ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A270
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 15/2013)
2 Ιουλίου 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
xxx xxx ΧΩΜΑΤΕΝΟΣ,
Εφεσείων
ΚΑΙ
xxx xxx ΠΑΤΤΙΧΗ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΡΑΣΜΙΑΣ ΜΙΧΑΗΛ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,
Εφεσίβλητης
----------------------------------------------
Α. Δημητρίου για Α. Μαθηκολώνη, για τον Εφεσείοντα.
Ι. Ροκόπος, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
----------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου εισήχθηκε αίτηση περιγραφόμενη ως Πρωτογενής στη βάση του άρθρου 53 εδάφια (2) και (3) του περί Διαχειρίσεως των Περιουσιών Νόμου Κεφ. 189, η οποία επιδίωκε απόφαση ή οδηγίες του Δικαστηρίου ως προς τη νομιμότητα ή ορθότητα της γενομένης διανομής της ακίνητης περιουσίας της αποβιωσάσης Ερασμίας Μιχαήλ Παπαδοπούλου και αναφορικά με την εγγραφή της περιουσίας στο όνομα των κληρονόμων εξ αδιανεμήτου σύμφωνα με το κληρονομικό μερίδιο καθενός από αυτούς. Ζητείτο επίσης διάταγμα ακυρωτικό της διανομής που έγινε από τη διαχειρίστρια, καθώς και της μεταβίβασης και εγγραφής της περιουσίας στους κληρονόμους και επαναφορά της περιουσίας και επανεγγραφής της στο όνομα της διαχειρίστριας προς την οποία θα έπρεπε να δοθούν οδηγίες ως προς τη διανομή ή και την περαιτέρω διαχείριση της περιουσίας.
Το Δικαστήριο εκδίκασε την αίτηση και αφού εξέτασε τα δικόγραφα που κατατέθηκαν συμφώνως οδηγιών του και αξιολόγησε τη μαρτυρία εκατέρωθεν, κατέληξε να απορρίψει την αίτηση δεχόμενο ότι η εφεσίβλητη διαχειρίστρια της περιουσίας προέβηκε στη διανομή και εγγραφή των ακινήτων που ανήκαν στην αποβιώσασα στους νόμιμους κληρονόμους της δυνάμει των προνοιών του Κεφ. 195 και στη βάση των εξουσιών και των καθηκόντων που της χορηγούσε το Κεφ. 189. Από αυτή την απόφαση καταχωρήθηκε η υπό κρίση έφεση η οποία διατείνεται ότι λανθασμένα θεωρήθηκε πρωτοδίκως ότι δεν αποτελούσε υποχρέωση της διαχειρίστριας εφεσίβλητης πριν προχωρήσει στη διανομή της περιουσίας με οποιονδήποτε τρόπο να διαβουλευθεί με όλους τους κληρονόμους. Περαιτέρω, ότι εσφαλμένα έγινε δεκτό ότι ήταν δυνατή η μεταγραφή των κτημάτων επ΄ ονόματι των κληρονόμων αναλόγως των κληρονομικών τους μεριδίων χωρίς την προηγούμενη γνώση και συναίνεση τους. Συναφώς ήταν εσφαλμένη και η θέση του Δικαστηρίου ότι η αίτηση μεταγραφής των ακινήτων στους κληρονόμους δεν υπαγόταν στη διαδικασία του άρθρου 53 του Κεφ. 189, ενώ και η θεώρηση της σχετικής μαρτυρίας ήταν λανθασμένη ιδιαιτέρως σε ό,τι αφορά στο ότι οι θυγατέρες του αποβιώσαντος κληρονόμου Γεώργιου Λαντίδη ήσαν αντίθετες με την παραχώρηση ξεχωριστών τεμαχίων στον εφεσείοντα και τον αδελφό του. Εν τέλει και η απόφαση του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα της διαδικασίας ήταν επίσης εσφαλμένη.
Η διαφορά που είχε προκύψει, όπως αυτή αποτυπώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, εστιάζεται στο γεγονός ότι ο εφεσείων, ένας από τους κληρονόμους της αποβιωσάσης, είχε τη θέση ότι ουδέποτε του γνωστοποιήθηκε η αίτηση που η διαχειρίστρια υπέβαλε στο Κτηματολόγιο προς εγγραφή εκάστου ακινήτου κεχωρισμένως επ΄ ονόματι των κληρονόμων αναλόγως του κληρονομικού μεριδίου εκάστου επί του συνόλου της κληρονομίας. Ουδέποτε επίσης του ζητήθηκε η γνώμη για την προτεινόμενη διανομή και η μεταβίβαση και η εγγραφή των κτημάτων επ΄ ονόματι των κληρονόμων δεν συνοδευόταν από δήλωση αποδοχής εκ μέρους των προσώπων επ΄ ονόματι των οποίων ενεγράφησαν τα κτήματα, με αποτέλεσμα η διανομή και η εγγραφή να είχε γίνει χωρίς τη συγκατάθεση και συμφωνία των κληρονόμων και χωρίς την υπογραφή ή αποδοχή τους. Κατά τον εφεσείοντα, με τον τρόπο που έγινε η διανομή έκαστος κληρονόμος έλαβε ένα πολύ μικρό μερίδιο εξ αδιαιρέτου σε πολλά κτήματα με αποτέλεσμα η αξία εκάστου μεριδίου να είναι μηδαμινή, ενώ με καταλληλότερη διανομή έκαστος κληρονόμος μπορούσε να λάβει μεγαλύτερο μερίδιο επί κάποιων κτημάτων. Η διανομή που έγινε δεν αποτελούσε διανομή ως απαιτεί ο Νόμος, ούτε υπήρχε ανάγκη που την επέβαλλε δεδομένου ότι δεν είχαν γίνει προηγουμένως οποιεσδήποτε διαβουλεύσεις με τους κληρονόμους και εν πάση περιπτώσει ο εφεσείων και ο αδελφός του, επίσης κληρονόμος, διαφωνούν με τη διανομή και τις ενέργειες της διαχειρίστριας.
Η εφεσίβλητη αρνήθηκε ότι ουδέποτε κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα ή ουδέποτε ζητήθηκε η γνώμη του ως προς τη διανομή. Αντίθετα πολλές φορές του είχε ζητηθεί ώστε να υπάρξει κατάληξη σε μια συμφωνία αναφορικά με τη διανομή, αλλά ο εφεσείων ουδέποτε ανταποκρίθηκε θετικά. Η διανομή που είχε γίνει συνοδευόταν από δηλώσεις αποδοχής εκ μέρους των προσώπων επ΄ ονόματι των οποίων ενεγράφησαν τα κτήματα και συνεπώς η διανομή έγινε σύμφωνα με το Νόμο και τους Κανονισμούς, θεωρώντας ότι παρά το πολύ μικρό εξ αδιανεμήτου μερίδιο που έλαβε ο κάθε ένας από τους κληρονόμους, η διανομή αυτή ήταν η πιο ορθή λύση διότι ουδείς εξ αυτών αδικήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο.
Το Δικαστήριο δέχθηκε από το σύνολο της μαρτυρίας ότι στο Κτηματολόγιο Λάρνακας είχε καταχωρηθεί επιστολή από το συνήγορο της εφεσίβλητης που ζητούσε την εγγραφή στο όνομα των κληρονόμων κατά το κληρονομικό μερίδιο, αναφέροντας ότι ενεργούσε εκ μέρους των πελατών του, δηλαδή, τους κληρονόμους της αποβιωσάσης, μεταξύ των κληρονόμων δε ήταν και ο εφεσείων και ο αδελφός του. Σε μεταγενέστερη επιστολή του ιδίου συνηγόρου προς το Κτηματολόγιο επισυνάφθηκε έγγραφο με τίτλο «Δήλωση Διαχειριστού» που υπογραφόταν από τη διαχειρίστρια και καταγράφονταν σε αυτό όλοι οι κληρονόμοι ως και τα ακίνητα που κατέχονταν κατά την ημερομηνία θανάτου. Σύμφωνα με τη δήλωση της διαχειρίστριας, αυτή αιτήθηκε όπως όλα τα ακίνητα εγγραφούν επ΄ ονόματι των κληρονόμων σύμφωνα με το μερίδιο τους συμπεριλαμβανομένου και του μεριδίου του αποβιώσαντος στο μεταξύ Γεώργιου Λαντίδη, το μερίδιο του οποίου θα εγγραφόταν σύμφωνα με τη δήλωση των δικών του διαχειριστών η οποία επίσης είχε επισυναφθεί. Είχε επίσης επισυναφθεί Διάταγμα του Δικαστηρίου Λάρνακας στο πλαίσιο της Αίτησης Αρ. 132/99, με το οποίο είχαν χορηγηθεί έγγραφα διαχείρισης στην εφεσίβλητη με περαιτέρω δήλωση ότι η αποβιώσασα είχε αποθάνει άνευ διαθήκης. Με το πιστοποιητικό θανάτου του κοινοτάρχη αναφερόταν πρόσθετα ότι υπήρχαν εννέα κληρονόμοι, μεταξύ των οποίων και ο εφεσείων και ο αδελφός του, ενώ υπήρχαν και δεκαέξι εκθέσεις λεπτομερειών ακινήτων της περιουσίας της αποβιωσάσης.
Στο Τεκμήριο 1 που είχε καταθέσει ο xxx Προδρομής, Μ.Αιτ.1, Ελεγκτής στον Κλάδο Εγγραφής του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λάρνακας, εκτός των πιο πάνω εγγράφων, υπήρχε και επιστολή διαμαρτυρίας του εφεσείοντος ότι εκ των υστέρων έλαβε γνώση της διανομής και ότι λανθασμένα είχε γίνει αποδεκτή από το Κτηματολόγιο η αίτηση για εγγραφή, η οποία όμως απαντήθηκε από το Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ότι η εγγραφή των ακινήτων έγινε νομότυπα προς όφελος και στο όνομα όλων των κληρονόμων σύμφωνα με το μερίδιο εκάστου στη βάση έγγραφης δήλωσης και συγκατάθεσης της διαχειρίστριας και της επιστολής δικηγόρου εκ μέρους όλων των δικαιούχων προσώπων. Η μεταγραφή επομένως των ακινήτων της αποβιωσάσης έγινε στο πλαίσιο του Κεφ. 189 και του Κεφ. 195 και όχι δυνάμει των άρθρων 8 και 18 του Νόμου αρ. 9/65, που ο εφεσείων θεωρούσε ότι έπρεπε να είχαν εφαρμογή. Ο Διευθυντής κατέγραψε επίσης ότι αποτελεί χρόνια τακτική του Κτηματολογίου να αποδέχεται αιτήσεις από δικηγόρους εφόσον αναφέρουν γραπτώς ότι ενεργούν κατ΄ εντολή των κληρονόμων ή πελατών τους, χωρίς να απαιτείται από αυτούς η προσκόμιση άλλων αποδεικτικών στοιχείων.
Το Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσείοντα ότι δεν είχε διαβούλευση προηγουμένως ούτε και ρωτήθηκε ή ζητήθηκε η συμφωνία του ως προς τη διανομή, και, εν πάση περιπτώσει, δεν είχε εξουσιοδοτήσει το δικηγόρο κ. Ιάκωβο Ροκόπο να υποβάλει εκ μέρους του αίτηση για εγγραφή των ακινήτων. Δεν αποδέχθηκε όμως την πρόσθετη θέση ότι σκοπός αυτής της διανομής ήταν να πωληθούν τα κτήματα σε τρίτα πρόσωπα. Από την άλλη, δεν δέχθηκε τη μαρτυρία της διαχειρίστριας ότι γνώριζε για την επιθυμία του εφεσείοντα να γίνει διαφορετικά η διανομή, αλλά δεν κατέστη δυνατόν να επικοινωνήσει μαζί του διότι ο ίδιος δεν επιθυμούσε επικοινωνία με οποιοδήποτε. Από τη μαρτυρία αυτή όμως δέχθηκε ότι υπήρχε επικοινωνία με τη συνήγορο των θυγατέρων του συζύγου της αποβιωσάσης, Γεώργιου Λαντίδη, οι οποίες επιθυμούσαν όπως η διανομή γίνει με τον τρόπο που έγινε τελικώς. Η ίδια η διαχειρίστρια της περιουσίας του Γεωργίου Λαντίδη προξένησε θετική εντύπωση και ότι οι θυγατέρες του επιθυμούσαν τη διανομή όπως επιτεύχθηκε. Δεν είχε μεταφέρει την πρόταση του εφεσείοντα στις θυγατέρες Λαντίδη διότι η πάγια θέση τους ήταν ως ήδη αναφέρθηκε. Τέλος, το Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του xxx Δεσπότη, Πρωτοκολλητή Επικυρώσεως Διαθηκών και Διαχειρίσεων στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας-Αμμοχώστου ως προς τη διαδικασία που ακολουθείτο. Αν η διανομή δεν είναι σε ίσα μερίδια, χρειάζονται συγκαταθέσεις των κληρονόμων, διαφορετικά θεωρείται ότι η μεταβίβαση γίνεται συμφώνως του κληρονομικού μεριδίου και η διαχείριση κλείνει.
Στη βάση των πιο πάνω, λήφθηκε πρωτοδίκως η υπό έφεση τώρα εξεταζόμενη απόφαση με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν εντοπιζόταν οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια που να καθιστούσε επιτακτική την ανάγκη προηγούμενης διαβούλευσης εκ μέρους του διαχειριστή. Ο διαχειριστής υπέχει θέση εμπιστευματοδόχου ώστε να διανέμει την περιουσία σύμφωνα με τις πρόνοιες και τις διατάξεις της νομοθεσίας. Το καθήκον αυτό εν πάση περιπτώσει εξαντλείται με το να ακολουθήσει τις επιθυμίες της πλειοψηφίας των κληρονόμων. Εδώ η επιθυμία των αδελφών Λαντίδη που είχαν τα 5/10 μερίδια του συνόλου της περιουσίας λήφθηκαν υπόψη από τη διαχειρίστρια, ενώ η αναλογία του εφεσείοντα και του αδελφού του ήταν μόλις το 1/10 μερίδιο επί του συνόλου, ενώ κανένας άλλος εκ των κληρονόμων δεν παρουσιάστηκε να είχε διαφορετική άποψη.
Η έφεση η οποία επιδιώκει την επανασυζήτηση των όσων και πρωτοδίκως τέθηκαν, δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη. Κατ΄ αρχάς είναι αυτονόητο ότι ουδείς κληρονόμος, συμπεριλαμβανομένου και του εφεσείοντα, δύναται να παραπονείται εφόσον η διανομή της περιουσίας γίνεται στη βάση του κληρονομικού μεριδίου εκάστου. Το εάν ένας κληρονόμος έχει μικρότερο μερίδιο από άλλο δεν είναι ζήτημα που αφορά το διαχειριστή και τις εξουσίες και υποχρεώσεις του, αλλά ζήτημα που ορίζεται εξ αντικειμένου από τη νομοθεσία ή τη συγγένεια με το αποβιώσαντα, την ύπαρξη διαθήκης κλπ. Η διαβούλευση επιβάλλεται όταν θα αλλάξουν τα προς διανομή μερίδια οπότε και χρειάζεται η συγκατάθεση όλων των κληρονόμων.
Το Δικαστήριο χρησιμοποίησε απόσπασμα από τον Halsbury's Laws of England 4η Έκδ., Τόμος 17, σελ. 613, ως προς τα καθήκοντα ενός διαχειριστή. Το απόσπασμα, όμως, στην ουσία δεν είναι σχετικό με το ζητούμενο διότι αφορά σε «trust for sale», κάτι πολύ διαφορετικό από τη διανομή κληρονομικών μεριδίων. Ο συνήγορος του εφεσείοντα αναγνωρίζει στην ουσία στο περίγραμμα του ότι το απόσπασμα δεν έχει εφαρμογή, αλλά εισηγείται ότι ούτε αυτό δεν το εφάρμοσε το Δικαστήριό, παρά το ότι αναγνώρισε ότι δεν έγινε διαβούλευση ή αναζητήθηκε η γνώμη του εφεσείοντος. Παραγνωρίζει όμως ο εφεσείων ότι το απόσπασμα παρατέθηκε από το Δικαστήριο ως «πιθανόν βοηθητικό» στην προσπάθεια του να αντλήσει βοήθεια εφόσον δεν είχε εντοπίσει σχετική νομολογία. Και εφόσον δεν ήταν σχετικό δεν ήταν και εφαρμόσιμο. Παρά ταύτα, ορθά κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι ένας διαχειριστής επιτελεί το καθήκον του εάν λάβει υπόψη τις επιθυμίες της πλειοψηφίας. Και αυτό λόγω του ότι οι επιθυμίες της πλειοψηφίας των κληρονόμων συνέπιπταν με την κατανομή της περιουσίας κατά το ορθόδοξο τρόπο ήτοι τη διανομή σύμφωνα με το μερίδιο εκάστου.
Ως προς το παράπονο του εφεσείοντα διότι δεν ήθελε να διαμοιραστεί η περιουσία σε ίσα μικρά μερίδια διότι οι άλλοι κληρονόμοι ήθελαν να πωλήσουν τα δικά τους και ο ίδιος θα αναγκαζόταν να πωλήσει το δικό του και επομένως αδικήθηκε, αυτό δεν είναι βάσιμο. Δεν τίθεται ζήτημα αδικίας, ούτε εφαρμογής των αρχών της επιείκειας, εφόσον ο εφεσείων δεν έλαβε λιγότερο μερίδιο από αυτό που δικαιούτο. Τα όσα διατείνεται αφορούν την εμπορική πτυχή της γενόμενης διανομής και πόσο συμφέρουσα ήταν για τον κάθε κληρονόμο. Αυτό θα μπορούσε να επιλυθεί μόνο με μεταξύ τους συμφωνία και εξαγορά ή ανταλλαγή μεριδίων ή ακόμη και αποποίηση κληρονομιάς.
Κανένα από τα άρθρα στα οποία βασίστηκε η αίτηση του εφεσείοντα για ακύρωση των γενομένων δεν τυγχάνει εφαρμογής. Τα άρθρα 31-34 του Κεφ. 189, αφορούν γενικά τα καθήκοντα και εξουσίας του προσωπικού αντιπροσώπου και την εξουσία του Δικαστηρίου σε ορισμένες περιπτώσεις να διατάσσει πώληση, εκμίσθωση, υποθήκευση κλπ. για να διευκολυνθεί η διανομή της κληρονομίας. Δεν μπορεί βεβαίως το Δικαστήριο να επιβάλλει συμφωνία που περιέχει εμπορικές δοσοληψίες. Το άρθρο 53 επίσης δεν είχε εφαρμογή στα δεδομένα όπως ορθά αποφάσισε το Δικαστήριο, το εύρος του οποίου δεν είναι τόσο μεγάλο ως διατείνεται ο συνήγορος του. Το άρθρο 53 έχει ερμηνευτεί πλειστάκις και οι υποθέσεις Ευστρατίου ν. Χατζησάββα (1997) 1 Α.Α.Δ. 751, και Σιδέρη (2009) 1 Α.Α.Δ. 1390, που μνημονεύει το Δικαστήριο είναι μερικές από αυτές. Πιο πρόσφατα σχετική είναι και η Mikis & Markos Sideris Holdings Ltd v. Χρίστου Τριανταφυλλίδη, διαχειριστή, Πολ. Έφ. αρ. 21/2013, ημερ. 23.1.2019, ECLI:CY:AD:2019:A14, όπου αναφέρθηκε ότι η εμβέλεια του σχετίζεται με ζήτημα ερμηνείας και διακήρυξη δικαιωμάτων. Εδώ ο εφεσείων είχε το δικαίωμα του στο κληρονομικό του μερίδιο και δεν έχρηζε οποιασδήποτε ερμηνείας ή διακήρυξης. Οποιοδήποτε περαιτέρω δικαίωμα θα μπορούσε να αντληθεί μόνο με συμφωνία με άλλους κληρονόμους. Δεν αποκλείστηκε ο εφεσείων από οποιοδήποτε δικαίωμα του ή μερίδιο ως ισχυρίζεται, από τους άλλους κληρονόμους. Μέσω δε της μαρτυρίας της Γ. Ι., Μ.Υ.3, ορθώς έγινε αποδεκτή η θέση ότι οι αδελφές Λαντίδου επιθυμούσαν η διανομή να γίνει σύμφωνα με το Νόμο και το κληρονομικό τους μερίδιο. Άρα, ο εφεσείων ακόμη και να ζητούσαν τη θέση του προηγουμένως και πάλι δεν θα πετύχαινε οτιδήποτε χωρίς την εξαγορά άλλου ή άλλων μεριδίων.
Είναι γεγονός ότι το Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι ο εφεσείων δεν είχε συγκατατεθεί στην εγγραφή και ούτε συναίνεσε στην εκπροσώπιση του από το συνήγορο της εφεσίβλητης ενεργώντας φαινομενικά εκ μέρους όλων των κληρονόμων. Το τελευταίο αυτό ζήτημα και η επακριβής εξουσιοδότηση του συνηγόρου έναντι του εφεσείοντα, δεν ήταν θέμα που μπορούσε να εξεταστεί από το Δικαστήριο, όπως ορθά αποφάσισε. Όσον αφορά το άρθρο 18 του Νόμου αρ. 9/65, το οποίο δεν σχολίασε το Δικαστήριο, αυτό έχει κατ΄ εξοχήν εφαρμογή σε μεταβιβάσεις μεταξύ ζώντων και δεν αφορά τη διανομή και εγγραφή περιουσίας δυνάμει κληρονομικής διαδοχής. Και εν πάση περιπτώσει, δεν έχει σχέση με την εφεσίβλητη και τις εξουσίες της. Ακόμη παρατηρείται ότι το Κτηματολόγιο δεν ήταν διάδικος στη διαφορά.
Όσον αφορά τα έξοδα, ορθώς το Δικαστήριο ακολούθησε το χρυσό κανόνα ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα. Η αναξιοπιστία ενός μάρτυρα ή και διαδίκου δεν καθορίζει κατ΄ ανάγκην το αποτέλεσμα, όπως και δεν το καθόρισαν στην προκείμενη περίπτωση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ της εφεσίβλητης, όπως θα καθοριστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ