ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A406
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 8/2013)
4 Οκτωβρίου, 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxxx ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ
Εφεσείων/Ενάγων,
- ΚΑΙ -
LOUIS HOTELS PUBLIC COMPANY LTD
Εφεσίβλητη/Εναγόμενη
---------------
Μάριος Γεωργίου, για τον εφεσείοντα.
Χρίστος Δημητριάδης για Κ. Π. Δημητριάδης ΔΕΠΕ, Mαρί-Νικόλ Γεωργίου για Λεωνίδα Γεωργίου για την εφεσίβλητη.
--------------
Μ. Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η επίδικη αγωγή αφορούσε σε απαίτηση για γενικές και ειδικές αποζημιώσεις συνεπεία ατυχήματος που υπέστη ο εφεσείοντας την 31.1.2006 για την πρόκληση του οποίου επιρρίπτει την αποκλειστική ευθύνη στους εφεσίβλητους. Στο γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα και στην έκθεση απαίτησης γίνεται λόγος για αμέλεια και/ή παράβαση θεσμίου καθήκοντος, χωρίς όμως να δίδονται οποιεσδήποτε λεπτομέρειες παράβασης θεσμίου καθήκοντος. Δόθηκαν μόνο λεπτομέρειες αμέλειας.
Οι εφεσίβλητοι ήγειραν προδικαστική ένσταση προβάλλοντας ότι η απαίτηση έχει παραγραφεί με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 68 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, το οποίο προβλέπει περί τριετούς παραγραφής αξιώσεων για αστικά αδικήματα, όπως η αμέλεια.
Οι πρόνοιες του άρθρου 68, στο βαθμό που τώρα ενδιαφέρουν έχουν ως ακολούθως:
Παραγραφή αγωγώv σε αστικό αδίκημα
68. Καμιά αγωγή δεv εγείρεται για αστικό αδίκημα, εκτός αv αυτή εγερθεί-
(α) εvτός τριών ετώv αμέσως μετά τηv πράξη ή παράλειψη για τηv oπoία εγέρθηκε η αγωγή, ή
(β) αv τo αστικό αδίκημα πρoκαλεί vέα ζημιά κατά εξακoλoύθηση από μέρα σε μέρα, εvτός τριών ετώv από τηv κατάπαυση αυτής, ή
(γ) αv η βάση της αγωγής δεv πρoκύπτει από τηv τέλεση oπoιασδήπoτε πράξης ή παράλειψης για τέλεση πράξης αλλά από τη ζημιά πoυ απoρρέει από τηv πράξη αυτή ή παράλειψη εvτός τωv τριών αμέσως επόμεvωv ετώv μετά πoυ o εvάγovτας υπέστη τη ζημιά, ή
.............
Το Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον η αγωγή καταχωρίστηκε στις 13.3.2009, μετά παρέλευση τριών ετών από του χρόνου του ατυχήματος, το αγώγιμο δικαίωμα είχε παραγραφεί και συνεπώς απέρριψε την αγωγή.
Ο εφεσείοντας δεν είχε θέσει ζήτημα ότι δεν είχε εφαρμογή το άρθρο 68.
Αντίθετα, ό,τι συζητήθηκε πρωτοδίκως ήταν, ακριβώς, το κατά πόσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 68 με βάση τις οποίες παρατείνεται η έναρξη της περιόδου παραγραφής και κυρίως οι πρόνοιες του εδαφίου (β). Είναι επί αυτού του ζητήματος που κλήθηκε το Δικαστήριο να αποφασίσει.
Τώρα με την έφεση ο εφεσείοντας διεύρυνε κατά πολύ τα πλαίσια. Έθεσε θέμα εσφαλμένης εφαρμογής των προνοιών του περί Παραγραφής Αγωγίμων Δικαιωμάτων Νόμου του 2012 (Ν. 66(Ι)/2012), θέμα μη εξέτασης από το Δικαστήριο του άρθρου 8Α του περί Παραγραφής Αγωγών Νόμου, Κεφ. 15 και θέμα πρόκλησης αδικίας γιατί το νομικό καθεστώς είναι περίπλοκο και συγκεχυμένο.
Η έφεση όμως δεν μπορεί να εξεταστεί με αναφορά σε θέματα που δεν είχαν εγερθεί πρωτοδίκως. Εν πάση περιπτώσει, ορθά αποτέλεσε, ως άνω, κοινό τόπο ότι εφαρμοστέες ήταν οι πρόνοιες του άρθρου 68 του Κεφ. 148. Η ιστορική πορεία των σχετικών νομοθεσιών αποκαλύπτει ότι οι πρόνοιες του άρθρου 68, όπως και οι πρόνοιες του Κεφ. 15, τέθηκαν σε αναστολή με τον περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμο του 1964, Ν. 57/1964, ο οποίος μαζί με του τροποποιητικούς αυτού Νόμους (Νόμοι 1964-1982) καταργήθηκαν με τον περί Αναστολής του Χρόνου Παραγραφής (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο του 2002 (Ν. 110(Ι)/2002), ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή την 1.6.2005. Συνεπώς το άρθρο 68 επανήλθε σε ισχύ από 1.6.2005.
Ακολούθως, με τον περί Παραγραφής Αγωγίμων Δικαιωμάτων Νόμο του 2012 (Ν. 66(Ι)/2012) καταργήθηκε τόσο το Κεφ. 15, όσο και ο Ν. 110(Ι)/2002, αλλά και το άρθρο 68 του Κεφ. 148, ως προς αυτό το τελευταίο όμως, αναφορικά με πράξη ή παράλειψη που επεσυνέβη κατά ή μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 66(Ι)/2012, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1.7.2012. Η παραγραφή αγωγίμων δικαιωμάτων σε σχέση με αστικά αδικήματα για πράξεις ή παραλείψεις που έλαβαν χώρα προηγουμένως συνεχίζει να διέπεται από τις πρόνοιες του άρθρου 68. Για πράξεις ή παραλείψεις που έλαβαν χώρα μετά, η παραγραφή ρυθμίζεται πλέον από το άρθρο 6 του Ν. 66(Ι)/2012.
Συνεπώς, κατά τον επίδικο χρόνο, (στις 13.3.2009) που ήταν ο χρόνος καταχώρισης της αγωγής, (Χριστοδουλίδης ν. Global Capital Securities and Financial Services Ltd (2012) 1 ΑΑΔ 636, Δημητρίου ν. Δημητρίου (2012) 1 ΑΑΔ 834, 842), το καθεστώς παραγραφής διέπετο από τις πρόνοιες του άρθρου 68. Το άρθρο 8Α του Κεφ. 15 το οποίο παρείχε στο Δικαστήριο διευκριτική ευχέρεια να μην εφαρμόσει τις πρόνοιες περί παραγραφής, σε αγωγές που αφορούσαν αποζημιώσεις για πρόκληση σωματικής βλάβης ή θανάτου ένεκα αστικού αδικήματος, τέθηκε σε ισχύ μαζί με τον προαναφερθέντα Ν.110(Ι)/2002 στις 12.7.2002, αλλά η ισχύς του αναστάληκε μαζί με ολόκληρο το Κεφ. 15 στις 30.5.2008. Δεν ήταν, επομένως, σε ισχύ κατά τον επίδικο, ως άνω, χρόνο. Άλλωστε επαναλαμβάνουμε ότι δεν τέθηκε ζήτημα μη εφαρμογής του άρθρου αυτού από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ούτε οι πρόνοιες του Ν. 66(Ι)/2012 ήταν σε ισχύ κατά τον επίδικο χρόνο.
Επανερχόμαστε στις πραγματικές ανάγκες της έφεσης και στο ορθό της πλαίσιο που έγκειται βασικά στην ερμηνεία του άρθρου 68(β) και (γ). Ήταν η θέση του εφεσείοντα ότι το συγκεκριμένο αστικό αδίκημα προκαλεί στον εφεσείοντα πόνο με αποτέλεσμα να χρειάζεται φυσικοθεραπείες μέχρι και σήμερα. Συνεπώς, εισηγείται, η ερμηνεία του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι δεν υφίσταται νέα ζημία κατ' εξακολούθηση από μέρα σε μέρα και συνεπώς δεν βρίσκει εφαρμογή το εδάφιο (β) του άρθρου 68 είναι εσφαλμένη. Περαιτέρω, συναφώς ισχυρίζεται ότι κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η βάση της αγωγής συμπληρώθηκε την ημέρα του ατυχήματος, εφόσον ο εφεσείων έλαβε γνώση όλων των σχετικών στοιχείων, για τη βάση της αγωγής, στις 29.5.2006. Αντίθετες βεβαίως ήταν οι εισηγήσεις της άλλης πλευράς.
Σε αντίθεση με το Νόμο 66(Ι)/2012 στον οποίο, ως άνω, καθορίζεται ότι ο χρόνος παραγραφής αρχίζει όταν συμπληρωθεί η βάση της αγωγής[1], το άρθρο 68 θέτει ως αφετηρία τον χρόνο της πράξης ή παράλειψης για την οποία εγέρθηκε η αγωγή. Εξ ου και οι πρόνοιες των εδαφίων (β) και (γ) στο άρθρο 68 ώστε να καλύπτονται οι περιπτώσεις που θα ήταν εύλογο και δίκαιο ο χρόνος έναρξης της παραγραφής να επεκταθεί σε μεταγενέστερο στάδιο.
Πρόκειται κατ΄αρχάς για περιπτώσεις συνεχιζομένων αστικών αδικημάτων, στις οποίες αναφέρεται το εδάφιο (β), όπου η αιτία αγωγής προκύπτει από την επανάληψη πράξεων ή παραλείψεων, παρομοίας φύσεως όπως η πράξη για την οποία κινήθηκε η αγωγή. (Hole v. Chard Union [1894] 1 Ch. 293). Παράδειγμα τέτοιων περιπτώσεων αποτελεί μια συνεχιζόμενη οχληρία, η οποία δίδει δικαίωμα έγερσης νέας αγωγής για κάθε περαιτέρω ζημία που προκαλείται (Whitehouse v. Fellowes (1861) 10 CBNS 765, Battishill v. Reed (1856) 18 CB 696), όπως και η συνεχιζόμενη παράνομη επέμβαση (trespass) (Konskier v. B Goodman Ltd [1928] 1 KB 421).
Το εδάφιο (γ) αναφέρεται στις περιπτώσεις όπου, όπως η αμέλεια, το αγώγιμο δικαίωμα προκύπτει κατά τον χρόνο που επέρχεται η ζημία και όχι κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα η ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη. Παράδειγμα δίδει η παλαιά υπόθεση Backhouse v. Bonomi (1861) 9 HL Cas 503, στην οποία η παρέμβαση στο δικαίωμα απόλαυσης γειτονικού ακινήτου με την αφαίρεση υπεδάφους, χωρίς επέμβαση στην επιφάνεια, κρίθηκε ότι δεν δημιούργησε αγώγιμο δικαίωμα παρά μόνο αργότερα, όταν προκλήθηκε πραγματική ζημία με την κατάρρευση του εδάφους. (βλ., επίσης, Whitehouse (ανωτέρω)). Αναφέρονται σχετικά στην υπόθεση Darley Main Colliery Co v. Mitchell (1886) 11 App CAS 127 , τα ακόλουθα:
«I now come to the case of where the wrong is not actionable in itself, is only an injuria, but causes a damnum. In such a case it would seem that as the action was only maintainable in respect of the damage, or not maintainable till the damage, an action should lie every time a damage accrued from the wrongful act.»
Αντίθετα οι αξιώσεις για σωματικές βλάβες (personal injury) διέπονται από τον κανόνα του κοινού δικαίου ότι οι αποζημιώσεις καθορίζονται και καταβάλλονται άπαξ και δια παντός (awarded once and for all). Όπως επιγραμματικά τέθηκε στην Darley Main Colliery:
«It is a rule that when a thing directly wrongful in itself is done to a man, in itself a cause of action, he must, if he sues in respect of it, do so once and for all. As, if he is beaten or wounded, if he sues he must sue for all his damage, past, present, and future, certain and contingent. »
Αυτή είναι η περίπτωση, εν προκειμένω, του εφεσείοντα.
Έθεσε όμως ένα περαιτέρω ζήτημα ο εφεσείοντας. Ότι δηλαδή κακώς το Δικαστήριο θεώρησε πως η βάση της αγωγής συμπληρώθηκε κατά την ημερομηνία του ατυχήματος, 31.1.2006, εφόσον αυτός έλαβε γνώση όλων των σχετικών στοιχείων στις 29.5.2006 όταν ανακάλυψε ότι υπέστη πρόπτωση του σπονδύλου μετά από εξέταση MRI. Εκείνος είναι ο χρόνος, καταλήγει ο εφεσείων, που συμπληρώθηκε η βάση της αγωγής.
Κατ΄αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι πρωτοδίκως δεν τέθηκε ζήτημα μεταγενέστερης γνώσης. Εν πάση περιπτώσει και χωρίς να είναι αναγκαίο, ενόψει της τελευταίας διαπίστωσης μας, προσθέτουμε ότι στην πραγματικότητα ο ισχυρισμός αυτός καλύπτεται από την προαναφερθείσα αρχή αναφορικά με τις αξιώσεις για προσωπικές βλάβες, χωρίς στην πραγματικότητα να τίθεται ζήτημα μεταγενέστερης γνώσης. Περαιτέρω, το Δικαστήριο θα μπορούσε να εξετάσει τέτοιο ζήτημα εάν εγείρετο ρητώς και εξειδικευμένα, όπως η νομολογία απαιτεί, ως επίδικο θέμα η αντισυνταγματικότητα (όπως ορθά προβλήθηκε στην Φοινικαρίδης ν. Οδυσσέως (2001) 1 Α.Α.Δ. 1744) του άρθρου 68 το οποίο ρητώς προσδιορίζει ως χρόνο έναρξης της παραγραφής το χρόνο που έλαβε χώρα η πράξη ή η παράλειψη, χωρίς να αναφέρεται στο ενδεχόμενο μεταγενέστερης γνώσης.
Υπό το φως του Limitation Act 1939 (s.2(1)) στον οποίο δεν υπήρχε πρόνοια περί μεταγενέστερης γνώσης, όπως και στο δικό μας άρθρο 68, αποφασίστηκε, στην υπόθεση Cartledge v E Jopling & Sons Ltd [1963] AC 758, ως ζήτημα ερμηνείας του νόμου, ότι το αγώγιμο δικαίωμα για αμέλεια δημιουργείται αφ΄ης στιγμής προκαλείται κάποια μη ασήμαντη (insignificant) ζημία, χωρίς να είναι σχετικό το κατά πόσο ο ενάγοντας δεν γνώριζε την ύπαρξη τέτοιας ζημίας ή κατά πόσο η ιατρική επιστήμη δεν θα ήταν σε θέση να τη διαπιστώσει κατ΄ εκείνο το στάδιο. Eίχαν λεχθεί χαρακτηριστικά τα ακόλουθα από τον Lord Reid:
«It is now too late for the courts to question or modify the rules that a cause of action accrues as soon as a wrongful act has caused personal injury beyond what can be regarded as negligible, even when that injury is unknown to and cannot be discovered by the sufferer, and that further injury arising from the same act at a later date does not give rise to a further cause of action»
Μετά την Cartledge ακολούθησε επείγουσα τροποποίηση της νομοθεσίας δια του Limitation Act 1963 με τον οποίο αναγνωρίστηκε η δυνατότητα επέκτασης του χρόνου παραγραφής σε περιπτώσεις μεταγενέστερης γνώσης ουσιωδών γεγονότων (βλ. και s.11(4)(b) του Limitation Act 1980). Στην Κύπρο επίσης διαφορετική είναι πλέον η ρύθμιση του νόμου, εφόσον στο άρθρο 6(2) ορίζεται, ως κρίσιμος χρόνος, η ημέρα κατά την οποία συμπληρώθηκε η βάση της αγωγής, εκτός αν το πρόσωπο που υπέστη τη σωματική βλάβη έλαβε γνώση της βλάβης μεταγενέστερα, οπότε ο χρόνος παραγραφής αρχίζει από την ημέρα που έλαβε γνώση. Αλλά ακόμα και τότε, όπως υποδείχθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση Phinikaridou v. Cyprus, Application No. 23890/02, ημερ. 20.3.2008, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν κατά πόσον ο διάδικος δεν είχε την ευκαιρία να αποκτήσει την απαιτούμενη γνώση των γεγονότων σε προγενέστερο χρόνο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2.000.- υπέρ των εφεσιβλήτων.
Μ.Μ. Νικολάτος, Π.
Α. Λιάτσος, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΚΧ»Π
[1] Κατά την αντίστοιχη ορολογία του s.2 του Limitation Act 1980 της Αγγλίας: «from the date on which the cause of action acrcrued».