ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2019:A446
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 194/2013
25 Οκτωβρίου, 2019
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΔΔ]
ΛΑΪΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
Εφεσείουσα/Ενάγουσα,
ΚΑΙ
1. xxx ΒΛΑΧΟΥ
2. xxx ΜΑΚΡΙΔΗ,
Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι.
******************
Μάριος Χριστοφόρου, για Πελαγία, Χριστοδούλου, Βράχα, Για την Εφεσείουσα.
Χρύσανθος Χρυσάνθου με Χρίστια Μιτσίδου (κα), Για τους Εφεσίβλητους/Εναγομένους.
******************
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
****************
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: Στις 20/7/2002 ο χχχ Μακρίδης ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής χχχ χ64, ιδιοκτησίας του εφεσίβλητου, ενεπλάκη σε δυστύχημα με το όχημα με αρ. εγγραφής χχχχ53 προκαλώντας του ζημιές και έξοδα ύψους Λ.Κ.5.817,80 (το ισόποσο των €9940,30). Κατά το χρόνο του δυστυχήματος η Λαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ/εφεσείουσα παρείχε ασφαλιστική κάλυψη στο αυτοκίνητο του εφεσίβλητου δυνάμει Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου, όπου ο Μακρίδης δεν συμπεριλαμβάνετο στους εξουσιοδοτημένους οδηγούς.
Η εφεσείουσα δι' επιστολών της πληροφόρησε τον εφεσίβλητο για την πρόθεση της να καλύψει τη ζημιά του ιδιοκτήτη του άλλου αυτοκινήτου που υπέστη από το δυστύχημα και ότι θα αποτείνετο στον ίδιο για κάλυψη του ποσού που ήθελε πληρώσει για το σκοπό αυτό, χωρίς όμως να τύχει οποιασδήποτε ανταπόκρισης από πλευράς του. Μετά την καταβολή του πιο πάνω ποσού, η εφεσείουσα καταχώρησε την Αγωγή αρ. 3488/2007 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αξιώνοντας εναντίον του εφεσίβλητου/εναγομένου 1 την πληρωμή στην ίδια του ποσού που κατέβαλε.
Η Αγωγή κινήθηκε και εναντίον του χχχ Μακρίδη ως εναγομένου 2, η οποία όμως δεν προχώρησε εναντίον του ενόψει της μη επίδοσης της και εκπνοής του Κλητηρίου.
Η θέση της εφεσείουσας πρωτόδικα, σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης της, ήταν ότι η ενέργεια της να αποζημιώσει τον ιδιοκτήτη του άλλου αυτοκινήτου οφείλετο σε νομική της υποχρέωση. Ισχυρίζεται όμως ότι δικαιούτο σε ανάκτηση του ποσού που πλήρωσε, από τον εφεσίβλητο ενόψει της παραβίασης από πλευράς του προνοιών του μεταξύ τους ασφαλιστηρίου συμβολαίου, εφόσον το αυτοκίνητο κατά τον ουσιώδη χρόνο οδηγείτο από πρόσωπο για το οποίο δεν παρείχετο από το συμβόλαιο ασφαλιστική κάλυψη.
Ο εφεσίβλητος με την Υπεράσπιση του αρνείτο κάθε υποχρέωση που προέκυπτε από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, προβάλλοντας τη θέση ότι από δική της πρωτοβουλία η εφεσείουσα αποζημίωσε τον ιδιοκτήτη του άλλου αυτοκινήτου και ότι ο ίδιος απαλλάσσετο οποιασδήποτε ευθύνης, εφόσον το αυτοκίνητο του οδηγείτο από τον υιό της αδελφής του, που ήταν μια εκ των εξουσιοδοτημένων προσώπων που μπορούσαν να το οδηγούν στη βάση του συμβολαίου, χωρίς όμως τη συγκατάθεση ή την εξουσιοδότηση του ιδίου.
Η Αγωγή προχώρησε σε ακρόαση κατά την οποίαν δεν προσφέρθηκε προφορική μαρτυρία αλλά διεξήχθη στη βάση μόνο παραδεκτών γεγονότων και αριθμού τεκμηρίων.
Παραθέτουμε κατωτέρω τα παραδεκτά γεγονότα όπως τα είχε καταγράψει στην απόφαση του και το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«Παραδεκτά
1. Η ενάγουσα είναι ασφαλιστική εταιρεία νόμιμα εγγεγραμμένη στη Κύπρο και κατά πάντα ουσιώδη για την παρούσα αγωγή χρόνο παρείχε ασφαλιστική κάλυψη στον εναγόμενο 1 ιδιοκτήτη του οχήματος χχχχ64 δυνάμει ασφαλιστηρίου συμβολαίου.
2. Ο εναγόμενος 1 κατά τον επίδικο χρόνο ήταν ιδιοκτήτης του οχήματος χχχχ64 και με βάση ασφαλιστήριο συμβόλαιο με αρ.3701-χχχχχ55 ανανέωσε την ασφάλιση του οχήματος χχχχ64 για την περίοδο 05.07.02-05.07.03.
3. Οι ενάγοντες παρείχαν ασφαλιστική κάλυψη στο όχημα χχχχ64 στο οποίο ιδιοκτήτης ήταν ο εναγόμενος 1 δυνάμει της βεβαίωσης ανανέωσης ασφαλιστηρίου υποχρεωτικής κάλυψης με αρ.3701-χχχχχ55 στην οποία συμπεριλαμβάνεται η πρόταση ασφάλισης ημερομηνίας 08.12.98 μαζί με το πιστοποιητικό ασφάλισης με αρ.3701-χχχχχ55/Α1470021.
4. Το ως άνω στην π.3 εν ισχύ ασφαλιστήριο συμβόλαιο και η πρόταση ασφάλισης μεταξύ εναγόντων και εναγομένου 1 διέπεται από τους όρους ασφάλισης ως εμφαίνονται στο έγγραφο με τίτλο Ασφαλιστήριο Μηχανοκίνητων Οχημάτων).
5. Ο εναγόμενος 2 ο οποίος δεν συμπεριλαμβάνετο στους οδηγούς που μπορούσαν να οδηγούν το όχημα με αρ.χχχχ64 ως αυτοί φαίνονται στο πιστοποιητικό ασφάλισης και ενώ δεν εκαλύπτετο από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, στις 20.07.02 ο εναγόμενος 2 οδήγησε το όχημα με αρ.χχχχ64 και συγκρούστηκε με το χχχχ53 προκαλώντας ζημιές και έξοδα ύψους ΛΚ5,817,80.
6. Ο εναγόμενος 2 φέρει αποκλειστική ευθύνη για την σύγκρουση των οχημάτων με αρ. χχχχ64 και χχχχ53.
7. Οι ενάγοντες στις 20.07.02 παρείχαν ασφαλιστική κάλυψη στο όχημα χχχχ64 στο οποίο ιδιοκτήτης ήταν ο εναγόμενος 1.
8. Οι ενάγοντες απέστειλαν στον εναγόμενο 1 επιστολές ημερ.26.09.02 και 30.08.02 τις οποίες παρέλαβε στις 10.09.02 και 26.11.02 αντίστοιχα.
9. Οι ζημιές και τα έξοδα που κατέβαλαν οι ενάγοντες στον οδηγό και ιδιοκτήτη του οχήματος χχχχ53 ήταν ΛΚ5,817,80 ήτοι €9940,30.»
Στη συνέχεια το Δικαστήριο παρέθεσε αυτούσιο το περιεχόμενο των δύο επιστολών ημερ. 30/8/2002 και 26/9/2002 της εφεσείουσας προς τον εφεσίβλητο, στις οποίες γίνεται αναφορά στα παραδεκτά γεγονότα, που, όπως θα εξηγήσουμε κατωτέρω, θεώρησε βασικές για την εξέταση των επίδικων θεμάτων. Με την πρώτη επιστολή ημερ. 30/8/2002 η εφεσείουσα επιβεβαίωνε την ασφαλιστική κάλυψη από την ίδια του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου και ότι ο Μακρίδης δεν ήταν μεταξύ των εξουσιοδοτημένων οδηγών. Πληροφορούσε περαιτέρω τον εφεσίβλητο για την υποχρέωση της να καλύψει τη ζημιά του άλλου αυτοκινήτου στη βάση του μεταξύ τους ασφαλιστηρίου συμβολαίου, του Νόμου και του Ταμείου Ασφαλιστών Μηχανοκινήτων Οχημάτων με επιφύλαξη των δικαιωμάτων της και ότι θα απαιτούσε από τον ίδιο ανάκτηση οποιουδήποτε ποσού ήθελε πληρώσει. Συνεχίζει δε στην επιστολή ότι το άλλο αυτοκίνητο, σύμφωνα με εκτίμηση, υπέστη ολική καταστροφή και μόλις είχε μια ολοκληρωμένη εικόνα και επί των σωματικών βλαβών του οδηγού θα επανέρχετο, ώστε να φροντίσει ο εφεσίβλητος την πληρωμή του ποσού. Ακολούθησε η επιστολή ημερ. 26/9/2002 όπου η εφεσείουσα πληροφορούσε τον εφεσίβλητο ότι είχε καταλήξει σε συμφωνία καταβολής αποζημιώσεων στον ιδιοκτήτη που ήταν και ο οδηγός του άλλου αυτοκινήτου ύψους Λ.Κ.6.250,00, ποσό που προτίθετο να πληρώσει προς πλήρη και τελική διευθέτηση των αξιώσεων του τελευταίου από το επίδικο δυστύχημα. Και οι δύο επιστολές περιείχαν στο τέλος σημείωση ότι αποστέλλοντο με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων της εφεσείουσας. Οι επιστολές αυτές, σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, παραλήφθηκαν από τον εφεσίβλητο η μεν ημερ. 30/8/2002 στις 10/9/2002, η δε ημερ. 26/9/2002 στις 26/11/2002. Αμφότερες παρέμειναν αναπάντητες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με παραπομπή στους σχετικούς όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου επί των οποίων στηρίζετο το αγώγιμο δικαίωμα της εφεσείουσας και οι οποίοι κατ' ισχυρισμόν είχαν παραβιασθεί από πλευράς εφεσιβλήτου, προέβη στη διαπίστωση ότι με τον τρόπο που ήταν διατυπωμένη η Έκθεση Απαίτησης, όπως και να διαβάζετο ολόκληρη, «οδηγεί σε ένα και μόνο συμπέρασμα, ότι η μοναδική βάση Αγωγής είναι η ισχυριζόμενη παραβίαση από τον εναγόμενο 1 των όρων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και όχι η απαίτηση από την ενάγουσα του αξιούμενου ποσού δυνάμει σχετικού δικαιώματος και/ή εξουσίας που της παρέχουν οι πρόνοιες του Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου, ανεξάρτητα της οποιασδήποτε προγενέστερης συμπεριφοράς του εναγομένου 1.»
Μετά την πιο πάνω διαπίστωση έκρινε ότι αυτό που παρέμενε πλέον προς εξέταση ήταν κατά πόσο «ο εναγόμενος 1 παραβίασε τους όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να υποστεί ζημιά του ύψους του αξιούμενου ποσού ή εν πάση περιπτώσει οποιουδήποτε άλλου ύψους ζημιά.»
Με αναφορά σε όρους της Πρότασης Ασφάλισης και στον όρο 2 του Ασφαλιστηρίου Μηχανοκινήτων Οχημάτων, κάτω από τον τίτλο «Εξαιρέσεις», θεώρησε ότι δεν προέκυπτε καμιά υποχρέωση από πλευράς εφεσίβλητου ως προς τον τρόπο που θα έπρεπε να ενεργήσει, ώστε το ασφαλισμένο όχημα του να μην οδηγηθεί από μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, αλλ' ούτε και πρόνοια που του απαγόρευε να επιτρέψει σε μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο να το οδηγήσει ή του επέβαλλε να λάβει τα δέοντα μέτρα να μην οδηγηθεί από τέτοιο πρόσωπο. Κατέληξε δε το Δικαστήριο, ότι εκείνο που εξάγετο από τους όρους του συμβολαίου είναι ότι στην περίπτωση που το αυτοκίνητο οδηγείτο από μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο και εμπλέκετο σε δυστύχημα, τότε η εφεσείουσα απαλλάσσετο της ευθύνης να πληρώσει τη ζημιά του άλλου αυτοκινήτου, την οποίαν θα πρέπει να καλύψει ο μη εξουσιοδοτημένος οδηγός.
Μετά τις πιο πάνω διαπιστώσεις του έκρινε ότι την αποκλειστική ευθύνη για κάλυψη των ζημιών από το δυστύχημα έφερε ο εναγόμενος 2, ενώ ο εφεσίβλητος/εναγόμενος 1 δεν παραβίασε κανένα όρο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου εξού και η Αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί.
Παρά την κατάληξη του ότι η θέση της εφεσείουσας περί καταβολής από την ίδια της αποζημίωσης στον άλλο οδηγό στα πλαίσια ενάσκησης δικαιώματος της, δυνάμει των όρων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, δεν ήταν δικογραφημένη, το Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε κατά πόσο η εφεσείουσα δικαιούτο στις αξιώσεις της στη βάση του όρου 4 των όρων του Ασφαλιστηρίου Εγγράφου. Έκρινε τις δύο επιστολές ημερ. 30/8/2002 και 26/9/2002 προς τον εφεσίβλητο, ότι ήταν ουσιαστικής σημασίας και ότι με αυτές δεν καλείτο ο εφεσίβλητος να δώσει τη συγκατάθεση του για την ικανοποίηση των αξιώσεων του άλλου οδηγού, καταλήγοντας ότι ούτε στη βάση του όρου 4 του συμβολαίου θα μπορούσε να πετύχει η εφεσείουσα στις αξιώσεις της.
Προέβη δε σε απόρριψη της Αγωγής με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και σε βάρος της εφεσείουσας.
Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης εγείροντας συνολικά δέκα λόγους έφεσης. Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 είναι συναφείς και έχουν ως κύριο άξονα την παράλειψη του Δικαστηρίου να εξετάσει κατά πόσο η εφεσείουσα είχε νομικήν υποχρέωση να αποζημιώσει τον άλλο οδηγό στη βάση του Νόμου 96(1)/2000. Οι λόγοι αυτοί σχετίζονται επίσης και με τους λόγους έφεσης 3 και 4 που αμφισβητούν την ορθότητα της διαπίστωσης του Δικαστηρίου ότι το αγώγιμο δικαίωμα που προέκυπτε από το άρθρο 4 των Όρων του Ασφαλιστηρίου δεν δικογραφείτο και ότι δεν αποδείχθηκε η παραβίαση οποιουδήποτε όρου. Συναφής επίσης με τους 3 και 4 είναι και ο λόγος 5 με τον οποίον αμφισβητείται η ορθότητα της κρίσης του Δικαστηρίου ότι ακόμη και να δικογραφείτο το αγώγιμο δικαίωμα στη βάση του όρου 4, πάλι θα απέρριπτε την Αγωγή.
Ενόψει της συνάφειας των πιο πάνω όρων και των κοινών θεμάτων που εγείρονται θα εξεταστούν μαζί.
Οι λόγοι έφεσης 6, 7 και 8 έχουν ως κεντρικό πυρήνα τη κρίση του Δικαστηρίου ως προς την μη παραβίαση του όρου 4 των Όρων του Ασφαλιστηρίου Εγγράφου και ειδικότερα ότι οι δύο επιστολές της εφεσείουσας προς τον εφεσίβλητο βρίσκονταν εκτός των πλαισίων του όρου 4 εξού και η Αγωγή θεωρήθηκε πρόωρη.
Με τους λόγους έφεσης 9 και 10 προβάλλεται η θέση περί λανθασμένης απόρριψης των αξιώσεων της εφεσείουσας και ότι η διαπίστωση ότι δεν είχε κανένα αγώγιμο δικαίωμα έναντι του εφεσίβλητου, που είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη της Αγωγής, ήταν λανθασμένη.
Ο δικηγόρος της εφεσείουσας προς υποστήριξη των λόγων έφεσης 1 και 2 εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο λανθασμένα δεν ασχολήθηκε καθόλου, ενώ ήταν επίδικο θέμα που προβάλλετο με την Έκθεση Απαίτησης και αμφισβητείτο με την Υπεράσπιση, κατά πόσο ήταν νομική υποχρέωση της εφεσείουσας να καλύψει τη ζημιά του άλλου αυτοκινήτου στη βάση των άρθρων 4 και 14(1)(β) του Νόμου 96(Ι)/2000. Ο ισχυρισμός ότι δεν υπείχε τέτοια υποχρέωση η εφεσείουσα, συνιστούσε, κατά το Δικαστήριο, την κύρια υπερασπιστική γραμμή του εφεσίβλητου στη βάση του δικογράφου του. Συγκεκριμένα η εισήγηση της Υπεράσπισης ήταν ότι τέτοια υποχρέωση της εφεσείουσας, προέκυπτε από δικαστική απόφαση και μόνο και όχι από εξώδικη διευθέτηση, όπως έγινε στην παρούσα περίπτωση.
Είναι γεγονός ότι υπήρξε παράλειψη από πλευράς πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιληφθεί της εξέτασης του θέματος που ηγέρθη με τις εγγράφους προτάσεις ως προς την δυνατότητα εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση των προνοιών του άρθρου 14 του Νόμου 96(Ι)/2000. Η εξέταση του ήταν πρωταρχικής σημασίας εφόσον συνδέετο άμεσα με το αγώγιμο δικαίωμα της εφεσείουσας στη βάση της Έκθεσης Απαίτησης.
Οι πιο πάνω πρόνοιες του Νόμου 96(Ι)/2000 είναι σαφείς και δεν επιδέχονται διαφορετικής ερμηνείας απ' εκείνη που μεταδίδει το ίδιο το κείμενο στο συνετό και λογικό άνθρωπο ότι δηλαδή εφαρμόζεται στην περίπτωση έκδοσης δικαστικής απόφασης και όχι εξώδικης διευθέτησης με την Ασφαλιστική Εταιρεία της πληρωτέας αποζημίωσης. Η προϋπόθεση αυτή επιβεβαιώνεται και από το άρθρο 15 του πιο πάνω Νόμου το οποίο πραγματεύεται περί των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται για καταβολή αποζημίωσης από την Ασφαλιστική Εταιρεία, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 14.
Συνακόλουθα η εφεσείουσα δεν είχε καμιά υποχρέωση στη βάση του συγκεκριμένου Νόμου, εφόσον η αποζημίωση δόθηκε ως αποτέλεσμα εξώδικης διευθέτησης να πληρώσει αποζημιώσεις για τη ζημιά του άλλου αυτοκινήτου τις οποίες στη συνέχεια δικαιούτο να αξιώσει από τον εφεσίβλητο. Συνεπώς ενόψει μη εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση των προνοιών του άρθρου 14 του πιο πάνω Νόμου οι λόγοι έφεσης 1 και 2 σ' όσον αφορά την εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση των προνοιών του Νόμου 96(Ι)/2000 παραμένουν χωρίς έρεισμα.
Η εφεσείουσα πρωτόδικα στήριξε τις αξιώσεις της επιπρόσθετα και στο δικαίωμα που της παρείχε ο όρος 4 των Όρων του Ασφαλιστηρίου Μηχανοκινήτων Οχημάτων που κατατέθηκε ως τεκμήριο μαζί με τα Παραδεκτά Γεγονότα, που προνοεί ότι σε περίπτωση που προβεί σε πληρωμή ποσού προς το σκοπό διακανονισμού απαίτησης στο οποίο περιλαμβάνεται και ποσό που δεν καλύπτεται από το ασφαλιστήριο, τότε ο ασφαλισμένος θα υποχρεούται να καταβάλει στην εταιρεία το μη καλυπτόμενο από το ασφαλιστήριο ποσό.
Παραθέτουμε αυτούσιο τον όρο 4 για σκοπούς καλύτερης κατανόησης:
«4. Διαδικασία Απαιτήσεων
Ο Ασφαλισμένος ή οποιοδήποτε πρόσωπο που απαιτεί να καλυφθεί (Indemnified) δεν θα προβαίνει σε παραδοχή, προσφορά, υπόσχεση ή πληρωμή χωρίς τη γραπτή συγκατάθεση της Εταιρείας. Η Εταιρεία δικαιούται, αν το επιθυμεί, να αναλάβει και να διεξάγει εκ μέρους του Ασφαλισμένου ή οποιουδήποτε προσώπου που απαιτεί να καλυφθεί (indemnified) την υπεράσπιση ή το διακανονισμό οποιασδήποτε απαίτησης ή να υποβάλει εκ μέρους του Ασφαλισμένου ή οποιουδήποτε προσώπου που απαιτεί να καλυφθεί (indemnified) για δικό της όφελος οποιαδήποτε απαίτηση για κάλυψη ή αποζημιώσεις (indemnity or damages) ή άλλως πως. Η Εταιρεία θα έχει το δικαίωμα να ενεργεί όπως κρίνει ορθό κατά τη διεξαγωγή οποιασδήποτε νομικής διαδικασίας και για το διακανονισμό οποιασδήποτε απαίτησης, ο δε Ασφαλισμένος και οποιοδήποτε πρόσωπο που απαιτεί να καλυφθεί (indemnified) θα παρέχει όλες τις πληροφορίες και βοήθεια που η Εταιρεία δυνατό να χρειαστεί να ορίσει. Σε περίπτωση που η Εταιρεία προβεί σε οποιαδήποτε πληρωμή προς το σκοπό διακανονισμού οποιασδήποτε απαίτησης και τέτοια πληρωμή περιλαμβάνει ποσό που δεν καλύπτεται από το Ασφαλιστήριο, ο Ασφαλισμένος ή οποιοδήποτε πρόσωπο που απαιτεί να καλυφθεί (indemnified) θα καταβάλλει στην Εταιρεία το μη καλυπτόμενο από το Ασφαλιστήριο ποσό.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η θέση της εφεσείουσας περί άντλησης δικαιώματος ανάκτησης του ποσού που πλήρωσε, στη βάση του άρθρου 4 των Όρων του Ασφαλιστηρίου, δεν ήταν δικογραφημένη (λόγος έφεσης 5), γι' αυτό και απέρριψε τη συγκεκριμένη βάση Αγωγής. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση στο οποίο εμφαίνεται το σκεπτικό του Δικαστηρίου:
«Με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο της ενάγουσας, η θέση του ότι η ενάγουσα δικαιούται στο αξιούμενο ποσοστό δυνάμει των προνοιών του άρθρου 4 των Όρων που ισχύουν για όλο το Ασφαλιστήριο θα μπορούσε να αποτελέσει επίδικο θέμα στην παρούσα διαδικασία αν αυτή δικογραφείτο. Δεν δικογραφείται όμως. Είναι αρκετό να διεξέλθει ένας την τροποποιημένη έκθεση απαίτησης και ιδιαίτερα τις παραγράφους 5, 7 και 9 για να διαπιστώσει του λόγου το ασφαλές της μόλις εκφρασθείσας κρίσης μου. Εξάλλου, επ΄ αυτού στην ουσία δεν προέκυψε διαφωνία. Στην σελίδα 13 της αγόρευσης του συνηγόρου της ενάγουσας, γίνεται ακριβώς αναφορά στις παραγράφους 5, 7 και 9 της έκθεσης απαίτησης στις οποίες η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος 1 παραβίασε την μεταξύ τους συμφωνία. Όπως και αν διαβαστεί όλο το περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης, οδηγεί σε ένα και μόνο συμπέρασμα, ότι η μοναδική βάση αγωγής είναι η ισχυριζόμενη παράβαση από τον εναγόμενο 1 των όρων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και όχι η απαίτηση από την ενάγουσα του αξιούμενου ποσού δυνάμει σχετικού δικαιώματος και/ή εξουσίας που της παρέχουν οι πρόνοιες του Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου, ανεξάρτητα της οποιασδήποτε προγενέστερης συμπεριφοράς του εναγομένου 1. Είναι προφανώς για αυτό το λόγο, που ο συνήγορος της ενάγουσας στην ίδια σελίδα της αγόρευσης του και δη στην σελίδα 13, ακριβώς μετά την αναφορά του στις παραγράφους 5, 7 και 9 της έκθεσης απαίτησης, παραπέμπει σε αυτούσιο μέρος του δικογράφου της Απάντησης στην Υπεράσπιση για να εισηγηθεί ότι η ενάγουσα νομιμοποιείται να προωθεί την πλέον προωθούμενη θέση της, ότι ο λόγος που κατέβαλε το αξιούμενο ποσό στο τρίτο πρόσωπο και ο λόγος που το απαιτεί από τον εναγόμενο 1 είναι γιατί εξασκεί δικαίωμα της που πηγάζει από τους όρους του συμβολαίου. Με την εν λόγω εισήγηση του συνηγόρου της ενάγουσας, δεν συμφωνώ. Πέραν και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το λεκτικό της συγκεκριμένης αναφοράς στην Απαίτηση ουδόλως τοποθετεί την συγκεκριμένη θέση και τους περί αυτής ισχυρισμούς της ενάγουσας εντός της εμβέλειας της, η αναφορά εγείρεται στα πλαίσια του δικογράφου της Απάντησης, πράγμα το οποίο από μόνο του ενεργεί ανασταλτικά στο οποιοδήποτε εγχείρημα όπως η συγκεκριμένη θέση περιληφθεί στα επίδικα θέματα (βλ. Annual Practice 1956 p.414 όπου αναφέρεται «He must not however put forward in his reply a new cause of action which is not raised either on the writ or in the S of C (Statement of Claim) (O.19 r.16; Williamson v. L. & N. W. Ry. 12 Ch.D. p.794) that would be what is called a "departure".»).
Προσεκτική όμως ανάγνωση των δικογράφων δεν εντάσσει την περίπτωση εκτός των σχετικών αρχών. Το ζήτημα της κάλυψης και ταυτόχρονα παραβίασης των όρων του συμβολαίου δεν προέκυψε μόνο, και ανεπίτρεπτα βεβαίως, στη βάση της αρχής ότι δεν μπορεί να εισαχθεί βάση αγωγής με την Απάντηση (Alikhani v. Προδρόμου (2012) 1 Α.Α.Δ. 657), αλλά υπήρχε ήδη σχετική αναφορά, ισχυρισμός και αξίωση από την παρ. 5 της Έκθεσης Απαίτησης σε συνδυασμό με την παράγραφο Β του παρακλητικού, θεραπεία, όπου ρητά αναφέρεται η αξίωση του ποσού ως αποτέλεσμα παραβίασης συμβολαίου.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα και με την εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας, ο συνδυασμός της παραγράφου 2 κάτω από τον τίτλο «Εξαιρέσεις που ισχύουν για όλο το Ασφαλιστήριο» των Όρων του Ασφαλιστηρίου Εγγράφου και του στοιχείου 3 στην τελευταία σελίδα της Πρότασης για Ασφάλιση Οχημάτων κάτω από τον τίτλο «Προσοχή: Επισύρεται ιδιαίτερα η προσοχή του προτείνοντος ότι:...» προκύπτει το γεγονός της παραβίασης, από πλευράς εφεσίβλητου του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και συνακόλουθα η ευθύνη του εφεσίβλητου για την καταβολή του ποσού που πλήρωσε η εφεσείουσα για κάλυψη της ζημιάς του άλλου αυτοκινήτου.
Παραθέτουμε αυτούσιες τις σχετικές πρόνοιες της Πρότασης Ασφάλισης στις οποίες εμπεριέχεται το στοιχείο 3 που αναφέρεται πιο πάνω:
«Προσοχή: Επισύρεται ιδιαίτερα η προσοχή του Προτείνοντος ότι:
1. Σε περίπτωση μεταβίβασης ή συμφωνίας για μεταβίβαση του οχήματος, η ασφάλιση σας παύει να ισχύει.
2. Απαγορεύεται η μεταφορά παρανόμων επιβατών και ότι αν μεταφέρονται τέτοιοι επιβάτες θα είσαστε προσωπικά υπεύθυνος για οποιαδήποτε απαίτηση που θα εγερθεί σε σχέση με το θάνατο ή σωματικές βλάβες τους.
3. Σε περίπτωση που το όχημα οδηγείται από μη εξουσιοδοτημένο οδηγό ή υπό την επήρεια οινοπνεύματος ή φαρμάκων ή ναρκωτικών, είσαστε προσωπικά υπεύθυνος για οποιαδήποτε απαίτηση που θα εγερθεί.»
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα το ασφαλιστήριο συμβόλαιο και η Πρόταση για Ασφάλιση διέποντο από τους όρους ασφάλισης ως εμφαίνοντο στο έγγραφο με τον τίτλο «Ασφαλιστήριο Μηχανοκινήτων Οχημάτων» που κατατέθηκε μαζί με τα παραδεκτά γεγονότα. Το έγγραφο αυτό αναφέρει στην αρχή «Η Πρόταση Ασφάλισης είναι η βάση και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της σύμβασης μεταξύ της Εταιρείας και του Ασφαλισμένου».
Ο εφεσίβλητος 1 σαφώς και ρητώς χαρακτηριζόταν ως «ασφαλισμένος». Η εξαίρεση αφορούσε στην περίπτωση όπου το όχημα δεν οδηγείτο από εξουσιοδοτημένο οδηγό ή βρισκόταν στην κατοχή μη εξουσιοδοτημένου οδηγού. Επιπλέον το γεγονός και μόνο ότι το όχημα βρέθηκε στην κατοχή του Μακρίδη, ενός μη εξουσιοδοτημένου οδηγού, σημαίνει ότι ο ασφαλισμένος υπέχει προσωπική ευθύνη για τις ζημιές που προκλήθηκαν. Ο εφεσίβλητος 1 εκ του γεγονότος ότι το όχημα βρέθηκε σε τρίτο άτομο, όχι τυχαίο μάλιστα αλλά στον υιό της αδελφής του, παραβίασε τους όρους του συμβολαίου. Η εφεσείουσα, κατά την ορθή ερμηνευτική άσκηση των όρων του συμβολαίου, δεν απαλλάσσεται της ευθύνης της ως παρέχουσας ασφαλιστική κάλυψη για τις ζημιές τρίτου. Σημαίνει ότι τις ζημιές δεν θα τις υποστεί η ίδια, αλλά ο ασφαλισμένος.
Η εφεσείουσα έχοντας προβεί πρώτα σε διακανονισμό της απαίτησης και στη συνέχεια σε πληρωμή του συμφωνηθέντος ποσού μπορούσε να απαιτήσει την πληρωμή του από τον εφεσίβλητο στη βάση του όρου στην Πρόταση Ασφάλισης περί προσωπικής του ευθύνης και δεν ήταν θέμα εφαρμογής του όρου 4. Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος δεν ανταποκρίθηκε καθόλου δεν σημαίνει ότι η εφεσείουσα ενήργησε αυθαίρετα ή σε αντίθεση με τους όρους του συμβολαίου.
Δεν αμφισβητήθηκε ότι ο Μακρίδης δεν ήταν εξουσιοδοτημένο πρόσωπο. Η αμφισβήτηση του εφεσίβλητου αφορούσε στο ότι ο ίδιος δεν παρέβη κανένα όρο του ασφαλιστηρίου εφόσον δεν ήταν εν γνώσει του η οδήγηση από μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο και ούτε συγκατατέθηκε στην οδήγηση του, παραπέμποντας στην υπόθεση Sahim v. Havard (2016) EWCA Civ 1202, ημερ. 30/11/2016. Κατ' αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι η πιο πάνω υπόθεση δεν εφαρμόζεται στα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης εφόσον στο ασφαλιστήριο υπήρχε πρόνοια ότι η Ασφαλιστική Εταιρεία παρείχε ασφαλιστική κάλυψη στην περίπτωση μόνο που το αυτοκίνητο οδηγείτο με τη συγκατάθεση του ασφαλισμένου.
Οι πιο πάνω πρόνοιες της Πρότασης Ασφάλισης είναι σαφείς ότι ο ασφαλισμένος θα είναι προσωπικά υπεύθυνος για οποιαδήποτε απαίτηση ήθελε εγερθεί στην περίπτωση που το αυτοκίνητο του οδηγηθεί από μη εξουσιοδοτημένο οδηγό είτε με ή χωρίς τη συγκατάθεση του.
Αυτό συνάδει και με τη γενικότερη πολιτική που επιβάλλουν οι ασφαλιστικές εταιρείες να καλύπτουν τις ζημιές ανυποψίαστων τρίτων που εμπλέκονται σε δυστύχημα με ασφαλισμένο άτομο και να μην αποφεύγονται οι ευθύνες που αναλαμβάνονται.
Αυτό ακριβώς έγινε στη συγκεκριμένη περίπτωση όπου υποβλήθηκε απαίτηση από τον άλλο εμπλεκόμενο οδηγό στο δυστύχημα για την οποία ενημερώθηκε ο εφεσίβλητος με τις δύο επιστολές της εφεσείουσας στις οποίες δεν υπήρξε οποιαδήποτε ανταπόκριση από πλευράς εφεσίβλητου, αν και του είχαν επιδοθεί, εξού και η εφεσείουσα προχώρησε με τον διακανονισμό της απαίτησης.
Ο τρόπος που πρέπει να ερμηνεύονται οι όροι των ασφαλιστηρίων συμβολαίων υπήρξε αντικείμενο εξέτασης στην πρόσφατη υπόθεση χχχ χχχ Λιπερή, υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Ελευθερίου Γεώργιου Πουντζιουρή τέως εξ Αραδίππου v. Ecclesiastical Insurance Office PLC κ.ά. Πολ. Έφ 42/2013, ημερ. 19/7/2019, ECLI:CY:AD:2019:A329.
Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Είναι νομολογημένο ότι τα ασφαλιστικά συμβόλαια ερμηνεύονται όπως κάθε άλλο έγγραφο σύμφωνα με τους κανόνες ερμηνείας σε σχέση βέβαια με συμβάσεις εμπορικού ή καταναλωτικού τύπου. Ο σκοπός είναι να αποδοθεί στο κείμενο και στις λέξεις που χρησιμοποιούνται η πρόθεση των μερών ώστε να ανευρεθεί εκείνη η σημασία που το κείμενο θα μετέδιδε στο συνετό και λογικό άνθρωπο που κατέχει όλες τις πληροφορίες που θα ήταν λογικά διαθέσιμες στα μέρη στην κατάσταση που αυτά ήταν όταν συνομολογούσαν τη σύμβαση, (Investors Compensation Scheme Ltd v. West Bromwich Building Soc. (1998) 1 W.L.R. 896).
Η έφεση επιτυγχάνει. Εκδίδεται απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου για το ποσό των €9.940,30 (το ισάξιο σε Λ.Κ.5.817,80) πλέον νόμιμο τόκο. Σ' όσον αφορά τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση, ακολουθούν το αποτέλεσμα και επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου όπως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.