ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Hλία Nεόφυτος (1997) 1 ΑΑΔ 869
Mελάς Παναγιώτης Λιάκου (Aρ. 1) (1998) 1 ΑΑΔ 706
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2011) 1 ΑΑΔ 1677
Συμεού Ανδρέας (2012) 1 ΑΑΔ 974
Εταιρεία Φουκαρίδης & Σία (2016) 1 ΑΑΔ 1154, ECLI:CY:AD:2016:D238
Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 ΑΑΔ 232
Τυμπιώτης Γιώργος ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 612
Παπακυριακού Κυριάκος και Άλλοι ν. Αστυνομίας και Άλλων (2007) 2 ΑΑΔ 133
Pal Tekinder και Άλλη ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 551
Κρασοπούλη Σκορδέλλη Έλλη και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 436, ECLI:CY:AD:2016:B267
Kυπριακή Δημοκρατία, Δέσπω Αποστολίδου ν. (Αρ. 1) (2002) 3 ΑΑΔ 80
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2019:D251
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική αίτηση αρ.86/19
10 Ιουνίου, 2019
[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx ΜΟΥΖΟΥΡΑ, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ - ΑΙΤΗΤΗΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Η PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ AΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ Φ. ΠΑΤΣΑΛΙΔΗ, ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΑΖΕΙ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΗΜΕΡ. 16.5.2019 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ 147/18, ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΠΕΡΡΙΨΕ ΑΙΤΗΜΑ ΕΞΑΙΡΕΣΗΣ ΠΟΥ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΗΓΟΡΟ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ Η ΠΕΡΙ ΤΗΝ 16.4.2019.
_ _ _ _ _ _
Μονομερής αίτηση ημερ. 28.5.2019
Α.Χαραλάμπους, για Χρύση Δημητριάδη & Co LLC, για τον Αιτητή.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο αιτητής με την παρούσα αίτηση ζητά από το Ανώτατο Δικαστήριο:
Άδεια για καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari εναντίον της απόφασης του Δικαστή Φ. Πατσαλίδη του Στρατιωτικού Δικαστηρίου ημερ. 16/05/2019 που εκδόθηκε στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης 147/18, με την οποία απέρριψε αίτημα εξαίρεσης και το οποίο υποβλήθηκε από τον δικηγόρο του αιτητή κατά ή περί την 16/4/19. Eπίσης άδεια του Δικαστηρίου για καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Ρrohibition ώστε να απαγορεύεται η συνέχιση της εκδίκασης της ως άνω ποινικής υπόθεσης η οποία είναι ορισμένη για συνέχιση της ακρόασης στις 11 μέχρι 14.6.2019, καθώς και διάταγμα του Δικαστηρίου για αναστολή της εκδίκασης της ως άνω ποινικής υπόθεσης που εκδικάζεται ενώπιον του Στρατιωτικού Δικαστηρίου που συνεδριάζει στη Λευκωσία, μέχρις ότου ακουσθεί και αποφασισθεί η Αίτηση δια κλήσεως ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου τούτου.
Στις 28/08/2018 καταχωρήθηκε στο Στρατιωτικό Δικαστήριο η ως άνω ποινική υπόθεση εναντίον του αιτητή με κατηγορίες που αφορούν παράνομη κατοχή και μεταφορά πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β, παράνομη κατοχή και μεταφορά πυρομαχικών πυροβόλου όπλου κατηγορίας Β, παράνομη μεταφορά εκρηκτικών υλών χωρίς την άδεια τον επιθεωρητή εκρηκτικών υλών και κλοπή υπό δημοσίων λειτουργών, δυνάμει των άρθρων 4, 25, 51 του Νόμου 113(Ι)/2004, του άρθρου 4 του Κεφ. 54 καθώς και του άρθρου 255 και 267 του Κεφ. 154. Η υπόθεση προχώρησε σε ακρόαση ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου και αφού ακούστηκε αριθμός μαρτύρων κατηγορίας και κατατέθηκε κατάλογος παραδεκτών γεγονότων. Είναι δε ορισμένη για συνέχιση της ακρόασης στις ως άνω ημερομηνίες.
Η πλευρά του αιτητή σθεναρά υποστηρίζει πως η δίκη του δεν μπορεί να είναι δίκαιη, εφόσον τόσο η αντικειμενική αλλά και υποκειμενική αμεροληψία εκ μέρους του Στρατοδικείου έχει υποστεί πλήγμα, ενόψει ενεργειών του Προέδρου του Στρατοδικείου οι οποίες λεπτομερώς καταγράφονται. Ως πυρήνας αυτής, κατά τον αιτητή, μεμπτής συμπεριφοράς του Προέδρου του Στρατοδικείου και κατά προέκταση του Δικαστηρίου εν συνόλω, είναι η λήψη εκ μέρους του Προέδρου της ΄Εκθεσης πραγματογνώμονα, της Υπεράσπισης από τον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής στο γραφείο του Δικαστή και στην απουσία του συνηγόρου της Υπεράσπισης δηλαδή του κ.Χαραλάμπους.
Η ΄Εκθεση αυτή είχε δοθεί από τον κ.Χαραλάμπους στον κ.Ευσταθίου, εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής. Μάλιστα κατόπιν αιτήματος του πρώτου, η υπόθεση αναβλήθηκε αρκετές φορές για να δοθούν σχετικά στοιχεία από την πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής ώστε να βοηθηθεί ο μάρτυρας εμπειρογνώμονας της Υπεράσπισης στην ετοιμασία αυτής της ΄Εκθεσης με απώτερο προφανώς σκοπό την αντεξέταση του ΜΚ εμπειρογνώμονα Καρυόλου και την κατάθεση του ιδίου ως Μ.Υ. εάν και εφόσον ο Κατηγορούμενος καλείτο σε απολογία.
Σύμφωνα με την αίτηση το γεγονός αυτό γνωστοποιήθηκε στο συνήγορο του αιτητή από τις αρχές του Μάρτη του 2019 (χωρίς να προσδιορίζεται ημερομηνία) όταν ο συνήγορος υπεράσπισης βρισκόταν στο γραφείο του Δικαστή χωρίς την άλλη πλευρά σε σχέση με αίτηση αλλαγής όρων παρουσίασης του αιτητή στο Δικαστήριο. Όπως εξηγείται στη δικογραφία κατά το χρόνο λήψης αυτής της πληροφορίας ο συνήγορος δεν αντιλήφθηκε τη σημασία της πράξης αυτής εκ μέρους του Δικαστηρίου και ως εκ τούτου δεν έλαβε οποιαδήποτε άμεσα μέτρα. Κατόπιν όμως διαβουλεύσεων που είχε στο γραφείο του με άλλους συναδέλφους του δικηγόρους, αντιλήφθηκε πως το γεγονός ενείχε σπουδαιότητα που ενδεχομένως να επηρέαζε τη δίκη. Ως εκ τούτου στις 9.4.2019 ενώ η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση και αφού κατατέθηκε αριθμός παραδεκτών γεγονότων αμφοτέρων των συνηγόρων, ο κ.Χαραλάμπους έθεσε στο Δικαστήριο το θέμα λέγοντας τα εξής σχετικά:
«.. ότι κατά το τέλος του Νοεμβρίου του 2018 και πριν να αρχίσει η ακροαματική διαδικασία είχα παραλάβει την πολυσέλιδη έκθεση του γενετιστή Γεωργίου Φιτσιάλου ημερ. 22.11.2018, αντίγραφο της οποίας έκθεσης είχα παραδώσει στον κ. Ευσταθίου (δικηγόρο της κατηγορούσας αρχής) προσωπικά πριν την έναρξη της ακρόασης κατόπιν υπόσχεσης που είχα δώσει .. ΄Εχω αντιληφθεί περίπου πριν 1 μήνα και αφού κλήθηκα να παραστώ στο γραφείο σας, μου αναφέρατε ότι είχατε λάβει αντίγραφο αυτής της έκθεσης την οποία είχατε διαβάσει».
Ακολουθεί η εξής στιχομυθία μεταξύ Δικαστηρίου και συνηγόρου.
«Δικαστήριο: Δεν την διάβασα, εντάξει, ούτε του κ. Καρυόλου δεν την έχω διαβάσει.
κ.Χαραλάμπους: Ότι την έχετε στην κατοχή σας, την οποία λάβατε από τον κ.Ευσταθίου.
Δικαστήριο: Ναι σωστά.»
Στη συνέχεια ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής ερωτώμενος από το συνήγορο Υπεράσπισης, αναφέρει ότι δεν θυμάται ειδικά επί του θέματος καταλήγοντας ότι «πρέπει να το κοιτάξω δεν το αποκλείω».
Στην ίδια αυτή δικάσιμο ο κ. Χαραλάμπους, ακολούθως, αναφέρει στο Δικαστήριο ότι υπάλληλος του γραφείου του προέβη σε έρευνα στο φάκελο του Δικαστηρίου και αντιλήφθηκε ότι η έκθεση αυτή δεν βρίσκεται εντός του φακέλου του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο ανέφερε γι΄αυτό το θέμα ότι μέρος του φακέλου βρίσκεται στο γραφείο του ιδίου του Προέδρου του Στρατοδικείου, εφόσον η υπόθεση είναι σε εξέλιξη και τυγχάνει μελέτης. Μάλιστα υπέμνησε πως όλο το υλικό (της Κατηγορούσας Αρχής) κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου κατά το χρόνο που ζητήθηκε η κράτηση του αιτητή. Εντέλει ο κ.Χαραλάμπους αναφέρει στο Δικαστήριο πως χρειάζεται χρόνο για να υποβάλει αίτημα για εξαίρεση του Προέδρου «ενόψει αυτής της εξέλιξης σε σχέση με έκθεση Φιτσιάλου».
Στις 16.4.2019 γίνονται αρχικά κάποιες δηλώσεις από τον εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής με βάση την οποία τίθεται η θέση ότι εντός Δεκεμβρίου 2018 ή αρχές Ιανουαρίου 2019 παρέδωσε φωτοαντίγραφο της έκθεσης αυτής που έλαβε από τον κ.Χαραλάμπους στη γραμματεία του Στρατιωτικού Δικαστηρίου για να δοθεί βεβαίως στο Δικαστήριο.
Ακολούθησε η κατάθεση της γραπτής αγόρευσης του κ.Χαραλάμπους και ζητήθηκε αναβολή εκ μέρους του κ.Ευσταθίου ώστε να απαντήσει γραπτώς στην αγόρευση του κ.Χαραλάμπους. Η υπόθεση ορίστηκε στις 23.4.2019, ημερομηνία κατά την οποία ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής κατέθεσε τις δικές του γραπτές αγορεύσεις. Ο κ.Χαραλάμπους στη συνέχεια ζήτησε 10 λεπτά αναβολή με σκοπό να μελετήσει την αγόρευση και ενδεχομένως να τοποθετηθεί επ΄αυτής. Αποτελεί μέρος του παραπόνου του αιτητή ότι δεν του εδόθη αυτή η ολιγόλεπτη αναβολή με αποτέλεσμα, σύμφωνα με τη θέση του, να μείνουν αναπάντητοι διάφοροι ισχυρισμοί που τέθηκαν για πρώτη φορά από τον εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής στην αγόρευση του.
Στις 16.5.2019 το Δικαστήριο με απόφασή του απέρριψε το αίτημα εξαίρεσης από την εκδίκαση της ως άνω ποινικής υπόθεσης. Μέρος του εκτεταμένου σκεπτικού θα μας απασχολήσει στη συνέχεια.
Δέον να σημειωθεί πως ενώ η ποινική αυτή υπόθεση εκκρεμούσε, ο αιτητής είχε αποταθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο με δύο άλλες αιτήσεις για άδεια καταχώρησης αίτησης για certiorari αναφορικά με την έκδοση ενταλμάτων σύλληψης και έρευνας. Οι άδειες δεν δόθησαν τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ΄έφεση. Πρόκειται για τις Πολ.εφ. Μούζουρα, Πολ.εφ. αρ. 298/18 και 305/18, 4.3.2019.
Σημαντικό στοιχείο επίσης των θέσεων του αιτητή είναι ότι, ουδέποτε ο συνήγορος του, έδωσε συγκατάθεση ώστε η έκθεση αυτή να δοθεί στο Δικαστήριο. Μεγάλο δε μέρος της ένορκης δήλωσης αναλώνεται στην ανάλυση και ερμηνεία της απόφασης για τη μη εξαίρεση του Δικαστηρίου όσον επίσης και άλλα επιμέρους θέματα που αφορούν τη στάση του Δικαστηρίου στην πλευρά του αιτητή και των συνηγόρων του η οποία κατά τη θέση του «δείχνει την άδικη μεταχείριση του δικαστή προς την πλευρά της υπεράσπισης».
Είναι δε η εισήγηση της πλευράς του αιτητή πως με τα πιο πάνω παραβιάζεται ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας, η Δικονομία (Ν. 40/64) και ο περί Αποδείξεως Νόμος αφού ο δικαστής που εκδικάζει την υπόθεση έλαβε στην κατοχή του κατάθεση - έκθεση μάρτυρα υπεράσπισης με τρόπο που δεν προβλέπεται από τους Νόμους. Περαιτέρω ότι υπήρξε παραβίαση των αρχών φυσικής δικαιοσύνης, του άρθρου 28 και 30 του Συντάγματος και του άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με τρόπο που να εκθεμελιώνεται η δίκαιη δίκη αφού υπήρξε συνάντηση σε άγνωστο χρόνο μεταξύ δικαστή και εκπροσώπου κατηγορούσας αρχής για να δοθεί η εν λόγω έκθεση εν αγνοία και χωρίς τη συγκατάθεση του αιτητή και ότι κατά τη συνάντηση δεν τηρήθηκαν πρακτικά. Μεμπτό είναι, κατά τη θέση του αιτητή, το γεγονός ότι η έκθεση κρατήθηκε από το δικαστή εντός του γραφείου του, εκτός του φακέλου του πρωτοκολλητείου και ότι δεν έλαβαν χώρα τα γεγονότα σε ανοικτό Δικαστήριο. Όλα αυτά συνιστούν παραβίαση του δικαιώματος του αιτητή για ανεπηρέαστη και δημόσια ακροαματική διαδικασία. Ισχυρίζεται περαιτέρω ο αιτητής ότι υπήρξε παραβίαση της αρχής φυσικής δικαιοσύνης δεδομένου ότι ο δικαστής έγινε μάρτυρας γεγονότων στη βάση προσωπικής δικαστικής γνώσης χωρίς να βεβαιώνεται από τα πρακτικά. Ταυτόχρονα κατέστησε τον εαυτό του κριτή των δικών του πράξεων. Αυτό συσχετίζεται με την άρνηση του Δικαστηρίου να εξαιρεθεί. Καταληκτικά γίνεται αναφορά σε παραβίαση των βασικών κατευθυντηρίων αρχών της δικαστικής συμπεριφοράς η οποία δημοσιεύθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 30.1.2019.
Ο αιτητής στη διαδικασία της λήψης αδείας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος θα πρέπει να καταδείξει συζητήσιμη υπόθεση. Λόγοι χορήγησης αδείας είναι η έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το Νόμο, προκατάληψη, δόλος και παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι η θέση για συζητήσιμη υπόθεση, εν προκειμένω, εστιάζεται στην προκατάληψη, στην παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και την έκδηλη παράβαση του Νόμου. Αυτά βεβαίως πρέπει να είναι εμφανή στο πρακτικό (βλ. Γενικός Εισαγγελέας (2011) 1 ΑΑΔ 1677). Ως προς τη στοιχειοθέτηση ή μη συζητήσιμης υπόθεσης στην υπό κρίση αίτηση, η οποία αφορά σοβαρούς ισχυρισμούς που άπτονται της απονομής της Δικαιοσύνης, έχουν ιδιαίτερη σημασία κατά την κρίση μου, τα ακόλουθα:
1. Σε ποια χρονικά σημεία σημειώθηκαν τα ουσιώδη γεγονότα και εάν αυτά συνιστούν, στοιχεία που μπορούν να διευκρινισθούν ή αποτελούν αδιαμφισβήτητα γεγονότα προκύπτοντα από τα πρακτικά.
2. Ποιο ήταν το ακριβές περιεχόμενο των επίδικων ενεργειών και το κατά πόσο αυτό είναι μη αμφισβητήσιμο. Σημασία έχουν φυσικά τα λεχθέντα υπό του Δικαστηρίου διά του Προέδρου, του εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής και του συνηγόρου υπεράσπισης.
3. Υπήρξαν ή όχι παραβιάσεις της Ποινικής Δικονομίας και Πρακτικής. Και, εάν υπήρξαν, είναι τέτοιας εμβέλειας και σημασίας ώστε να οδηγούν σε συζητήσιμη υπόθεση προκατάληψης και παραβίασης του δικαίου της δίκης στο πλαίσιο που εξηγήθηκε.
Αναφορικά με ισχυρισμούς για το δίκαιο της δίκης θα πρέπει να λεχθεί ότι υπό συνθήκες κατά τις οποίες η επικαλούμενη παραβίαση θεσμικών αρχών πλήττει το θεμέλιο της δίκαιης δίκης, το κατάλληλο πλαίσιο για να κριθεί κατά πόσον τούτο υφίσταται ή όχι είναι στο πλαίσιο της δίκης και όχι εκτός αυτής.
Όπως ελέχθη στην κλασσική αυθεντία Ford κ.ά. (αρ.2) (1995)2 Α.Α.Δ. 232:
«Οι αποφάσεις στη Φάντη και Ηρακλέους δεν υποστηρίζουν την αρχή, όπως εσφαλμένα διαπιστώθηκε στην ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου, ότι ισχυρισμοί για την παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου εξετάζονται, ανεξάρτητα από τη φύση και την εμβέλειά τους, σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης ήθελε κρίνει πρόσφορο το εκδικάζον την ποινική υπόθεση δικαστήριο.
Ο λόγος της Φάντη (απόφαση πλειοψηφίας) είναι ότι τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται από το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος είναι συνυφασμένα με τη διεξαγωγή της δίκης και όχι με την κατάργησή της. Η παρατήρηση του Δικαστηρίου "ότι μπορεί να εγερθεί ζήτημα ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστηρίου που να αφορά τη δίκαιη δίκη, και διάφορα άλλα, όπως επιτρέπει ο Νόμος και το Σύνταγμα", αναφέρεται στη σύμφυτη εξουσία του δικαστηρίου να εξετάσει θέματα που αναφέρονται στη διεξαγωγή της δίκης σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας κρίνεται αναγκαίο, ανάλογα με τις συνέπειες που ενέχει το θέμα στη διεξαγωγή και την πορεία της δίκης. Η προάσπιση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, βάσει του Άρθρου 30.3, συναρτάται, όπως προκύπτει από τη Φάντη, με τη διασφάλιση των εχέγγυων που εξασφαλίζονται στον κατηγορούμενο κατά τη διεξαγωγή της δίκης και όχι τον αποκλεισμό ή διαγραφή της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου».
Σχετική είναι και η Σκορδέλη ν. Δημοκρατίας Ποιν. εφ. 101/13 κ.ά. 6.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:B267 και η Μιχαηλίδης ν. Δ/τιας, Ποιν. εφ.125/17 κ.ά., 26.4.2018 όπου λέχθηκε: «το δίκαιο της δίκης πρέπει να κρίνεται κατά τρόπο απτό και συγκεκριμένο. Πρέπει να καταδεικνύεται ότι η όποια πλημμέλεια ή λάθος δεν οδηγεί στην πράξη σε βλάβη ενός κατηγορουμένου».
Αλλά και επί certiorari είναι σχετική η προσέγγιση της Μιχαηλίδου, Δ., στην Θωμά, Πολ. Αιτ. αρ. 49/16,12.5.2016), ECLI:CY:AD:2016:D238.
Οπότε τίθεται το ερώτημα: Είναι στην υπό κρίση περίπτωση, το κατάλληλο διάβημα η αίτηση για λήψη άδειας με σκοπό την καταχώρηση αίτησης για προνομιακό ένταλμα;
Εάν ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο για το υπόβαθρο συζητήσιμης υπόθεσης εφόσον το θέμα αγγίζει άμεσα το πρόσωπο του εκδικάσαντος Δικαστή και την απόρριψη αιτήματος εξαίρεσης του, η διαδικασία certiorari θα ήταν το ευλόγως, υπό τις περιστάσεις, αναμενόμενο διάβημα. (Βλ. Edmonds v. Badham (1973) R.T.R. 356).
Στη Συμεού (2012) 1 Α.Α.Δ. 974, όπου ο Δικαστής εξαιρέθηκε μετά από παρόμοιο αίτημα προκατάληψης ως η παρούσα, ακολούθησε αίτηση για χορήγηση αδείας για προνομιακό διάταγμα. Αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
"Σύμφωνα με τη δικαστική πρακτική που διαμορφώθηκε και τις αρχές της νομολογίας, δικαστής που αισθάνεται ότι για οποιοδήποτε λόγο, προσωπικό ή άλλο, κωλύεται να συμμετάσχει στην εκδίκαση μιας υπόθεσης, εξαιρείται από τη σύνθεση του δικαστηρίου (βλ. Καίτη Σπανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά., Υπόθ. Αρ. 74/09, ημερ. 22.4.2010). Το ίδιο μπορεί να συμβεί όταν ζητηθεί η εξαίρεση του από διάδικο. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Hauschildt v. Denmark, 24.5.1989, Series A, No. 154:- «Η ύπαρξη αμεροληψίας για τους σκοπούς του Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης πρέπει να αποφασίζεται σύμφωνα με ένα υποκειμενικό κριτήριο, δηλαδή στη βάση της προσωπικής πεποίθησης ενός συγκεκριμένου δικαστή σε δοθείσα υπόθεση, και επίσης, σύμφωνα με το αντικειμενικό κριτήριο, που είναι η διακρίβωση κατά πόσο ο δικαστής πρόσφερε εγγυήσεις αρκετές για να αποκλείουν μια νόμιμη αμφιβολία ως προς αυτό.» (βλ. επίσης Findlay v. UK [1997] 24 EHRR 221, 244, Castillo Algar v. Spain [1998] 30 EHHR 826 και το Σύγγραμμα του Α. Λοΐζου «Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας», Έκδοση 2001, σελ. 193). Το κριτήριο προκατάληψης για εξαίρεση ενός δικαστή, είναι κατά πόσο θα δημιουργηθεί η εντύπωση στο μυαλό του μέσου εχέφρωνα πολίτη, ο οποίος γνωρίζει όλα τα γεγονότα, ότι υπάρχει πράγματι πιθανότητα προκατάληψης από το δικαστή (βλ. Κωνσταντίνου ν. Κωνσταντίνου, ανωτέρω). Το κριτήριο είναι αντικειμενικό. Εικασίες και καχυποψίες μόνο, δεν είναι αρκετές (βλ. Μόδεστος Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας (1994) 1 Α.Α.Δ. 268 και Porter ν. Magill [2002] 2 AC 357).
Αποτελεί επίσης σημαντική αρχή της νομολογίας ότι ο δικαστής δεν εξαιρείται ανάλογα με τις επιθυμίες των διαδίκων, οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα να καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Παναγιώτη Λιάκου Μελά (Αρ. 1) (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 706). Επίσης, στην υπόθεση Δέσπω Αποστολίδου ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 80, τονίστηκε ότι:-
«Η ευαισθησία του Δικαστή, ως υποδεικνύεται στην Makrides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 304, δεν αποτελεί τον οδηγό στη διαπίστωση κωλύματος, αλλά οδηγό συνιστά η σωστή εκτίμηση του δικαστικού καθήκοντος και ό,τι αυτό επιβάλλει. Παραίτηση από αυτό το καθήκον ενέχει ορατούς κινδύνους για την απονομή της δικαιοσύνης όπως υποδεικνύεται:
"One such danger is that we would be coming close to acknowledging to a litigant a right to choose the judge who will try him."
"Ένας τέτοιος κίνδυνος είναι ότι θα φθάναμε κοντά στην αναγνώριση δικαιώματος στο διάδικο να επιλέγει το δικαστή που θα τον δικάσει."»
Στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Αγγλικού Εφετείου (απαρτιζόμενου από τον Αρχιδικαστή, τον Πρόεδρο του Εφετείου και τον Αντικαγκελάριο (V-C)), Locabail Ltd v. Bayfield Properties [2000] 1 All E.R. 65, τονίζεται ότι αποτελεί καθήκον του δικαστή να επιλαμβάνεται των υποθέσεων που του ανατίθενται, αποκλείοντας κάθε ενδεχόμενο ο διάδικος να επιλέγει το δικαστή που θα τον δικάσει. Στην ίδια υπόθεση το Αγγλικό Εφετείο πραγματεύεται τις αρχές που διέπουν τη διαπίστωση προκατάληψης. Εύλογος υπόνοια ή λογικός φόβος είναι, καθώς επισημαίνεται, το κριτήριο το οποίο υιοθετεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τη διαπίστωση προκατάληψης. (Piersack v. Belgium [1982] 5 EHRR 169, De Cubber v. Belgium [1984] 7 EHRR 236, Hauschildt v. Denmark [1989] 12 EHRR 266, Langborger v. Sweden [1989] 12 EHRR 416.)
..................................
Χρήσιμη καθοδήγηση για τη διαπίστωση προκατάληψης παρέχεται και από την απόφαση Ex p. Pinochet Ugarte (No. 2) [1999] 1 All E.R. 577 (HL). Σκοπός του αποκλεισμού δικαστή από τη σύνθεση δικαστηρίου λόγω προκατάληψης είναι, ως υπογραμμίζεται, η διασφάλιση της καθαρότητας στη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης.
(Βλ. επίσης, Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612).
Όπου ο δικαστής αποφασίσει να συμμετάσχει στη σύνθεση του δικαστηρίου, παρά το αίτημα για εξαίρεσή του, η απόφασή του υπόκειται σε παραμερισμό. Σε τέτοια περίπτωση, ανεξάρτητα από την υποκειμενική συμπεριφορά του δικαστή, τα γεγονότα της υπόθεσης θα πρέπει να διερευνηθούν κατά πόσο υποδεικνύουν προς προκατάληψη. Το κριτήριο είναι ανεξάρτητο, δηλαδή κατά πόσο στο νου του μέσου εχέφρονος πολίτη ο οποίος γνωρίζει τα γεγονότα, δημιουργείται φόβος ή δικαιολογημένη εντύπωση ύπαρξης πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης (βλ. Castillo Algar v. Spain, ανωτέρω, Κωνσταντίνου ν. Κωνσταντίνου, ανωτέρω, Tekinder Pal v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551 και Costas Makrides v. The Republic (1984) 3(A) C.L.R. 304)».
Εν προκειμένω θα πρέπει να εξεταστούν ενδελεχώς τα ως άνω 1-3 σημεία, τα οποία θα θέσουν το πλαίσιο της κρίσης για το πρακτέον, ως προς τη στοιχειοθέτηση ή μη συζητήσιμης υπόθεσης.
Η πλευρά του αιτητή ισχυρίζεται πως ο Πρόεδρος του Στρατοδικείου τον κάλεσε στο γραφείο του αρχές του Μάρτη 2019 σε συνάρτηση με αίτηση που υπέβαλε ο τελευταίος για τους όρους παρουσίας του αιτητή και του ανέφερε πως έλαβε από τον εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής την ως άνω έκθεση, την οποία μάλιστα διάβασε.
Στις 9.4.2019 στη δικάσιμο, στην αίθουσα του Δικαστηρίου, τα πιο πάνω επαναλήφθησαν από το συνήγορο του κατηγορουμένου και καταγράφησαν κάποιες θέσεις των μερών στο σχετικό πρακτικό. Ετέθη ακόμη πως ο συνήγορος δεν έδωσε τη συγκατάθεση του για να παραδοθεί αντίγραφο στο Δικαστή ενώ είχε συμφωνήσει ρητά να το λάβει η κατηγορούσα αρχή.
Το Δικαστήριο στην απόφαση του ημερ. 16.5.2019, επί του σχετικού αιτήματος εξαίρεσης, δεν αποδέχεται στο μεγαλύτερο του μέρος τα πιο πάνω.
Μεταφέρω απόσπασμα της απόφασης:
«Ταυτόχρονα όμως με την πιο πάνω συζήτηση ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ρώτησε τον συνήγορο. υπεράσπισης αν είχε εν τω μεταξύ ετοιμασθεί η έκθεση του πραγματογνώμονα-γενετιστή που διόρισε η υπεράσπιση, δηλαδή του κ. Φιτσιάλου. Πληροφορήθηκε πως δεν ήτο ακόμη έτοιμη. Ταυτόχρονα ο Πρόεδρος πληροφορήθηκε και από τον εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής, αλλά και τον συνήγορο υπεράσπισης ότι είχε συμφωνηθεί μεταξύ των, (προφανώς από προηγούμενες επαφές των όπως έγινε αντιληπτό), ότι όταν θα ήτο έτοιμη η εν λόγω έκθεση, η υπεράσπιση Θα παρέδιδε αντίγραφό της στην κατηγορούσα αρχή, κάτι για το οποίο μάλιστα η κατηγορούσα αρχή εκφράστηκε ιδιαίτερα κολακευτικά για την ενέργεια αυτή της υπεράσπισης.
Εν όψει ειδικά αυτής της δήλωσης αμφοτέρων ενώπιόν του, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου απευθύνθηκε προς τον συνήγορο υπεράσπισης και τον ρώτησε αν Θα μπορούσε και το Δικαστήριο να εφοδιαστεί με αντίγραφο αυτής της έκθεσης όταν αυτή θα ήτο έτοιμη. Χωρίς δεύτερη σκέψη ο συνήγορος υπεράσπισης απάντησε ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα.
Η ενέργεια αυτή του Προέδρου ήτο απόλυτα καλόπιστη και απέβλεπε στην ενδεχόμενη μελλοντική υποβοήθηση των διαδίκων (κατηγορούσας αρχής και υπεράσπισης) για εξεύρεση κοινού εδάφους επί παραδεκτών γεγονότων στην επικείμενη ακροαματική διαδικασία, η οποία, εν όψει της δέσμης καταθέσεων και φωτογραφιών με την οποία εφοδιάστηκε το Δικαστήριο εξ' αρχής (28/8/18), προεβλέπετο ιδιαίτερα περίπλοκη και μακρά».
Σημειώνεται επίσης το περιεχόμενο των συναντήσεων του Δικαστή με τους συνηγόρους ημερ. 28.6 και 6.11 στο γραφείο, όπου όντως δεν τηρήθηκαν πρακτικά αλλά «σημειώθηκαν στο ημερολόγιο του Προέδρου».
Στις 4.1.2019 το Δικαστήριο απήγγειλε ενδιάμεση απόφαση που αφορούσε δεκτότητα μαρτυρίας (που ακούστηκε στις 4.12.2018). Απορρίφθηκε ένσταση της Υπεράσπισης και προγραμματίστηκε για συνέχιση της κύριας εξέτασης της ΜΚ1 στις 16, 17 και 18.1.2019.
Το Στρατοδικείο σε σχέση με τη λήψη της επίδικης έκθεσης αναφέρει:
«Μετά την αποχώρηση των διαδίκων και των στρατοδικών διεβιβάσθη από τη γραμματεία του Δικαστηρίου στο γραφείο του Προέδρου χακί φάκελος (μεγέθους Α4) απευθυνόμενος στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, που όπως πληροφορήθηκε είχε αφεθεί από την κατηγορούσα αρχή. Λόγω της παρέλευσης αρκετού χρόνου έκτοτε δεν είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε το πρόσωπο της γραμματείας που διαβίβασε τον εν λόγω φάκελο στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου.
Όταν ανοίχθηκε ο φάκελος από τον Πρόεδρο διεπιστώθη ότι το περιεχόμενό του ήταν η έκθεση του εμπειρογνώμονα-γενετιστή Φιτσιάλου, .... ».
Αυτά συνέβησαν στις 4.1.2019 και η ακρόαση συνεχίστηκε στις 16.1.2019 και 18.1.2018. Πριν περατωθεί η κύρια εξέταση της ΜΚ1, στις 18.1.2018, σύμφωνα με την ίδια απόφαση, κλήθηκαν από το Δικαστήριο στο γραφείο του Προέδρου, στην παρουσία των στρατοδικών, οι δύο συνήγοροι για «παρότρυνση παραδεκτών γεγονότων». Σ΄εκείνη τη συζήτηση ο Πρόεδρος ανέφερε πως είναι ευκολότερο να προσδιορισθούν τα επίδικα θέματα «αφού είχε ετοιμασθεί η ΄Εκθεση του Εμπειρογνώμονα Φιτσιάλου, αντίγραφο της οποίας και είχε το Δικαστήριο».
Παρακάτω δε αναφέρεται στη σελ. 10:
«Περαιτέρω όταν ρωτήθηκε από την υπεράσπιση το Δικαστήριο στις 9/4/19 το Δικαστήριο δεν είχε κανένα ενδοιασμό να αναφέρει ότι την έκθεση Φιτσιάλου την πήρε από τον κ. Ευσταθίου. Δεν ερωτηθήκαμε πότε και υπό ποιες συνθήκες. Δεν Θα είχαμε καμιά επιφύλαξη να το εξηγήσουμε, διότι πραγματικά δεν είχαμε αντιληφθεί ούτε το λόγο ούτε τη στόχευση των ερωτήσεων».
Παρατηρείται από τα πιο πάνω ότι δεν διαφαίνεται από τα πρακτικά και την απόφαση συμφωνία του Δικαστηρίου με τα γεγονότα τα οποία παρουσιάζει η πλευρά του αιτητή. Διαπιστώνεται δηλαδή διάσταση ως προς το πότε και πώς γνωστοποιήθηκε η λήψη της κατάθεσης και υπό ποιες συνθήκες βρέθηκε στην κατοχή του Δικαστηρίου. Καλείται συνεπώς το Ανώτατο Δικαστήριο να παρέμβει επί μιας σειράς γεγονότων για τα οποία ο αιτητής ισχυρίζεται διαφορετικά από τα γεγονότα που εκτίθενται στην απόφαση. Εν αντιθέσει στην Παπακυριακού ν. Δημοκρατίας (2007)2 ΑΑΔ 133 δεν υπήρξε διάσταση στα γεγονότα. Στην ως άνω υπόθεση αναμφίβολα υπήρξε κοινός κορμός γεγονότων και δεν υπήρχαν διιστάμενες θέσεις ως προς το ποια ήταν η συμπεριφορά του Δικαστή, κάτι που δεν συμβαίνει εδώ. Το Εφετείο, εξετάζοντας λόγο έφεσης επί του δικαίου της δίκης ανέφερε:
«Με βάση τις προαναφερόμενες αυθεντίες και αρχές κρίνουμε πως η συμπεριφορά του πρωτόδικου Δικαστή, να δεχθεί ουσιαστικό μάρτυρα κατηγορίας στο ιδιαίτερο γραφείο του, κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, να δέχεται τον προαναφερόμενο μάρτυρα στο γραφείο της στενογράφου του κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων της αντεξέτασης του μάρτυρα, να κρίνει ουσιαστικά το μάρτυρα αυτό ως αξιόπιστο πριν το τέλος της διαδικασίας, αλλά και να επιτρέψει στον πατέρα του αποβιώσαντος νεαρού να του δείξει σχέδιο που είχε σχέση με την υπόθεση και να μην αποκαλύψει αυτό το γεγονός, αμέσως, στους διαδίκους, ενώπιον του ανοικτού Δικαστηρίου, ήταν μεμπτή και ότι ο Δικαστής απώλεσε την αντικειμενική του αμεροληψία που ήταν απαραίτητη για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης. Με τις προαναφερόμενες πράξεις και ενέργειες του πρωτόδικου Δικαστή δινόταν εύλογα η εντύπωση στους διάδικους και ιδιαίτερα στους εφεσείοντες-κατηγορούμενους, αλλά και σε οποιοδήποτε εχέφρονα και καλά πληροφορημένο τρίτο, ότι αυτός (ο Δικαστής) δεν τήρησε το υψηλό επίπεδο αντικειμενικής αμεροληψίας που αναμένεται, σε κάθε περίπτωση, από τους Δικαστές.
Εν όψει των όσων αναφέρθηκαν θεωρούμε ότι η όλη ακροαματική διαδικασία έχει ουσιαστικά «μολυνθεί» και ότι η δίκη που διεξήχθη ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δίκαιη δίκη, δεδομένου πως απαραίτητο στοιχείο της δίκαιης δίκης είναι η ύπαρξη ανεξάρτητου και αντικειμενικού κριτή ο οποίος όχι μόνον θα έχει αυτές τις ιδιότητες αλλά και θα φαίνεται, σ' όλους τους καλά πληροφορημένους παρατηρητές, ότι τις έχει. Ο λόγος αυτός κρίνει την τύχη της πρωτόδικης διαδικασίας η οποία υπό τις περιστάσεις δεν μπορεί παρά να ακυρωθεί.»
Με προβλημάτισε ιδιαίτερα αυτή η πτυχή. Μελετώντας προσεκτικά τις θέσεις που προβάλλονται ομού με κάποια δεδομένα που φαίνονται αδιαμφισβήτητα έχω την εντύπωση πως η διάσταση στα γεγονότα συναρτάται άμεσα με την ανενέργεια του αιτητή να δράσει αμέσως και χωρίς παλινδρομήσεις, ώστε να τεθεί το θέμα ενώπιον του Δικαστηρίου ευθύς εξ αρχής χωρίς να περάσει χρόνος και να μεσολαβήσουν γεγονότα που μπορούν να τύχουν ερμηνείας διάφορης ή να γίνουν αντιληπτά με διαφορετικό τρόπο ή να έχουν άλλη διάσταση, προϊόντος του χρόνου.
Το αποτέλεσμα αυτής της ανενέργειας διαφαίνεται να είναι η διάσταση στα πραγματικά γεγονότα αλλά και στη σημασία τους για την όλη εξέλιξη των δρώμενων.
Είναι σημαντικό πάντως πως όποια εκδοχή και αν ακολουθηθεί προκύπτει αναμφισβήτητα πως είναι ο Πρόεδρος του Στρατοδικείου που γνωστοποίησε τη λήψη της ΄Εκθεσης στο συνήγορο Υπεράσπισης, έστω και εάν το τοποθετεί χρονικά και με διαφορετικό τρόπο (δηλαδή στις 18.1.2019 και δια του φακέλου που κατετέθη στη Γραμματεία του Δικαστηρίου). Η αυτόβουλη αναφορά του Δικαστή προς το συνήγορο δεν μπορεί εύκολα να συμβαδίσει με συζητήσιμη υπόθεση μεροληψίας και κακοπιστίας εκ μέρους του Δικαστηρίου. Ακόμη και αρχές του Μάρτη να συντελείτο αυτή η γνωστοποίηση από το Δικαστήριο στο συνήγορο, ως η θέση της πλευράς του αιτητή, δεν μπορεί να στοιχειοθετείται συζητήσιμη υπόθεση αφ΄ης στιγμής η ακρόαση συνεχίζεται κανονικά, σε τρεις δικασίμους το Μάρτη αλλά και τον Απρίλη. Κατατίθενται δε ακόμη και παραδεκτά γεγονότα κατά την ίδια δικάσιμο, πριν ο συνήγορος του αιτητή να θέσει στο Δικαστήριο το ζήτημα. Εν πάση περιπτώσει το θέμα τίθεται ελλειπτικά και όχι με την αναγκαία καθαρότητα. Με όλο το σεβασμό, η αοριστία στην ημερομηνία, που έλαβαν χώρα τα ισχυριζόμενα γεγονότα, αλλά και το μη επακριβές του περιεχομένου της συνομιλίας με το Δικαστήριο, δεν υποβοηθεί τις θέσεις του αιτητή.
Οι πιο πάνω συνθήκες οπωσδήποτε είναι σχετικές για τη λήψη ή μη αδείας και συναρτώνται ακριβώς με το ποίαν εντύπωση θα άφηνε στο μέσο αντικειμενικό παρατηρητή η όλη εξέλιξη των γεγονότων. Ο χρόνος αλλά και η συμπεριφορά της πλευράς του αιτητή δεν επιτρέπει - ως μέρος της κρίσης για την ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης - να θεωρηθεί στα μάτια του μέσου λογικού παρατηρητή ότι υπάρχει προκατάληψη - αντικειμενική ή υποκειμενική - του Δικαστηρίου εναντίον του αιτητή. Σημαντικό σημείο κρίσης είναι η αμφίσημη διάθεση της πλευράς του αιτητή, δηλαδή η έγερση καχυποψιών έναντι του Δικαστηρίου αφενός και η συνέχιση της ακρόασης αφετέρου.
Με όλο το σεβασμό στις θέσεις του κ.Χαραλάμπους, δεν πρόκειται για θέμα αποποίησης «waiver» ή όχι ως αναφέρεται στο Halsbury's Laws of England, 4th ed. vol.1, paras.84, 91 και 92 καθώς και στην Ηλία (1997) 1 ΑΑΔ 869 σελ.13. Ο χρόνος αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, εάν κάποιος επικαλείται προκατάληψη. ΄Οφειλε να θέσει ευθύς εξ αρχής ένα τέτοιο σοβαρό, κατά τη θέση του, θέμα, ώστε να μη παρεμβληθούν άλλα δεδομένα και άλλες ερμηνείες. Η ασάφεια που υφίσταται επί των θέσεων του δεν μπορεί να λειτουργήσει υπέρ του.
Εν πάση περιπτώσει, το μέτρο κρίσης είναι εάν η δικαστική συμπεριφορά θα φαινόταν στον μέσο αντικειμενικό παρατηρητή ότι έπληττε τη ρίζα της διαδικασίας καθιστώντας τη δίκη μη δίκαιη για τον αιτητή. Αυτό δε, θα κρινόταν, όπως ελέχθη, στη διαδικασία αυτής της φύσεως, στο πλαίσιο της εξέτασης αν υπάρχει συζητήσιμη υπόθεση ή όχι.
Οι, έστω εκτός του αυστηρού θεσμικού πλαισίου, συναντήσεις στο γραφείο του Δικαστή και των δύο συνηγόρων είναι δεδομένες αλλά δεν είναι υπό αυτό το πρίσμα που διατυπώνει το παράπονο του ο αιτητής. Συνεπώς δεν δύναμαι να οδηγηθώ σε εύρημα συζητήσιμης υπόθεσης επ΄αυτής της πτυχής. Είναι βεβαίως λογικό το Δικαστήριο να παροτρύνει τους συνηγόρους στην ετοιμασία αποδεκτών γεγονότων και δεν είναι in abstracto μεμπτό εάν παραλειφθεί ένα έγγραφο όπως έκθεση εμπειρογνώμονα υπό τύπο «αποκάλυψης» (disclosure) (γνωστό στο αγγλοσαξωνικό σύστημα βλ. Blackstone's Criminal Practice 2004, p.2398). Όμως, ορθό είναι, αυτό να συντελείται στην αίθουσα του Δικαστηρίου, όπως και όλη η διαδικασία. Πέραν αυτού, η βάση της αίτησης του αιτητή δεν φαίνεται, αντικειμενικά, να δημιουργεί συζητήσιμη υπόθεση για παραβίαση του δικαίου της δίκης στις προτεινόμενες εκφάνσεις του παραπόνου.
Αναφορικά δε με το γεγονός ότι μέρος του φακέλου ήταν στο γραφείο του Δικαστή εφ΄ όσον η ακρόαση ήταν σε εξέλιξη και τύγχανε μελέτης από το Δικαστήριο, ομοίως δεν μπορεί να θεωρηθεί, άνευ ετέρου, μεμπτό.
Σε σχέση με το μέρος του παραπόνου που αφορά στο ότι δεν εδόθη χρόνος έστω και ολίγων λεπτών στον κ.Χαραλάμπους να διαβάσει την αγόρευση του κ.Ευσταθίου για να απαντήσει, αφ΄ης στιγμής απογυμνούται από το θέμα της προκατάληψης, αυτόνομα δεν μπορεί να οδηγήσει πουθενά, αφού ως γνωστόν, η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου δεν εντάσσεται στο πεδίο ελέγχου των προνομιακών ενταλμάτων. (Βλ. Hλία (ανωτέρω)). Εν πάση περιπτώσει δεν προνοείται δικαίωμα απάντησης της Υπεράσπισης βάσει της Δικονομίας. Περαιτέρω, δεν έχω εντοπίσει συγκεκριμένη παραβίαση του Νόμου ή των Κανονισμών ή των Οδηγιών ώστε να κρίνεται, όχι η ορθότητα της απόφασης, αλλά η νομιμότητα αυτής. Εξάλλου, η απόφαση του Δικαστηρίου αναφορικά με την εξαίρεση εντάσσεται στο υλικό της ακροαματικής διαδικασίας και δύναται να αποτελέσει λόγο έφεσης. (Βλ. Μιχαηλίδης ανωτέρω).
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει η αίτηση απορρίπτεται.
Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.