ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Σολωμού Kαλομοίρα Σάββα ν. Eταιρείας Vineyard View Tourist Enterprises Ltd. (1998) 1 ΑΑΔ 300
R.K.B. Leathergoods Limited ν. Βιργινίας Ευαγγέλου Αγγελίδη (2004) 1 ΑΑΔ 1071
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2019:A381
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 375/2012
20 Σεπτεμβρίου, 2019
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσείοντας/Ενάγοντας
- ΚΑΙ -
Α.Π.,
Εφεσίβλητος/Εναγόμενος,
------------------------
Ε. Ιωάννου (κα) με Ν. Χαραλάμπους, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Κορφιώτης με Α. Θωίδη (κα), για τον Εφεσίβλητο.
----------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: O εφεσείων, ηλικίας 25 ετών κατά τον ουσιώδη χρόνο, στις 12.11.2007 υπεβλήθη σε εγχείρηση υπό γενική νάρκωση, η οποία διενεργήθηκε σε συγκεκριμένο ιατρικό κέντρο της Λεμεσού από τον εφεσίβλητο, γενικό χειρούργο, προς αντιμετώπιση προβλήματος αιμορροϊδοπάθειας. Το πρόβλημα είχε διαγνωστεί από άλλο ιατρό, τον Μ. Ξενοφώντος ειδικό γαστρεντερολόγο.
Με αγωγή που καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, o εφεσείων αξίωσε από τον εφεσίβλητο γενικές, παραδειγματικές και ειδικές αποζημιώσεις. Σύμφωνα με τη δικογραφημένη του θέση ο εφεσίβλητος, κατά την εκτέλεση της χειρουργικής επέμβασης, αιμορροϊεκτομής, ήταν αμελής και/ή δεν επέδειξε τη δέουσα, υπό τις περιστάσεις, επαγγελματική επιδεξιότητα και/ή παρέλειψε να πράξει το επιβεβλημένο, σύμφωνα με τη συνήθη ιατρική πρακτική, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν στον εφεσείοντα σοβαρά προβλήματα υγείας, όπως, μεταξύ άλλων «στένωση του πανικόβλητου δακτυλίου, η οποία εκτεινόταν σε ολόκληρο τον πρωκτικό σωλήνα πάνω από την οδοντωτή γραμμή, ολοκληρωτική καταστροφή του εσωτερικού πρωκτικού σφιγκτήρα και μερική καταστροφή του εξωτερικού.» Ενόψει της καταστροφής του πρωκτικού σωλήνα και της ολοκληρωτικής καταστροφής του εσωτερικού πρωκτικού σφιγκτήρα και μερικής καταστροφής του εξωτερικού, ο εφεσείων παρουσίαζε «μόνιμη απώλεια και/ή αναπηρία της λειτουργίας του σφιγκτήρα και ερεθισμό του δέρματος στην περιοχή του ορθού».
Περί την 22.12.2007 ο εφεσείων αντιλήφθηκε ότι απέβαλε από τον ορθό και/ή τον πρωκτό, γάζα και μερικές κλωστές τις οποίες ο εφεσίβλητος παρέλειψε να αφαιρέσει. Ακολούθως, αποτάθηκε σε άλλους ιατρούς προς αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας του και στις 8.1.2008 υπεβλήθη σε νέα χειρουργική επέμβαση, ανοπλαστικής, σε ιδιωτικό νοσοκομείο, από το γενικό χειρούργο Γ. Ιωάννου.
Στην παράγραφο 6 του δικογράφου του ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι η χειρουργική επέμβαση αιμορροϊεκτομής στην οποία τον υπέβαλε ο εφεσίβλητος ήταν «με λέιζερ». Η αναφορά αυτή περιλαμβανόταν και στις παρεχόμενες στην έκθεση απαίτησης λεπτομέρειες αμέλειας και παράβασης των νομικών καθηκόντων και ιατρικής δεοντολογίας και πρακτικής, που παρατίθεντο στην παράγραφο 15 με τις οποίες αποδίδονταν στον εφεσίβλητο, οι ακόλουθες συγκεκριμένες παραλείψεις:
«ι) Παρέλειψε να προβεί στην ορθή και/ή επιβαλλόμενη ιατρική μέθοδο επέμβασης αιμορροϊδεκτομής και/ή χρησιμοποίησε την μέθοδο λέιζερ, η οποία δεν ενδείκνυται και/ή δεν θεωρείται, ως η ορθή και/ή αναγνωρισμένη ιατρική μέθοδος, με αποτέλεσμα ο Ενάγοντας, να παρουσιάσει, μεταξύ άλλων, δυσκολίες κένωσης, παραμόρφωση του δακτυλίου και του πρωκτικού σωλήνα, ολοκληρωτική καταστροφή του εσωτερικού πρωκτικού σφιγκτήρα και μερική καταστροφή του εξωτερικού.
κ) Αμελώς και/ή αντιεπαγγελματικά απέτυχε και/ή παρέλειψε και/ή ξέχασε να αφαιρέσει από το έντερο του Ενάγοντα γάζα και κλωστές, τις οποίες, μετά από έντονους πόνους, ο Ενάγοντας απέβαλε από τον ορθό και/ή πρωκτό.»
Με την ίδια παράγραφο αποδίδονταν στον εφεσίβλητο και άλλες, κατά τρόπο γενικό διατυπωμένες, παραλείψεις κατά την εκτέλεση της εν λόγω χειρουργικής επέμβασης.
Με την Υπεράσπισή του, ο εφεσίβλητος αρνήθηκε τα όσα του απέδωσε ο εφεσείων και αντέτεινε πως ό,τι έπραξε για του εφεσείοντα ήταν στα πλαίσια αποδεκτής ιατρικής πρακτικής, με πλήρη επιμέλεια και σύμφωνα με τους κανόνες και τα πρωτόκολλα της ιατρικής επιστήμης. Ειδικότερα, για τη μέθοδο της διενεργηθείσας από αυτόν χειρουργικής επέμβασης στον εφεσείοντα, ισχυρίστηκε ότι ήταν του τύπου Milligan Morgan και ουδέποτε ανέφερε στον εφεσείοντα ότι η επέμβαση θα γινόταν «με λέϊζερ», όπως ο τελευταίος ισχυρίστηκε. Η εγχείρηση έγινε κανονικά, χωρίς οποιαδήποτε μη αναμενόμενη εξέλιξη. Μετεγχειρητικά διαπίστωσε, αρχικά, ελαφράς μορφής φλεγμονή στο σημείο της επέμβασης και συνέστησε στον εφεσείοντα, για αντιμετώπισή της, συχνότερο καθαρισμό με τοπικά επιθέματα και φαρμακευτική αγωγή, αλλά ο εφεσείων δεν ακολούθησε τις οδηγίες του. Επειδή ο εφεσείων στη συνέχεια παραπονείτο για επίσχεση κοπράνων και η φλεγμονή δεν υποχώρησε, ο εφεσίβλητος του συνέστησε όπως τον υποβάλει σε εξέταση υπό νάρκωση, κάτι που ο εφεσείων αποδέχτηκε αρχικά αλλά υπαναχώρησε μετά που η εξέταση αυτή προγραμματίστηκε για την 24.12.2007. Έκτοτε, ο εφεσίβλητος δεν είχε καμία επικοινωνία με τον εφεσείοντα. Τα προβλήματα του εφεσείοντα ήταν επιπλοκές, που είναι αναμενόμενες και/ή αναπόφευκτες, σε ορισμένες περιπτώσεις ατόμων που αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα όπως ο εφεσείων.
Το βασικό παράπονο του εφεσείοντα, παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν ότι ο εφεσίβλητος, υποβάλλοντάς τον σε εγχείρηση, ακολούθησε λανθασμένη μέθοδο και τρόπο εκτέλεσης της εγχείρησης. Ο τύπος της εγχείρησης που διενεργήθηκε από τον εφεσίβλητο (στην οποία θα αναφερόμαστε και ως «η πρώτη εγχείρηση») είχε ιδιαίτερη σημασία η οποία, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο έγκειτο στο ότι ο εφεσείων και ο χειρούργος Γ. Ιωάννου (ΜΕ4), απέδωσαν τη σοβαρή στένωση του πρωκτικού σωλήνα, σε εγκαύματα που προκλήθηκαν από τη χρήση λέϊζερ, τα οποία εξελίχθηκαν σε ουλώδη ιστό, καθιστώντας αναγκαία, όπως ήταν η θέση του εφεσείοντα, τη διενέργεια ανοπλαστικής εγχείρησης, η οποία διενεργήθηκε στις 8.1.2008 από τον ΜΕ4, ως έχει αναφερθεί. Δηλαδή η στένωση που παρατήρησε ο ΜΕ4 στον πρωκτό του εφεσείοντα δεν ήταν επιπλοκή της πρώτης εγχείρησης, όπως υποστηρίχθηκε από τον εφεσίβλητο, αλλά οφειλόταν σε χειρουργικό λάθος, έχοντας ως βάση ότι η εγχείρηση αυτή ήταν τύπου λέιζερ η οποία προκάλεσε τα εγκαύματα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε, σε σχέση με το ζήτημα αυτό, ότι ο ειδικός γαστρεντερολόγος Μ. Ξενοφώντος (ΜΕ2), ο οποίος εξέτασε τον εφεσείοντα στις 4.1.2008, δηλαδή μετά την εγχείρηση που διενήργησε ο εφεσίβλητος και πριν από την εγχείρηση που διενήργησε ο ΜΕ4, στη μαρτυρία του δεν αναφέρθηκε στην ύπαρξη εγκαυμάτων στην περιοχή της πρώτης εγχείρησης. Ο δε ιατροδικαστής Μ. Ματσάκης (ΜΕ5), διαπίστωσε από σχετικές φωτογραφίες που είχαν ληφθεί από το συγκεκριμένο σημείο του σώματος του εφεσείοντα, πριν από την επέμβαση ανοπλαστικής, ότι αυτός είχε πάθει εγκαύματα, ενώ δεν απέκλεισε τη χρήση διαθερμίας ή και λέιζερ σε συνδυασμό με τη χειρουργική επέμβαση Milligan Morgan.
Για το ζήτημα του τύπου της εγχείρησης που διενήργησε ο εφεσίβλητος, τόσο ο ίδιος όσον και οι δύο μάρτυρες που κάλεσε, η ιατρός αναισθησιολόγος Mary Avril Avanis (ΜΥ1) και ο γενικός χειρούργος Μ. Καραϊσκάκης (ΜΥ3), υποστήριξαν ότι το συγκεκριμένο ιατρικό κέντρο στο οποίο διενεργήθηκε η εγχείρηση, δεν διαθέτει μηχάνημα λέιζερ, ενώ ο ΜΥ3 και ο εφεσίβλητος ήταν κατηγορηματικοί ότι ο τύπος της πρώτης εγχείρησης ήταν Milligan Morgan.
Το Δικαστήριο εξέτασε το κρίσιμο αυτό ζήτημα του τύπου της πρώτης εγχείρησης παράλληλα με τα υπόλοιπα θέματα που ήγειραν οι διάδικοι. Αποδεχόμενο τη μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης και του ΜΕ2, βρήκε ότι τα πραγματικά γεγονότα στα σημεία διαφοράς ήταν όπως τα εξέθεσε ο εφεσίβλητος και οι μάρτυρες του και επιβεβαιώνονταν εν μέρει από τον ΜΕ2, τη μαρτυρία των οποίων προτίμησε έναντι εκείνης του εφεσείοντα και των ΜΕ4 και ΜΕ5, για τους λόγους που εξήγησε.
Αποτέλεσε δε εύρημα του Δικαστηρίου ότι είχε αποδειχθεί ότι ο τύπος της εγχείρησης που διενήργησε ο εφεσίβλητος ήταν Milligan Morgan - όχι λέιζερ ή συνδυασμός των δύο μεθόδων - η οποία «είναι η κλασική αποδεδειγμένη μέθοδος αιμορροϊδεκτομής που χρησιμοποιείται από τους χειρούργους στην Κύπρο για την αντιμετώπιση των πλείστων αιμορροϊδοπαθειών».
Με βάση τη μαρτυρία που αποδέχθηκε, το Δικαστήριο απέρριψε και τα υπόλοιπα παράπονα του εφεσείοντα περί αμελείας του εφεσίβλητου, κρίνοντας ότι η απώλεια της λειτουργίας του σφιγκτήρα του εφεσείοντα, με αποτέλεσμα να τον καταστήσει σωματικά ανάπηρο, δεν ήταν αποτέλεσμα της πρώτης εγχείρησης από την οποία το μόνο πρόβλημα που παρουσιάστηκε μετεγχειρητικά ήταν «φλεγμονή και δυσκολία στην αφόδευση με σταδιακό επακόλουθο την ουλώδη στένωση». Επρόκειτο για σπάνια επιπλοκή σε τέτοιου είδους εγχειρήσεις και δύσκολα διαπιστώνεται τον πρώτο μήνα της εγχείρησης. Άρχισε να παρουσιάζεται σταδιακά συνεπεία της πρώτης εγχείρησης «από την τέταρτη εβδομάδα και μετά». Εξάλλου, η επιπλοκή αυτή δεν εξυπακούει αμέλεια εκ μέρους του ιατρού που τη διενήργησε. Ούτε η θέση του εφεσείοντα περί παράλειψης του εφεσίβλητου να προβεί σε δακτυλοσκοπική εξέταση την έκτη μέρα της εγχείρησης ευσταθούσε, αφού τέτοια εξέταση με την πάροδο της πρώτης βδομάδας ήταν αδύνατη, ενώ προσέκρουε πάντοτε στην άρνηση του εφεσείοντα ο οποίος προφασιζόταν πόνο.
Ειδικότερα, για το παράπονο του εφεσείοντα ότι ο εφεσίβλητος παρέλειψε κατά το πέρας της εγχείρησης να αφαιρέσει από το έντερο του γάζα και κλωστές τις οποίες απέβαλε μετεγχειρητικά από τον πρωκτό του, αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου ότι μετά τη δεύτερη εβδομάδα της εγχείρησης εξήλθαν από τον πρωκτό του εφεσείοντα ραφές, που ήταν η φυσιολογική εξέλιξη αποβολής τους από τον οργανισμό, κάτι για το οποίο ο εφεσίβλητος τον είχε προειδοποιήσει, ενώ η αποβολή γάζας δεν είχε αποδειχθεί. Καμία δε σύνδεση δεν υπήρχε μεταξύ της αποβολής των ραφών και τα προβλήματα που ο εφεσείων αντιμετώπισε μετεγχειρητικά. Απέρριψε, το Δικαστήριο και τον ισχυρισμό του εφεσείοντα περί παράλειψης του εφεσίβλητου να του δώσει μετεγχειρητικές οδηγίες.
Ως αποτέλεσμα των διαπιστώσεων του, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα. Σημείωσε, όμως, ακολουθώντας την ορθή πρακτική, τα ποσά τα οποία θα επιδίκαζε στον εφεσείοντα υπό μορφή γενικών και ειδικών αποζημιώσεων, σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής.
Η ορθότητα των πρωτόδικων διαπιστώσεων αμφισβητείται από τον εφεσείοντα, ουσιαστικά καθ' όλη τους την έκταση, με 21 λόγους έφεσης. Εγείρονται θέματα διαδικαστικά, όπως η απόρριψη αιτήματος για επανακλήτευση του εφεσείοντα, μέχρι ουσιαστικά. Πλείστοι από τους λόγους έφεσης αφορούν στην εσφαλμένη, κατά τον εφεσείοντα, αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Δικαστήριο και την παράλειψή του να αιτιολογήσει ή να αιτιολογήσει δεόντως τα ευρήματα και συμπεράσματά του. Τα ζητήματα αυτά θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια. Προτού προχωρήσουμε, όμως, θα πρέπει να σημειώσουμε και την παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η διαζευκτική βάση που επικαλέστηκε ο εφεσείων, η αρχή res ipsa loquitur, φαινόταν από την αγόρευση του δικηγόρου του, να είχε εγκαταλειφθεί και εν πάση περιπτώσει δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής εφόσον η μαρτυρία από πλευράς του εφεσείοντα κινήθηκε στη βάση αμέλειας από μέρους του εφεσίβλητου. Συμπέρασμα για το οποίο δεν διατυπώνεται οποιοδήποτε παράπονο στην ειδοποίηση έφεσης.
Αρχίζοντας με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΕ4, σημειώνουμε ότι θεωρήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως ο βασικότερος μάρτυρας της υπόθεσης του εφεσείοντα στο θέμα της ευθύνης και τα προβλήματα που αυτός αντιμετώπιζε. Τα αίτια της ισχυριζόμενης βλάβης, συναρτήθηκαν από τον ΜΕ4 με αμέλεια του εφεσίβλητου. Με την απόρριψη των θέσεων του ΜΕ4 στα βασικά της σημεία, που αφορούσαν στον τύπο της εγχείρησης που διενήργησε ο εφεσίβλητος και την αιτία προέλευσης των ουλών που πρόσεξε στην περιοχή του πρωκτού του εφεσείοντα, το Δικαστήριο θεώρησε ότι κατέρρευσε και το βάθρο επί του οποίου ο εφεσείων στήριξε την υπόθεσή του, θεώρηση η οποία δεν αποτελεί επίδικο θέμα στην έφεση.
Ειδικότερα, σε σχέση με τον ΜΕ4, προσβάλλεται με την έφεση ως αυθαίρετο, εσφαλμένο και αντίθετο με την ενώπιον του Δικαστηρίου προσαχθείσα μαρτυρία, το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο ΜΕ4 δημιούργησε αρνητική εντύπωση στο Δικαστήριο, δεν κατόρθωσε να το εφοδιάσει με το απαραίτητο υπόβαθρο στη διεξαγωγή των συμπερασμάτων του και ότι τα τελικά του συμπεράσματα στερούνται βαρύτητας και πειθούς (8ος λόγος έφεσης). Εσφαλμένο θεωρείται και το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η έκβαση της υπόθεσης επηρέαζε και αυτόν (3ος λόγος έφεσης), ενώ εσφαλμένο και αυθαίρετο είναι και το εύρημά του ότι η απώλεια λειτουργίας του σφικτήρα του εφεσείοντα είναι κατάλοιπο της ανοπλαστικής εγχείρησης που διενήργησε ο ΜΕ4 και όχι της εγχείρησης που διενήργησε ο εφεσίβλητος (2ος λόγος έφεσης). Διατυπώνονται και άλλα παράπονα σε σχέση με τον ΜΕ4, στο πλαίσιο της αιτιολογίας άλλων λόγων έφεσης, στα οποία δεν χρειάζεται να γίνει ειδική αναφορά.
Από την άλλη πλευρά, ο εφεσίβλητος υπενθυμίζει τον νομολογιακό κανόνα ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας κάθε μάρτυρα αποτελεί θέμα στο οποίο το Εφετείο παρεμβαίνει κατ' εξαίρεση και εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέφυγε σε εντυπώσεις ή οτιδήποτε το οποίο δεν επιβεβαιώνεται από το σχετικό πρακτικό.
Συνιστά πάγια αρχή της νομολογίας ότι το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας και της διαμόρφωσης της κρίσης ως προς την αξιοπιστία μαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο επεμβαίνει στα ευρήματα του περί αξιοπιστίας μόνο όταν διαπιστωθεί ότι είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα ή ότι δεν υποστηρίζονται από μαρτυρία. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να προβεί στα ευρήματά του σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλ. χχχ χχχ Σολωμού ν Εταιρείας Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1 ΑΑΔ 300, R.K.B. Leathergoods Limited v Αγγελίδη (2004) 1 ΑΑΔ 1071 και Αντωνίου ν Suphire (Finance) Ltd).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε τη μαρτυρία του ΜΕ4 σημειώνοντας ότι βασικός ισχυρισμός του ήταν πως ο τύπος της εγχείρησης που διενήργησε ο εφεσίβλητος «ήταν laser δίνοντας σημασία και στο τι του είχε πει ο ενάγοντας». Αναδρομή στα πρακτικά της μαρτυρίας του ΜΕ4 αποκαλύπτει ότι ο ίδιος δεν προέβη σε θετική τοποθέτηση για τον τύπο της εγχείρησης, ότι δηλαδή η μέθοδος που χρησιμοποίησε ο εφεσίβλητος για την αιμορροϊδεκτομή ήταν λέιζερ. Για τον τύπο της εγχείρησης είχε υπόψη αυτό που του ανέφερε ο εφεσείων όταν πήρε το ιστορικό, ότι ήταν λέιζερ, χωρίς ο ίδιος να το διερευνήσει. Η μέθοδος λέιζερ, ανέφερε, «δεν έχει πράγματι παρόλη την εφαρμογή της εγκαθιδρυθεί ως μέθοδος αφαίρεσης αιμορρόϊδων και ειδικά 3ου , 4ου βαθμού» (όπως ήταν η περίπτωση του εφεσείοντα). «Τα λέιζερ» δεν ήταν αποδεκτά «σε ορισμένα κέντρα τουλάχιστο από σοβαρές πανεπιστημιακές χειρουργικές κλινικές» και τα χρησιμοποιούσαν χειρούργοι «χωρίς μελέτες να αποδεικνύουν την εφαρμογή τους στην αιμορροϊδεκτομή». Το λέιζερ, εξήγησε, δεν κάνει εκτομή αλλά εξάχνωση. Ο ίδιος διαπίστωσε κάψιμο, ενώ κατά τη διάρκεια της επέμβασης ανοπλαστικής που διενήργησε «δεν υπήρχαν οποιαδήποτε σημάδια για διεξαγωγή Milligan Morgan», η οποία δεν μπορεί να προκαλέσει κάψιμο στον ασθενή γιατί χρησιμοποιείται νυστέρι για αφαίρεση των αιμορρόϊδων και μικρής βλεννογόνου που τις καλύπτει για να ακολουθήσει συρραφή. Παραθέτουμε σχετικά αποσπάσματα από τα πρακτικά της διαδικασίας κατά την αντεξέταση του μάρτυρα:
«Ε: Σε αυτή την περίπτωση ήταν όλη η περιφέρεια γύρω από την έξοδο του πρωκτού καμένη;
A: Μάλιστα
Ε: Και σκέφτηκες είναι αυτός που έκαμε το laser;
A: Το κάψιμο με το ιστορικό που μου δόθηκε είχε προκαλεστεί από κάπου. Τώρα αν έγινε το κάψιμο με laser ή ορισμένες μεθόδους που χρησιμοποιούν με υπέρυθρες ακτίνες, υπάρχει μια άλλη μέθοδος που χρησιμοποιούν για κάψιμο δεν παύει το αποτέλεσμα να είναι κάψιμο. Ο ασθενής μου, μου είχε πει τι του είχε λεχθεί από τον χειρούργο ότι του έκαμε επέμβαση με laser. Τώρα αν είχε οποιοδήποτε λόγο να μου πει ψέμα τι του έκαμε και έχει πρόβλημα δεν μπορώ να γνωρίζω, ούτε το θεωρώ λογικό»
Ό,τι έβλεπε μπροστά του ήταν η συνέπεια από κάψιμο. Ερωτηθείς ευθέως:
«Εσύ δεν κατάλαβες ποια ήταν η αιτία εκείνου το καψίματος;»
Απάντησε:
« Το κάψιμο ήταν το δεδομένο στην εξέταση το ότι δεν προκλήθη από μόνο του, ήταν καθαρά γιατί φαινόταν όλος ο δακτύλιος με κάψιμο και ζημιά σε όλο το μήκος του, δεν ήταν εξωτερικό το κάψιμο αλλά σε όλο το μήκος του πρωκτικού σωλήνα»
Σε άλλο σημείο της αντεξέτασης, αντιμέτωπος με την εισήγηση ότι κανένα μηχάνημα λέιζερ δεν είχε χρησιμοποιηθεί κατά την πρώτη επέμβαση, ο ΜΕ4 δήλωσε άγνοια για τη μέθοδο που είχε χρησιμοποιηθεί. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά:
«Ε: Κανένα μηχάνημα laser δεν έχει χρησιμοποιηθεί κατά την επέμβαση αυτή.
Α: Αυτό εσείς το γνωρίζετε.
Ε: Επίσης κατά την επέμβαση αυτή κανένας δεν έκαψε με οποιοδήποτε τρόπο τον πρωκτό του ενάγοντα.
Α: Διαφωνώ γιατί έχω διαπιστώσει κάψιμο, την ζημιά η οποία και έγινε η ανάγκη διόρθωσης που έπρεπε να γίνει για να μπορεί ο ασθενής να αφοδεύει.
Ε: Το μόνο που έχει χρησιμοποιηθεί είναι διαθερμία που είναι εργαλείο που χρησιμοποιείται για αυτές τις περιπτώσεις.
Α: Διαθερμία είναι ηλεκτρισμός ο οποίος καίει τους ιστούς.
Ε: Μπορεί η διαθερμία να προκαλέσει το κάψιμο που είδες εσύ;
A: Δεν γνωρίζω τι χρησιμοποιήθηκε. Εγώ αναφέρομαι στα αποτελέσματα που είδα και το τι έκαμα.»
Σημειώνουμε, επίσης, ότι παρόλο που ο τύπος της εγχείρησης που είχε διενεργηθεί από τον εφεσίβλητο ήταν το ζητούμενο, απορρίπτοντας τη μαρτυρία του ΜΕ4 επί της βάσης ότι δημιούργησε αρνητική εντύπωση στο Δικαστήριο καθότι δεν κατόρθωσε να το εφοδιάσει «με εκείνο το υπόβαθρο που είναι απαραίτητο στη διεξαγωγή των συμπερασμάτων του», με αποτέλεσμα τα τελικά συμπεράσματα του να στερούνται βαρύτητας και πειθούς, το Δικαστήριο σημείωσε, μεταξύ άλλων, ότι ο ΜΕ4 δεν φρόντισε να βεβαιωθεί ότι η ενημέρωση που έτυχε από τον εφεσείοντα ως προς τον τύπο της εγχείρησης ήταν αληθής. Aυτό γιατί αν ενημερωνόταν, αναμενόταν λογικά ότι θα προέβαινε σε πιο ενδελεχή εξέταση της περιοχής του πρωκτού του εφεσείοντα και:
«Θα αντιλαμβάνετο προφανώς ότι δεν επρόκειτο περί εγκαυμάτων από τη χρήση laser ή άλλου καυστικού μέσου, αλλά έντονης ανάπτυξης ουλώδους ιστού και φλεγμονής μετά από αιμορροϊδεκτομή, που σταδιακά οδήγησαν σε στένωση που είναι μια επιπλοκή με προοπτική θεραπείας με τη χρήση άλλων ανώδυνων μεθόδων και όχι εκείνης που επέλεξε, δηλαδή της ανοπλαστικής εγχείρησης».
Δηλαδή, το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία του ΜΕ4 θεωρώντας ως δεδομένο ότι δεν επρόκειτο περί εγκαυμάτων από τη χρήση laser ή άλλου καυστικού μέσου αλλά για ουλώδη στένωση ως επιπλοκή της τεχνικής αιμορροϊδεκτομής, θέση που προβλήθηκε από μάρτυρες υπεράσπισης.
Η προσέγγιση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με όλο το σεβασμό, ήταν ακροσφαλής και αναμφίβολα επηρέασε την ορθότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας του ΜΕ4, τον οποίο θεωρούσε ως τον πιο βασικό μάρτυρα για την υπόθεση του εφεσείοντα, ως έχει αναφερθεί.
Βάσιμο θεωρούμε και το παράπονο του εφεσείοντα περί εσφαλμένου συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η έκβαση της υπόθεσης επηρέαζε τον ΜΕ4. Η θεώρηση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου βασιζόταν στο ότι ο λόγος που ο ΜΕ4 υπέβαλε τον εφεσείοντα σε επείγουσα εγχείρηση ανοπλαστικής ήταν γιατί έκρινε πως ο ιατρός που διενήργησε την πρώτη εγχείρηση «έκαμε λάθος στο χειρουργείο» με αποτέλεσμα την πρόκληση στον εφεσείοντα εγκαυμάτων και στένωσης μη αναστρέψιμης. «Οπότε σε περίπτωση που ήθελε κριθεί σωστή η διάγνωση του δικαιώνεται στην απόφαση του περί της αναγκαιότητας διενέργειας της ανοπλαστικής εγχείρησης, για την οποία διαφωνεί η Υπεράσπιση, και επιπλέον απαλλάσσεται του ενδεχόμενου να του καταλογιστεί ευθύνη για τα φερόμενα κατάλοιπα στην υγεία του ενάγοντα». Κατά το Δικαστήριο, η σπουδή του ΜΕ4 στη διενέργεια της ανοπλαστικής εγχείρησης, δημιουργούσε ερωτήματα όχι μόνο για το χρόνο που επιλέγηκε να γίνει αλλά και την αναγκαιότητα της. Σημείωσε, συνάμα, ότι «τα πιο πάνω» παρατέθηκαν, «όχι για σκοπούς καταλογισμού ευθύνης στον ΜΕ4 για τη σημερινή κατάσταση του ενάγοντα, που δεν συνιστά επίδικο θέμα, αλλά για σκοπούς αξιολόγησης της μαρτυρίας του».
Το προεξάρχον επίδικο θέμα, όπως αναγνώρισε το ίδιο το Δικαστήριο, ήταν ο τύπος της χειρουργικής επέμβασης που διενήργησε ο εφεσίβλητος. Η τυχόν ευθύνη τρίτου προσώπου για τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε ο εφεσείων και, πιο συγκεκριμένα του ΜΕ4, ο οποίος δεν ήταν διάδικος, δεν προέκυπτε από τη δικογραφία ως επίδικο θέμα. Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να ασχοληθεί και να διατυπώσει σχόλια επί θεμάτων τα οποία δεν προέκυπταν από τη δικογραφία, δημιουργώντας έτσι έρεισμα για την κρίση του επί της αξιοπιστίας του ΜΕ4, ούτε έπρεπε να προβεί στην υπέρβαση στην οποία προέβη, με τη διατύπωση ευρημάτων ως προς το αποτέλεσμα της ανοπλαστικής εγχείρησης, τα οποία δεν αντιστοιχούσαν στις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων. Σημειώνουμε, παρενθετικά, ότι ο τρόπος αυτός προσέγγισης και αξιολόγησης της μαρτυρίας του ΜΕ4 από το Δικαστήριο, δεν συνήδε και με προηγούμενη ενδιάμεση απόφασή του, με την οποία απέρριψε ερώτηση του συνηγόρου του εφεσίβλητου προς τον εφεσείοντα κατά την αντεξέταση, κατά πόσο τον απασχόλησε ότι συγκεκριμένο σύμπτωμα που αυτός αντιμετώπιζε οφειλόταν στη δεύτερη εγχείρηση και όχι στην πρώτη, στη βάση ότι στην Υπεράσπιση δεν γινόταν αναφορά στην παρεμβολή τρίτου στα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο εφεσείων.
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις μας, με βάση τις προαναφερθείσες αρχές, δικαιολογούν την παρέμβαση του Εφετείου και οδηγούν την υπόθεση, αναπόφευκτα, σε επανεκδίκαση αφού το Εφετείο δεν μπορεί να προβεί σε πρωτογενή αξιολόγηση της πρωτοδίκως δοθείσας μαρτυρίας. Ως εκ τούτου, η εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης καθίσταται μη αναγκαία.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Η εφεσιβαλλόμενη απόφαση παραμερίζεται και διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης.
Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της επανεκδίκασης.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου