίες αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι στην παράγραφο 6 της ένορκης δήλωσης προς υποστήριξη της αίτησης των εναγόντων-εφεσιβλήτων για άδεια εκτέλεσης, ότι έχει επέλθει αλλαγή στους διαδίκους και συγκεκριμένα έχει αλλάξει το όνομα των εξ αποφάσεως πιστωτών, αλλαγή για την οποίαν καταχωρήθηκε και σχετική ειδοποίηση. Διευκρινίζεται επίσης στην ένορκη δήλωση, ότι, δυνάμει διατάγματος του δικαστηρίου ημερ. 13.12.2005, που εκδόθηκε στην αίτηση με αρ. 531/05 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ολόκληρη η επιχείρηση και ιδιοκτησία καθώς και οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ, μεταβιβάστηκαν, εκχωρήθηκαν, ανατέθηκαν και παραχωρήθηκαν στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. Το σχετικό διάταγμα κατατέθηκε νομίμως και δεόντως, στις 2.1.2006, στον Έφορο Εταιρειών.
Επομένως και ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται, δεδομένου ότι το ζήτημα της νομιμοποίησης των εναγόντων-εφεσιβλήτων εξετάστηκε δεόντως από το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έδωσε αιτιολογημένη απάφαση επί του θέματος.
Παρατηρούμε συναφώς ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε και με το ζήτημα της μη εκτέλεσης της απόφασης για περισσότερα από δέκα χρόνια και σημείωσε ότι οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι, στην προαναφερόμενη αίτησή τους για άδεια εκτέλεσης, έδωσαν επαρκείς εξηγήσεις για την καθυστέρηση και αναφέρθηκαν σε διάφορα μέτρα εκτέλεσης τα οποία έλαβαν, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Προσομοιάζει η περίπτωση με την υπόθεση Τράπεζα Κύπρου ν. Ευσταθίου (ανωτέρω) όπου το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:
«Eν προκειμένω οι εφεσείοντες έλαβαν μέτρα εκτέλεσης, τα οποία δεν μπόρεσαν να αποδώσουν εντός της προβλεπόμενης χρονικής περιόδου, με αποτέλεσμα το εξ αποφάσεως χρέος να παραμένει απλήρωτο, παρά την πρωταρχική υποχρέωση των εφεσιβλήτων, ως υπόλογων σε δικαστική απόφαση να το είχαν εξοφλήσει πριν από χρόνια. Δεν πρόκειται για περίπτωση ασύγγνωστης παράλειψης ή άδικης ή καταπιεστικής συμπεριφοράς, ούτε το Δικαστήριο υπέδειξε οποιοδήποτε δυσμενή επηρεασμό των εφεσιβλήτων. Θεωρούμε ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ασκήθηκε σε λανθασμένα πλαίσια, εφόσον, υπό τις περιστάσεις, στην πραγματικότητα οι εφεσείοντες έδωσαν επαρκή εξήγηση για τους λόγους που η εκτέλεση δεν απέδωσε εντός των προβλεπομένων χρονικών πλαισίων.»
Για τους προαναφερόμενους λόγους κρίνομε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή και δεόντως αιτιολογημένη και επομένως απορρίπτομε την έφεση με €2.000.- έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων και εις βάρος των εφεσειόντων.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/ΕΑΠ.