ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
HOMEROS TH. COURTIS AND OTHERS ν. PANOS K. IASONIDES (1970) 1 CLR 180
CHRISTAKIS LOUCAIDES ν. C. D. HAY AND SONS LTD. (1971) 1 CLR 134
Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 ΑΑΔ 24
Kennedy Hotels Ltd ν. Indjirdjian (1992) 1 ΑΑΔ 400
Βραχίμη ν. Κουλουμπρή (1992) 1 ΑΑΔ 836
Aδελφοί Θράσου και Συνεργάτες (Oμόρρυθμη Eταιρεία) ν. Άβιβου Bασιλαρά και Άλλης (2008) 1 ΑΑΔ 830
Μάρκαρη Μάρκος ν. Μάρκου Παρασκευά (2012) 1 ΑΑΔ 1493
Φαναράς Σόλων ν. Περικλή Κυπριανίδη (2015) 1 ΑΑΔ 884, ECLI:CY:AD:2015:A287
Flecha Contracting Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 602
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 31(I)/1992 - Ο περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμος του 1992
Ν. 31(I)/1992 - Ο περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμος του 1992
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2019:A272
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 37/2013
2 Ιουλίου, 2019
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. xxxx ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
2. GEDEMMA DEVELOPMENTS LIMITED
3. T & M ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ & ΥΙΟΣ ΛΤΔ
Εφεσείοντες/Καθ' ων η αίτηση 1, 2 και 3
ΚΑΙ
xxxx ΚΟΥΤΣΟΚΟΥΜΝΗ
Εφεσίβλητη/Αιτήτρια
****************
Ευαγγελία Πουλλά - Μακαρούνα (κα), Για τους Εφεσείοντες
Θάλεια Ραφτοπούλου (κα), Για Αλέκο Ευαγγέλου, Για Εφεσίβλητη
*********************
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε στις 21/12/2009 στην αγωγή Αρ. 2635/2006 απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης/ενάγουσας και εναντίον του εφεσείοντα 1/ εναγόμενου 1 και της εταιρείας Gedeco Properties Ltd/εναγομένου 2 ερήμην τους, για τα ποσά των α) €529.666,00 (ισόποσο των Λ.Κ.310.000,000) ως αποζημιώσεις λόγω δόλου και/ή απάτης και παράβασης καθήκοντος εμπιστοσύνης και οικειοποίησης χρημάτων εκ μέρους του εφεσείοντα 1 πλέον νόμιμο τόκο, β) €1.709,00 (το ισόποσο των Λ.Κ. 1.000,00) μηνιαίως ως ενοίκια εισπραχθέντα παρανόμως και οικειοποιηθέντα από τον εφεσείοντα 1 και την εναγόμενη 2, εταιρεία, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα.
Στα πλαίσια της πιο πάνω Αγωγής εκδόθηκε ενδιάμεση απόφαση για προσωρινά διατάγματα εναντίον της οποίας καταχωρήθηκε από πλευράς εναγομένων η Πολιτική Έφεση Αρ. 115/2008, η οποία στις 18/11/2011 απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης της, με έξοδα εναντίον των εναγομένων και υπέρ της εφεσίβλητης.
Παρά τα διάφορα μέτρα εκτέλεσης από πλευράς εφεσίβλητης προς ικανοποίηση της πιο πάνω απόφασης στην Αγγλία, στην οποία η εφεσίβλητη είχε εγγράψει την πιο πάνω απόφαση, εξακολουθούσε το χρέος να παραμένει ανεξόφλητο.
Από έρευνα της εφεσίβλητης διαφάνηκε ότι ο εφεσείων 1 ήταν γραμματέας και ένας εκ των διευθυντών αλλά και ο μοναδικός μέτοχος 100.000 μετοχών στην εταιρεία Τ & Μ Οικονόμου & Υιός Λτδ (εφεσείουσα 3). Νέα έρευνα στη συνέχεια αποκάλυψε ότι ο μοναδικός μέτοχος της εταιρείας Τ & Μ Οικονόμου & Υιός Λτδ είναι η εταιρεία Gedemma Developments Ltd (εφεσείουσα 2), σύμφωνα με το έντυπο Μεταβίβασης Μετοχών ΗΕ57, ημερ. 14/1/2011, ως αποτέλεσμα της δήλωσης του εφεσείοντα 1 για μεταβίβαση των μετοχών ημερ. 8/12/2008.
Ενόψει της πιο πάνω πληροφόρησης η εφεσίβλητη προχώρησε στην καταχώρηση της αίτησης ημερ. 5/10/2011 στα πλαίσια της Αγωγής Αρ. 2635/2006, με την οποία ζητούσε την έκδοση αριθμού διαταγμάτων εναντίον του εφεσείοντα 1 και άλλων δύο εταιρειών δηλ. της Gedemma Developments Ltd (εφεσείουσας 2) και της T & M Οικονόμου & Υιός Λτδ (εφεσείουσας 3) για ακύρωση της μεταβίβασης 100.000 μετοχών της εταιρείας Τ & Μ Οικονόμου & Υιός Λτδ, ονομαστικής αξίας εκ €1.71 η κάθε μετοχή, από τον εφεσείοντα 1 προς την εταιρεία Gedemma Developments Ltd και επανεγγραφή τους επ' ονόματι του εφεσείοντα, διάταγμα όπως η εταιρεία Τ & Μ Οικονόμου & Υιός Λτδ επανεγγράψει τον εφεσείοντα 1 ως μέλος της εταιρείας και διάταγμα κατάσχεσης και πώλησης και/ή ρευστοποίησης των 100.000 μετοχών του εφεσείοντα 1 στην εφεσείουσα 3 και/ή όλων των μετοχών του στην εταιρεία αυτή, προς το σκοπό εκτέλεσης της απόφασης.
Η αίτηση της εφεσίβλητης προωθήθηκε στη βάση του περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου ΚΕΦ. 62, το οποίο δίνει στο Δικαστήριο την εξουσία να ακυρώσει οποιαδήποτε δωρεά ή άλλη μεταβίβαση εφόσον κρίνει ότι διενεργήθηκε δόλια, δηλ. με πρόθεση ο μεταβιβάζων χρεώστης να παρεμποδίσει ή να καθυστερήσει τους πιστωτές του ή οποιοδήποτε από αυτούς να ανακτήσουν τα οφειλόμενα σ' αυτούς χρέη του.
Η αίτηση προσέκρουσε στην ένσταση των εφεσειόντων οι οποίοι πρόβαλαν 17 λόγους και στη συνέχεια οδηγήθηκε σε ακρόαση. Πρωτόδικα έδωσαν μαρτυρία η εφεσίβλητη και από πλευράς υπεράσπισης ο εφεσείων 1, η Γ.Φ. και ο Λ.Χ.. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του θεώρησε κατ' αρχάς ότι το ιστορικό της μεταβίβασης των μετοχών δεν είχε αμφισβητηθεί από τον εφεσείοντα 1. Κατέταξε σε δύο βασικά κατηγορίες τους λόγους ένστασης που αναφέρονται η μια στο ουσιαστικό μέρος, δηλαδή στην κατ' ισχυρισμόν καλή τη πίστει μεταβίβαση των μετοχών και η άλλη στο διαδικαστικό μέρος δηλ. στην αντικανονικότητα της ένστασης, ενόψει απουσίας του περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμου (Ν. 31(1)/1992) από τη νομική βάση της αίτησης.
Το Δικαστήριο αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία κατέληξε, για τους λόγους που επεξηγεί στην απόφαση του, ως προς το ουσιαστικό μέρος ότι η εκδοχή του εφεσείοντα 1, ότι δηλ. η μεταβίβαση των μετοχών έγινε καλή τη πίστει στο γιο του για σκοπούς φοροαπαλλαγής, ήταν προϊόν δεύτερης σκέψης και κατασκευής άλλοθι, που δεν μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες απέσεισαν το αποδεικτικό βάρος που έφεραν.
Από την άλλη έκρινε ότι η εφεσίβλητη με τη μαρτυρία της, την οποία αποδέχθηκε, και το μαρτυρικό υλικό είχε αποσείσει το αποδεικτικό βάρος που της αναλογούσε, καταλήγοντας ότι η μεταβίβαση των μετοχών έγινε δόλια με σκοπό να εμποδιστεί η εφεσίβλητη να εκτελέσει την τελεσίδικη δικαστική απόφαση που εκδόθηκε προς όφελος της.
Με παραπομπή σε νομολογία (βλ. Elias Adamou & Georgios Char. Kitchiou and another (1975) J. S. C. 12, Mayors v. Constantinides & Others (1979) 1 J. S. C. 242, Turker v. Official Trustee (1999) 97 FCR 241, 245-246 και Cambridge Gas (2007) 1 A.C. 508, 515) το Δικαστήριο θεώρησε ότι από τις συνδυασμένες πρόνοιες του άρθρου 3(1) και (2) του Περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου ΚΕΦ. 62 δεν απαιτείται η παράθεση λεπτομερειών δόλιας πρόθεσης αλλά «είναι ικανοποιητικό ο αιτητής να επικαλεστεί και να στοιχειοθετήσει τα συστατικά εκείνα στοιχεία του άρθρου 3(1): η μεταβίβαση ή διάθεση της περιουσίας έγινε με πρόθεση να παρεμποδίσει ή να καθυστερήσει τους πιστωτές».
Κατέληξε δε ότι το μαχητό τεκμήριο που δημιουργείται από τις συνδυασμένες πρόνοιες των άρθρων 3(1) του ΚΕΦ. 62 και 91(Α)(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου ΚΕΦ. 6, δεν είχε ανατραπεί από τον εφεσείοντα 1. Ενόψει της πιο πάνω απόφασης του ότι επρόκειτο δηλ. περί δόλιας μεταβίβασης των μετοχών, οι οποίες μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο διαταγμάτων ακύρωσης,
προχώρησε στη συνέχεια και εξέτασε κατά πόσο ήταν δυνατή η παροχή της θεραπείας έκδοσης διατάγματος πώλησης των μετοχών έστω και αν παραλείπεται ο περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμος του 1992 (Ν.31(1)/1992) από τη νομική βάση της αίτησης, που αποτελεί το διαδικαστικό μέρος των λόγων έφεσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας το θέμα διαπίστωσε ότι στην παρούσα περίπτωση θα μπορούσαν να ισχύσουν οι πρόνοιες του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 6 και συγκεκριμένα το άρθρο 16 αυτού, που αναφέρει περιοριστικά τα αντικείμενα που εξαιρούνται της εκτέλεσης, όπου οι μετοχές δεν είναι ένα από αυτά.
Με τη συνδυασμένη δε εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 14 του ΚΕΦ. 6, στο οποίο καταγράφονται τα μέσα προς εκτέλεση δικαστικής απόφασης στα οποία περιλαμβάνεται και η κατάσχεση και πώληση κινητής ιδιοκτησίας και εκείνων του άρθρου 19 του ιδίου Κεφαλαίου που πραγματεύεται τα της πώλησης κινητής ιδιοκτησίας προς το σκοπό εκτέλεσης δικαστικής απόφασης, κατέληξε ότι και η έκδοση διατάγματος για πώληση των μετοχών, που έκρινε ότι λογίζετο ως τρόπος εκτέλεσης της απόφασης, ήταν δυνατή. Μετά τις πιο πάνω διαπιστώσεις του προέβη στην έκδοση διαταγμάτων για ακύρωση της μεταβίβασης των 100.000 μετοχών επ' ονόματι της εφεσείουσας 2 και επανεγγραφή τους επ' ονόματι του εφεσείοντα 1 και αποκατάσταση του τελευταίου ως μέλους της εφεσείουσας 3 καθώς και διάταγμα πώλησης των μετοχών.
Η πρωτόδικη απόφαση βάλλεται από πλευράς εφεσειόντων ως εσφαλμένη με 11 λόγους έφεσης εκ των οποίων κατά την ακρόαση αποσύρθηκαν οι 3 και 11.
Οι λόγοι έφεσης 1, 7 και 10 είναι συναφείς και προσβάλλουν ουσιαστικά τη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η απουσία του περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμου του 1992 από τη νομική βάση της αίτησης δεν επηρέαζε την κανονικότητα της αίτησης, διαπίστωση που οδήγησε το Δικαστήριο στη συνέχεια στην έκδοση του διατάγματος κατάσχεσης και πώλησης των μετοχών στη βάση προνοιών του ΚΕΦ. 6. Οι λόγοι έφεσης 2, 4, 5, 6 και 8 είναι επίσης συναφείς και προσβάλλουν την αξιολόγηση της δοθείσας μαρτυρίας από το Δικαστήριο και των ευρημάτων του. Με το λόγο έφεσης 9 προβάλλεται θέμα εσφαλμένης παράλειψης εξέτασης των λόγων ένστασης 14 και 15, που αναφέρονται στην εφαρμογή της προβλεπόμενης από το ΚΕΦ. 6 διαδικασίας.
Σε σχέση με τους λόγους έφεσης 1, 7 και 10 οι εφεσείοντες πρόβαλαν την εισήγηση, μέσω του περιγράμματος αγόρευσης της δικηγόρου τους, ότι ο περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμος, ΚΕΦ. 6, ο περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμος, ΚΕΦ. 62 και ο περί Δικαστηρίων Νόμος (Ν.14/1960), που αποτελούσαν την ουσιαστική νομική βάση της αίτησης, δεν παρείχαν τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να παράσχει τη θεραπεία της κατάσχεσης και πώλησης των μετοχών, δυνατότητα που παρείχε μόνο ο περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμος (Ν. 31(Ι)/1992), ο οποίος όμως παραλείπετο από τη νομική βάση της αίτησης.
Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε με πάσα λεπτομέρεια τις εισηγήσεις των εφεσειόντων πρωτόδικα προς υποστήριξη του συγκεκριμένου λόγου ένστασης (λόγος ένστασης 17), τις οποίες επανέλαβαν κατ' έφεση. Με παραπομπή στη σχετική νομοθεσία έκρινε ότι η απουσία του περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμου (Ν.31(Ι)/1992) από τη νομική βάση της αίτησης δεν επηρέαζε την κανονικότητα της έφεσης, εφόσον θα μπορούσε να εκδοθεί το διάταγμα κατάσχεσης και πώλησης των μετοχών στη βάση των προνοιών του ΚΕΦ. 6, όπως και έπραξε.
Στο σημείο αυτό παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση για σκοπούς καλύτερης κατανόησης του σκεπτικού του Δικαστηρίου που το οδήγησε στην πιο πάνω απόφαση:
«Γεννάται όμως το ερώτημα κατά πόσο το Δικαστήριο δύναται να παράσχει τη θεραπεία έκδοσης διατάγματος πώλησης των μετοχών, όπως επιζητείται με την αίτηση υπό στοιχείο (δ): πώληση και ρευστοποίηση των 100.000 μετοχών που κατέχει ο καθ' ου η αίτηση 1 στην καθ' ης η αίτηση 3 «με οποιοδήποτε τρόπο διατάξει το Δικαστήριο με σκοπό την εκτέλεση της δικαστικής απόφασης». Οπότε σε αυτή την περίπτωση μπαίνει στο προσκήνιο η επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου των καθ' ων η αίτηση παράλειψης εκ μέρους της αιτήτριας να στηρίξει την αίτηση της και στον περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμο του 1992, Ν.31(Ι)/92.
Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι τα επίδικα θέματα περιορίζονται σε εκείνα που προσδιορίζονται από τη δικογραφία και τούτο για να διασφαλίζεται το δικαίωμα ενός διαδίκου να απαντά στους ισχυρισμούς και στις θέσεις που προβάλει ο αντίδικος του. Courtis and others v. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180, Loucaides v. C.D. Hay and Sons Ltd (1971) 1 C.L.R. 134, Παπαγεωργίου ν. Λούης Κλάππας (Investments Services Ltd (1991) 1 A.A.Δ. 24 και Βραχίμη ν. Κουλουμπρή (1992) 1 Α.Α.Δ. 836. Το αγώγιμο δικαίωμα συναρτάται με τα γεγονότα τα οποία το στοιχειοθετούν και όχι με το χαρακτηρισμό ο οποίος του αποδίδεται από τους εμπλεκόμενους στην υπόθεση. Alexandros Evangelou Camera House Ltd και άλλοι ν. Minerva Financial Investments Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 1734.
Παρέχεται δε δυνατότητα χορήγησης οποιασδήποτε θεραπείας η οποία δικαιολογείται από τα γεγονότα, τα οποία στοιχειοθετούν το αγώγιμο δικαίωμα, βάσει της Έκθεσης Απαιτήσεως, Alexandros Evangelou (πιο πάνω) και Kennedy Hotels Ltd v. Indjirdjian (1992) 1 A.A.Δ. 400.
................................................................................................................................................................................................
Δεν θα συμφωνήσω όμως σε όλη την έκταση με την τοποθέτηση της ευπαίδευτης συνηγόρου της αιτήτριας ότι οι πρόνοιες του Κεφ.6 και Κεφ.62 δεν καλύπτουν τον τρόπο πώλησης και ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων. Σίγουρα το Κεφ.62 είναι αυτό που δεν καλύπτει την πιο πάνω διαδικασία. Όμως το Κεφ.6 καλύπτει με επαρκή τρόπο το ζητούμενο: Το άρθρο 16 εξαιρεί περιοριστικά και εξαντλητικά τα πράγματα που εξαιρούνται από την εκτέλεση και σ' αυτή δεν συμπεριλαμβάνονται οι μετοχές. Στο δε άρθρο 14 όπως έχω αναφέρει ήδη πιο πάνω, καταγράφονται περιοριστικά τα μέσα προς εκτέλεση δικαστικής απόφασης ή διατάγματος του Δικαστηρίου, ανάμεσα στα οποία η κατάσχεση και πώληση κινητής ιδιοκτησίας.
Κάθε πώληση κινητής ιδιοκτησίας προς εκτέλεση δικαστικής απόφασης γίνεται συνήθως με δημόσιο πλειστηριασμό, άρθρο 19 του Κεφ.6:
«Κάθε πώληση κινητής ιδιοκτησίας προς εκτέλεση δικαστικής απόφασης, γίνεται, με δημόσιο πλειστηριασμό, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά σύμφωνα με τις οδηγίες που τυχόν θα δώσει το Δικαστήριο κατόπι αίτησης οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου μέρους. το Δικαστήριο όμως δύναται να διατάξει όπως η πώληση διεξαχθεί με τέτοιο άλλο τρόπο, ως ήθελε θεωρήσει σκόπιμο.»
Στον περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμο ρυθμίζεται η διαδικασία έκδοσης επιβαρυντικών διαταγμάτων σε αξιόγραφα, συμπεριλαμβανομένων ομολόγων, άρθρο 2 Ερμηνεία, όπου συμπεριλαμβάνονται μετοχές (shares) νομικού προσώπου, μετοχές οι οποίες υπόκεινται σε διάταγμα επιβάρυνσης συμφώνως του άρθρου 4 του πιο πάνω νόμου. Στο άρθρο 5 (3) εισάγεται η πιο κάτω επιφύλαξη στο άρθρο 6 που αφορά σε έκδοση πώλησης περιουσιακών στοιχείων δυνάμει του Κεφ.6:
«5(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4) του άρθρου 6 ή έκδοση διατάγματος επιβάρυνσης δε λογίζεται ότι ισοδυναμεί με τρόπο εκτέλεσης της απόφασης του Δικαστηρίου.»
Το δε άρθρο 6(1) του ιδίου νόμου που ακολουθεί προβλέπει:
«Άνευ επηρεασμού των προνοιών του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου σχετικά με την εκτέλεση αποφάσεων του Δικαστηρίου, περιουσιακά στοιχεία τα οποία βαρύνονται με διάταγμα εκδοθέν δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου πωλούνται, διατίθενται ή ρευστοποιούνται μόνο με διάταγμα Δικαστηρίου το οποίο εκδίδεται κατόπιν αίτησης του πιστωτή και το οποίο καλείται διάταγμα πώλησης.
Σαφώς όπως προνοεί το πιο πάνω άρθρο στο εδάφιο (4) η έκδοση επιβαρυντικού διατάγματος συνοδευόμενη με διάταγμα πώλησης λογίζεται ως τρόπος εκτέλεσης της απόφασης του Δικαστηρίου.
Η ακροαματική διαδικασία με τον τρόπο που διεξήχθη παρέμεινε όσον αφορά το αιτούμενο διάταγμα πώλησης στα πλαίσια και μόνο του Κεφ.6. Και οι δυο πλευρές ανέλαβαν ιδίω κινδύνω την πορεία που ακολούθησαν. Η μεν αιτήτρια τον κίνδυνο να πωληθούν οι μετοχές για πολύ μικρή αξία και να μην ικανοποιηθεί το εκ δικαστικής απόφασης χρέος, ο δε καθ' ου η αίτηση να υποστεί, αν το ποσό που θα αποφέρει ο πλειστηριασμός δεν καλύψει το εξ αποφάσεως χρέος μεγαλύτερη ζημιά. Σε κάθε όμως περίπτωση το Δικαστήριο θα πρέπει να ενεργήσει με τα ενώπιον του δεδομένα, ώστε να εξασκήσει τις εξουσίες που του παρέχονται από τον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο.»
Όσον αφορά το ζήτημα της επιβάρυνσης των μετοχών σε τρίτη εταιρεία αυτό δεν θα πρέπει να απασχολήσει το Δικαστήριο, εφόσον πρόκειται για το αποτέλεσμα και το απότοκο των ενεργειών του ιδίου του καθ' ου η αίτηση του οποίου οι ενέργειες κρίθηκαν επιλήψιμες.»
Το πιο πάνω απόσπασμα καθιστά σαφές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν βασίστηκε στις πρόνοιες του Νόμου 31(Ι)/1992 για την έκδοση του διατάγματος κατάσχεσης και πώλησης των μετοχών, ως η εισήγηση της δικηγόρου των εφεσειόντων.
Η δε παραπομπή σε άρθρα του Νόμου 31(Ι)/1992 δεν ήταν για σκοπούς στοιχειοθέτησης της νομικής βάσης στην έκδοση του διατάγματος κατάσχεσης και πώλησης των μετοχών, ενόψει της τελικής του διαπίστωσης ότι «Η ακροαματική διαδικασία με τον τρόπο που διεξήχθη παρέμεινε όσον αφορά το αιτούμενο διάταγμα πώλησης στα πλαίσια και μόνο του Κεφ. 6». Σημειώνεται ότι η εμπλοκή του Νόμου 31(Ι)/1992 δεν οφειλόταν στην εφεσίβλητη αλλά στους ίδιους τους εφεσείοντες με το λόγο ένστασης 17. Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια με την συνδυασμένη εφαρμογή των άρθρων 16, 14 και 19 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου ΚΕΦ. 6, η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Νόμος αυτός παρείχε τη δυνατότητα έκδοσης διατάγματος κατάσχεσης και πώλησης των μετοχών κρίνουμε ότι ήταν ορθή. Θα πρέπει να λεχθεί ότι η κατάληξη αυτή του Δικαστηρίου έπεται της προηγηθείσας εξέτασης από πλευράς του, του θέματος κατά πόσο οι μετοχές συνιστούσαν "κινητή περιουσία» υποκείμενης σε μέτρα εκτέλεσης όπου διαπίστωσε, παραπέμποντας σε νομολογία και συγγράμματα (βλ. σύγγραμμα Gower and Davies Principles of Modern Company Law, σελ. 225, παρα. 23-4, σελ. 818 και Short v. Treasury Commissioners (1948) 1 K.B. 116) ότι οι μετοχές αποτελούν «περιουσιακό στοιχείο» εντός της έννοιας του άρθρου 91(Α)(1) και «κινητή περιουσία» εντός της εννοίας του άρθρου 3(1) του ΚΕΦ. 62 και συνακόλουθα αντικείμενο διατάγματος ακύρωσης λόγω δόλιας μεταβίβασης.
Δεν παρουσιάστηκε από πλευράς εφεσειόντων κανένα στοιχείο που να καθιστά τις πιο πάνω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου τρωτές. Συνεπώς οι λόγοι έφεσης 1, 7 και 10, είναι έκθετοι σε απόρριψη.
Όπως αναφέραμε ανωτέρω, οι λόγοι έφεσης 2, 4, 5, 6, 8 και 10 αναφέρονται στη λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας από πλευράς Δικαστηρίου που οδήγησε σε λανθασμένα ευρήματα.
Είναι γνωστή η νομολογία ότι το Ανώτατο Δικαστήριο κατ' έφεση δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και να εξετάσει τη μαρτυρία ενώπιον του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα (βλ. Μάρκαρη ν. Παρασκευά (2012) 1 (Β) ΑΑΔ 1493). Αυτό γίνεται όταν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων, αντικειμενικά κρίνοντας, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής (βλ. Σόλων Φανάρας ν. Περικλή Κυπριανίδη, Πολ. Έφεση 136/10, ημερ. 24/4/15, ECLI:CY:AD:2015:A287 και Σταύρος Αντωνίου ν. Α. Panayides Contracting Ltd, Πολ. Έφεση 259/11, ημερ. 4/10/17), ECLI:CY:AD:2017:A333.
Εξετάσαμε με προσοχή όλες τις εισηγήσεις των δικηγόρων των εφεσιβλήτων σε συνάρτηση με τα πρακτικά και τα τεκμήρια στα οποία έχουμε ανατρέξει.
Ήταν εισήγηση της δικηγόρου των εφεσειόντων στο περίγραμμα αγόρευσης της ότι η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το ιστορικό και τα γεγονότα δεν αμφισβητούντο, ήταν λανθασμένη. Υπέβαλε ότι ακριβώς γιατί αμφισβητούντο υπήρξε από πλευράς εφεσειόντων αντεξέταση της εφεσίβλητης στη διά ζώσης μαρτυρία της. Ανατρέξαμε στην ίδια την απόφαση και εντοπίζουμε την αναφορά του Δικαστηρίου ότι «τα του ιστορικού της μεταβίβασης των μετοχών δεν αμφισβητήθηκαν από τον Καθ' ου η αίτηση 1», στο σημείο που προβαίνει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα 1. Συγκεκριμένα αναφέρεται στην απόφαση ότι ο εφεσείων 1 δέχθηκε όλες τις ενέργειες που του αποδίδονται, προσθέτοντας τους λόγους για τους οποίους προέβη στη μεταβίβαση των μετοχών επ' ονόματι του γιου του, δηλ. φορολογικούς.
Από τα πρακτικά στα οποία έχουμε ανατρέξει εκείνο που καθίσταται αντιληπτό είναι ότι πράγματι δεν αμφισβητείτο το γεγονός της μεταβίβασης των μετοχών. Η αμφισβήτηση του εφεσείοντα 1 έγκειτο στα κίνητρα που του αποδίδοντο να προβεί σε τέτοια ενέργεια. Ως εκ τούτου η πιο πάνω διαπίστωση του Δικαστηρίου δεν ενέχει οτιδήποτε το μεμπτόν.
Ήταν περαιτέρω εισήγηση από πλευράς εφεσειόντων ότι το Δικαστήριο αγνόησε παντελώς τη μαρτυρία των ΜΥ2 και ΜΥ5 και/ή την αξιολόγησε πλημμελώς. Ούτε με αυτή την εισήγηση συμφωνούμε. Το Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία των δύο και τους έδωσε την ανάλογη βαρύτητα προβαίνοντας σε αριθμό ευρημάτων. Η ΜΥ2 ήταν η δικηγόρος που καταχώρησε το έντυπο ΗΕ57 (Τεκμήριο 14) στον Έφορο Εταιρειών. Το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη θέση της υπεράσπισης ότι η μεταβίβαση των μετοχών στόχευε στην καλύτερη διεκπεραίωση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων των εφεσειόντων 2 και 3 ή των συμφερόντων του εφεσείοντα 1 για σκοπούς φοροαπαλλαγής, έστω και αν στα γεγονότα που πρόβαλε ο εφεσείων 1 μπορούσε να δοθεί ο μανδύας της αθωότητας. Αν και το Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε ειδικά σε αξιολόγηση της μαρτυρίας των ΜΥ2 και ΜΥ5 εν τούτοις καθίσταται αντιληπτό ότι η μαρτυρία τους αξιολογήθηκε ενιαία με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό που προσήχθηκε από πλευράς εφεσείοντα 1, την εκδοχή του οποίου ήθελαν να ενισχύσουν.
Σχετικό είναι το εξής απόσπασμα από την απόφαση που αναφέρει:
«Έχω εξετάσει με προσοχή τους μάρτυρες ενώ κατέθεταν ενώπιον μου, ιδιαιτέρως κατά την αντεξέταση, και το εμπράγματο μαρτυρικό υλικό Τεκμ. 1 - 25 το οποίο στο μεγαλύτερο μέρος του, αν όχι εξ ολοκλήρου, αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των διαδίκων μερών και που χρησιμοποιήθηκε σε κάποιες περιπτώσεις αναλόγως, ώστε οι διάδικοι να δώσουν τη δική τους ερμηνεία ή εκδοχή, ζήτημα το οποίο θα εξετάσω πιο κάτω. Στην ουσία το ιστορικό και τα γεγονότα που παρέθεσε η αιτήτρια δεν αμφισβητήθηκαν. Ουσιαστικά επιχειρήθηκε να ανασκευαστεί η θέση της περί της πρόθεσης του καθ' ου η αίτηση 1 για δόλια μεταβίβαση των μετοχών και να αποσυνδεθούν οι ενέργειες του καθ' ου η αίτηση 1 από την αναγνωρισμένη και παραδεκτή από τον ίδιο οφειλή του προς την αιτήτρια.»
Μετά το απόσπασμα αυτό ακολουθεί η αξιολόγηση της εκδοχής του εφεσείοντα 1 και των μαρτύρων του περί καλόπιστης μεταβίβασης των μετοχών, που δεν έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο.
Σ' όσον αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα 1 (λόγος έφεσης 4) το πρωτόδικο Δικαστήριο αναλύει κάθε πτυχή της εκδοχής του την οποία απέρριψε τελικά. Έκρινε τη συμπεριφορά του αντιφατική και ότι στόχευε αποκλειστικά στο να αποκοιμίσει την εφεσίβλητη, να την πείσει για τις καλές του προθέσεις και να καθυστερήσει την προσφυγή της στο Δικαστήριο. Έδωσε έμφαση στα διαβήματα που έλαβε ο εφεσείων 1 να καθυστερήσει και να εμποδίσει την εφεσίβλητη να πετύχει την έκδοση συντηρητικών διαταγμάτων και την έκδοση τελικής απόφασης στην Αγωγή αλλά ακόμη και να εκτελέσει την ενδιάμεση και τελική απόφαση του Δικαστηρίου στην Αγγλία, παρά την αναγνώριση της οφειλής του από τον ίδιο.
Ενόψει της αξιολόγησης και απόρριψης της εκδοχής του εφεσείοντα 1 περί καλόπιστης μεταβίβασης των μετοχών, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν απέσεισε το αποδεικτικό βάρος που έφερε, σε αντίθεση με την εφεσίβλητη που απέσεισε το δικό της βάρος απόδειξης καταλήγοντας ότι η μεταβίβαση έγινε δόλια και προς το σκοπό να εμποδιστεί η τελευταία στην εκτέλεση της υπέρ της δικαστικής απόφασης. Ήταν διαπίστωση του ότι ήταν προφανής ο κίνδυνος η εφεσίβλητη να κινηθεί και σε μετοχές που ο εφεσείων κατείχε σε άλλες εταιρείες μετά την οριστικοποίηση του διατάγματος για δέσμευση μετοχών του σε εταιρείες, όπως και έπραξε στις 8/12/2008.
Σε σχέση με το λόγο έφεσης 6 όπου οι εφεσείοντες παραπονούνται για τη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ως προς την πραγματική αξία της μετοχής, η δικηγόρος των εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι το Τεκμήριο 16, που είναι η εκτίμηση της σημερινής αξίας της ακίνητης περιουσίας της εφεσείουσας 2, από τους εκτιμητές M., σε συνάρτηση με τα Τεκμήρια 12 και 13 έδιναν πλήρη εικόνα για τις επιβαρύνσεις των μετοχών. Εξετάσαμε την εισήγηση σε συνάρτηση με τα πρακτικά και τα τεκμήρια, η οποία όμως δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε το μεν Τεκμήριο 16 ως ελλειπές εφόσον δεν προσδιορίζοντο τα εμπράγματα βάρη ή χρέη επί της περιουσίας, εκείνο δε που προέκυπτε από τα Τεκμήρια 12 και 13 ήταν η ύπαρξη μεγάλου αριθμού εμπράγματων βαρών προς όφελος Τραπεζών.
Ως προς τον λόγο έφεσης 9 με τον οποίον προσβάλλεται η παράλειψη του Δικαστηρίου να εξετάσει τους λόγους ένστασης 14 και 15 που αναφέροντο στη μη εφαρμογή της διαδικασίας του ΚΕΦ. 6, εκείνο που αναδύεται από την όλη απόφαση είναι ότι εξετάστηκε το θέμα της δόλιας μεταβίβασης των μετοχών, που αφορούσε η αίτηση, στα πλαίσια εξέτασης του θέματος πώλησης των μετοχών ως μέτρο εκτέλεσης. Δεν τέθηκε κανένα στοιχείο πρωτόδικα ή κατ' έφεση που να επιβάλλει συγκεκριμένη σειρά εφαρμογής των μέτρων εκτέλεσης, όπως την εξέταση κατά προτεραιότητα της ικανότητας των εναγομένων στην Αγωγή 2635/2006 να αποπληρώσουν το εξ αποφάσεως χρέος τους, ως η εισήγηση της δικηγόρου των εφεσειόντων.
Εξάλλου δεν υπάρχει οποιαδήποτε ρητή απαγόρευση στο ΚΕΦ. 6 ως προς τη λήψη ταυτόχρονα περισσοτέρων του ενός μέσου εκτέλεσης δικαστικής απόφασης (βλ. Α/φοι Θράσου & Συνεργάτες ν. Βασιλαρά κ.ά. (2008) 1 (Β) Α.Α.Δ. 830).
Ενόψει όλων των πιο πάνω το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε είναι ότι τίποτε το ουσιαστικό δεν προβάλλεται από πλευράς εφεσειόντων με το οποίο να τεθεί θέμα μεμπτότητας του τρόπου αξιολόγησης της δοθείσας μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και των ευρημάτων του ως προς τα γεγονότα ή τα συμπεράσματα του ως προς τη νομική πτυχή της αίτησης, ώστε να χρειάζεται η παρέμβαση μας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά τη διαπίστωση του ότι η μεταβίβαση των μετοχών ήταν δόλια, εφαρμόζοντας τις πρόνοιες των άρθρων 3(1), (2), 4, 91(Α) και 91(Γ) του περί Δόλιων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου ΚΕΦ. 62 και με παραπομπή σε νομολογία εξέδωσε τα αιτούμενα διατάγματα, κατάληξη που βρίσκουμε ότι ήταν εύλογη ενόψει των ευρημάτων του και της νομικής βάσης της αίτησης.
Σύμφωνα με όλα τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων που καθορίζουμε στο ποσό των €2.500.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.