ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Η. Στεφάνου μαζί με Γ. Νεάρχου και Λ. Φιλοθέου, για τους Αιτητές CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-10-09 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ OSTIA DEVELOPERS LTD κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 171/2019, 9/10/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:D416

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                   

                 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 171/2019

 

9  Οκτωβρίου, 2019

 

[Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ OSTIA DEVELOPERS LTD, xxx SHAAL KAI xxx ΒΟΝΤΖΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI KAI/H PROHIBITION KAI/H MANDAMUS

 

                                                KAI

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 11/09/2019

 

*******************

 

Η. Στεφάνου μαζί με Γ. Νεάρχου και Λ. Φιλοθέου, για τους Αιτητές

 

 

 

                                      Α  Π  Ο  Φ  Α  Σ  Η

 

Με την παρούσα αίτηση επιδιώκεται η άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari για ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερ. 10/9/2019, στην Ποινική Υπόθεση Αρ. 4263/2019.

 

Ζητείται επίσης άδεια του Δικαστηρίου για καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσης prohibition το οποίο να απαγορεύει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας να προχωρήσει με την εκδίκαση της πιο πάνω Ποινικής Υπόθεσης. Περαιτέρω ζητείται η έκδοση  προνομιακού εντάλματος της φύσης mandamus το οποίο να διατάσσει το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας να εκδώσει διάταγμα με το οποίο να υποχρεώνεται η Κατηγορούσα Αρχή να χορηγήσει το σύνολο του μαρτυρικού υλικού στους κατηγορούμενους.  

 

Οι λόγοι για τους οποίους επιδιώκονται οι πιο πάνω θεραπείες καταγράφονται στην έκθεση που συνοδεύει την αίτηση που πολύ συνοπτικά είναι οι εξής:

 

Α.  Το Δικαστήριο με την ενδιάμεση απόφαση του όπου αρνήθηκε  να εκδώσει διάταγμα παραχώρησης του μαρτυρικού υλικού στην Υπεράσπιση κατά τρόπο που παραβιάζει τα Άρθρα 12 και 30 του Συντάγματος, το άρθρο 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και το άρθρο 7(3)(γ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ενήργησε κατόπιν έκδηλης παραβίασης και/ή υπό πλάνη του Νόμου.

 

Β.   Το Δικαστήριο ενήργησε κατά παράβαση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012.

 

Γ.  Το Δικαστήριο ενήργησε κατά παράβαση του άρθρου 7 του Κεφ. 155, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 186(Ι)/2014, ο οποίος θεσπίστηκε για σκοπούς εναρμόνισης με την Ευρωπαϊκή Οδηγία, κατά τρόπο που συνιστά παραβίαση του δικαιώματος των Αιτητών  σε δίκαιη δίκη.

 

Δ.  Το γεγονός ότι πρόκειται περί ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης δεν διαφοροποιεί την κατάσταση, εφόσον είναι δικαίωμα του κάθε κατηγορούμενου να τύχει πρόσβασης στο μαρτυρικό υλικό και μάλιστα πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας. 

 

Η αίτηση συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση του κ. Μάριου Σπύρου, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τους αιτητές στο χειρισμό της ποινικής υπόθεσης.  Σύμφωνα με την Ένορκη Δήλωση, στις 29/5/2019 το γραφείο του ανέλαβε μαζί με το δικηγορικό γραφείο Λαδά και Συνεργάτες ΔΕΠΕ την εκπροσώπηση των κατηγορουμένων - αιτητών στην Ιδιωτική Ποινική Υπόθεση υπ. αρ. 4363/2019 Ε.Δ. Λευκωσίας στην οποίαν αντιμετωπίζουν αριθμό κατηγοριών στη βάση του άρθρου 281(1)(α) του Ποινικού Κώδικα, στην οποία κατήγορος είναι η Έλενα Ντίνου Δημάδη.   Στις 30/5/2019 που η υπόθεση ήταν ορισμένη για απάντηση στις κατηγορίες ζητήθηκε από πλευράς υπεράσπισης αναβολή και η υπόθεση ορίστηκε στις 10/9/2019 πάλι για απάντηση. Στις 26/8/2019 απεστάλη από τους δικηγόρους των Αιτητών επιστολή στους δικηγόρους του ιδιώτη κατήγορου, ήτοι τους Κ.Κ. Λυκούργος και Παπαδόπουλος ΔΕΠΕ, με την οποία τους ζητούσαν να τους εφοδιάσουν με το μαρτυρικό υλικό, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.  Στις 10/9/2019 ζητήθηκε και προφορικά από το Δικαστήριο η έκδοση διατάγματος με το οποίο να διατάσσεται η παραπονούμενη και/ή οι δικηγόροι της να προμηθεύσουν με το μαρτυρικό υλικό της υπόθεσης την υπεράσπιση. Το αίτημα αυτό προσέκρουσε στην ένσταση από πλευράς του κατηγόρου και το Δικαστήριο με την ενδιάμεση απόφαση του απέρριψε το αίτημα.  Είναι η θέση του  κ. Σπύρου ότι η άρνηση παράδοσης του μαρτυρικού υλικού προς την υπεράσπιση αντίκειται προς το Σύνταγμα, την Κυπριακή Νομοθεσία αλλά και  την Ευρωπαϊκή Οδηγία 212/13/ΕΕ και την Ευρωπαϊκή Νομολογία.

 

Για σκοπούς καλύτερης κατανόησης παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της δικασίμου 10/9/2019, που περιλαμβάνει και την  ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου:

 

«Δικαστήριο (προς κ. Φιλοθέου):  Ποιο είναι το αίτημα σας κύριε Φιλοθέου;

 

κ. Φιλοθέου:  Το αίτημα μας είναι η έκδοση διατάγματος για να μας χορηγηθεί το μαρτυρικό υλικό κύριε Πρόεδρε.

 

κ. Πλατής:  Κύριε Πρόεδρε, έχουμε εξετάσει το άρθρο που αναφέρονται οι συνάδελφοι στην επιστολή τους και δεν προκύπτει οποιαδήποτε υποχρέωση για να παρουσιάσουμε το μαρτυρικό υλικό σε αυτούς.  Επομένως, δεν υπάρχει τέτοια πρόθεση εκ μέρους μας.

 

Δικαστήριο (προς κ. Φιλοθέου): Να αντιληφθώ κύριε Φιλοθέου ότι, το αίτημα σας εδράζεται στο γεγονός ότι δεν σας δόθηκαν τα αντίγραφα όπως το είπατε του μαρτυρικού υλικού και πέραν τούτου δεν έχετε οποιοδήποτε άλλο αίτημα;

 

κ. Φιλοθέου:  Βάσει του μαρτυρικού υλικού θα έχουμε προδικαστική ένσταση όσον αφορά το κατηγορητήριο, αλλά αυτό μπορεί να γίνει μόνο σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

Δικαστήριο:  Κρίνω ότι η παρούσα υπόθεση στην οποία δεν υπάρχει ανάκριση σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κεφ. 155, αφού πρόκειται για ιδιωτική ποινική υπόθεση, δεν καλύπτεται από το άρθρο 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.  Ο ιδιώτης κατήγορος δεν έχει υποχρέωση να προμηθεύσει τους Κατηγορούμενους με αντίγραφα του υλικού το οποίο θα προσκομίσει κατά την ακρόαση της υπόθεσης.  Έχετε κύριε Φιλοθέου, οποιοδήποτε άλλο αίτημα ή είναι έτοιμοι τώρα οι Κατηγορούμενοι να απαντήσουν το κατηγορητήριο;»

 

 

Κατά την ακρόαση της υπό κρίση αίτησης ο δικηγόρος των Αιτητών υποστήριξε τις θέσεις των πελατών του, δίνοντας έμφαση στο δικαίωμα που του παρέχει το άρθρο 7 του ΚΕΦ. 155, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 186(Ι)/2016.

 

Η χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για certiorari ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται μεν δικαστικά αλλά με πολλή φειδώ.  Χορηγείται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» και/ή «συζητήσιμη υπόθεση.»  Αν όμως στον αιτητή προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, τότε ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα, περιθώρια για επιτυχία της αίτησης δεν υπάρχουν, εκτός και αν ο αιτητής ικανοποιήσει για την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων.     (Βλ.  Αίτηση του Dmytro

Firtash (2013) 1 (Γ) AAΔ 2491και Αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. κ.α. (2012) 1 (Α) ΑΑΔ 878).

 

Η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, η οποία ελέγχεται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά της νομιμότητας της απόφασης  (βλ.  Aίτηση του Σάββα Ιωάννη Κασπαρή (2013) 1(Γ) ΑΑΔ 2476 και Αίτηση Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 AAΔ.116).

 Στο σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα» του Π. Αρτέμη, Κεφ. 4,  σελ. 127-128 αναφέρεται ότι ο έλεγχος των κατώτερων Δικαστηρίων με ένταλμα της φύσης certiorari δεν περιλαμβάνει νομικά εσφαλμένες αποφάσεις.  Δεν είναι αρκετό ότι υπήρξε σοβαρή πλάνη ή πλάνη σε σχέση με μια καθιερωμένη νομική αρχή.  Πρέπει να υπάρχει πλάνη που μπορεί αμέσως να διακριβωθεί από το Δικαστήριο και όχι κατόπιν έρευνας όλων των στοιχείων ή της μαρτυρίας.  Όταν όμως, πάντοτε εκ πρώτης όψεως, η διαδικασία είναι κανονική και το κατώτερο Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας, το Δικαστήριο που εξετάζει την αίτηση για certiorari δεν θα εκδώσει σχετικό διάταγμα επειδή το Δικαστήριο αντιλήφθηκε λανθασμένα ένα νομικό σημείο.  Όπως αποφασίστηκε επίσης στην Αίτηση Ξάνθος Λυσιώτης και Υιός Λτδ. (αρ. 3) (1996) 1(Β) ΑΑΔ 1066 το ένταλμα certiorari δεν αποτελεί υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ούτε ενεργεί ως έφεση υπό μεταμφίεση και ούτε ως μέσο επανακρόασης των ιδίων ζητημάτων που απασχόλησαν το κατώτερο δικαστήριο.

 

Το άρθρο 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, επί του οποίου βασίζεται κυρίως η αίτηση,  όπως έχει τροποποιηθεί με τον  Νόμο Ν.186(Ι)/2014, προβλέπει τα εξής ως προς το δικαίωμα κατηγορουμένου σε πρόσβαση στα έγγραφα της υπόθεσης του:

 

«7(1) ..................................................................................... ............................................................................................

 

(2)  Όταν κλήση ή ένταλμα που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 44 του παρόντος Νόμου επιδοθεί στον κατηγορούμενο, αυτός δικαιούται με γραπτό αίτημα του προς την Κατηγορούσα αρχή να έχει δωρεάν πρόσβαση στις καταθέσεις και τα έγγραφα που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης αναφορικά με το υπό εκδίκαση ποινικό αδίκημα, προκειμένου να διασφαλιστεί ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας και η προετοιμασία της υπεράσπισης του κατηγορουμένου:

 

Νοείται ότι, εφόσον, περιέλθει στην κατοχή της κατηγορούσας αρχής νέο υλικό, το οποίο αυτή προτίθεται να χρησιμοποιήσει στη διαδικασία παραχωρείται στον κατηγορούμενο περαιτέρω πρόσβαση στο υλικό αυτό.» 

 

(3) .....................................................................................

 

 

(4) Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του εδαφίου (2), εφόσον δεν θίγεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, δεν επιτρέπεται η πρόσβαση σε τμήμα των καταθέσεων και των εγγράφων που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, αν αυτή ενδέχεται να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο τη ζωή ή τα θεμελιώδη δικαιώματα άλλου προσώπου, ή στην περίπτωση που τέτοια άρνηση θεωρείται απολύτως απαραίτητη για την προστασία σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, ή που η πρόσβαση ενδέχεται να διακυβεύσει τη διεξαγωγή έρευνας ή να βλάψει σοβαρά την εθνική ασφάλεια της Δημοκρατίας.

(5) Σε περίπτωση κατά την οποία δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) η κατηγορούσα αρχή δεν παρέχει στον κατηγορούμενο πρόσβαση σε τμήμα των καταθέσεων και των έγγραφων που λήφθηκαν κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, αυτός δύναται κατά την πρώτη δικάσιμο της υπόθεσής του να ζητήσει από το εκδικάζον δικαστήριο να εξετάσει τους λόγους της άρνησης αυτής και να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα ήθελε υπό τις περιστάσεις κρίνει πρέπον.

 

 

Ο τροποποιητικός Νόμος 186(Ι)/2014 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου θεσπίστηκε για σκοπούς εναρμόνισης με την Οδηγία 2012/13 ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης ενός κατηγορουμένου στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών.

 

Το άρθρο 7(3)(γ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προνοεί ότι κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να διαθέτει τον χρόνο και τις αναγκαίες ευκολίες για προετοιμασία της υπεράσπισης του.

 

Το Άρθρο 2 της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ καθορίζει το Πεδίο Εφαρμογής της Οδηγίας και είναι το εξής:

 

«1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται από τη στιγμή που ένα πρόσωπο ενημερώνεται από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους, ότι θεωρείται ύποπτο ή κατηγορείται για την τέλεση αξιόποινης πράξης μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας, ήτοι τον τελικό προσδιορισμό του εάν ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την αξιόποινη πράξη, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της επιμέτρησης της ποινής και της εκδίκασης τυχόν προσφυγής.»

 

Το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου καθιστά σαφές ότι η Οδηγία εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου ένα πρόσωπο κατηγορείται για την τέλεση αξιόποινης πράξης από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους. Το ίδιο βεβαιώνει και αριθμός Αιτιολογημένων Σκέψεων του Προοιμίου της Οδηγίας που καθορίζουν ότι την υποχρέωση για ενημέρωση του κατηγορούμενου και την πρόσβαση του στο μαρτυρικό υλικό που λήφθηκε κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, αναφορικά με  αδικήματα που αφορούν σε κατηγορητήριο υπέχουν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους.  Παραθέτω ορισμένες από τις Σκέψεις του Προοιμίου που είναι ενδεικτικές της υποχρέωσης αυτής των αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους.   Η Σκέψη 19 προνοεί ότι «οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ενημερώνουν άμεσα τον ύποπτο ή κατηγορούμενο σχετικά με τα δικαιώματα τα οποία είναι ουσιώδη για τη διασφάλιση του δίκαιου χαρακτήρα της διαδικασίας όπως αυτά ισχύουν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ........»  Η Σκέψη 26  αναφέρει ότι «Κατά την ενημέρωση του υπόπτου ή κατηγορουμένου σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να αντιμετωπίζουν με ιδιαίτερη προσοχή τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ύποπτος ή κατηγορούμενος αδυνατεί να κατανοήσει το περιεχόμενο ή το νόημα της ενημέρωσης......».

 

Η Σκέψη 27 προβλέπει για το δικαίωμα του κατηγορούμενου «να λαμβάνει  όλες τις πληροφορίες σχετικά με την ποινική κατηγορία προκειμένου να μπορεί   να προετοιμάσει την υπεράσπιση του και να διασφαλίζεται ο δίκαιος χαρακτήρας των διαδικασιών».  Η Σκέψη 28 προνοεί ότι «η ενημέρωση του υπόπτου  ή κατηγορούμενου για την αξιόποινη πράξη για την οποία φέρεται ως ύποπτος ή κατηγορείται ότι έχει διαπράξει, θα πρέπει να παρέχεται άμεσα και το αργότερο πριν από την πρώτη επίσημη ανάκριση του από την αστυνομία ή άλλη αρμόδια αρχή, και χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η διενέργεια των ερευνών».  Η Σκέψη 31 αναφέρεται σε πρόσβαση στο αποδεικτικό υλικό που βρίσκεται στην κατοχή των αρμόδιων αρχών σε συγκεκριμένη ποινική υπόθεση.  Η Σκέψη 32 προνοεί και για την άρνηση  πρόσβασης στο αποδεικτικό υλικό που έχουν στην κατοχή τους οι αρμόδιες αρχές αν μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή ή τα θεμελιώδη δικαιώματα άλλου προσώπου.

 

Εκτός από τις πιο πάνω Αιτιολογικές Σκέψεις στο Προοίμιο της Οδηγίας,  εντοπίζεται και το Άρθρο 7.2 και 7.3 της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ, κάτω από τον τίτλο «Δικαίωμα πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας» το οποίο παραπέμπει σε χορήγηση πρόσβασης αποδεικτικού υλικού από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους. 

 

Παραθέτω αυτούσιο το Άρθρο 7(2) και (3):

 

           «7. 1......................................................................

«2.  Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές χορηγούν πρόσβαση τουλάχιστον στο σύνολο του αποδεικτικού υλικού που κατέχουν υπέρ ή κατά του υπόπτου  ή του κατηγορουμένου στο εν λόγω άτομο ή στον συνήγορό του για τη διασφάλιση του δίκαιου χαρακτήρα της διαδικασίας και την προετοιμασία της υπεράσπισής του.

 

3.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, η πρόσβαση στο υλικό σύμφωνα με την παράγραφο 2 παραχωρείται εγκαίρως ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης και το αργότερο έως την υποβολή των στοιχείων της κατηγορίας στην κρίση του δικαστηρίου. Εφόσον νέο αποδεικτικό υλικό περιέλθει στην κατοχή των αρμόδιων αρχών, παραχωρείται πρόσβαση σε αυτό το υλικό εγκαίρως ώστε να εξετασθεί δεόντως».

 

 

Ο δικηγόρος των Αιτητών έδωσε έμφαση στην αγόρευση του στην πρόσφατη υπόθεση Kolev κ.λ.π. C-612/15 ημερ. 5/6/2018 του ΔΕΕ που αφορούσε, μεταξύ άλλων, σε ερμηνεία της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, στα πλαίσια ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου και επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα του κατηγορούμενου κατά τη διάρκεια στέρησης της ελευθερίας του. 

 

Συγκεκριμένα το ΔΕΕ κλήθηκε να απαντήσει επί του εξής ερωτήματος: 

«79. Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής έχει την έννοια ότι το προβλεπόμενο σε αυτό δικαίωμα πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας διασφαλίζεται εφόσον οι αρμόδιες αρχές έχουν παράσχει στην υπεράσπιση τη δυνατότητα να λάβει γνώση του υλικού της δικογραφίας κατά το προκαταρκτικό στάδιο της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και αν η υπεράσπιση δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει τη δυνατότητα αυτή.  Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, διερωτάται αν το δικαίωμα αυτό γίνεται σεβαστό σε περίπτωση που παρέχεται στην υπεράσπιση εκ νέου δυνατότητα να λάβει γνώση του υλικού της δικογραφίας αφού υποβληθεί ενώπιον του δικαστή το κατηγορητήριο που σηματοδοτεί την έναρξη της δικαστικής διαδικασίας, πριν όμως ο δικαστής αυτός αρχίσει να εξετάζει επί της ουσίας την κατηγορία και πριν πραγματοποιηθεί η συζήτηση ενώπιόν του.»

 

Στην απόφαση του το ΔΕΕ τονίζει ότι  ο σκοπός της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ  είναι να ενισχύσει την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών για τα αντίστοιχα συστήματα απονομής ποινικής δικαιοσύνης, μέσω της θέσπισης ελάχιστων κοινών κανόνων στον τομέα της ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών.

 

 

Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:

 

  «89.  Έτσι, όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 27 και 28 καθώς και στα άρθρα 6 και 7 της εν λόγω οδηγίας, σκοπός των άρθρων αυτών είναι ακριβώς να διασφαλίσουν την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης καθώς και τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας (βλ. υπ΄ αυτή την έννοια, όσον αφορά το εν λόγω άρθρο 6, απόφαση της 22ας Μαρτίου 2017, Tranca κ.λ.π., C-124/16, C-188/16 και C-213/16, EU:C:2017:228, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 

   Ο σκοπός αυτός επιτάσσει να λαμβάνει ο κατηγορούμενος λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με την κατηγορία και να του δίνεται η δυνατότητα να λαμβάνει γνώση του υλικού της δικογραφίας εγκαίρως, σε χρόνο που του επιτρέπει να προετοιμάσει αποτελεσματικά την υπεράσπισή του, όπως προβλέπεται άλλωστε στο άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2012/13 σχετικά με την πρόσβαση στη δικογραφία, διευκρινιζομένου ότι η διαβίβαση ελλιπών πληροφοριών και η μερική πρόσβαση στη δικογραφία θεωρούνται ανεπαρκείς στο πλαίσιο αυτό.»

 

 

 

Είναι φανερό ότι στην πιο πάνω υπόθεση το ερώτημα που κλήθηκε να απαντήσει το ΔΕΕ, δεν αφορούσε στο πρόσωπο ή την αρχή που   είχε την υποχρέωση ενημέρωσης του κατηγορουμένου στη βάση της Οδηγίας, αν ήταν δηλ. οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους ή ιδιώτης, ως η παρούσα περίπτωση. Μάλιστα στην υπόθεση αυτή   Κατηγορούσα Αρχή ήταν η Εισαγγελία της Βουλγαρίας, ως η αρμόδια αρχή σύμφωνα με τις πρόνοιες της Οδηγίας.  

 

Εξέτασα με μεγάλη προσοχή όλες τις εισηγήσεις από πλευράς Αιτητών. 

 

Δεν τέθηκε κανένα ικανοποιητικό στοιχείο από πλευράς τους ότι το άρθρο 7 του ΚΕΦ. 155, που θεσπίστηκε ακριβώς για σκοπούς εναρμόνισης με την πιο πάνω Οδηγία και βρίσκεται κάτω από την ενότητα με τον τίτλο «ΑΝΑΚΡΙΣΗ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΡΙΝ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΩΞΗ» και αναφέρεται σε μαρτυρικό υλικό που λήφθηκε κατά τη διερεύνηση του αδικήματος, εφαρμόζεται και στην περίπτωση που κατήγορος είναι ιδιώτης. Κρίνω ότι η ερμηνεία του άρθρου 7 συνάδει με την Οδηγία (βλ. Sigma Radio T.V. Public Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Α/Ε 56/2010, ημερ. 3/4/2015).

 

Είναι κατάληξή μου ότι δεν διαπιστώνεται η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης, στη βάση των γεγονότων και των λόγων για τους οποίους οι αιτητές ζητούν τις πιο πάνω θεραπείες με την υπό κρίση αίτηση. Τα δεδομένα που έλαβα υπόψη μου ότι δεν στοιχειοθετούν εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση είναι ότι το  άρθρο 7 του ΚΕΦ. 155 εφαρμόζεται στην περίπτωση που έγινε διερεύνηση της υπόθεσης σε σχέση με ποινικά αδικήματα από την Αστυνομία, ως  η αρμόδια αρχή του κράτους.  Ούτε επίσης τίθεται θέμα παραβίασης της Οδηγίας που, όπως ανέφερα ανωτέρω, οι  πρόνοιες της παραπέμπουν  στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους οι οποίες έχουν την υποχρέωση σεβασμού του δικαιώματος κατηγορούμενου πρόσβασης σε έγγραφα της υπόθεσης του. Συμφωνώ με την εισήγηση του δικηγόρου των Αιτητών ότι και η ιδιωτική ποινική υπόθεση είναι ποινική  και η μόνη της διαφορά με τη δημόσια είναι ως προς το πρόσωπο της  Κατηγορούσας Αρχής, και   ότι στην ιδιωτική ποινική υπόθεση σε περίπτωση καταδίκης υπάρχει  το ενδεχόμενο επιβολής είτε ποινής φυλάκισης είτε και προστίμου, όπως κάθε ποινική υπόθεση.

 

Όμως δεν υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη στην περίπτωση Ιδιωτικής Ποινικής Υπόθεσης ως προς το δικαίωμα πρόσβασης του κατηγορουμένου στο μαρτυρικό υλικό που κατέχει ο ιδιώτης κατήγορος.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε έκδηλη παραβίαση του άρθρου 7 του ΚΕΦ. 155  ή της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ ή ΄Αρθρων του Συντάγματος ή τέλος ότι η έκδοση της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου τελούσε υπό καθεστώς πλάνης,  ως η εισήγηση των Αιτητών.

 

Επαναλαμβάνω ότι δεν έχει καταδειχθεί συζητήσιμο θέμα και/ή εκ πρώτης όψεως υπόθεση, διαπίστωση που οδηγεί αναπόφευκτα σε απόρριψη του αιτήματος για καταχώρηση Αίτησης με κλήση για την έκδοση των προνομιακών ενταλμάτων certiorari, prohibition ή mandamus.   

 

Η αίτηση απορρίπτεται. 

 

 

 

 

 

 

Α.  ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 

/Α.Λ.Ο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο