ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A390
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 406/2012)
25 Σεπτεμβρίου, 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxxx ΝΑΘΑΝΑΗΛ,
Εφεσείων,
ν.
ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΑΥΡΙΝΙΔΗ ΚΕΜΙΚΑΛΣ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Μ. Βασιλειάδης, για τον Εφεσείοντα.
Α. Πολυδώρου, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η αξίωση του Εφεσείοντα αφορούσε σε ζημιές για απώλειες που υπέστη φυτεία κερασιών του (η φυτεία) συνεπεία της, κατ΄ ισχυρισμό του, αμέλειας της Εφεσίβλητης. Ηταν η δικογραφημένη του θέση ότι η Εφεσίβλητη - εταιρεία, η οποία διεξάγει, μεταξύ άλλων, εργασίες πώλησης φυτοφαρμάκων και αγροτικών προϊόντων - του πώλησε γεωργικό φυτοφάρμακο για την καταπολέμηση ασθένειας της φυτείας, ενώ γνώριζε και/ή όφειλε να γνωρίζει ότι δεν ήταν κατάλληλο για τον σκοπό αυτό. Η Εφεσίβλητη, υπερασπιζόμενη, προέβαλε ότι το υπό αναφορά φυτοφάρμακο ήταν καθόλα κατάλληλο, νοουμένου ότι θα ακολουθούντο οι οδηγίες χρήσης του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας την ενώπιόν του μαρτυρία, κατέληξε, συνοπτικά, στα ακόλουθα, βασικά, ευρήματα:
Κατά ή περί τον Μάϊο του 2007, ο Εφεσείων διαπίστωσε ότι η φυτεία είχε προσβληθεί από την ασθένεια βοτρύτης, καθώς επίσης και από τη μεσογειακή μύγα. Ως αποτέλεσμα ο καρπός των κερασιών άρχισε να παρουσιάζει σήψη και να καταστρέφεται. Προσέφυγε στην Εφεσίβλητη, περιγράφοντας το πρόβλημα που αντιμετώπιζε. Υπάλληλός της, ο ΜΥ3, γεωπόνος, του συνέστησε ως κατάλληλο φυτοφάρμακο το Folpan. Του εξήγησε πώς θα το χρησιμοποιήσει και του επέστησε την προσοχή ότι τυχόν παράλειψη τήρησης των οδηγιών χρήσης σε σχέση με τη δοσολογία και τη μη καλή ανάδευσή του, θα είχε ως συνέπεια να παραμείνουν άσπρα στίγματα, υπολείμματα της σκόνης, επί των καρπών, αφού το εν λόγω φυτοφάρμακο ήταν είδος βρέξιμης σκόνης. Ο Εφεσείων, χρησιμοποιώντας το υπό αναφορά φυτοφάρμακο ψέκασε τη φυτεία. Την επομένη, διαπίστωσε ότι ο καρπός έφερε άσπρα στίγματα, τα οποία, πριν τον ψεκασμό, δεν υπήρχαν. Επί του προκειμένου, ήταν εύρημα του Δικαστηρίου ότι τα στίγματα αυτά προκλήθηκαν από υπολείμματα του προαναφερθέντος φυτοφαρμάκου. Ηταν περαιτέρω εύρημά του ότι η δοσολογία του φυτοφαρμάκου που χρησιμοποιήθηκε, όπως και η ποσότητα τούτου και του νερού με το οποίο αναδεύθηκε, δεν μπορούσε να προσδιοριστεί καθότι ο ίδιος ο Εφεσείων στη μαρτυρία του δεν ήταν σε θέση να απαντήσει και να δώσει στοιχεία για το συγκεκριμένο ζήτημα. Περαιτέρω, ήταν αδύνατο να εξαχθεί οποιοδήποτε εύρημα για το κατά πόσο ο Εφεσείων εφάρμοσε και ακολούθησε τις οδηγίες χρήσεως.
Με δεδομένο ότι η αξίωση του Εφεσείοντα στηριζόταν στη διεκδίκηση αποζημιώσεων στη βάση επαγγελματικής αμέλειας εκ μέρους της Εφεσίβλητης, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής ασχολήθηκε, κατά τη νομική ανάλυση, με τις αρχές που καλύπτουν το ζήτημα της επαγγελματικής ευθύνης και γενικότερα με τη νομική οριοθέτηση του καθήκοντος επιμέλειας, καθώς επίσης και με το ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας, τον αιτιώδη δηλαδή σύνδεσμο μεταξύ πράξης ή παράλειψης και ζημιάς που επακολούθησε. Ηταν η τελική κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατόπιν υπαγωγής των ευρημάτων στη νομική πτυχή, ότι αφού ο Εφεσείοντας απέτυχε να αποδείξει ότι εφάρμοσε πιστά τους όρους και τις οδηγίες χρήσεως του επίδικου φυτοφαρμάκου, απέτυχε και να αποδείξει την αξίωση του στο βαθμό και στο μέτρο που απαιτείται σε μια αστική υπόθεση. Οτι, ειδικότερα, απέτυχε να αποδείξει πως η Εφεσίβλητη ενήργησε αμελώς ή υπέδειξε οποιαδήποτε συμπεριφορά ή παράλειψη που να ανάγεται σε αμέλεια. Επιπρόσθετα, ακόμη και στην περίπτωση που θα ήταν αποδεκτή η ύπαρξη αμέλειας, κρίθηκε ότι ο Εφεσείων δεν απέδειξε την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ του ζημιογόνου αποτελέσματος και της αμελούς συμπεριφοράς. Προχωρώντας περαιτέρω, προς τον σκοπό αποτύπωσης ολοκληρωμένης δικαστικής κρίσης, κατέληξε ότι, έστω και αν είχε αποδειχθεί αμέλεια και συνδρομή της απαραίτητης αιτιώδους συνάφειας, η αξίωση θα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία καθότι δεν απεδείχθη, στο αυστηρό επίπεδο που απαιτείται, το ύψος της ζημιάς που υπέστη ο Εφεσείων. Συνακόλουθα, η αγωγή απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος του Εφεσείοντα - ενάγοντα.
Η πρωτόδικη κρίση προσβάλλεται με 14 συνολικά λόγους έφεσης, σημαντικός αριθμός των οποίων αφορά ουσιαστικά στην αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της ενώπιόν του μαρτυρίας. Τίθεται, συνοπτικά, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφαρμόζοντας λανθασμένα κριτήρια, κατέληξε σε διαπιστώσεις, χωρίς να λάβει σοβαρά υπόψη, κενά, αντιφάσεις και αδυναμίες της μαρτυρίας των μαρτύρων υπεράσπισης, τους οποίους και έκρινε ως αξιόπιστους. Περαιτέρω μέρος των λόγων έφεσης κινείται γύρω από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πλευρά του Εφεσείοντα απέτυχε να αποδείξει το ύψος της ζημιάς την οποία είχε υποστεί. Προβάλλεται η εισήγηση ότι με αυθαίρετα συμπεράσματα και αγνοώντας ανεξάρτητη και αξιόπιστη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του, οδηγήθηκε σε εσφαλμένη κατάληξη. Τίθεται τέλος, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε μεροληπτικά υπέρ της Εφεσίβλητης μη επιτρέποντας την κατάθεση τεκμηρίων και παρεμποδίζοντας τον συνήγορο του Εφεσείοντα, με συνεχείς παρεμβάσεις, να επιτελέσει το καθήκον του κατά την αντεξέταση των μαρτύρων υπεράσπισης.
Τα παράπονα του Εφεσείοντα ως προς τις κατ΄ ισχυρισμό ανεπίτρεπτες παρεμβάσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου στερούνται ερείσματος.
Το θέμα των παρεμβάσεων του Δικαστηρίου στη διαδικασία έχει απασχολήσει τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην απόφαση Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (Αρ. 1) (1998) 1 ΑΑΔ 634, 646, παρατίθεται το ακόλουθο χαρακτηριστικό απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Evangelou & Another v. Ambizas and Another (1982) 1 C.L.R. 41.
«Although a judge may intervene in order to ensure that the proceedings follow the course ordained by the rules of evidence and procedure, he must avoid interfering beyond the limits indicated above, and especially refrain from passing unnecessary comments that may create the impression of his descending into the arena of trial. A judge must invariably distance himself from the conflict that unfolds before him and maintain strictly his arbitral position throughout the proceedings. (See, Jones v. National Coal Board [1957] 2 All E.R. 155, and Yianni v. Yianni [1966] 1 All E.R. 231). Any departure from this stance of aloofness may compromise, in the eyes of the litigants, as well as third parties, his impartiality. It is upon the unquestionable impartiality of the judiciary that the rule of law rests. (See, Duport Steels Ltd. & Others v. Sirs and Others [1980] 1 All E.R. 529 (H.L.)).»
Ενας Δικαστής έχει τη διακριτική ευχέρεια παρέμβασης προς κατοχύρωση και εφαρμογή των κανόνων της αποδοχής μαρτυρίας και της ορθής διαδικασίας. Ο,τι είναι μεμπτό είναι η υποβολή ερωτήσεων ή παρατηρήσεων μέσω των οποίων δίδεται η εντύπωση της εγκατάλειψης της διαιτητικής του ιδιότητας, κατά παράβαση της υποχρέωσής του να τηρεί μια ανεξάρτητη και αμερόληπτη στάση έναντι των διαδίκων (Κλεάνθους ν. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 31, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κλεάνθους κ.ά. (1999) 2 ΑΑΔ 320).
Όπως έχει τονισθεί από τον Δικαστή Denning στην απόφαση Jones v. National Coal Board (1957) 2 All E.R. 155:
«Ο ρόλος του Δικαστή είναι να ακούσει τη μαρτυρία και ο ίδιος να υποβάλλει ερωτήσεις στους μάρτυρες όταν αυτό είναι αναγκαίο για να διευκρινιστεί οποιοδήποτε σημείο το οποίο έχει αγνοηθεί ή παραμείνει σκοτεινό, για να διασφαλίσει ότι οι δικηγόροι συμπεριφέρονται κόσμια και τηρούν τους κανόνες που έχουν τεθεί από το Νόμο, να αποκλείσει άσχετα ζητήματα και να αποθαρρύνει τις επαναλήψεις, να το καταστήσει βέβαιο με σοφές παρεμβάσεις ότι παρακολουθεί τα σημεία τα οποία θίγουν οι δικηγόροι και μπορεί να αξιολογήσει την αξία τους, και στο τέλος να αποφασίσει πού έγκειται η αλήθεια. Εάν τα υπερβεί αυτά, αποβάλλει το μανδύα του δικαστή και περιβάλλεται τη δικηγορική τήβεννο. Η αλλαγή δεν του πηγαίνει. Ο Lord Chancellor Bacon μίλησε σωστά όταν είπε: "Η υπομονή και το να ακούεται κάποιος με σοβαρότητα είναι απαραίτητα μέρη της δικαιοσύνης, και ένας ομιλητικός δικαστής είναι ένα μη καλοκουρδισμένο κύμβαλο.»
Προσεκτική ανασκόπηση των σχετικών πρακτικών επιμαρτυρεί ότι ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής δεν υπερέβη τα επιτρεπτά όρια. Αντιθέτως, καθηκόντως, επιχείρησε σε πολλές περιπτώσεις να περιορίσει την ενώπιόν του ακροαματική διαδικασία στα επιβαλλόμενα πλαίσια. Οι παρεμβολές του δεν οδήγησαν σε παραβίαση οποιουδήποτε δικαιώματος του Εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη, ούτε είχαν ως αποτέλεσμα ανεπίτρεπτο επηρεασμό των δικαιωμάτων του ή εκτροχιασμό της ορθής διαδικασίας. Αφορούσαν σε διευκρινιστικού χαρακτήρα ερωτήσεις, σε απόρριψη ενστάσεων που υποβλήθηκαν εκ μέρους του δικηγόρου του Εφεσείοντα ή στην αποφυγή αχρείαστης επανάληψης ερωτήσεων για θέματα τα οποία είχαν ήδη καλυφθεί ή σε σχέση με ζητήματα άσχετα με τα επίδικα. Υπό τις συνθήκες αυτές οι σχετικοί λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Η κατ΄ ισχυρισμό πλημμελής παράλειψη στην αξιολόγηση μαρτυρίας συνιστά τον κατ΄ εξοχή πυλώνα των λόγων έφεσης. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, παραθέτοντας εκτεταμένα αποσπάσματα των πρακτικών σε αντιπαραβολή με συγκεκριμένα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εισηγείται ότι η ενώπιόν μας κατάσταση εμπίπτει στις εξαιρετικές περιπτώσεις όπου νομολογιακά θα δικαιολογείτο η παρέμβαση του Εφετείου.
Η νομολογία επί του θέματος της δυνατότητας επέμβασης του Εφετείου σε αξιολόγηση μαρτυρίας είναι ευθυγραμμισμένη. Την παραθέτουμε, όπως συνοψίζεται στην υπόθεση Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφεση Αρ. 45/2014, ημερ. 5.10.2016, ECLI:CY:AD:2016:B470:
«Με δεδομένο ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου βασίζονται κυρίως πάνω στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας που παρουσιάζεται, μπορεί να αποτυπωθεί ως απόσταγμα της όλης σχετικής νομολογίας, ότι το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στα πλαίσια της ενώπιόν του ζωντανής διαδικασίας την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, θα πρέπει πάντοτε να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το μεγάλο πλεονέκτημα που έχει το πρωτόδικο δικαστήριο της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος.»
Εξετάσαμε με ιδιαίτερη προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιόν μας υπό το φως προσεκτικής ανασκόπησης των επίμαχων σημείων στα οποία μας έχει παραπέμψει η πλευρά του Εφεσείοντα. Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα ικανό να οδηγήσει σε παρέμβασή μας. Τα όσα επικαλείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα συνιστούν μικροαντιφάσεις ή ζητήματα περιθωριακής σημασίας ως προς την ουσία των επίδικων θεμάτων. Το ουσιαστικό ζητούμενο στην υπό κρίση περίπτωση ήταν η στοιχειοθέτηση αμέλειας εκ μέρους της Εφεσίβλητης, υπό το φως των γεγονότων που περιέβαλλαν την υπόθεση. Ηταν εύρημα του Δικαστηρίου, το οποίο δεν αμφισβητείται, ότι το επίδικο φάρμακο θα μπορούσε να προκαλέσει άσπρα στίγματα - υπολείμματα της σκόνης - στη φυτεία, εάν δεν χρησιμοποιείτο σύμφωνα με τις οδηγίες χρήσεως, γεγονός που επεξηγήθηκε από τους υπαλλήλους της Εφεσίβλητης στον Εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τη μαρτυρία της πλευράς του Εφεσείοντα, έκρινε ότι απέτυχε να αποδείξει ότι εφάρμοσε πιστά τους όρους και τις οδηγίες χρήσεως, που ήταν στοιχείο απαραίτητο για την απόδειξη αμέλειας εκ μέρους της Εφεσίβλητης. Επί του σημαντικού αυτού σημείου η αιτιολογία του Δικαστηρίου ήταν απόλυτα πειστική και εδράζεται στην καθόλα ορθή αξιολόγηση της σχετικής ενώπιόν του μαρτυρίας. Υπό το φως αυτών των δεδομένων δεν διαπιστώνουμε οποιαδήποτε ρήγματα ικανά να δικαιολογήσουν την παρέμβαση μας και, συνακόλουθα, οι σχετικοί λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Σε ό,τι αφορά το παράπονο του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν του επέτρεψε να καταθέσει, μέσω του Μ.Υ.1, ως τεκμήριο, περίβλημα του επίδικου φυτοφαρμάκου, δεν εντοπίζουμε ο,τιδήποτε το μεμπτό. Όπως ορθά κρίθηκε, το εν λόγω περίβλημα αφορούσε χρονολογία μεταγενέστερη της επίδικης και επί του θέματος αυτού δόθηκε μαρτυρία από τρεις μάρτυρες της Υπεράσπισης η οποία και έγινε αποδεκτή. Συνεπώς, ήταν στοιχείο άσχετο με τα επίδικα θέματα και, ως τέτοιο, δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό.
Η απόρριψη των πιο πάνω λόγων έφεσης αφήνει άθικτο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων απέτυχε να αποδείξει την αξίωσή του ως προς την ύπαρξη αμέλειας εκ μέρους της Εφεσίβλητης. Συνεπώς καθίσταται αχρείαστη, ως θεωρητικής σημασίας πλέον, η εξέταση των λόγων έφεσης που περιστρέφονται γύρω από την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης ως προς την απόδειξη του ύψους των ζημιών.
Ανευ σημασίας επίσης είναι ο τελευταίος λόγος έφεσης που αφορά τις αναφορές του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε προηγούμενη προσπάθεια συμβιβασμού της υπόθεσης. Είναι ζήτημα το οποίο δεν άπτεται των επίδικων θεμάτων, ούτε και θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στο αποτέλεσμα της υπόθεσης και στην όλη δικαστική κρίση.
Η απόρριψη του συνόλου των λόγων έφεσης καθορίζει και το αποτέλεσμα της ενώπιόν μας διαδικασίας. Θεωρούμε όμως σκόπιμο, προς γενικότερη καθοδήγηση, να ολοκληρώσουμε με τα ακόλουθα:
Είναι ευθυγραμμισμένη η γραμμή της νομολογίας ότι η ατομική δικαστική ανεξαρτησία και το αυτόνομο της δικαστικής κρίσης αφήνουν ευρύ πεδίο επιλογής του τρόπου συγγραφής μιας απόφασης, η βασική δομή της οποίας εναπόκειται στον ίδιο τον Δικαστή. Υπό την αίρεση δε ότι ενυπάρχουν σε αυτήν τα βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία της αιτιολογημένης απόφασης, δεν υπάρχει ο,τιδήποτε το επιλήψιμο (Pissouri Farms Ltd v. Αχιλλέας Α. Βουγιουκλάκης Λτδ κ.ά., Π.Ε. 433/2012, ημερ. 27.5.2019), ECLI:CY:AD:2019:A198.
Στην ενώπιόν μας περίπτωση παρατηρούμε, με όλο τον προσήκοντα σεβασμό, ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ιδιαίτερα εκτεταμένη και καλύπτει έκταση 64 σελίδων. Παρά δε το γεγονός ότι σημειώνει ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, ορθώς, κατά πάγια νομολογία, ότι δεν είναι αναγκαία η παράθεση ολόκληρης της μαρτυρίας, εντούτοις αυτή αποτυπώνεται σε 30 πυκνογραφημένες σελίδες. Ακολουθεί επίσης εκτεταμένη νομική ανάλυση, η οποία πραγματεύεται και αχρείαστες για την υπόθεση νομικές πτυχές. Τα αμφισβητούμενα όμως θέματα στην ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία ήταν απλά στη βάση τους, όπως απλή ήταν και η μαρτυρία που τελικά τα κάλυπτε. Προσθέτουμε ότι, εν τέλει, καθοριστικό ήταν το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Υπό το πρίσμα αυτό, οι ανάγκες της δικαιοσύνης θα εξυπηρετούνταν καλύτερα με σύντομη και περιεκτική επί των επιδίκων ζητημάτων απόφαση, έχοντας πάντα κατά νουν ότι βασικό συστατικό της δικαστικής ιδιότητας είναι η λιτότητα και η μεστότητα του λόγου, στοιχείο άμεσα συνδεδεμένο όχι μόνο με την ευκολότερη κατανόηση και παρακολούθηση της εκδοθείσας απόφασης, αλλά και με τη βασική υποχρέωση των δικαστικών λειτουργών για εξοικονόμηση πολύτιμου δικαστικού χρόνου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2.500 πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, εις βάρος του Εφεσείοντα και προς όφελος της Εφεσίβλητης.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
ΣΦ.