ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παναγή, Περσεφόνη Λιάτσος, Αντώνης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Α. Μυλωνάς, για τους Εφεσείοντες. Κ.Α. Σέργη, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-07-16 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΙ ΦΟΥΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛ ΛΙΜΙΤΕΔ ν. ΙΩΑΝΝΙΔΗ, Πολιτική Εφεση Αρ. Ε44/2014, 16/7/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:A312

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Εφεση Αρ. Ε44/2014)

 

16 Ιουλίου, 2019

 

[ΠΑΝΑΓΗ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΙ ΦΟΥΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Εφεσείοντες,

ν.

 

xxx ΙΩΑΝΝΙΔΗ,

Εφεσίβλητου.

_ _ _ _ _ _

Α. Μυλωνάς, για τους Εφεσείοντες.

Κ.Α. Σέργη, για τον Εφεσίβλητο.

_ _ _ _ _ _

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Εφεσίβλητος με γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο (Δ.2 θ.1), αξιώνει εναντίον των Εφεσειόντων γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες και/ή μείωση της ικανότητάς του προς εργασία και/ή απώλεια απολαβών και έξοδα, που υπέστη συνεπεία ατυχήματος ηλεκτροπληξίας, το οποίο επεσυνέβη κατά ή περί την 26.1.2013, όταν επιχείρησε να ανοίξει το οικιακό του ψυγείο. Προβάλλει ότι το εν λόγω ατύχημα επεσυνέβη ως αποτέλεσμα της αποκλειστικής και/ή συντρέχουσας αμέλειας των Εφεσειόντων και/ή υπεργολάβων τους και/ή κατά παράβαση των εκ του νόμου καθηκόντων τους.

 

Η πιο πάνω αγωγή καταχωρήθηκε στις 15.7.2013. Πέντε περίπου μήνες αργότερα, στις 3.12.2013, η πλευρά του Εφεσίβλητου προχώρησε στην καταχώρηση μονομερούς αίτησης προς εξασφάλιση προσωρινού διατάγματος, το οποίο να απαγορεύει στους Εφεσείοντες από του να πωλήσουν και/ή αποξενώσουν, μεταβιβάσουν και εγγράψουν επ΄ ονόματι τρίτου προσώπου ή υποθηκεύσουν και/ή επιβαρύνουν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο δύο ακίνητα, ήτοι διαμερίσματα ευρισκόμενα στο Κίτι της Επαρχίας Λάρνακας. Ήταν η θέση του Εφεσίβλητου ότι προέβαλλε ως κατεπείγουσα η έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων, ούτως ώστε να αποφευχθεί η αποξένωση και/ή επιβάρυνσή τους, γεγονός που θα καθιστούσε δύσκολη και/ή αδύνατη πλέον την ικανοποίηση, σε μεταγενέστερο στάδιο, τυχόν προς όφελός του απόφασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση μονομερώς των υπό αναφορά διαταγμάτων στις 4.12.2013. Ακολούθησε ένσταση εκ μέρους των Εφεσειόντων προς ακύρωση, πλην όμως κρίθηκε ότι συνέτρεχαν σωρευτικά οι προϋποθέσεις οριστικοποίησής τους, με έξοδα προς όφελος του Εφεσίβλητου - αιτητή, γεγονός που οδήγησε στην προσβαλλόμενη ενώπιόν μας ενδιάμεση απόφαση, ημερομηνίας 31.1.2014.

 

Οι Εφεσείοντες  προβάλλουν, ουσιαστικά, ότι το Δικαστήριο έσφαλε αποφασίζοντας ότι είχε αποδειχθεί ο δικαιοδοτικός όρος του κατεπείγοντος και ότι καλύφθηκε η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60. Εισηγούνται επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν άσκησε σωστά τη διακριτική του ευχέρεια κατά την εξέταση του ισοζυγίου της ευχέρειας (balance of convenience).

 

Το άρθρο του 9 περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, προβλέπει για την ανάληψη δικαιοδοσίας από το Δικαστήριο, χωρίς ειδοποίηση της αντίδικης πλευράς, στη βάση της διαδικασίας του κατεπείγοντος. Το κατεπείγον συνιστά σημαντικό δικαιοδοτικό όρο για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, δεδομένου ότι η διαδικασία προχωρά στην παρουσία της μιας πλευράς, με επιπτώσεις όμως στα δικαιώματα προσώπου το οποίο δεν έχει κληθεί να παρουσιαστεί και κατά παρέκκλιση της αρχής φυσικής δικαιοσύνης να ακούγονται και τα δύο μέρη της διαφοράς. Κατ΄ ακολουθία της νομολογίας (Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1(Β) ΑΑΔ 598), παρέχεται στο Δικαστήριο το δικαιοδοτικό πλαίσιο στις περιπτώσεις εκείνες που καταδεικνύεται το κατεπείγον της αξίωσης. Υπό το πρίσμα αυτό, εκδοθέν διάταγμα ακυρώνεται εφόσον δεν αποδειχθεί η προϋπόθεση του κατεπείγοντος, στοιχείο που συνιστά ανεξάρτητο λόγο προς ακύρωση. Είναι πάγια γραμμή της νομολογίας ότι η δυνατότητα έγερσης του ζητήματος στο στάδιο της έφεσης υφίσταται, ασχέτως της έκδοσης μονομερώς διατάγματος (Κούππας ν. Πουλλάς Τσαδιώτης Λτδ κ.ά. (2014) 1(Β) ΑΑΔ 1665, ECLI:CY:AD:2014:A540).

 

Αυτό που  πρωτίστως έχει σημασία ως προς την ικανοποίηση του στοιχείου του κατεπείγοντος σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση, είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει τυχόν αποξένωση ή επιβάρυνση στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί (C. Phasarias (Automotive Center) Ltd v. Σκυροποιΐα «Λεωνίκ» (2001) 1(Β) ΑΑΔ 785).

 

Όπως ήδη λέχθηκε, ο Εφεσίβλητος προχώρησε στην καταχώρηση της αίτησης προς εξασφάλιση των επιδίκων διαταγμάτων πέντε περίπου μήνες μετά την καταχώρηση της αγωγής. Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την μονομερή αίτηση αιτιολογεί την παρέλευση του χρονικού αυτού διαστήματος με αναφορά σε διαπραγματεύσεις που λάμβαναν χώραν μεταξύ των διαδίκων προς εξώδικη διευθέτηση, παρέχοντας λεπτομέρειες ως προς τις ημερομηνίες των συναντήσεων και το περιεχόμενο των συζητήσεων. Με λεπτομέρεια επίσης αναφέρεται στα γεγονότα που έλαβαν χώραν στις 25.11.2013 και στην αποτυχία εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης, στοιχείο που οδήγησε, κατά τη θέση του, σε «απειλές» του Διευθυντή των Εφεσειόντων για αποξένωση της περιουσίας της εταιρείας, γεγονός που θα καθιστούσε αδύνατη την ικανοποίηση τυχόν απόφασης προς όφελος του Εφεσίβλητου. Στις λεπτομερείς αυτές αναφορές η πλευρά των Εφεσειόντων απάντησε μέσω της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την ένσταση με γενική άρνηση.

 

Υπό το πρίσμα των πιο πάνω, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας την ενώπιόν του σχετική μαρτυρία στα πλαίσια της διαδικασίας προς έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος, που λάμβανε χώραν, κατέληξε ότι η πλευρά του Εφεσίβλητου τεκμηρίωσε τη συνδρομή του στοιχείου του κατεπείγοντος. Είναι φανερό ότι, υπό τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, ο Εφεσίβλητος ενήργησε αμέσως προς προστασία των συμφερόντων του, μόλις δηλαδή διαπίστωσε ότι περιθώριο διευθέτησης δεν υφίστατο και με δεδομένο τον κίνδυνο αποξένωσης των όποιων περιουσιακών στοιχείων είχε η Εφεσείουσα εταιρεία. Κατ΄ ακολουθία ο εξεταζόμενος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης κινείται γύρω από τη συνδρομή της τρίτης προϋπόθεσης του άρθρου 32, του Ν.14/60. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο διέβλεψε ως προς την δυσκολία να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Το κριτήριο αυτό εξετάσθηκε, ως έπρεπε, λαμβανομένης υπόψη της μαρτυρίας στο σύνολό της, με συνεκτίμηση και της βασιμότητας του κινδύνου ότι τυχόν απόφαση υπέρ του Εφεσίβλητου θα παρέμενε ανικανοποίητη. Η οικονομική υπόσταση των Εφεσειόντων παραμένει άγνωστη, αφού δεν δόθηκαν οποιαδήποτε, αναλυτικά και συγκεκριμένα, στοιχεία εκ μέρους τους ως προς τη δυνατότητα ικανοποίησης τυχόν εναντίον τους απόφασης. Αντιθέτως, όπως ήδη λέχθηκε, καταδείχθηκε ο κίνδυνος αποξένωσης των όποιων περιουσιακών τους στοιχείων και η πιθανή βεβαίως, καταλυτική, επίδραση του γεγονότος αυτού στα οποιεσδήποτε μελλοντικά, εξ αποφάσεως, δικαιώματα του Εφεσίβλητου.

 

Το όλο ζήτημα όμως δεν εξαντλείται στην ικανοποίηση και της τρίτης προϋπόθεσης του άρθρου 32, ιδιαιτέρως λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου που καλύπτει το επίμαχο διάταγμα.

 

Όπως συνοψίζεται και στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Εκδόσεις «Αρκτίνος» Λτδ κ.ά. ν. xxx Λοϊζίδου, Π.Ε. 7/2018, ημερ. 21.3.2019:

 

 «Με δεδομένη την πλήρωση των τριών κριτηρίων του άρθρου 32(1), υπεισέρχεται στην όλη εικόνα το ζήτημα της εξέτασης του πιο σημαντικού ίσως παράγοντα στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, ήτοι, η ευρεία διακριτική εξουσία που δίδεται στο Δικαστήριο από το πιο πάνω άρθρο να εκδίδει διατάγματα στις περιπτώσεις όπου κρίνει ότι κάτι τέτοιο είναι «δίκαιον ή πρόσφορον». Το Δικαστήριο ενεργώντας με βάση τους κανόνες του δικαίου της επιείκειας, διατηρεί σε κάθε περίπτωση την ευχέρεια να αρνηθεί την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος, έστω και αν τηρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις έκδοσής του. Το όλο ζήτημα συνίσταται στον ισοζυγισμό των ιδιαίτερων αναγκών των διαδίκων, υπό το φως πάντοτε των στοιχείων που καλύπτουν την κάθε περίπτωση.  Στην όλη πορεία εντοπισμού ενός δίκαιου ισοζυγίου ο κάθε παράγοντας που καλύπτει την κάθε συγκεκριμένη υπόθεση αποκτά τη δική του σημασία στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος. Ζητούμενο είναι η άσκηση από το Δικαστήριο, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, της διακριτικής του εξουσίας, ώστε να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη και να εξαλειφθεί, στο μέτρο του δυνατού, ο κίνδυνος αδικίας στην περίπτωση κατά την οποία φανεί ότι λανθασμένα χορηγήθηκε το παρεμπίπτον διάταγμα. Η εν προκειμένω άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου δεν λαμβάνει τη μορφή αυθαίρετης απόφασης, αφού ενυπάρχει σε κάθε περίπτωση η υποχρέωση παράθεσης αιτιολογημένης απόφασης και παροχής εξηγήσεων ως προς τους λόγους άσκησης της διακριτικής ευχέρειας κατά συγκεκριμένο τρόπο. Παράγοντες που επιδρούν στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου είναι, μεταξύ άλλων, οι διαβλεπόμενες επιπτώσεις από την έκδοση ή μη του παρεμπίπτοντος διατάγματος στο πρόσωπο των διαδίκων ή ακόμη και σε τρίτα πρόσωπα, η ίδια η συμπεριφορά των διαδίκων, η καθυστέρηση προσφυγής προς αναζήτηση θεραπείας προσωρινού διατάγματος, αλλά και τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, δεδομένου ότι η άσκηση της υπό αναφορά διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου εδράζεται στις αρχές του δικαίου της επιείκειας.

 

Όπως είναι νομολογιακά αναγνωρισμένο (Καλογήρου ν. C.C.F. Credit Capital Finance Ltd (2005) 1(B) AAΔ.1237), το Εφετείο δεν επεμβαίνει στον τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας πρωτόδικου Δικαστηρίου προς έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, εκτός εάν διαπιστώσει ότι  ασκήθηκε έξω από κάθε πλαίσιο αρχών που η νομολογία αναγνωρίζει, υπό το φως πάντα των ιδιαίτερων γεγονότων που περιβάλλουν την κάθε συγκεκριμένη υπόθεση.»

 

 

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, παρεμβάλλεται ένα ιδιαίτερο, παραδεκτό τελικά, γεγονός: Τα δύο διαμερίσματα, τα οποία και αποτελούν το αποκλειστικό αντικείμενο του επίδικου διατάγματος, είχαν πωληθεί το 2005, ήτοι σε χρόνο πολύ προγενέστερο της γένεσης του όποιου αγώγιμου δικαιώματος, σε τρίτα πρόσωπα. Οι αγοραστές εξόφλησαν ολόκληρο το τίμημα αγοράς και είναι πλέον οι κάτοχοι των υπό αναφορά ακινήτων, η μεταβίβαση των οποίων δεν έχει ακόμη συντελεσθεί, παρά το ότι σχετικοί τίτλοι έχουν ήδη εκδοθεί.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφασή του (ex tempore) ημερομηνίας 9.1.2014, εξέτασε ζήτημα κατά πόσο θα έπρεπε οι αγοραστές και κάτοχοι των υπό αναφορά διαμερισμάτων να ειδοποιηθούν, ούτως ώστε να λάβουν μέρος στη διαδικασία ακρόασης της αίτησης προς οριστικοποίηση των επίδικων διαταγμάτων. Έκρινε, με αναφορά στην απόφαση Μελανθίου ν. Μελανθίου (2011) 1(Γ) ΑΑΔ 2342, ότι υπό τις περιστάσεις δεν καθίστατο αναγκαία η συμμετοχή των εν λόγω προσώπων στην όλη διαδικασία. Επίσης στην προσβαλλόμενη ενώπιόν μας απόφαση, αφού εξετάσθηκε η συνδρομή της τρίτης προϋπόθεσης του άρθρου 32 του Ν.14/60 και προτού υπεισέλθει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εξέταση κατά πόσο ήταν εύλογο και δίκαιο να οριστικοποιήσει το επίδικο διάταγμα, αναφέρθηκε στη θέση των Εφεσειόντων ότι το διάταγμα δεν θα έπρεπε να μείνει σε ισχύ, δεδομένου ότι τα ακίνητα που αφορούσε είχαν ήδη προ πολλού πωληθεί και τα κατείχαν τρίτα πρόσωπα. Παραπέμποντας και πάλι στη Μελανθίου (ανωτέρω), έκρινε ότι δεν επηρεάζονταν τα δικαιώματα των αγοραστών των δύο διαμερισμάτων, αφού το προσωρινό διάταγμα δεν συνιστά εμπράγματο βάρος επί του ακινήτου (in rem) εις το οποίο αναφέρεται, αλλά προσωπαγή υποχρέωση του προσώπου προς το οποίο απευθύνεται (in personam) και στο οποίο απαγορεύει τη διενέργειας κάποιας πράξης.

 

Τα όσα καλύπτει η απόφαση Μελανθίου (ανωτέρω) δεν επιδρούν, υπό το φως των γεγονότων, στην υπό κρίση περίπτωση. Ναι μεν το επίδικο παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα συνιστούσε προσωποπαγή υποχρέωση των προσώπων στα οποία απευθυνόταν και στα οποία απαγόρευε τη διενέργεια συγκεκριμένων πράξεων σε αναφορά με τα δύο διαμερίσματα, πλην όμως, εν προκειμένω, στόχος της έκδοσης των υπό αναφορά διαταγμάτων ήταν η διαφύλαξη των συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων προς τον σκοπό τελικής ικανοποίησης τυχόν απόφασης που ήθελε εκδοθεί προς όφελος του Εφεσίβλητου - ενάγοντα.

 

Συνακόλουθα, από τα ίδια τα παραδεκτά γεγονότα προέβαλλε ως αδιαμφισβήτητο γεγονός ο άμεσος, καταλυτικός, επηρεασμός των δικαιωμάτων τρίτων προσώπων από την έκδοση του επίδικου διατάγματος.  Ηταν, υπό τις συνθήκες, απαρέγκλιτα επιτακτική η ανάγκη αλλά και η υποχρέωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, να σταθμίσει το πιο πάνω στοιχείο, ούτως ώστε να ήταν σε θέση να απονείμει πλήρη δικαιοσύνη κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο και να εξαλειφθεί ο κίνδυνος αδικίας και μάλιστα σε σχέση με τρίτα πρόσωπα τα οποία δεν είχαν λάβει μέρος στην όλη διαδικασία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υποχρέωση, στα πλαίσια αιτιολογημένης απόφασής του, να επεξηγήσει για ποιο λόγο οδηγήθηκε στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας κατά τον συγκεκριμένο τρόπο και παρά τη βεβαιότητα, υπό τα δεδομένα, επηρεασμού υφιστάμενων δικαιωμάτων τρίτων προσώπων. Η παράλειψή του να το πράξει - ως αποτέλεσμα της εσφαλμένης προσέγγισής του σε σχέση με τον επηρεασμό των δικαιωμάτων των αγοραστών - οδηγεί στη διαπίστωση ότι η διακριτική του εξουσία ασκήθηκε, υπό το φως των ιδιαίτερων γεγονότων της υπόθεσης, εκτός πλαισίου αρχών που η νομολογία αναγνωρίζει και επιτάσσει.

 

Εντέλει, το ισοζύγιο της ευχέρειας - ορθότερα των αναγκών της δικαιοσύνης ή ως πιο αρμόζουσα φράση «balance of justice» (Francome v. Mirror Group Newspapers Ltd (1984) 1 WLR 892), δεδομένου ότι το Δικαστήριο ασχολείται με τη δικαιοσύνη και όχι με την ευχέρεια των διαδίκων (Metaquotes Software Ltd κ.ά. ν. Dababou, ΠΕ Ε324/2016, ημερ. 14.11.2018, ECLI:CY:AD:2018:A501, Εκδόσεις «Αρκτίνος Λτδ» (ανωτέρω)) - έκλινε, υπό το φως των πιο πάνω, αναμφίβολα υπέρ της άρνησης έκδοσης του συγκεκριμένου διατάγματος. Συνεπώς, η παρέμβαση του Εφετείου είναι επιβεβλημένη προς την κατεύθυνση αποδοχής του συγκεκριμένου, τέταρτου, λόγου έφεσης και, κατά προέκταση, προς ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης.

 

Ως αποτέλεσμα η έφεση επιτρέπεται και το εκδοθέν διάταγμα ακυρώνεται. Η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα επίσης ακυρώνεται και αντικαθίσταται με διαταγή επιδίκασης €2.000 πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, ως συνολικού ποσού εξόδων, πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση, προς όφελος των Εφεσειόντων και εις βάρος του Εφεσίβλητου.

 

 

 

                                                      Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

                                                      Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                      Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο