ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A278
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτικές Εφέσεις 251/2013 και 252/2013)
5 Ιουλίου 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 251/2013)
(Σχ. με 252/20213)
1. ΠΕΡΙΦΕΡΙΑΚΗ ΟΜΑΔΑ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ
ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΛΙΜΙΤΕΔ,
2. xxxx ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ,
3. xxxx ΣΥΜΕΟΥ,
4. xxxx ΘΕΟΔΩΡΟΥ,
5. xxxx ΜΕΣΙΤΗ,
Εφεσείοντες
ΚΑΙ
ΕΚΤΥΠΩΣΕΙΣ ΥΦΑΣΜΑΤΩΝ
ΑΔΕΛΦΟΙ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσιβλήτων
---------------------------------------------
(Πολιτική Έφεση Αρ. 252/2013)
(Σχ. με 251/20213)
1. ΠΕΡΙΦΕΡΙΑΚΗ ΟΜΑΔΑ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ
ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΛΙΜΙΤΕΔ,
2. xxxx ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ,
3. xxxx ΣΥΜΕΟΥ,
4. xxxx ΘΕΟΔΩΡΟΥ,
5. xxxx ΜΕΣΙΤΗ,
Εφεσείοντες
ΚΑΙ
ΕΚΤΥΠΩΣΕΙΣ ΥΦΑΣΜΑΤΩΝ
ΑΔΕΛΦΟΙ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσιβλήτων
---------------------------------------------
Α. Μάγος, για τους Εφεσείοντες.
Μ. Μούρος, για τους Εφεσίβλητους.
-------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Με ενοικιαστήριο έγγραφο ημερ. 25.9.2005 οι εφεσίβλητοι ενοικίασαν στην εφεσείουσα εταιρεία με την εγγύηση των υπολοίπων εφεσειόντων ένα υποστατικό έκτασης 600 τ.μ., το οποίο ήταν εργοστασιακός χώρος στη βιομηχανική περιοχή Εργατών. Η ενοικίαση συμφωνήθηκε να κάλυπτε την περίοδο 1.11.2005 με 31.10.2011 με ενοίκιο ΛΚ1.300 μηνιαίως, από 1.11.2005 μέχρι 31.10.2007, ΛΚ1.500 από 1.11.2007 μέχρι 31.10.2009 και ΛΚ1.650 από 1.11.2009 μέχρι 31.10.2011. Καταβλήθηκε με την υπογραφή του ενοικιαστηρίου ποσό ΛΚ3.900, από το οποίο οι ΛΚ2.600 θα παρέμεναν ως εγγύηση για την τήρηση των όρων της ενοικίασης, ενώ το υπόλοιπο ποσό των ΛΚ1.300 θα αποτελούσε το ενοίκιο του μηνός Νοεμβρίου 2005.
Λόγω του γεγονότος ότι η εφεσείουσα εταιρεία παρέλειψε να καταβάλει τα ενοίκια των μηνών Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 2006, απεστάλησαν σχετικές επιστολές προς αυτήν και τους εγγυητές, αλλά αντί πληρωμής η εφεσείουσα κατήγγειλε τη σύμβαση ενοικίασης με επιστολές ημερ. 28.11.2006 και 30.11.2006, εγκαταλείποντας το υποστατικό στις 10.12.2006, αφήνοντας στο χώρο μια επαγγελματική ζυγαριά και ένα forklift τα οποία παραλήφθηκαν αργότερα στις 8.5.2007. Ως εκ τούτου οι εφεσίβλητοι ήγειραν την αγωγή υπ΄ αρ. 7292/2007, αξιώνοντας τα καθυστερημένα ενοίκια των ΛΚ3.900 και ενδιάμεσες απώλειες ως διαφυγόντα κέρδη προς ΛΚ1.300 μηνιαίως από 1.1.2007 μέχρι 30.4.2007, ήτοι, ένα συνολικό ποσό ΛΚ5.200 πλέον ένα ποσό ΛΚ721 για διάφορες ζημίες που προκλήθηκαν στο υποστατικό ύψους ΛΚ3.321 από το οποίο αφαιρέθηκε το ποσό των ΛΚ2.600 που είχε δοθεί ως εγγύηση.
Οι εφεσίβλητοι ήγειραν επιπρόσθετα την αγωγή υπ΄ αρ. 3385/2011 με την οποία με αναφορά στο ίδιο ενοικιαστήριο έγγραφο αξίωσαν ενδιάμεσες απώλειες και ή διαφυγόντα κέρδη από 1.5.2007 μέχρι 31.5.2008 για ένα συνολικό ποσό €31.267 για απωλεσθέντα ενοίκια, καθώς και για άλλα διαφυγόντα κέρδη από 1.6.2008 μέχρι 31.10.2011 για ένα συνολικό ποσό €26.004 ως προκύψασα ζημία από τη διαφορά του ενοικίου μεταξύ του συμφωνηθέντος ενοικίου δυνάμει του ενοικιαστηρίου εγγράφου και του νέου ενοικίου που κατάφεραν να εξασφαλίσουν ενοικιάζοντας το επίδικο υποστατικό από 1.6.2008 για περίοδο τεσσάρων ετών προς €1.965 από 1.6.2008 μέχρι 31.5.2010 και προς €2.238 μηνιαίως από 1.6.2010 μέχρι 31.5.2012.
Η υπεράσπιση της εφεσείουσας εταιρείας και των εγγυητών της και στις δύο αγωγές, ήγειρε ζήτημα ότι το υποστατικό στην πραγματικότητα παραδόθηκε μόλις στις 20.11.2005 διότι οι εφεσίβλητοι προέβαιναν σε διάφορες εργασίες σε αυτό με την υπόσχεση ότι θα αφαιρούνταν τα ενοίκια για τις 20 ημέρες, πράγμα όμως που δεν έγινε ώστε το ποσό των ΛΚ866 να ανταπαιτείτο σχετικώς. Περαιτέρω, η εφεσείουσα εταιρεία ασχολούμενη με τη συσκευασία φθαρτών προοριζόμενα στην τοπική και την Ευρωπαϊκή αγορά, έπρεπε να είχε εγγραφεί στα ανάλογα μητρώα αναφορικά με το συσκευαστήριο της το οποίο και ήταν στον εργοστασιακό χώρο που ενοικιάστηκε από τους εφεσίβλητους. Δυνάμει επιθεώρησης από το Υπουργείο Υγείας, η εφεσείουσα εταιρεία όφειλε να προέβαινε σε αριθμό υγειονομικών εργασιών για τις οποίες χρειαζόταν η συγκατάθεση των εφεσιβλήτων, οι οποίοι όμως απέρριψαν την παράκληση που τους εγίνετο, ενώ περαιτέρω αρνήθηκαν να μεταφέρουν και τα μηχανήματα τυπώσεως των ρούχων που οι ίδιοι εμπορεύονταν και βρίσκονταν στην είσοδο του συσκευαστηρίου και τα οποία μηχανήματα εξέπεμπαν ρύπους με κίνδυνο την ασφάλεια των συσκευασμένων τροφίμων της εφεσείουσας. Γι΄ αυτούς τους λόγους η εφεσείουσα εταιρεία τερμάτισε την ενοικίαση εφόσον το υποστατικό δεν ανταποκρινόταν στις προδιαγραφές του Υπουργείου Υγείας και ανταπαίτησε, πέραν του προηγουμένως αναφερθέντος ποσού ΛΚ866, και ΛΚ1.000 ως αξία δύο διαφημιστικών πινακίδων που κατακρατούνταν παρανόμως από τους εφεσίβλητους, ΛΚ1.778 για ζημιά που υπέστη το forklift το οποίο παραδόθηκε στην εφεσείουσα από τους εφεσίβλητους μετά από διάταγμα Δικαστηρίου στην αγωγή υπ΄ αρ. 1489/2007, ΛΚ700 ως η αξία της επαγγελματικής ζυγαριάς που κατακρατείτο από τους εφεσίβλητους, πλέον τόκους και έξοδα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο συνεκδίκασε τις δύο αγωγές οι οποίες είχαν γεγονότα που απέρρεαν από το ίδιο ενοικιαστήριο έγγραφο και αξιολόγησε τη σχετική μαρτυρία που δόθηκε εκατέρωθεν. Αφού ερμήνευσε εκείνους τους όρους του ενοικιαστηρίου εγγράφου που ήσαν ουσιώδεις για την περίπτωση κατέληξε στην κρίση ότι η εφεσείουσα εταιρεία παράνομα και αναίτια τερμάτισε τη συμφωνία ενοικίασης και, επομένως, ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει αποζημιώσεις αποκαθιστώντας τους εφεσίβλητους στη θέση που θα ήταν εάν η συμφωνία εκτελείτο κανονικά. Απέδωσε συνεπώς το ποσό των €22.211 ως ενοίκια που κάλυπταν την περίοδο 1.1.2007 μέχρι 31.10.2007, άλλα €17.940 ως ενοίκια για την περίοδο 1.11.2007 μέχρι 31.5.2008 και διάφορα άλλα ποσά τα οποία αντιπροσώπευαν τη διαφορά του συμφωνηθέντος ενοικίου με το νέο ενοίκιο για την περίοδο 1.6.2008 μέχρι 31.10.2011. Τα ίδια ποσά επιδίκασε και εναντίον των εφεσειόντων 2-5 που ήσαν εγγυητές στο ενοικιαστήριο έγγραφο.
Απέρριψε καθ΄ ολοκληρία την ανταπαίτηση της εφεσείουσας εταιρείας για τους λόγους που εξήγησε και αφού εξέδωσε διάταγμα αποσυνένωσης των δύο αγωγών εξέδωσε αποφάσεις υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων για τα διάφορα ποσά που κατέγραψε πλέον νόμιμο τόκο από την καταχώρηση εκάστης αγωγής μέχρι πλήρους εξόφλησης, πλέον έξοδα με τη διευκρίνιση ότι από τη συνένωση της αγωγής και μετέπειτα θα υπολογιζόταν ενιαίος κατάλογος εξόδων, ενώ δεν θα υπήρχαν χωριστά έξοδα επί των ανταπαιτήσεων εφόσον είχαν συνεκδικαστεί με τις αγωγές.
Οι εφεσείοντες, εταιρεία και εγγυητές, θεωρούν με δέκα λόγους έφεσης ότι λανθασμένη ήταν η απόφαση του Δικαστηρίου τόσο επί της αξιολόγησης της μαρτυρίας, όσο και επί της αυθαίρετης απόρριψης της εφαρμογής της υποθέσεως Ηλίας Αριστοδήμου ν. Τάκη Χαραλάμπους (1990) 1 Α.Α.Δ. 319, θεωρουμένης από το Δικαστήριο ως μη σχετικής ή βοηθητικής προς την υπεράσπιση. Λανθασμένη ήταν και η θέση του Δικαστηρίου να μην λάβει υπόψη ισχυρισμούς των εφεσειόντων που ήσαν δικογραφημένοι στην έκθεση υπεράσπισης και ανταπαίτησης, ενώ λανθασμένα ερμηνεύθηκε και το άρθρο 73(1) του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, ως προς την αρχή ότι καμία αποζημίωση δεν καταβάλλεται για απομακρυσμένη ή έμμεση απώλεια λόγω παράβασης συμφωνίας. Τέλος, λανθασμένα το Δικαστήριο ερμήνευσε και τα Τεκμήρια και ιδιαίτερα το Τεκμήριο 1, το ενοικιαστήριο έγγραφο, ως προς τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα της εφεσείουσας ως ενοικιάστριας να προβεί σε τροποποιήσεις χωρίς τη συγκατάθεση των εφεσιβλήτων ως ιδιοκτητών.
Η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει. Σε συμφωνία με την αντίθετη θέση των εφεσιβλήτων στο δικό τους περίγραμμα, κρίνεται ότι το Δικαστήριο ορθά αποφάσισε επί όλων των θεμάτων. Κατ΄ αρχάς έχοντας διεξέλθει τα πρακτικά και τη σχετική μαρτυρία δεν εντοπίζεται ουσιώδες λάθος στην αξιολόγηση ώστε να είναι απαραίτητη η παρέμβαση του Εφετείου. Η αξιολόγηση ανήκει στο εκδικάζον την υπόθεση Δικαστήριο πρωτοδίκως ούτως ώστε μόνο εφόσον διαπιστώνεται λανθασμένη αντίληψη κατ΄ αντικειμενικό τρόπο της δοθείσας μαρτυρίας ή εντοπίζεται ανακόλουθη εξαγωγή συμπερασμάτων ή ευρημάτων σε συνάρτηση με άλλη αποδεκτή μαρτυρία ή τα κατατεθέντα τεκμήρια, παρίσταται λόγος για διαφοροποίηση.
Η μη αποδοχή από το Δικαστήριο της μαρτυρίας του εφεσείοντα 2, έγινε για καλούς λόγους που το Δικαστήριο κατέγραψε. Η γενική του τοποθέτηση τόσο με τη γραπτή κατάθεση του, Τεκμήριο Γ, όσο και με τη ζώσα μαρτυρία του δεν συνήδε με τα έγγραφα τα οποία παρουσιάστηκαν και κατατέθηκαν ως τεκμήρια, αλλά ούτε και με το ενοικιαστήριο έγγραφο που βρίσκεται στον πυρήνα της διαφοράς. Η όλη διασύνδεση που επιχειρήθηκε ως προς την καταλληλότητα του συσκευαστηρίου με τις προδιαγραφές του Υπουργείου Υγείας δεν συνήδαν με το ενοικιαστήριο έγγραφο. Δεν είναι τόσο η χρονική στιγμή της πρώτης επιθεώρησης από το Υπουργείο Υγείας όταν λέχθηκε ότι ήταν προβληματική η λειτουργία του συσκευαστηρίου σε σχέση με την απόφαση αναστολής της λειτουργίας του, όσο η εύλογη τοποθέτηση του Δικαστηρίου ως προς την απραξία των εφεσειόντων στο μεσοδιάστημα. Εφόσον ήταν καίριας σημασίας η συνέχιση της λειτουργίας του συσκευαστηρίου είναι άξιο απορίας το γεγονός ότι ουδεμία επιστολή απεστάλη ώστε να ζητηθεί η συγκατάθεση των εφεσιβλήτων ώστε να υπάρξει συμμόρφωση με τις υποδείξεις του Υπουργείου Υγείας. Αυτό υποδείκνυε η ερμηνεία του όρου 8 της συμφωνίας ενοικίασης, ο οποίος με πολύ κατανοητό τρόπο προνοούσε αφενός ότι οι εφεσίβλητοι ως ιδιοκτήτες δεν έφεραν οποιαδήποτε ευθύνη εάν οι τοπικές αρχές ζητούσαν τροποποιήσεις στο υποστατικό, αλλά ήσαν υπόχρεοι να υπογράψουν κάθε αναγκαίο έγγραφο προς επίτευξη των τροποποιήσεων που θα βάρυναν όμως τους εφεσείοντες. Εναπόκειτο, επομένως, στους εφεσείοντες να λάμβαναν εκείνα τα κατάλληλα μέτρα ώστε να εξασφάλιζαν την άδεια λειτουργίας.
Η ουσιώδης επιστολή Τεκμήριο 15, ημερ. 28.11.2006 που αποστάληκε από το Υπουργείο Υγείας προς τους εφεσίβλητους υποδείκνυε προβλήματα και υγειονομικές ελλείψεις στο υποστατικό. Το Τεκμήριο στάληκε ως απάντηση στην αίτηση που υπέβαλαν οι εφεσίβλητοι για εγγραφή ημερ. 8.5.2006 (Τεκμήριο 14), στο σχετικό μητρώο επιχειρήσεως τροφίμων που τηρείτο από τον Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημοσίας Υγείας σύμφωνα με Κοινοτικό Κανονισμό. Στο Τεκμήριο 14, το Υπουργείο Υγείας είχε πληροφορήσει τους εφεσείοντες ότι είχαν καταχωρηθεί στο Μητρώο, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι η επιχείρηση τους τηρούσε και τις σχετικές προδιαγραφές του Κανονισμού, θα ακολουθούσε δε επιθεώρηση των υποστατικών. Και εδώ, βεβαίως, τίθεται πρόσθετα το εύλογο ερώτημα για το λόγο που οι εφεσείοντες δεν είχαν ζητήσει πριν καν την υπογραφή του ενοικιαστηρίου να ήταν το προς ενοικίαση υποστατικό των αναγκαίων εκείνων προδιαγραφών ώστε να ήταν δυνατό να λειτουργήσει το συσκευαστήριο νομίμως και εξ αρχής. Και περαιτέρω, γιατί δεν ενσωματώθηκαν τέτοιες υποχρεώσεις στους εφεσίβλητους στο ίδιο το ενοικιαστήριο ώστε να ήταν σαφές τι θα έπρεπε να πράξουν οι ιδιοκτήτες.
Είναι πρόδηλο ότι οι παρατηρήσεις που είχαν διαπιστωθεί από τη υγειονομική λειτουργό Γ.Ζ., Μ.Υ.3, και φαινομενικά ενσωματώθηκαν στο Τεκμήριο 15, δεν σήμαιναν την απαγόρευση λειτουργίας του συσκευαστηρίου, αλλά ότι είχαν εντοπιστεί ελλείψεις οι οποίες όμως, και ορθά διεφάνη τούτο κατά την αντεξέταση του Α.Π., Μ.Υ.2, εφεσείοντα 2, εναπόκειτο στους ίδιους τους εφεσείοντες να διορθώσουν. Είναι σημαντικό ότι η Μ.Υ.3 παρόλο που ανέφερε στην κυρίως εξέταση της ότι είχε προβεί σε επιθεώρηση του συσκευαστηρίου, δεν θυμόταν καθόλου, ερωτούμενη σχετικά κατά την αντεξέταση, ποιες ήταν οι παρατηρήσεις της δεδομένου του χρόνου που είχε περάσει, αλλά και του ότι δεν τηρούνταν αρχεία πέραν των τριών ετών. Είχε όμως αναφέρει τις παρατηρήσεις της στον Σ. Σ., Ανώτερο Υγειονομικό Επιθεωρητή, αλλά δεν μπορούσε να γνωρίζει αν όντως ο τελευταίος έγραψε και απέστειλε την επιστολή Τεκμ. 15. Το Δικαστήριο δεν άντλησε κάποια βοήθεια από τη μαρτυρία αυτή εφόσον, παρά την ειλικρίνεια της δεν είχε πει οτιδήποτε το ουσιαστικό. Επομένως ορθά ανεγνώσθη η μαρτυρία της πρωτοδίκως και δεν ευσταθούν οι προς το αντίθετο αιτιάσεις των εφεσειόντων.
Το ζητούμενο εδώ ήταν η επίπτωση των παρατηρήσεων επί της σχέσης των διαδίκων η οποία διέπετο από τη συμφωνία ενοικίασης. Πουθενά στη συμφωνία δεν υπήρχε οτιδήποτε που να δικαίωνε τις θέσεις των εφεσειόντων ότι οι εφεσίβλητοι ευθύνονταν για τη μη παροχή κατάλληλου χώρου ενοικίασης. Αυτή ήταν η βάση της καταγγελίας της ενοικίασης με το Τεκμήριο 5, αφού προηγήθηκε το Τεκμήριο 3 στις 28.11.2006 με πρόφαση το λόγο ότι «το εν λόγω υποστατικό δεν ανταποκρίνεται εις τις απαιτήσεις και προδιαγραφές του Υπουργείου Υγείας της Κυπριακής Δημοκρατίας, όσον αφορά στην συσκευασία των διαφόρων φθαρτών». Ορθά το Δικαστήριο έκρινε τους εφεσείοντες υπαίτιους για τον τερματισμό της ενοικίασης πριν τη λήξη της. Οι όροι 1, 4 και 8 της συμφωνίας ήταν σαφείς και η γραμματική τους έννοια δεν άφηνε αμφιβολία ως προς την εμβέλεια τους. Τροποποιήσεις δεν θα μπορούσαν να γίνουν χωρίς τη συγκατάθεση των εφεσιβλήτων ως ιδιοκτητών κατά τον όρο 4 της συμφωνίας, ενώ κατά τον όρο 1 το υποστατικό θα χρησιμοποιείτο αποκλειστικά και μόνο από τους εφεσείοντες ως ενοικιαστές ως χώρος συγκεντρώσεως και διαλογής γεωργικών προϊόντων. Ο ουσιώδης όρος 8 σε καμία περίπτωση δεν επέβαλλε οποιαδήποτε υποχρέωση στους εφεσίβλητους είτε να παρέδιδαν εξ αρχής το υποστατικό στη βάση προδιαγραφών του Υπουργείου Υγείας ώστε να μπορούσε να λειτουργήσει το συσκευαστήριο, είτε ότι θα είχαν ευθύνη εάν οι τοπικές αρχές απαιτούσαν τροποποιήσεις. Ακριβώς ο όρος 8 επιβεβαιώνει τη θέση ότι οι εφεσίβλητοι παρέδωσαν το υποστατικό ως είχε με μόνη υποχρέωση τους να υπέγραφαν κάθε αναγκαίο έγγραφο που τυχόν απαιτείτο για τροποποιήσεις που θεωρούνταν αναγκαίες. Εύλογα θα μπορούσε να προστεθεί ότι το Υπουργείο Υγείας δεν είναι τοπική αρχή ώστε να καλυπτόταν από τον όρο αυτό. Στην πραγματικότητα πουθενά στο ενοικιαστήριο έγγραφο δεν υπήρχε οποιαδήποτε υποχρέωση από τους εφεσίβλητους να παρέδιδαν το συγκεκριμένο υποστατικό κατά τρόπο που να ήταν υγειονομικά ή άλλως πως κατάλληλο ως χώρος συγκέντρωσης και διαλογής γεωργικών προϊόντων για τις ανάγκες των παραγωγών.
Εύλογα το Δικαστήριο υπό το φως και των σαφών προνοιών του ενοικιαστηρίου εγγράφου, αλλά και της όλης δομής της υπόθεσης έκρινε ως αξιόπιστες τις ουσιώδεις θέσεις του Ι.Θ., Μ.Ε.1, εφόσον συνήδαν με τα τεκμήρια, αλλά και τη λογική των πραγμάτων. Η θέση του ήταν ότι δεν θα είχαν πρόβλημα να ξοδέψουν ακόμη λίγα χρήματα εάν οι εφεσείοντες ζητούσαν από τους εφεσίβλητους κάποιες τροποποιήσεις στο υποστατικό ή αλλαγές, τη στιγμή που οι ίδιοι θεώρησαν ότι η ενοικίαση ήταν μια καλή και συμφέρουσα συμφωνία και είχαν ήδη υποστεί θυσίες με την καταστροφή των δικών τους μηχανημάτων που έπρεπε να μετακινηθούν από το χώρο. Όμως η σταθερή του θέση ήταν ότι οι εφεσίβλητοι ουδέποτε ζήτησαν οτιδήποτε.
Πολύ ορθά το Δικαστήριο ερμήνευσε τους όρους της συμφωνίας και ιδιαίτερα τον όρο 8 προς όφελος των εφεσιβλήτων και πολύ εύστοχα θεώρησε την απόφαση στην Ηλίας Αριστοδήμου ν. Τάκη Χαραλάμπους - ανωτέρω - ως μη εφαρμοστέα στην περίπτωση. Εκεί το συμβόλαιο ήταν διατυπωμένο κατά τρόπο που επέβαλλε στον εκμισθωτή υποχρέωση να εξασφαλίζει ανενόχλητη κατοχή των υποστατικών που περιλάμβανε την ανεμπόδιστη και χωρίς πρόσκομμα κατοχή τους, αλλά και την εξασφάλιση της ανενόχλητης λειτουργίας τους που περιλάμβανε τη χρήση των υποστατικών για τους σκοπούς για τους οποίους προορίζονταν αυτά βάσει της σύμβασης δηλαδή ως κέντρο καφεστιατορίου. Η άδεια οικοδομής και χρήσης των υποστατικών αποτελούσε, επομένως, προϋπόθεση όχι μόνο για τη λειτουργία αλλά και για την ίδια τη χρήση των υποστατικών. Ούτε ήταν η υπό εκδίκαση έφεση περίπτωση όπου η σύμβαση ενοικίασης θεωρείτο εξ υπαρχής άκυρη λόγω μη ύπαρξης καταλλήλων αδειών λειτουργίας των υποστατικών όπως ήταν η περίπτωση στην A. & C. Antoniou Resort Ltd v. Eleonora Hotel Apartments Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 1321.
Το Τεκμήριο 15 στο οποίο έγινε ήδη αναφορά δεν έχει την έννοια την οποία προσπάθησε ο συνήγορος των εφεσειόντων να αποδώσει. Οι παρατηρήσεις της Υγειονομικής Υπηρεσίας τέθηκαν υπό τύπον υγειονομικών ελλείψεων και δεν συσχετίζονταν με άδεια λειτουργίας του συσκευαστηρίου για την οποία άδεια εν πάση περιπτώσει υπεύθυνοι ήσαν οι εφεσείοντες και μόνο. Οι παρατηρήσεις σε κάθε περίπτωση αφορούσαν καθαρά τον τρόπο λειτουργίας του συσκευαστηρίου και, όπως έδειξε η μαρτυρία και κυρίως μέσω της αντεξετάσεως του εφεσείοντα 2, μπορούσαν να γίνουν οι κατάλληλες ρυθμίσεις ώστε ο χώρος παραλαβής και συσκευασίας να ήταν καθαρός, να υπήρχε νιπτήρας για τις ανάγκες του προσωπικού στο χώρο συσκευασίας των φθαρτών, να υπήρχαν τα μέσα καθαρισμού και στεγνώσεως στους νιπτήρες των αποχωρητηρίων και να εφαρμοζόταν πρόγραμμα καταπολέμησης εντόμων και τρωκτικών. Σε ό,τι αφορούσε ευρύτερα προβλήματα όπως τη μη ύπαρξη φρεατίου αποστράγγισης και τη διαρρύθμιση του χώρου που να επέτρεπε την ασφάλεια των συσκευαζόμενων φθαρτών, αυτά θα μπορούσαν να επιλυθούν σε συνεννόηση με τους εφεσίβλητους, αλλά ουδεμία τέτοια επικοινωνία έγινε ποτέ με πρωτοβουλία βεβαίως των εφεσειόντων που είχαν το πρόβλημα. Άλλωστε παρατηρείται ότι η ενοικίαση άρχισε από το Νοέμβριο του 2005 και αυτά τα προβλήματα ανεφύησαν ένα χρόνο μετά χωρίς στο μεσοδιάστημα να είχε οποτεδήποτε γνωστοποιηθεί παράπονο των εφεσειόντων προς τους εφεσίβλητους για την ακαταλληλότητα του χώρου του συσκευαστηρίου.
Ως συνέπεια της υπαίτιας καταγγελίας της σύμβασης ενοικίασης πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία αναφορικά με τις συνέπειες της διάρρηξης σύμβασης. Οι συνέπειες αυτές έχουν τεθεί με σαφήνεια σε αριθμό υποθέσεων που έχει μνημονεύσει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Είναι γνωστό ότι οι αποζημιώσεις στο δίκαιο των συμβάσεων έχουν ως κύριο σκοπό την αποκατάσταση του αθώου μέρους στη θέση που θα είχε εάν η συμφωνία εφαρμοζόταν. Αυτό στην πράξη και για την επίδικη περίπτωση σημαίνει την καταβολή του ενοικίου πλήρως μέχρι την ημερομηνία που φυσιολογικά η σύμβαση ενοικίασης θα ερχόταν στο τέλος της. Οι εφεσίβλητοι απώλεσαν τα ενοίκια τα οποία δεν πλήρωσαν οι εφεσείοντες και από το διάστημα που κατάφεραν να εξασφαλίσουν, ως ήταν υποχρέωση τους, για μετριασμό της ζημιάς νέα σύμβαση ενοικίασης με άλλη εταιρεία ως το Τεκμήριο 9, ορθά το Δικαστήριο απέδωσε τη διαφορά του ενοικίου για τον υπολοιπόμενο χρόνο της ενοικίασης. Δεν είναι βάσιμες οι θέσεις που προώθησαν οι εφεσείοντες ότι το Δικαστήριο λανθασμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το άρθρο 73(1) του Κεφ. 149, όσον αφορά την επιδίκαση αποζημιώσεων για απομακρυσμένη ή έμμεση απώλεια. Η περίοδος ενοικίασης ήταν συγκεκριμένη και εφόσον οι εφεσείοντες εγκατέλειψαν το υποστατικό νωρίτερα χωρίς νόμιμη αιτιολογία με κανένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η απώλεια ή η μείωση του καθορισθέντος και συμφωνηθέντος ενοικίου που οι εφεσίβλητοι θα λάμβαναν ως αποτέλεσμα της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας ήταν ή θα μπορούσε να λογισθεί ως απομακρυσμένη ή έμμεση απώλεια.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου οι εφεσείοντες ουδέποτε όχλησαν τους εφεσίβλητους για να προβούν σε οποιεσδήποτε τροποποιήσεις λαμβάνοντας προς τούτο τη συγκατάθεση τους. Οι τροποποιήσεις που ενδεχόμενα να ζητούσαν οι εφεσείοντες ενέπιπταν στη γενικότητα του όρου 4 της συμφωνίας ο οποίος επέβαλλε την προηγούμενη συγκατάθεση των εφεσειόντων και η διασύνδεση του όρου αυτού με τον όρο 8 δεν ήταν αυθαίρετη όπως εισηγούνται στην έφεση τους οι εφεσείοντες. Πέραν του ότι δεν εξειδικεύεται ο,τιδήποτε για την άδεια λειτουργίας του συσκευαστηρίου από πλευράς υγειονομικής λειτουργίας, οποιαδήποτε τροποποίηση είτε γενικά κατά τον όρο 4, είτε πιο εξειδικευμένα κατά τον όρο 8, σε περίπτωση που ζητούνταν τροποποιήσεις από τις τοπικές αρχές, εξυπάκουε απλώς τη λήψη της συγκατάθεσης των εφεσιβλήτων ως ιδιοκτητών, οι οποίοι, μάλιστα, αν οι τροποποιήσεις αφορούσαν απαιτήσεις που προέρχονταν από τις τοπικές αρχές, υποχρεούνταν να υπογράψουν κάθε σχετικό έγγραφο.
Όσον αφορά το λόγο έφεσης που σχετίζεται με την απόρριψη της ανταπαίτησης σε ό,τι αφορούσε την αξίωση των ΛΚ1.778 για ζημιές που υπέστησαν οι εφεσείοντες λόγω της μείωσης της αξίας του forklift, παρατηρείται ότι το Δικαστήριο ενώ στην ουσία αποδέχθηκε τη σχετική μαρτυρία του Κ.Α., Μ.Υ.1, που ασκούσε το επάγγελμα του μηχανικού οχημάτων πάσης φύσεως και ειδικού στα forklift, θεωρώντας τον ως ειδικό στα θέματα της μαρτυρίας του, στο τέλος δεν απέδωσε οποιοδήποτε ποσό με το σκεπτικό ότι η ζημιά που καθορίστηκε από το μάρτυρα στις ΛΚ1.680 ως έξοδα επιδιορθώσεως δεν δικαιολογούσε και το αξιωθέν ποσό των ΛΚ1.778 ως προερχόμενο από τη μείωση της αξίας του μηχανήματος (ΛΚ3.458 μείον ΛΚ1.680), διότι η ζημιά επί του μηχανήματος δεν σήμαινε κατ΄ ανάγκη και τη μείωση στην αξία του όπως αυτή ζητήθηκε. Ορθά το Δικαστήριο έκρινε ότι το εξοδολόγιο επιδιόρθωσης μηχανήματος δεν επιφέρει αυτόματα και την ίδια μείωση σε ποσό της αξίας του.
Όμως δεν είναι κατανοητό γιατί το Δικαστήριο με δεδομένη την αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Υ.1, δεν απέδωσε στους εφεσείοντες τουλάχιστον το εξοδολόγιο της επιδιόρθωσης που ανερχόταν σε ΛΚ1.680 και που φυσιολογικά προέκυπτε από την παραμονή του forklift στο συσκευαστήριο μετά το χρόνο εγκατάλειψης από τους εφεσείοντες και για το οποίο forklift χρειάστηκε να εκδοθεί διάταγμα Δικαστηρίου σε άλλη αγωγή για την παράδοση του στους εφεσείοντες. Επομένως ανταπαιτητικώς κρίνεται ότι οι εφεσείοντες δικαιούνταν τουλάχιστον στις ΛΚ1.680 που χρειάζονταν για την επιδιόρθωση του μηχανήματος.
Δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης σε σχέση με την ανταπαίτηση, οι δε εφεσίβλητοι είχαν μειώσει τις αξιώσεις τους επί των ζημιών που κατέγραψαν στην έκθεση απαίτησης και, επομένως, δεν παρίσταται λόγος για περαιτέρω συζήτηση.
Οι εφέσεις για τους πιο πάνω λόγους απορρίπτονται πλην του ποσού των ΛΚ1.680 ή το αντίστοιχο σε €2.870,45 επί της πρωτόδικης ανταπαίτησης των εφεσειόντων.
Όσον αφορά τα έξοδα, η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται ώστε επί της ανταπαιτήσεως των εφεσειόντων αυτοί να δικαιούνται έξοδα στην ανάλογη κλίμακα του ποσού των €2.870,45 με το υπόλοιπο μέρος της απόφασης επί των εξόδων να επικυρώνεται.
Τα δε έξοδα της εφέσεως επιδικάζονται εναντίον των εφεσειόντων και στις δύο εφέσεις και υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, μειωμένα όμως κατά ένα πέμπτο ώστε να ληφθεί υπόψη η επιτυχία των εφέσεων επί ενός και μόνο στοιχείου της ανταπαιτήσεως.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ