ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A328
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 294/2014)
19 Ιουλίου, 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
WESTACRE INVESTMENTS INC,
Εφεσείουσα/Αιτήτρια,
ΚΑΙ
BEOGRADSKA BANKA DD,
Εφεσίβλητη/Καθ΄ ης η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α. Λαδάς με την Δ. Λαδά (κα), για την Εφεσείουσα/Αιτήτρια.
Στ. Παύλου με Κ. Φιλιππίδου (κα), για την Εφεσίβλητη/Καθ΄ ης η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ημερομηνίας 25.6.2009 στα πλαίσια της Αίτησης Εκκαθάρισης Αρ. 270/2000. Με την αίτηση αξιώνονταν από την εφεσείουσα οι ακόλουθες θεραπείες:
«α) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι είναι πιστωτής της Beogradska.
β) Διαζευκτικά, δήλωση του Δικαστηρίου ότι η επαλήθευση χρέους ημερομηνίας 13/1/2009 που παραδόθηκε από την αιτήτρια στους εκκαθαριστές θα έπρεπε να είχε γίνει αποδεκτή και η αιτήτρια να περιληφθεί στον κατάλογο πιστωτών.
γ) Διάταγμα που να διατάσσει τους εκκαθαριστές να περιλάβουν την αιτήτρια στον κατάλογο πιστωτών.
δ) Διάταγμα που να διατάσσει τους εκκαθαριστές να παραδώσουν στον Επίσημο Παραλήπτη λογαριασμούς των εισπράξεων και πληρωμών της εκκαθάρισης από 7/6/2002 και
ε) Διάταγμα που να διατάσσει την παύση των εκκαθαριστών και την αντικατάστασή τους από τους Jeremy Willmont του Οίκου Μoore Stephens LLPΛονδίνου και Χρίστο Χριστοδούλου της εταιρείας Moore Stephens (Limassol) Ltd.»
Το ιστορικό που οδήγησε στην καταχώρηση της εν λόγω αίτησης συνοψίζεται στην πρωτόδικη απόφαση ως ακολούθως:
«Η Udruzena Beogradska Banka (της οποίας Beogradska Banka DD είναι διάδοχος) ήταν τράπεζα με έδρα την πρώην Oμόσπονδη Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας.
Διατηρούσε από το 1989 υποκατάστημα στην Κύπρο εγγραφείσα ως αλλοδαπή εταιρεία (oversea company) βάσει του άρθρου 347 του περί Εταιρειών Νόμου και λειτουργούσα ως Διεθνής Τραπεζική Μονάδα με άδεια άσκησης τραπεζικών εργασιών από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, βάσει του περί Τραπεζικών Εργασιών (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου Κεφ. 124.
Στις 3/5/2000 η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ανακάλεσε την εν λόγω άδεια με ισχύ από τις 22/5/2000 και την ίδια μέρα η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κατεχώρισε την αίτηση υπ' αριθμό 270/2000 Ε.Δ. Λευκωσίας για εκκαθάριση της Beogradska ως αφερέγγυας.
Στις 7/6/2002 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας διέταξε όπως η Beogradska τεθεί υπό εκκαθάριση και διόρισε τους Μιχάλη Λοϊζίδη και Κύπρο Χαραλαμπίδη του ελεγκτικού οίκου ΚPMG ως εκκαθαριστές.
Παράλληλα η Beogradska έχει τεθεί υπό εκκαθάριση στη Σερβία.
Στο μεταξύ, στις 28/2/1994 το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου ICC στη Γενεύη εξέδωσε απόφαση υπέρ της Westacre Investments Inc (νυν αιτήτριας) εναντίον της Udruzena Beogradska Banka από την τότε Γιουγκοσλαβία για διάφορα σεβαστά ποσά. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε από το Ελβετικό Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο στις 6/11/1995.
Στις 23/5/2007 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε διάταγμα διά του οποίου αναγνώρισε την εν λόγω απόφαση και έδωσε άδεια για εκτέλεση της στην Κύπρο.»
Η αίτηση της εφεσείουσας ως την αρχή της απόφασης μας αναφέρεται, βασιζόταν στο άρθρο 234(5) και 330(Ι) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113. Η πρώτη πρόνοια διέπει τον έλεγχο των αποφάσεων ενός εκκαθαριστή με ένδικο μέσο, ενώ η δεύτερη παρέχει αρμοδιότητα σε δικαστήριο να παύσει ένα εκκαθαριστή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας την πρόνοια του άρθρου 234(5) και την αντίστοιχη του άρθρου 246(5) του Αγγλικού Company's Act του 1948, έκρινε ότι οι αιτούμενες θεραπείες δεν εμπίπτουν στα πλαίσια που καθορίζονται από το δικαιοδοτικό άρθρο 234(5), εφόσον, στην πραγματικότητα, η εφεσείουσα δεν προσβάλλει καν ενέργεια του εκκαθαριστή, αλλά επικαλείται παράλειψη, ζητώντας διάταγμα ώστε αυτή να αρθεί. Αναφορικά με το αίτημα για παύση των εκκαθαριστών, το Δικαστήριο έκρινε ότι το υπόβαθρο μαρτυρίας είχε αφεθεί από την εφεσείουσα να είναι επισφαλές ώστε να μην μπορεί να ασκηθεί η ευχέρεια του Δικαστηρίου επειδή η εφεσείουσα δεν είχε προσφέρει προφορική μαρτυρία.
Ως προς το βασικό παράπονο της εφεσείουσας περί παράλειψης αποδοχής της απόδειξης χρέους, με δεδομένο ότι τα πράγματα είχαν φθάσει πλέον στο στάδιο που θα καλούσαν τους πιστωτές να υποβάλουν σχετικές ένορκες δηλώσεις επαλήθευσης χρέους, το Δικαστήριο δεν επεκτάθηκε επί του ζητήματος και στη βάση των προνοιών του άρθρου 362 του Κεφ. 113, και του αντίστοιχου άρθρου 400 του Αγγλικού Νόμου, έκρινε ότι αναμένετο όπως οι εκκαθαριστές ενεργήσουν σε αυτά τα πλαίσια και ήταν αχρείαστη η περαιτέρω ενασχόληση του με τα εγειρόμενα θέματα, κυρίως τα διαδικαστικά.
Με επτά λόγους έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της εν λόγω απόφασης. Συγκεκριμένα, επικαλείται λανθασμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 234(5), του Κεφ. 113, λανθασμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την εμβέλεια της επίδικης αίτησης, λανθασμένη απόφαση ως προς το ότι το υπόβαθρο μαρτυρίας ήταν επισφαλές έτσι ώστε να μην μπορεί να ασκηθεί η ευχέρεια του Δικαστηρίου, ότι λανθασμένα αποδέχθηκε τη θέση των εκκαθαριστών ότι δεν μπορούσε να αποφασίσει την παύση τους λόγω της παρόδου του χρόνου και της αλλαγής των περιστάσεων και ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι ο δικηγόρος της εφεσείουσας είχε αναγνωρίσει στην τελική του αγόρευση ότι μετά την καταχώρηση της αίτησης, οι εκκαθαριστές καταχώρησαν δήλωση υποθέσεων και κατάσταση εισπράξεων και πληρωμών.
Μετά την εκδίκαση της υπό κρίση αίτησης έχουν προκύψει τα ακόλουθα γεγονότα τα οποία αναφέρονται στο περίγραμμα αγόρευσης της εφεσίβλητης και έχουν αναφερθεί επίσης και από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας κατά τη συζήτηση της έφεσης. Η διαδικασία της αίτησης εκκαθάρισης έχει σχεδόν φτάσει στο τέλος της, εφόσον οι εκκαθαριστές έχουν ήδη προβεί στη διαδικασία επαλήθευσης των χρεών. Η εφεσείουσα, πέραν της επιστολής ημερομηνίας 13.1.2009, αντικείμενο της υπό κρίση αίτησης, δεν υπέβαλε γραπτώς επαλήθευση χρέους εντός του προκαθορισμένου από τους εκκαθαριστές χρόνου. Εν τούτοις, οι εκκαθαριστές προέβηκαν σε εξέταση των στοιχείων που είχαν στην κατοχή τους και είχαν παραδοθεί σε προγενέστερο χρόνο, ήτοι την επιστολή ημερομηνίας 13.1.2009. Στη συνέχεια, οι εκκαθαριστές με επιστολή τους ημερομηνίας 23.11.2016, κοινοποίησαν στους δικηγόρους της εφεσείουσας ότι η απαίτησή τους απορρίφθηκε γιατί, όπως εξήγησαν, «. έχει διαπιστωθεί μετά από εξέταση και αξιολόγηση των αρχείων, λογιστικών βιβλίων και οικονομικών καταστάσεων του Παραρτήματος ότι η συναλλαγή η οποία σχετίζεται με τη συμφωνία ημερομηνίας 12 Απριλίου 1988 και την κατ΄ επέκταση διαιτητική απόφαση δεν διεκπεραιώθηκε και/ή διαφορετικά διενεργήθηκε μέσω του Παραρτήματος, το οποίο εν πάση περιπτώσει συστάθηκε κατά το έτος 1990.»
Η εφεσείουσα, μετά από αυτή την εξέλιξη, καταχώρησε την 1.3.2017, στο πλαίσιο της αίτησης εκκαθάρισης, αίτηση με την οποία αξιώνει, μεταξύ άλλων, ανατροπή της απόφασης των εκκαθαριστών και διάταγμα το οποίο να τους διατάσσει να αποδεχθούν την επιστολή ημερομηνίας 13.1.2009 και να περιλάβουν την εφεσείουσα στον κατάλογο των πιστωτών της. Στην αίτηση αυτή καταχωρήθηκε ένσταση και εκκρεμεί η ακρόαση. Προβάλλεται συναφώς εκ μέρους της εφεσίβλητης η θέση ότι η έφεση προωθείται κακόπιστα και καταχρηστικά και πως εφαρμόζεται εν προκειμένω η αρχή ότι τα Δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω και δεν επιλύουν ακαδημαϊκά ζητήματα, ούτε προχωρούν σε επίλυση διαφορών που ουσιαστικά έχουν εκλείψει λόγω μεταβολής των συνθηκών και ότι η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.
Το παράπονο της εφεσείουσας, όπως προκύπτει από τα γεγονότα που περιέχονται στην επίδικη αίτηση, είναι ουσιαστικά ότι οι εκκαθαριστές αρνούντο να εξετάσουν και να αποδεχθούν την επαλήθευση χρέους που υπέβαλε με επιστολή της ημερομηνίας 13.1.2009. Λόγω όμως της παρόδου του χρόνου, είχαν επέλθει διαφοροποιήσεις ως προς τα γεγονότα μέχρι την εκδίκαση της αίτησης και μέχρι σήμερα έχουν επέλθει περαιτέρω διαφοροποιήσεις που έχουν καταστήσει, κατά την κρίση μας, την υπόθεση άνευ αντικειμένου.
Η επιστολή που τότε απέστειλε η εφεσείουσα, εξετάστηκε από τους εκκαθαριστές, οι οποίοι έκριναν ότι η εφεσείουσα δεν μπορεί να περιληφθεί στον κατάλογο των πιστωτών. Αυτή η απόφαση αμφισβητείται από την εφεσείουσα και εκκρεμεί διαδικασία στα πλαίσια της αίτησης Εκκαθάρισης όπου θα αποφασιστεί το ζήτημα. Όπως ορθά υπεδείχθη από τον κ. Παύλου, είναι θεμελιωμένο ότι τα δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω, δεν επιλύουν ακαδημαϊκά ζητήματα, ούτε προχωρούν σε επίλυση διαφορών οι οποίες έχουν εκλείψει λόγω μεταβολής των συνθηκών, εφόσον η επίλυσή τους δεν θα καταλήξει σε οποιοδήποτε πρακτικό αποτέλεσμα (Tudor (2011) 1 AAΔ 1176, Mohammed Marta Ayeredin v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 753).
Οι θεραπείες που αξιώνονται με την υπό κρίση αίτηση αποτελούν ζητήματα που θα αποφασιστούν στα πλαίσια της εκκρεμούσας διαδικασίας στην αίτηση εκκαθάρισης. Δεν εξυπηρετείται η ορθή απονομή της δικαιοσύνης με το να εξεταστεί η παρούσα έφεση στη βάση των γεγονότων που ίσχυαν κατά την καταχώρησή της εφόσον είναι παραδεκτό πως υπήρξαν νέα γεγονότα που ουσιαστικά αλλοιώνουν άρδην το πραγματικό υπόβαθρο επί του οποίου θα αποφασιστεί η υπόθεση. Εάν για παράδειγμα γίνει αποδεκτή η έφεση και εκδοθεί δηλωτική απόφαση επί του αιτητικού (β) της αίτησης, πιο πάνω, επηρεάζει την εκκρεμούσα διαδικασία, όπου πλέον η άρνηση αποδοχής της επαλήθευσης χρέους τίθεται σε διαφορετική βάση. Ενώ, δηλαδή, κατά την καταχώρηση της αίτησης δε θεωρήθηκε ότι μπορούσε να καταχωρηθεί η επαλήθευση και αυτή δεν εξετάστηκε, σε αυτό το στάδιο έχει πλέον εξεταστεί και έχει ληφθεί απόφαση, η οποία αμφισβητείται με σχετική αίτηση που καταχώρησε η εφεσείουσα στα πλαίσια της Αίτησης Εκκαθάρισης.
Αναφορικά με το έτερο ζήτημα που απασχολεί, ήτοι του αιτήματος για αντικατάσταση των εκκαθαριστών, ούτε αυτό θα μπορούσε να εξεταστεί στα πλαίσια της παρούσας έφεσης. Ο χρόνος που έχει διαρρεύσει από την καταχώρηση της αίτησης είναι τόσο μεγάλος, που, ορισμένα τουλάχιστον από τα στοιχεία που επικαλείτο η εφεσείουσα έχουν εκλείψει, πέραν του ότι ο ένας εκ των εκκαθαριστών έχει αποσυρθεί λόγω αφυπηρέτησης. Το κυριότερο όμως στοιχείο είναι ότι έχουν επέλθει τέτοιες αλλαγές στο πραγματικό υπόβαθρο της υπόθεσης, που, εξέταση της έφεσης στη βάση των γεγονότων που ίσχυαν κατά την καταχώρησή της θα οδηγούσε, ενδεχόμενα σε απόφαση που δεν θα ήταν εύλογη υπό τις σημερινές συνθήκες. Από τη στιγμή δε που η ίδια η υπόσταση της εφεσείουσας ως πιστωτή της Beogradska, έχει αμφισβητηθεί με την απόφαση των εκκαθαριστών, απόφαση που ισχύει εκτός εάν ανατραπεί στα πλαίσια της αίτησης που καταχώρησε η εφεσείουσα, γίνεται αντιληπτό ότι δεν θα μπορούσε να αποφασιστεί θέμα αντικατάστασης εκκαθαριστών στα πλαίσια της παρούσας έφεσης. Ειδικότερα έχοντας υπόψη ότι εκκρεμεί προς εκδίκαση σχετική αίτηση της εφεσείουσας στα πλαίσια της αίτησης εκκαθάρισης, με την οποία αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης των εκκαθαριστών.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Εφετείο.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.