ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A374
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 164/2013)
18 Σεπτεμβρίου, 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Εφεσείων/Εναγόμενος,
ΚΑΙ
xxx ΧΑΛΛΟΥΜΗ,
Εφεσίβλητος/Ενάγων.
_ _ _ _ _ _
Α. Κορομίας, για Δράκος & Ευθυμίου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Ερωτοκρίτου (κα), για τον Εφεσίβλητο.
_ _ _ _ _ _
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Στις 2.1.2006 επεσυνέβη τροχαίο δυστύχημα επί της Λεωφόρου Σπύρου Κυπριανού, στο Στρόβολο, με ενεχόμενα οχήματα το αυτοκίνητο υπ΄αριθμόν εγγραφής xxx x50, που οδηγούσε ο εναγόμενος - εφεσείων, και τη μοτοσυκλέτα υπ΄αριθμόν εγγραφής xxx x21, που οδηγούσε ο ενάγων - εφεσίβλητος. Αυτό έγινε όταν ο εφεσείων εισήλθε στη εν λόγω λεωφόρο από χωμάτινο παγκέτο, το οποίο ευρίσκεται αριστερά της λεωφόρου και κατευθύνθηκε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, με αποτέλεσμα να συγκρουσθεί με την εξ αντιθέτου οδηγούμενη μοτοσυκλέττα. Συνεπεία της σύγκρουσης, ο εφεσίβλητος τραυματίστηκε στο πόδι και με την επίδικη αγωγή αξίωσε αποζημιώσεις εναντίον του εφεσείοντα, τον οποίο θεωρεί υπεύθυνο για το δυστύχημα.
Η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση μόνο ως προς το θέμα της ευθύνης και του ύψους των γενικών αποζημιώσεων, με δεδομένη τη συμφωνία των διαδίκων σε σχέση με τις ειδικές αποζημιώσεις. Το Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία, αποδεχόμενο την εκδοχή του εφεσίβλητου ως προς τον τρόπο που έγινε το δυστύχημα, κατέληξε στα ακόλουθα πραγματικά δεδομένα:
«Στις 2.1.2006, και ενώ ο ενάγων, άνδρας ηλικίας πενήντα-ενός (51) ετών ο οποίος ασκούσε το επάγγελμα του πολιτικού μηχανικού με ετήσιες απολαβές €35.880 (€11.196 Χ 3=€35.880) οδηγούσε την ιδιόκτητη μοτόρα υπ' αριθμόν εγγραφής xxx x21, ο δε εναγόμενος οδηγούσε το αυτοκίνητο xxx x50 επί της Λεωφόρου Σπύρου Κυπριανού, στο Στρόβολο, στη Λευκωσία, τα δύο οχήματα συνεκρούσθηκαν. Αυτό έγινε επειδή ο εναγόμενος εισήλθε στη Λεωφόρο από χωμάτινο παγκέτο, το οποίο ευρίσκεται στα αριστερά της Λεωφόρου, και κατευθύνθηκε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας με αποτέλεσμα να ανακόψει την κανονική πορεία του ενάγοντος. Ο εναγόμενος εισήλθε στη Λεωφόρο ενώ η τροχαία κίνηση ήταν πυκνή, χωρίς να έχει πλήρη εποπτεία αυτής και, ιδίως, χωρίς να αντιληφθεί την παρουσία της μοτόρας την οποίαν οδηγούσε ο ενάγων. Το προπορευόμενο της μοτόρας όχημα, το οποίο σταμάτησε για να επιτρέψει στον ενάγοντα να εισέλθει στη Λεωφόρο εμπόδιζε την ορατότητα των εμπλεκομένων στο δυστύχημα οδηγών. Κατά την ώρα της σύγκρουσης ο ενάγων, ευρισκόμενος εντός της κανονικής για την πορεία του λωρίδας κυκλοφορίας, επεχείρησε να προσπεράσει το προπορευόμενο όχημα. Η σύγκρουση συνέβηκε εντός της κανονικής, για την πορεία της μοτόρας, λωρίδας κυκλοφορίας. Συνεπεία της σύγκρουσης ο ενάγων υπέστηκε κάταγμα του έξω σφυρού. Νοσηλεύθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας για εννιά (9) ημέρες. Νοσηλευόμενος υπεβλήθηκε σε ανάταξη του τραυματισθέντος μέλους και σε χειρουργική επέμβαση για την τοποθέτηση υλικών οστεοσύνθεσης. Το τραυματισθέν κάτω άκρο τους ενάγοντος παρέμεινε ακινητοποιημένο σε νάρθηκα για περίοδο ενός (1) μηνός. Ο ενάγων εβίωσε επί μακρόν έντονο άλγος και δυσχέρειες και παρέμεινε εκτός εργασίας για τέσσερεις (4) μήνες. Ο ενάγων εξακολουθεί να αισθάνεται ενοχλήσεις και εξακολουθεί να περιορίζεται ως προς τις καθημερινές του δραστηριότητες και ως προς την άσκηση του επαγγέλματός του εφ' όσον η κατά 20° μειωμένη πελματική κάμψη του τραυματισθέντος μέλους του εμποδίζει τη βάδισή του σε ανώμαλο έδαφος καθώς και στις κατωφέρειες. Ο ενάγων ο οποίος ασκεί το επάγγελμα του πολιτικού μηχανικού και χρειάζεται να ευρίσκεται συχνά σε εργοτάξια έχει πλέον μειωμένη εισοδηματική ικανότητα. Τα υλικά οστεοσύνθεσης τα οποία τοποθετήθηκαν στο τραυματισθέν άκρο του ενάγοντος για σκοπούς σταθεροποίησης και τα οποία εξακολουθούν να ευρίσκονται στον οργανισμό του θα πρέπει να αφαιρεθούν με νέα χειρουργική επέμβαση. Αυτό επιβάλλουν κανόνες της ιατρικής.»
Από τα πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης έκρινε την ευθύνη του εφεσείοντα για την πρόκληση του δυστυχήματος ως ακολούθως:
«Αυτά τα πραγματικά δεδομένα καταδεικνύουν την ευθύνη του εναγομένου για την πρόκληση του δυστυχήματος. Αυτός υπήρξε αμελής εφ' όσον, οδηγώντας το αυτοκίνητό του επί της Λεωφόρου εισήλθε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας (Ερωτοκρίτου κ.α. ν. Καραολή (1998) 1 (Α) Α.Α.Δ. 445, Παναγή κ.α. ν. Κακόψιτου κ.α. (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 839) χωρίς να παράσχει προτεραιότητα στον ενάγοντα ο οποίος πορευόταν στη Λεωφόρο ευρισκόμενος στην κανονική για την πορεία του λωρίδα κυκλοφορίας. Αντί να βεβαιωθεί ο ίδιος ότι η είσοδός του στη Λεωφόρο θα ήταν ασφαλής, ο εναγόμενος εμπιστεύθηκε τις υποδείξεις τρίτου οδηγού, του xxx Αραπίδη (Μ.Υ.2). Όμως, ο xxx Αραπίδης (Μ.Υ.2) δεν ήταν πρόσωπο αρμόδιο για να υποδείξει στον εναγόμενο την κατάλληλη στιγμή για να εισέλθει στη Λεωφόρο. Το γεγονός ότι ο ενάγων επεχείρησε να προσπεράσει το προπορευόμενο όχημα, το οποίο οδηγούσε ο xxx Αραπίδης (Μ.Υ.2), δεν απαλλάσσει τον εναγόμενο από την ευθύνη για την πρόκληση του δυστυχήματος. Ο εναγόμενος είχε καθήκον, υπό τις περιστάσεις, να εισέλθει στη Λεωφόρο με κάθε δυνατή προφύλαξη, προχωρώντας πολύ αργά ή ακόμη και να σταματούσε όταν θα πλησίαζε προς το κέντρο της Λεωφόρου για να έδιδε, έτσι, την ευκαιρία σε οδηγό ο οποίος θα προσπερνούσε τα ακινητοποιημένα αυτοκίνητα να αντιληφθεί την παρουσία του δικού του αυτοκινήτου ώστε να λάβει μέτρα για την αποφυγή της σύγκρουσης (δείτε, για ανάλογη εφαρμογή, την Ομήρου ν. Παναγίδου (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 986, Κυριακούδης ν. Μόσχου κ.α. (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 355). Ο κίνδυνος πρόκλησης δυστυχήματος, συνεπεία αυτής της οδικής συμπεριφοράς του εναγομένου, ήταν προβλεπτός και θα μπορούσε να αποφευχθεί.»
Καταλόγισε δε στον εφεσίβλητο συντρέχουσα αμέλεια στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού:
«Όμως, συντρέχουσα αμελή και αντικανονική συμπεριφορά υπέδειξε και ο ενάγων. Λόγω ακριβώς της πυκνής τροχαίας κίνησης, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο ενάγων όφειλε να είναι συνεχώς προσεκτικός και έτοιμος να αντιδράσει. Επιπλέον, το γεγονός ότι στην αριστερή πλευρά της Λεωφόρου υπάρχει χωμάτινο παγκέτο καθώς και το γεγονός ότι το προπορευόμενο της μοτόρας όχημα ήταν ακινητοποιημένο, ήσαν αρκετά για να δημιουργήσουν στον ενάγοντα την υποψία ότι ενδεχομένως, πρόθεσή του οδηγού του προπορευόμενου ακινητοποιημένου οχήματος ήταν να δώσει προτεραιότητα σε όχημα το οποίο επεχειρούσε να εισέλθει στη Λεωφόρο και το οποίο θα έπρεπε κάποτε να προχωρήσει [Ομήρου ν. Παναγίδου (ανωτέρω)]. Σημειώνω, τέλος το καθήκον του ενάγοντος να περιμένει τη σειρά του, πίσω από τα προπορευόμενα οχήματα. Το γεγονός ότι ο ενάγων προσπερνούσε τα προπορευόμενα οχήματα συνιστά αμελή και αντικανονική συμπεριφορά ανεξαρτήτως του ότι αυτός προσπερνούσε από τη δεξιά πλευρά και βρισκόταν, κατά το χρόνο της σύγκρουσης, εντός της κανονικής, για την πορεία του, λωρίδα κυκλοφορίας.»
Ο καταμερισμός ευθύνης, στον οποίο κατάληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ανέρχεται σε 75% για τον εφεσείοντα και 25% για τον εφεσίβλητο.
Αναφορικά με τις αποζημιώσεις, πέραν των ειδικών αποζημιώσεων που είχαν συμφωνηθεί μεταξύ των μερών, υπολόγισε το ποσό των €25.000 επί πλήρους ευθύνης ως απώλεια της εισοδηματικής ικανότητας και €20.000 ως γενικές αποζημιώσεις, με αποτέλεσμα να εκδοθεί απόφαση αναφορικά με αυτές τις αποζημιώσεις για ποσό €18.750, ως απώλεια εισοδηματικής ικανότητας, με νόμιμο επιτόκιο από τις 20.3.2006, ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής και €15.000, με νόμιμο επιτόκιο από την ημερομηνία κατά την οποία συνέβηκε το δυστύχημα.
Με την παρούσα έφεση αμφισβητούνται τόσο τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τον τρόπο που έγινε το δυστύχημα και τον καταμερισμό ευθύνης, καθώς επίσης και για την επιδίκαση του κατ΄αποκοπή ποσού των €25.000 για τη μείωση της εισοδηματικής ικανότητας, καθώς και για την επιδίκαση τόκου επί αυτού του ποσού.
Το σημείο σύγκρουσης αποτέλεσε σημείο αντιπαράθεσης κατά την ακρόαση, με τον εφεσείοντα να ισχυρίζεται ότι αυτό ήταν εντός της δικής του λωρίδας κυκλοφορίας και τον εφεσίβλητο ότι το δυστύχημα έγινε σε απόσταση 10 εκ. από το μέσο του δρόμου και εντός της δικής του λωρίδας κυκλοφορίας, θέση που έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, για τους λόγους που λεπτομερώς αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση. Αυτό το εύρημα δεν αμφισβητείται με την έφεση. Όμως, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι, από το σύνολο της μαρτυρίας, προέκυπτε ότι ο εφεσίβλητος προσπέρασε το προπορευόμενό του αυτοκίνητο που οδηγείτο από τον ΜΥ2 χρησιμοποιώντας την αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας και, συνεπώς, το συμπέρασμά του ότι ο εφεσίβλητος βρισκόταν στην κανονική για την πορεία του λωρίδα κυκλοφορίας ήταν αυθαίρετο και λανθασμένο.
Ειδικότερα, ο εφεσείων παραθέτει, προς υποστήριξη των θέσεών του, τις παραγράφους 6 - 9 της γραπτής δήλωσης του εφεσίβλητου, όπου αναφέρει τα ακόλουθα:
«6. Σε κάποιο σημείο του δρόμου πρόσεξα ότι το προπορευόμενο μου όχημα να ελαττώνει ταχύτητα και σχεδόν σταμάτησε. Τότε εγώ, αφού έλεγξα από τα καθρεφτάκια της μοτοσικλέτας μου την τροχαία κίνηση πίσω μου, κινήθηκα δεξιότερα για να τον προσπεράσω.
7. Στο σημείο εκείνο του δρόμου η οδική σήμανση επί της ασφάλτου ήταν φθαρμένη, όμως εγώ παρέμεινα στη λωρίδa μου όταν επιχείρησα να προσπεράσω το προπορευόμενο μου όχημα εφόσον έρχονταν αυτοκίνητα και από απέναντι.
8. Μόλις εγώ πέρασα το προπορευόμενο μου αυτοκίνητο από τα δεξιά, είδα ξαφνικά το αυτοκίνητο με αρ. Εγγραφής xxx x50 το οποίο οδηγούσε ο Εναγόμενος, να εισέρχεται από το αριστερό παγκέτο στη λωρίδα μου για να κατευθυνθεί προς τα φώτα Ορφανίδη. Η είσοδος του οχήματος με αρ. Εγγραφής xxx x50 που οδηγούσε ο Εναγόμενος επιχείρησε να κάμει επαναστροφή και να κατευθυνθεί στην αντίθετη πορεία.
9. Εγώ για να αποφύγω τη σύγκρουση κινήθηκα αριστερότερα χωρίς να τα καταφέρω, με αποτέλεσμα να συγκρουστώ με το δεξιό πίσω μέρος του οχήματος με αρ. Εγγραφής xxx x50, να εκτιναχτώ από τη μοτοσυκλέτα μου και να καταλήξω στο έδαφος περίπου στο μέσο της λωρίδας μου.»
Στη βάση των πιο πάνω, στηρίζει την επιχειρηματολογία του περί οδήγησης του εφεσίβλητου στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας, η οποία συμβαδίζει και με τη μαρτυρία του ΜΥ2.
Κατ΄αρχάς σημειώνουμε ότι η μαρτυρία του ΜΥ2 δεν έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο και δεν αμφισβητείται η αξιολόγηση του μάρτυρα. Δεν υπήρξε, λοιπόν, αποδεκτή μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος βρισκόταν στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, καθ΄ον χρόνον προσπερνούσε το όχημα του ΜΥ2, ούτε θα μπορούσε να συμπεράνει το Δικαστήριο κάτι τέτοιο από τη δήλωσή του. Αυτό που προκύπτει είναι ότι η μοτοσυκλέτα κινείτο στο μέσο του δρόμου. Όπως δε ορθά υποδεικνύεται στη γραπτή αγόρευση του εφεσίβλητου, πρέπει να αποφεύγεται η μικροσκοπική προσέγγιση των συνθηκών του ατυχήματος (βλ. Παπαευσταθίου κ.ά. ν. Χ¨Μάρκου (2006) 1 ΑΑΔ 449).
Συναφής είναι και ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι ο τρόπος που οδηγούσε ο εφεσίβλητος δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτός από τον εφεσείοντα πριν εισέλθει στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας. Πέραν του ότι τέτοιος ισχυρισμός δεν προβάλλεται στο δικόγραφο του εφεσείοντα, θεωρούμε ότι ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο εφεσείων είχε το μεγαλύτερο ποσοστό ευθύνης για το δυστύχημα. Ο εφεσείων είναι αυτός που επιχείρησε κυκλική στροφή 180 μοιρών, εν ώρα πυκνής τροχαίας κίνησης, εισερχόμενος στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας, χωρίς να ελέγξει την κίνηση προς τα δεξιά του, εξ΄ου και η σύγκρουση με τη μοτοσυκλέτα έγινε με το δεξιό οπίσθιο φτερό. Αυτό που όφειλε να πράξει ο εφεσείων ήταν να σταματήσει για να ελέγξει το δρόμο μόλις το μπροστινό μέρος του οχήματός έφθασε σε σημείο που εξείχε του οχήματος που σταμάτησε για να τον αφήσει να εισέλθει στην αντίθετη λωρίδα. Θα έπρεπε να μην επιχειρούσε καν είσοδο στη λεωφόρο, εκτός και αν βεβαιωνόταν ότι αυτό ήταν ασφαλές, ασχέτως αν είχε σταματήσει κάποιο όχημα για να του δώσει την ευκαιρία να κινηθεί (βλ. Ιωαννίδης ν. Χαραλαμπίδης, Πολ. Έφεση αρ. 336/2012, ημερομηνίας 10.7.2018, ECLI:CY:AD:2018:A352).
Αποδεχόμενο το Δικαστήριο τη μαρτυρία του εφεσίβλητου ως προς τις συνθήκες του δυστυχήματος δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στον καταμερισμό ευθύνης στον οποίο προέβηκε. Ο εφεσείων είναι αυτός που δημιούργησε κίνδυνο στο δρόμο με την απόφαση του να επιχειρήσει κυκλική στροφή στο δρόμο, ενώ υπήρχε πυκνή τροχαία κίνηση, χωρίς να βεβαιωθεί ο ίδιος ότι αυτό ήταν ασφαλές, παρά μόνο εμπιστεύθηκε τις υποδείξεις του τρίτου οδηγού που του έδωσε προτεραιότητα. Για τη συντρέχουσα αμέλεια του εφεσίβλητου, όπως τη διέγνωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν υπήρξε αντέφεση.
Ο εφεσίβλητος κρίθηκε πρωτοδίκως ότι δεν κατέστη ανίκανος για εργασία, όμως, συνεπεία του τραυματισμού και των καταλοίπων του, στερείται εισοδημάτων τα οποία άλλως θα κέρδιζε από την εργασία του και δικαιολογείται η επιδίκαση ενός κατ' αποκοπή ποσού για μείωση της εισοδηματικής του ικανότητας, το οποίο καθόρισε σε €25.000, επί πλήρους ευθύνης.
Ο εφεσείων αμφισβητεί το ύψος της πιο πάνω αποζημίωσης, την οποία θεωρεί αυθαίρετη. Προβάλλει προς τούτο το γεγονός ότι υπάρχει παραδεκτή αύξηση των μηνιαίων εισοδημάτων του εφεσίβλητου από €2.990 το 2006 σε €3.986 το 2012, χωρίς να έχει δοθεί μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι θα υπήρχε μεγαλύτερη αύξηση στην εισοδηματική ικανότητα του εφεσίβλητου εάν δεν υπέφερε από τον τραυματισμό του. Η μόνη περίοδος που υπήρξε μείωση της δυνατότητας εργασίας ήταν αυτή αμέσως μετά το δυστύχημα, για την οποία είχαν συμφωνηθεί οι αποζημιώσεις.
Από τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, η οποία έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, είναι εμφανές ότι αυτός αντιμετωπίζει δυσκολίες κατά την εκτέλεση της εργασίας του και, ιδιαίτερα, κατά την επίβλεψη εργοταξίων που αποτελεί ένα σημαντικό τμήμα της εργασίας του. Και αυτό γιατί επιβάλλεται όπως ανεβοκατεβαίνει σκάλες και να βαδίζει σε ανώμαλο έδαφος. Ως εκ τούτου, όπως ανέφερε, καθίσταται πιο χρονοβόρα η διεξαγωγή των εργασιών του με αποτέλεσμα, ενώ προηγουμένως μπορούσε να προβεί σε επιθεώρηση πολλών οικοδομών, τώρα έχει περιοριστεί σε δύο επιθεωρήσεις οικοδομών την ημέρα. Οι δυσκολίες αυτές εντοπίζονται και από την ιατρική μαρτυρία που, επίσης, έγινε αποδεκτή. Ο Δρ Αθάνατος, που κατέθεσε εκ μέρους του εφεσίβητου ως ΜΕ3, περιέγραψε τα κατάλοιπα των τραυματισμών του, τα οποία δικαιολογούν τις δυσκολίες που επικαλείτο ο εφεσίβλητος. Επίσης, όπως ορθά υποδεικνύεται στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσίβλητου, ο Δρ Γεωργίου (ΜΥ3) αποδέχθηκε ότι θα έχει τοπικές ενοχλήσεις κατά τη βάδιση επί ανώμαλου εδάφους, καθώς και κατά το ανεβοκατέβασμα σε σκάλες.
Ως εκ των ανωτέρω, θεωρούμε ορθή την επιδίκαση αποζημιώσεων για μείωση της εισοδηματικής ικανότητας του εφεσίβλητου συνεπεία του τραυματισμού του. Το γεγονός ότι υπήρξε αύξηση στις μηνιαίες του απολαβές κατά περίπου €1.000 σε μία περίοδο έξι ετών, δεν κρίνουμε ότι επηρεάζει την επιδίκαση ενός κατ΄ αποκοπήν ποσού αποζημίωσης για μείωση της εισοδηματικής του ικανότητας. Αναφορικά με το ύψος του ποσού που επιδικάστηκε, δεν κρίνουμε ότι αυτό υπήρξε αυθαίρετο ή υπερβολικό και συνάδει με την αποδεκτή μαρτυρία.
Αμφισβητείται, επίσης, από τον εφεσείοντα η επιδίκαση τόκου επί του ποσού της αποζημίωσης για απώλεια εισοδηματικής ικανότητας. Στην υπόθεση Θεοδούλου ν. A. Panayides Contracting Ltd (1999) 1 AAΔ 2134 αναφέρθηκε ότι επί του ποσού των αποζημιώσεων για απώλεια της εισοδηματικής ικανότητας δεν επιδικάζονται τόκοι (Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 ΑΑΔ 396), πλην του νόμιμου τόκου από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης. Συνεπώς, ο πέμπτος λόγος έφεσης που πραγματεύεται το θέμα του τόκου επιτυγχάνει, ενώ οι υπόλοιποι απορρίπτονται.
Ως εκ των ανωτέρω, η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται μόνο ως προς τον τόκο επί του ποσού των €18.970 που επιδικάστηκε για απώλεια εισοδηματικής ικανότητας, ο οποίος άρχεται από της έκδοσης της απόφασης. Τα πρωτοδίκως επιδικασθέντα έξοδα παραμένουν ως έχουν. Ενόψει της επιτυχίας της έφεσης μόνο επί αυτού του σημείου, θεωρούμε ορθό και δίκαιο να μην εκδώσουμε οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ