ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2019:A449
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 507/2012)
29 Οκτωβρίου, 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.Δ.]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΧΟΥΛΙΩΤΗ,
Εφεσείοντα
και
1. MARKETRENDS CUSTODIAN SERVICES LTD,
2. MARKETRENDS (CAPITAL MARKET) LTD,
3. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ,
4. ΛΑΙΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΛΤΔ
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων
και
1. ΑΛΩΝΕΥΤΗ,
2. ΑΛΩΝΕΥΤΗ,
Εφεσιβλήτων/Τριτοδιαδίκων
-----------------------
Αντ. Γεωργίου για Φοίβο, Χρίστο Κληρίδη και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Καμία εμφάνιση, για τους Εφεσίβλητους 2.
Ι. Μαλέκου (κα.) για Χρυσαφίνης και Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους 3.
Κλ. Στυλιανού για Τορναρίτη και Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους 4.
-----------------------
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ο ενάγων-εφεσείων ήγειρε αγωγή εναντίον των εναγομένων-εφεσιβλήτων για Λ.Κ. 375.984 (ευρώ 642.406,80) εναντίον της τρίτης εφεσίβλητης και εναντίον της τέταρτης εφεσίβλητης για ποσό Λ.Κ. 333.313 (ευρώ 569,499,07).
Η έφεση εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 2 αποσύρθηκε και απορρίφθηκε, όπως και εναντίον των εφεσιβλήτων-τριτοδιαδίκων και επομένως παραμένει μόνον η έφεση εναντίον των εφεσιβλήτων τραπεζών 3 και 4.
Η απαίτηση του ενάγοντα-εφεσείοντα εναντίον των εναγομένων-εφεσιβλήτων 3 και 4 Τραπεζών βασίζεται κυρίως σε κατ΄ ισχυρισμό αμέλεια και/ή παράβαση των νομίμων καθηκόντων τους έναντί του. Είναι η θέση του ότι οι εφεσίβλητες 3 και 4, κατά την αρχική πώληση και μεταβίβαση όλων των μετοχών του (στις δύο Τράπεζες), στις πρώην εναγόμενες 1 και 2, ενήργησαν αμελώς και/ή κατά παράβαση των νομίμων καθηκόντων τους, με αποτέλεσμα, κατά την επανεγραφή, στο όνομα του εφεσείοντα, αριθμού μετοχών των δύο τραπεζών στις 16.1.2001 και 3.5.2001, αυτός να υποστεί ζημιά, την οποίαν διεκδίκησε με την αγωγή του.
Είναι επίσης η θέση του εφεσείοντα ότι οι πρώην εναγόμενοι 1, 2 και 3 (αρχικά υπήρχαν 5 εναγόμενοι και οι εφεσίβλητες ήταν εναγόμενες 4 και 5) προχώρησαν χωρίς την έγκριση και/ή γνώση και/ή συγκατάθεση του στην πώληση όλων των μετοχών του στις εφεσίβλητες 3 και 4 και το προϊόν της πώλησης το επωφελήθηκαν οι εναγόμενες 1 και 2. Μετά από ενέργειες του εφεσείοντα οι δύο εφεσίβλητες τράπεζες επανέγραψαν αριθμό μετοχών τους στο όνομα του εφεσείοντα, αλλά κατά την επανεγραφή υπήρξε ζημιά για τον εφεσείοντα λόγω της πτώσης, στο μεταξύ, της αξίας των μετοχών των δύο εφεσίβλητων τραπεζών.
Στις λεπτομέρειες αμέλειας και/ή παράβασης νομίμων καθηκόντων των εφεσιβλήτων 3 και 4 αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι οι εφεσίβλητες, όταν επέτρεψαν την αρχική μεταβίβαση των μετοχών του εφεσείοντα στις Τράπεζες Κύπρου και Λαϊκή, στις πρώην εναγόμενες 1 και 2, δεν ζήτησαν γραπτές ή προφορικές οδηγίες από τον εφεσείοντα, δεν έλεγξαν επαρκώς και/ή καθόλου τη γνησιότητα των πληρεξουσίων που χρησιμοποιήθηκαν, δεν έλεγξαν την εγκυρότητα και/ή νομιμότητα των παρουσιασθέντων εγγράφων, ενήργησαν χωρίς να έχουν ενώπιον τους συμπληρωμένα έγγραφα και ενήργησαν επίσης κατά παράβαση του Νόμου και των Κανονισμών περί Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ) και κατά παράβαση των εντολών του εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε εκτενώς στην ενώπιον του μαρτυρία, απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα επί όλων των ουσιωδών και αμφισβητημένων σημείων της υπόθεσης, ως αναξιόπιστη. Έδωσε λόγους για το συμπέρασμα αυτό, οι οποίοι φαίνονται στις σελ. 10-12 της απόφασης του. Αντίθετα, το πρωτόδικο δικαστήριο, δέχθηκε τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων τραπεζών. Συναφώς, το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε και στα δύο πληρεξούσια που χρησιμοποιήθηκαν για την αρχική μεταβίβαση των μετοχών του εφεσείοντα στις δύο τράπεζες, προς όφελος των εναγομένων 1 και 2. Το πληρεξούσιο, τεκμήριο 10, χρησιμοποιήθηκε για τις μετοχές της Λαϊκής Τράπεζας ενώ το πληρεξούσιο, τεκμήριο 11, χρησιμοποιήθηκε για τις μετοχές της Τράπεζας Κύπρου. Το πληρεξούσιο, τεκμήριο 10, φέρει ημερομηνία 2.10.2000 και είναι πιστοποιημένο ως ακριβές αντίγραφο από τον Πρόεδρο της Κοινότητας xxx. Σ΄ αυτό αναφέρεται όνομα και υπογραφή μάρτυρα. Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι το τεκμήριο 10 είναι πλαστό και ότι δεν το υπέγραψε ο ίδιος. Προς τούτο αναφέρθηκε στη μαρτυρία του ίδιου του εφεσείοντα σύμφωνα με την οποία 24,966 μετοχές του στη Λαϊκή Τράπεζα και 29,835 μετοχές του στην Τράπεζα Κύπρου πωλήθηκαν κατόπιν συμφωνίας και σύμφωνα με τη συγκατάθεση του, μέσα στα πλαίσια επενδυτικού σχεδίου. Ως λόγο απόρριψης του ισχυρισμού του εφεσείοντα περί πλαστότητας, το πρωτόδικο δικαστήριο επίσης αναφέρθηκε στη μαρτυρία του εφεσείοντα. Σύμφωνα με αυτή ο πρώην εναγόμενος 3 του είχε πει ότι θα πήγαινε στο γραφείο να συμπληρώσει τα δύο πληρεξούσια και να επανέλθει, όταν όμως δεν επανήλθε ούτε τον αναζήτησε τηλεφωνικώς, ο εφεσείων, ούτε και του ζήτησε πίσω τα πρωτότυπα πιστοποιητικά μετοχών του.
Στα προαναφερόμενα συμπεράσματα του το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε λαμβάνοντας σοβαρά υπόψιν ότι ο εφεσείων ήταν ένας έμπειρος επιχειρηματίας και έμπειρος επενδυτής. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε και τη μαρτυρία του Μ.Ε. 1, Α.Π., ο οποίος παρουσιάστηκε στο δικαστήριο ως εμπειρογνώμονας γραφολόγος και ο οποίος είπε ότι μετά από γραφολογική εξέταση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υπογραφή του εφεσείοντα πάνω στα φωτοτυπημένα πληρεξούσια, τεκμήρια 10 και 11, δεν ήταν γνήσια. Το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε λόγους για την απόρριψη αυτής της μαρτυρίας στη σελ. 23 της απόφασής του.
Η μαρτυρία των Μ.Ε. 3 και 4, αναφορικά με τις πωληθείσες μετοχές του εφεσείοντα, μετά την επανεγγραφή τους, έγινε δεκτή ως αξιόπιστη.
Ως αποτέλεσμα των προαναφερομένων και στη βάση της απόρριψης της εκδοχής του εφεσείοντα, το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε και την αξίωση του, αλλά για σκοπούς πληρότητας της απόφασης προχώρησε σε ευρήματα αναφορικά με την ζημιά του και την αποζημίωση στην οποία αυτός θα εδικαιούτο εναντίον των εφεσιβλήτων δύο τραπεζών, αν επιτύγχανε η αγωγή του.
Στη σελ. 25 της πρωτόδικης απόφασης, το δικαστήριο αναφέρει ότι εάν η εκδοχή του ενάγοντα περί χρησιμοποιήσεως των τεκμηρίων 10 και 11, κάτω από τις συνθήκες που αυτός ανέφερε, χωρίς την έγκριση και συγκατάθεσή του, εγένετο αποδεκτή, τότε οι πρώην εναγόμενοι 1 και 2 θα έφεραν ευθύνη καθότι προχώρησαν στις επίδικες συναλλαγές δια της χρήσεως φωτοτυπημένων, ασυμπλήρωτων, πληρεξουσίων χωρίς την έγκριση και συμφωνία του εξουσιοδοτούντος, δηλαδή του εφεσείοντα. Όσον αφορά όμως τις εναγόμενες 4 και 5, εφεσίβλητες 3 και 4, οι οποίες δεν είχαν γνώση αυτού του γεγονότος, το πρωτόδικο δικαστήριο είπε ότι αυτές ουδεμία ευθύνη έχουν στη βάση των περιστατικών της υπόθεσης. Ακόμα, το πρωτόδικο δικαστήριο, στη σελ. 27 της απόφασης του, αναφέρει ότι οι εφεσίβλητες 3 και 4 Τράπεζες ενήργησαν σύμφωνα με τους σχετικούς Κανονισμούς και το σχετικό Νόμο και παρατήρησε ότι με την κατοχή γνήσιων πιστοποιητικών των τίτλων των μετοχών του εφεσείοντα από την πρώην εναγόμενη 2, εδίδετο, εύλογα, η εντύπωση στις εφεσίβλητες 3 και 4, ότι η πρώην εναγόμενη 2 είχε την εξουσιοδότηση να ενεργήσει, όπως ενήργησε, εκ μέρους του ενάγοντα-εφεσείοντα. Επίσης, σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν έχει διαφανεί ότι οι εφεσίβλητες τράπεζες ενεργούσαν κακόπιστα.
Τελικά το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε και στο άρθρο 197 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, το οποίο διέπει την περίπτωση που υπό συγκεκριμένες συνθήκες, ένας αντιπροσωπευόμενος ευθύνεται, έναντι τρίτων, από τις πράξεις του αντιπροσώπου του, ακόμα και όπου ο αντιπρόσωπος, χωρίς πληρεξουσιότητα, διενεργεί πράξεις ή αναλαμβάνει υποχρεώσεις έναντι τρίτων, για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου. Τέτοια είναι η περίπτωση όπου ο πληρεξουσιοδοτών, προφορικά ή με τη συμπεριφορά του, εξώθησε τους τρίτους να πιστεύουν, ότι οι πράξεις και υποχρεώσεις που διενεργήθηκαν ήταν εντός των ορίων της πληρεξουσιότητας του αντιπροσώπου.
Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείων, με τη συμπεριφορά του, εξώθησε τις εφεσίβλητες 3 και 4 να πιστέψουν ότι η πρώην εναγόμενη 2 ενεργούσε εντός των ορίων της πληρεξουσιότητας της, αποφάνθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο. Οι ειδικοί όροι και οι όροι του Παραρτήματος Α, το οποίο αναφέρεται στα πληρεξούσια τεκμήρια 10 και 11, αλλά δεν επισυνάφθηκε σ΄ αυτά, αφορούν τη σχέση εφεσείοντα και πρώην εναγόμενης 2, δηλαδή αντιπροσωπευομένου και αντιπροσώπου, και όχι τους τρίτους, δηλαδή τις εφεσίβλητες 3 και 4 Τράπεζες. Επίσης, όπως τονίζει το πρωτόδικο δικαστήριο στη σελ. 28 της απόφασής του, το γεγονός ότι τα τεκμήρια 10 και 11 ήταν σε φωτοτυπίες δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, στη βάση των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, θα έπρεπε να είχε θέσει τις εφεσίβλητες 3 και 4 σε εγρήγορση. Η πρώην εναγόμενη 2 ήταν νόμιμη χρηματιστηριακή εταιρεία και για τις επίδικες συναλλαγές χρησιμοποίησε πρωτότυπους τίτλους ιδιοκτησίας μετοχών και υπέγραφε, σε όλες τις επίδικες συναλλαγές, υπεύθυνη δήλωση για την ιδιοκτησία των επίδικων μετοχών. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι οι εναγόμενες 4 και 5-εφεσίβλητες 3 και 4 δεν επέδειξαν οποιαδήποτε αμέλεια ή παράβαση νομίμων καθηκόντων.
Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το κατά πόσον, έστω και αν υπήρχε αμέλεια εκ μέρους των εφεσιβλήτων 3 και 4, είχε αποδειχθεί η απαιτούμενη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της τυχόν αμέλειας των εφεσιβλήτων και της ζημιάς του εφεσείοντα.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται, ως εσφαλμένη, με 12 λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος αφορά στην κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη απόρριψη της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα γραφολόγου Α. Π., για τα δύο πληρεξούσια, ως αναξιόπιστης. Ο δεύτερος λόγος αφορά σε κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένο πρωτόδικο συμπέρασμα ότι οι εφεσίβλητες τράπεζες ενήργησαν σύμφωνα με τους σχετικούς Κανονισμούς του ΧΑΚ και ότι δεν ενήργησαν κακόπιστα. Ο τρίτος λόγος αφορά σε κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένο πρωτόδικο συμπέρασμα ότι, στην παρούσα υπόθεση, είχαν εφαρμογή οι πρόνοιες του άρθρου 197 του Κεφ. 149, ότι δηλαδή ο εφεσείων με τη συμπεριφορά του εξώθησε τις εφεσίβλητες Τράπεζες να πιστεύουν ότι η πρώην εναγόμενη 2 ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του, εντός των ορίων της πληρεξουσιότητας της. Με τον τέταρτο λόγο αμφισβητείται το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε αμέλεια εκ μέρους των εφεσιβλήτων τραπεζών. Ο πέμπτος λόγος αφορά σε κατ΄ ισχυρισμό σφάλμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο ενάγων-εφεσείων γνώριζε για τις συναλλαγές που έγιναν χωρίς τη συγκατάθεση του. Εν πάση περιπτώσει, αυτός ο ισχυρισμός είναι και εκτός δικογράφων. Με τον έκτο λόγο αμφισβητείται η ορθότητα της απόρριψης της μαρτυρίας του εφεσείοντα και του Γ.Γ. ως αναξιόπιστης. Ο έβδομος λόγος αφορά σε κατ΄ ισχυρισμό παρερμηνεία της σημασίας του τεκμηρίου 2Α. Ο όγδοος λόγος αφορά σε κατ΄ ισχυρισμό αυθαίρετα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με την πλαστότητα του πληρεξουσίου-τεκμηρίου 10. Ο ένατος λόγος αφορά σε κατ΄ ισχυρισμό παρερμηνεία της σημείωσης του εφεσείοντα επί των τεκμήριων 5 και 5Α, με αποτέλεσμα το πρωτόδικο δικαστήριο να παρερμηνεύσει και μέρος της μαρτυρίας της Α.Χ.. Ο δέκατος λόγος αφορά επίσης σε κατ΄ ισχυρισμό αυθαίρετο συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με τη χρήση των προαναφερόμενων πληρεξουσίων και των πρωτοτύπων τίτλων όλων των μετοχών του εφεσείοντα στις εφεσίβλητες Τράπεζες. Ο εντέκατος λόγος αφορά επίσης σε κατ΄ ισχυρισμό αυθαίρετα πρωτόδικα συμπεράσματα αναφορικά με το ότι ο εφεσείων «άλλασσε» τη μαρτυρία του αναφορικά με τις επίδικες συναλλαγές. Ο δωδέκατος λόγος αφορά στο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία για τις ζημιές του εφεσείοντα και επομένως, εφόσον η ζημιά αποδείχθηκε, θα πρέπει να εκδοθεί απόφαση υπέρ του για όλο το ποσό της ζημιάς του.
Εξετάσαμε με προσοχή όλους τους λόγους έφεσης.
Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε τη μαρτυρία του Μ.Ε. 1, γραφολόγου Α.Π., ως μαρτυρία εμπειρογνώμονα, με αναφορά στις αποφάσεις Θεοσκέπαστη Φάρμ ν. Δημοκρατίας (1990) 1 ΑΑΔ, 984 και Νικολάου ν. Σταύρου (1992) 1 ΑΑΔ, 746. Κατέληξε ότι κανένα από τα συμπεράσματα του δεν μπορούσε να γίνει δεκτό, αιτιολογώντας το συμπέρασμά του στη σελίδα 23 της απόφασής του. Οι λόγοι που έδωσε είναι πειστικοί:
(α) Ο Μ.Ε. 1 δεν προέβη σε εξέταση των πρωτοτύπων των πληρεξουσίων αλλά ούτε και των τεκμηρίων 3Α και 17.
(β) Το συμπέρασμα του Μ.Ε. 1 ότι στο τεκμήριο 11 (πληρεξούσιο) και το τεκμήριο 3Α, έγινε μεταφορά της υπογραφής του ενάγοντα-εφεσείοντα, αντικρούεται από τη μαρτυρία του ίδιου του ενάγοντα-εφεσείοντα, ενώπιον του δικαστηρίου.
(γ) Είναι άγνωστο πόσες φορές φωτοτυπήθηκαν τα έγγραφα που εξέτασε ο Μ.Ε. 1, με αποτέλεσμα η εξέταση του να είναι επισφαλής.
Δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου να κρίνει τη μαρτυρία και τα συμπεράσματα του Μ.Ε. 1 ως μη αξιόπιστα. Εν πάση περιπτώσει, εις την ενώπιον μας διαδικασία, εκείνο που προβλήθηκε εκ μέρους του εφεσείοντα, δεν ήταν η μη γνησιότητα της υπογραφής του, αλλά ότι υπέγραψε «εν λευκώ».
Ο δεύτερος λόγος αφορά στο πρωτόδικο συμπέρασμα ότι οι εφεσίβλητες Τράπεζες ενήργησαν σύμφωνα με τους Κανονισμούς του ΧΑΚ και όχι κακόπιστα. Το πρωτόδικο δικαστήριο, στις σελίδες 25-27 της απόφασής του, εξέτασε το άρθρο 22 του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμο του 1993, όπως τροποποιήθηκε, και τους Κανονισμούς 38, 39, 40 και 45 των σχετικών Κανονισμών του 1995. Σημείωσε ιδιαίτερα ότι, σύμφωνα με τον Κανονισμό 40, για την έκδοση πιστοποιητικού μεταβίβασης μετοχών απαιτείται η κατάθεση, στο αρμόδιο τμήμα του ΧΑΚ, του εγγράφου μεταβιβάσεως των μετοχών, υπογραμμένο από τον πωλητή και αγοραστή και/ή τους κατά νόμο ορισμένους αντιπροσώπους του καθώς και η κατάθεση του πρωτοτύπου του τίτλου κυριότητας των μετοχών.
Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία των εφεσιβλήτων, αυτές ενήργησαν σύμφωνα με τους Κανονισμούς. Με την κατοχή των πρωτότυπων πιστοποιητικών κυριότητας των μετοχών, από την πρώην εναγόμενη 2 και την υπογραφή της νενομισμένης υπεύθυνης δήλωσης εδίδετο, ευλόγως, η εντύπωση στις εφεσίβλητες, ότι η εναγόμενη 2 είχε την εξουσιοδότηση να ενεργήσει όπως ενήργησε. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η κατοχή και παρουσίαση γνήσιου πιστοποιητικού κυριότητας των πωληθεισών μετοχών, έδινε ευλόγως την εντύπωση της νομιμότητας της συναλλαγής, στις εφεσίβλητες, οι οποίες ενήργησαν σύμφωνα με τους σχετικούς Κανονισμούς, και όχι κακόπιστα. Επιπλέον συμφωνούμε ότι ίσχυε και το άρθρο 197 του Κεφ. 149, εφόσον ο ενάγοντας-εφεσείοντας, με τη συμπεριφορά του, εξώθησε τις εφεσίβλητες Τράπεζες να πιστεύουν ότι η πρώην εναγόμενη 2 ενεργούσε εντός των ορίων της πληρεξουσιότητάς της (within its ostensible authority). Επομένως και οι λόγοι έφεσης 2 και 3 είναι αβάσιμοι.
Ο τέταρτος λόγος αφορά την κατ΄ ισχυρισμό αμέλεια των εφεσιβλήτων να ελέγξουν τα σχετικά έγγραφα, κατά τον προσήκοντα τρόπο, όταν αρχικά δέχθηκαν τη μεταβίβαση των μετοχών του ενάγοντα-εφεσείοντα, στις πρώην εναγόμενες 1 και 2.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τα πρωτόδικα ευρήματα, τα δύο πληρεξούσια που χρησιμοποιήθηκαν δεν ήταν πλαστά, ο ενάγων-εφεσείων ήταν έμπειρος επενδυτής, η πρώην εναγόμενη 2 ήταν νομίμως εγγεγραμμένη χρηματιστηριακή εταιρεία, η οποία συμπλήρωσε την απαιτούμενη υπεύθυνη βεβαίωση, σύμφωνα με τους Κανονισμούς του ΧΑΚ, και τους Κανόνες Εκκαθάρισης Συναλλαγών, ΚΔΠ 306/99, και επίσης παρουσίασε και γνήσιους τίτλους κυριότητας των πωληθεισών μετοχών, επίσης σύμφωνα με τους Κανονισμούς του ΧΑΚ.
Οι αυθεντίες για τραπεζικές συναλλαγές καταδεικνύουν ότι υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ υποθέσεων πλαστογραφίας από τη μια και υποθέσεων όπου το πληρεξουσιοδοτημένο πρόσωπο καταχράται και υπερβαίνει την εξουσία που έχει. Εάν η υπογραφή είναι του πληρεξουσιοδοτημένου, ο οποίος υπερβαίνει την εξουσία του, δεν υπάρχει πλαστογραφία (Δέστε: Morison v. London County and Westminster Bank Ltd (1914) 3 K.B., 356).
Στη Σκωτική υπόθεση Weir v. National Westminster Bank plc, 1993 SC, 515, έγινε ανασκόπηση του δικαίου της αμέλειας αναφορικά με Τράπεζες, υπό το φως της σημαντικής απόφασης Caparo Industries plc v. Dickman (1990) 2 A.C. 605 (HL). Τονίστηκε στη Weir (ανωτέρω) ότι, σύμφωνα με την Caparo (ανωτέρω), οι θεραπείες για αμέλεια θα πρέπει να περιοριστούν στις παραδοσιακές κατηγορίες σχέσεων εγγύτητας (proximity) όπου αναγνωρίζεται καθήκον επιμέλειας. Αυτό εξαρτάται από την εγγύτητα της σχέσης και του κατά πόσον είναι δίκαιο και εύλογο να επιβληθεί καθήκον επιμέλειας στη συγκεκριμένη περίπτωση. Στην περίπτωση αυτή ο κ. Weir, που ήταν δικηγόρος και γνωστός στην Τράπεζα, και διατηρούσε λογαριασμούς και εκ μέρους πελατών του, ως αντιπρόσωπός τους, εισηγήθηκε ότι η Τράπεζα υπήρξε αμελής κατά τη μη διάγνωση πλαστογραφίας που διέπραξε πελάτης του (δικηγόρου) εξαιτίας της οποίας ο ίδιος υπέστη οικονομική ζημιά. Το δικαστήριο (Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων) απέρριψε την εισήγηση, δείχνοντας απροθυμία να επιτρέψει την ανάκτηση οικονομικής ζημιάς (economic loss), υπό τις περιστάσεις.
Στη Μικρομμάτη ν. Αραούζου κ.α., Πολιτική Έφεση αρ. 272/12, ημερ. 13.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:A76, το Εφετείο επικύρωσε πρωτόδικη απόφαση σύμφωνα με την οποία η Τράπεζα δεν είχε καθήκον επιμέλειας αναφορικά με τον έλεγχο της γνησιότητας οπισθογραφήσεων, σε επιταγές. Η Τράπεζα δεν υπέχει καθήκον μικροσκοπικής εξέτασης των λογαριασμών των πελατών της, εκτός αν υπάρχει κάτι καταφανώς παράτυπο στη συναλλαγή (something markedly irregular in the transaction) (Δέστε: Chalmers and Guest on Bills of Exchange and Cheques, 7η έκδοση, σελ. 771).
Οι προαναφερόμενες αρχές ισχύουν mutatis mutandis, στην προκείμενη περίπτωση, εφόσον η αμέλεια η οποία αποδίδεται στις δύο εφεσίβλητες Τράπεζες δεν είναι για τραπεζικές εργασίες υπό την αυστηρήν έννοια, αλλά περισσότερο για εργασίες γραμματέως εταιρείας.
Στην παρούσα υπόθεση, εκτός από το ότι τα πληρεξούσια, τεκμήρια 10 και 11, που χρησιμοποιήθηκαν για την αρχική πώληση και μεταβίβαση των μετοχών του εφεσείοντα, σε τρίτους, ήταν φωτοτυπίες και όχι πρωτότυπα, σ΄ αυτά γινόταν και αναφορά σε όρους στο Παράρτημα Α, το οποίο δεν επισυνάφθηκε στα πληρεξούσια.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ούτε το ότι ήταν φωτοτυπημένα τα πληρεξούσια, ούτε ότι δεν επισυνάφθηκε το Παράρτημα Α, αλλά οι εφεσίβλητες επέτρεψαν τη μεταβίβαση, συνιστούσε παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας, των εφεσίβλητων Τραπεζών, προς τον εφεσείοντα. Τούτο διότι (όπως αναφέρει στη σελ. 28 της απόφασης του) η πρώην εναγόμενη 2, η οποία ήταν χρηματιστής, για τις επίδικες συναλλαγές χρησιμοποίησε πρωτότυπους τίτλους μετοχών και επίσης υπέγραψε, σ΄ όλες τις επίδικες συναλλαγές, υπεύθυνη δήλωση για την κυριότητα των επίδικων μετοχών. Οι όροι του Παραρτήματος Α, που αναφέρεται στα πληρεξούσια τεκμήρια 10 και 11, αφορούσαν στη σχέση ενάγοντα (εφεσείοντα) και πρώην εναγομένης 2 (αντιπροσωπευόμενου και αντιπροσώπου) και όχι στις σχέσεις εφεσείοντα και εφεσίβλητων Τραπεζών, που ήταν τρίτα πρόσωπα, καθ΄ όσον αφορά την εξουσιοδότηση του εφεσείοντα, προς την πρώην εναγόμενη 2.
Το καθήκον επιμέλειας το οποίον οφείλει μια Τράπεζα στους πελάτες της κρίνεται με γνώμονα τη συμπεριφορά μιας λογικής και συνετής Τράπεζας, υπό τις περιστάσεις.
Στην Καναδική υπόθεση Kelly Funeral Homes Ltd v. Canadian Imperial Bank of Commerce (1990) 72 D.L.R. (4th) 276 (Ont.) η Τράπεζα τίμησε επιταγές των πελατών της που έφεραν μόνο μιαν υπογραφή, ενώ οι πελάτες της την είχαν πληροφορήσει ότι οι υπογραφές στις επιταγές τους έπρεπε να ήταν δύο. Το δικαστήριο έκρινε ότι, υπό τις περιστάσεις, η Τράπεζα δεν μπορούσε να έχει το καθήκον ελέγχου της κάθε επιταγής που της παρουσιαζόταν.
Στην επίσης Καναδική υπόθεση Groves-Raffin Construction Ltd et al. v. Canadia Imperial Bank of Commerce et al. (1976) 2 W.W.R. 673 (B.C.C.A.), τονίστηκε ότι μια Τράπεζα έχει καθήκον, έναντι των πελατών της, να ασκεί τέτοιαν επιμέλεια που ο λογικός τραπεζίτης θα θεωρούσε απαραίτητη για να βεβαιωθεί πως ό,τι είναι ύποπτο ή αμφισβητούμενο, διερευνάται (what is suspicious or questionable is queried). Το καθήκον επιμέλειας, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να εξυπακούει και καθήκον διερεύνησης (to make inquiry). Το κριτήριον είναι αντικεμενικό και καθορίζεται από τον «λογικό Τραπεζίτη».
Στην παρούσα υπόθεση, συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι οι περιστάσεις δεν ήταν τέτοιες που οι εφεσίβλητες, ενεργούσες ως «λογικός Τραπεζίτης», θα έπρεπε να είχαν προβεί σε περαιτέρω έρευνα των περιστάσεων ή να είχαν τεθεί σε εγρήγορση. Τα χρησιμοποιηθέντα πληρεξούσια, αν και φωτοτυπίες, δεν ήταν πλαστά, οι χρηματιστηριακές πράξεις έγιναν μέσω νόμιμης χρηματιστηριακής εταιρείας που είχε στην κατοχή της και παρουσίασε γνήσιους τίτλους κυριότητας όλων των επίδικων μετόχων (τους οποίους εξασφάλισε από τον εφεσείοντα), υπέγραψε τη νενομισμένη υπεύθυνη δήλωση-βεβαίωση, σύμφωνα με τους σχετικούς Κανονισμούς και το Παράρτημα Α που αναφερόταν στα πληρεξούσια αλλά δεν επισυνάφθηκε, δεν αποδείχθηκε ότι ήταν σχετικό με τη σχέση των εφεσίβλητων Τραπεζών με τον εφεσείοντα ή ότι η επισύναψή του θα διαφοροποιούσε το καθήκον επιμέλειας των εφεσιβλήτων, προς τον εφεσείοντα.
Υπό τις περιστάσεις και ο τέταρτος λόγος απορρίπτεται.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά στο πρωτόδικο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων γνώριζε για τις συναλλαγές που έγιναν εκ μέρους του.
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής «συνάγει» το συμπέρασμα ότι ο εφεσείων, ως έμπειρος επιχειρηματίας και έμπειρος επενδυτής, «ασφαλώς γνώριζε» από πού προήλθαν τα χρήματα του επενδυτικού του σχεδίου και την τύχη των μετοχών του (σελίδες 21 και 22 πρωτόδικης απόφασης). Αυτό είναι ένα εύλογο συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου που βασίζεται σε συνειρμούς και όχι γεγονότα που θα έπρεπε να δικογραφηθούν. Ο λόγος είναι αβάσιμος.
Ο έκτος λόγος αφορά στα ευρήματα αξιοπιστίας της μαρτυρίας του ενάγοντα-εφεσείοντα και του Μ.Ε. 3, Γ.Γ.. Είναι θεμελιωμένες οι αρχές βάσει των οποίων επεμβαίνει το Εφετείο στα πρωτόδικα ευρήματα αξιοπιστίας. Το πρωτόδικο δικαστήριο αναλύει λεπτομερέστατα τη μαρτυρία του εφεσείοντα αλλά και του Μ.Ε. 3. Οι σελίδες 9-12 της απόφασης του είναι σχετικές. Απορρίπτει κάθε λέξη της αμφισβητούμενης μαρτυρίας του ενάγοντα-εφεσείοντα αλλά και του Μ.Ε. 3, ο οποίος επιβεβαίωσε τη μαρτυρία του σε κάποια σημεία. Η μαρτυρία τους, καταρρίπτεται, όπως εύστοχα επισημαίνει το πρωτόδικο δικαστήριο, από τα γεγονότα (σελίδα 12 της απόφασης). Ο βασικός ισχυρισμός τους για μη ύπαρξη μετοχών (200.000 - 250.000) του εφεσείοντα στις 27.12.2000 αποδεικνύεται ψευδής, εφόσον η πώληση τους έγινε από τον εφεσείοντα (ο οποίος είχε αυτές τις μετοχές) μεταξύ 21 και 28.12.2000. Δεν υπάρχει έδαφος παρέμβασης του Εφετείου, ο λόγος είναι αβάσιμος.
Οι λόγοι έφεσης 7, 8 και 9 αφορούν στα τεκμήρια 2Α, 5, 5Α και 10 (πληρεξούσιον). Το πρωτόδικο δικαστήριο πραγματεύεται το τεκμήριο 2Α στις σελίδες 10 και 11 της απόφασης του. Συγκρίνει το τεκμήριο 2Α με τη μαρτυρία του ενάγοντα-εφεσείοντα και εξάγει συμπεράσματα αναξιοπιστίας του εφεσείοντα, όπως πειστικά εξηγεί στις σελίδες 10 και 11 της απόφασης του. Από το τεκμήριο 2Α, το πρωτόδικο δικαστήριο συνάγει ότι ο εφεσείων απέκρυψε, στοιχεία συναλλαγών του, από το δικαστήριο.
Για το πληρεξούσιο-τεκμήριο 10 το πρωτόδικο δικαστήριο εξηγεί στη σελίδα 11 ότι είναι αντίγραφο, πιστοποιημένο δεόντως από τον Κοινοτάρχη xxx και εξηγεί ότι αυτό χρησιμοποιήθηκε από την πρώην εναγόμενη 2, για πωλήσεις μετοχών του ενάγοντα, τις οποίες ο ίδιος αναγνώρισε, ως νόμιμες, όπως αναγράφεται στη σελίδα 11 της απόφασης.
Στο τεκμήριο 5Α υπάρχει χειρόγραφο σημείωμα του εφεσείοντα στο οποίο ο ίδιος σημειώνει ότι τυχαία πληροφορήθηκε πως δεν υπήρχαν, στο όνομα του, παρά μόνο 95.272 μετοχές της Τράπεζας Κύπρου από τις οποίες οι 25.287 ήταν ενεχυριασμένες. Τότε μίλησε «αυθημερόν» στην κα. Α. Χ. (Μ.Υ. 1 της Τράπεζας Κύπρου) από την οποία πληροφορήθηκε ότι μετοχές του πωλήθηκαν στην Marketrends. «Ζήτησα και μου έστειλε το παρόν (Πιστοποιητικό 16ης Ιανουαρίου 2001». Στη σελίδα 16 της απόφασης του το πρωτόδικο δικαστήριο σχολιάζει τις σημειώσεις στο τεκμήριο 5Α, στα πλαίσια της αξιολόγησης της μαρτυρίας του εφεσείοντα, του Μ.Ε. 3 και της Μ.Υ. 1, Α.Χ.. Σημειώνει, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, ότι ο εφεσείοντας και ο Μ.Ε. 3 επέμεναν στη μαρτυρία τους ότι στις 27.12.2000 δεν υπήρχαν άλλες διαθέσιμες μετοχές, του εφεσείοντα, προς πώληση. Στη συνέχεια, ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο δικαστήριο (στη σελίδα 16 της απόφασης του), ότι αν ο εφεσείων πληροφορήθηκε στις 27.12.2000 ή ακόμα στις 28 ή 29.12.2000 ότι οι υπόλοιπες μετοχές του πωλήθηκαν και μεταβιβάστηκαν, τότε η ενέργεια του να τηλεφωνήσει στη Μ.Υ. 1, Χ., μετά από 15 μέρες, στις 16.1.2001, και να της ζητήσει πιστοποιητικό των μετοχών του, δεν είναι καθόλου φυσική και πειστική. Οι συλλογισμοί και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι άμεμπτα και δεν χωρεί οποιαδήποτε επέμβαση του Εφετείου.
Οι προαναφερόμενοι λόγοι είναι αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Ο δέκατος λόγος αφορά στα πρωτόδικα ευρήματα για τη χρήση των φωτοτυπημένων πληρεξουσίων, τεκμηρίων 10 και 11, και των πρωτότυπων τίτλων κυριότητας των μετοχών του εφεσείοντα, κατά τις επίδικες συναλλαγές. Ήδη αναφερθήκαμε στα σχετικά πρωτόδικα ευρήματα και συμπεράσματα και δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό σ΄ αυτά.
Ο εντέκατος λόγος αφορά στα ευρήματα αξιοπιστίας του ενάγοντα-εφεσείοντα στα οποία αναφερθήκαμε και δεν υπάρχει χώρος επέμβασης του Εφετείου.
Ο δωδέκατος λόγος επίσης δεν μπορεί να επιτύχει επειδή ο εφεσείων δεν απέδειξε αγώγιμο δικαίωμα του, εναντίον των εφεσιβλήτων. Έστω όμως και αν αποδεικνύετο αγώγιμο δικαίωμα του εφεσείοντα εναντίον των εφεσιβλήτων, ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει και οποιανδήποτε αιτιώδη συνάφεια που να συνδέει τη ζημιά του με τις πράξεις ή παραλείψεις των εφεσιβλήτων.
Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται, με €3.000.- έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων και εις βάρος του εφεσείοντα.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/ΕΑΠ.