ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A218
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 72/2013
5 Ιουνίου, 2019
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxxx ΑΝΤΩΝΙΟΥ
Εφεσείοντας/ Ενάγοντας
ΚΑΙ
xxxx ΕΥΘΥΜΙΟΥ
Εφεσίβλητος - Εναγόμενος
***************
Λουκής Γ. Λουκαΐδης για Λουκής Γ. Λουκαΐδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε, για Εφεσείοντα - Ενάγοντα
Ανδρέας Δημητριάδης για Ανδρέας Δημητριάδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε. , για Εφεσίβλητο - Εναγόμενο
****************
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: Με την Αγωγή του στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου ο εφεσείων αξίωνε εναντίον του εναγομένου - εφεσίβλητου γενικές αποζημιώσεις για τραυματισμούς που, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, υπέστη από επίθεση που δέχθηκε από τον εφεσίβλητο καθώς και ειδικές και παραδειγματικές αποζημιώσεις για κακόβουλη δίωξη. Για την επίθεση καταχωρήθηκε εναντίον του εφεσίβλητου ποινική υπόθεση στην οποίαν αφού παραδέχθηκε ενοχή του επιβλήθηκε η ποινή του προστίμου.
Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, ενώ στις 25/6/2003 ο εφεσείων περνούσε έξω από τη μπυραρία του εφεσίβλητου στην περιοχή του Κόλπου των Κοραλλίων στην Πάφο απρόκλητα και άνευ οιασδήποτε αιτίας δέχθηκε επίθεση από τον εφεσίβλητο με αποτέλεσμα να υποστεί σωματικές βλάβες. Όταν στη συνέχεια κλήθηκε στις 27/6/2003 ο εφεσίβλητος στον Αστυνομικό Σταθμό Πέγειας για εξέταση του παραπόνου του εφεσείοντα για την επίθεση που είχεν υποστεί στις 25/6/2003, ο εφεσίβλητος προέβη σε ανυπόστατη και ψευδή καταγγελία εναντίον του εφεσείοντα για δήθεν άσεμνες πράξεις σε δημόσιο χώρο. Η καταγγελία αυτή είχε ως συνέπεια την καταχώρηση εναντίον του εφεσίβλητου της Ποινικής Υπόθεσης Αρ. 8986/2003 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου για άσεμνες πράξεις, όπου κατόπιν ακρόασης ο εφεσείων καταδικάστηκε στις 3/3/2006 στην ποινή φυλάκισης των 45 ημερών και οδηγήθηκε στις Κεντρικές Φυλακές. Ο εφεσείων προσέβαλε την καταδίκη του με την έφεση αρ. 44/2006 και στις 8/9/2006 το Εφετείο ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση και αθώωσε τον εφεσείοντα, αφού εν τω μεταξύ είχεν ήδη εκτίσει την ποινή φυλάκισης που του είχε επιβληθεί πρωτόδικα. Είναι ισχυρισμός του εφεσείοντα, ότι συνεπεία της ψευδούς καταγγελίας στην Αστυνομία και στη συνέχεια του εγκλεισμού του στις Κεντρικές Φυλακές επηρεάστηκε ο ψυχικός του κόσμος με αποτέλεσμα να περιέλθει σε κατάθλιψη και να μην μπορεί να εργαστεί, γεγονός που του προκάλεσε ειδικές ζημιές. Παραθέτει δε στην Έκθεση Απαίτησης λεπτομέρειες των σωματικών βλαβών ως αποτέλεσμα της επίθεσης και των ψυχολογικών διαταραχών συνεπεία του εγκλεισμού του στη φυλακή.
Με την Υπεράσπιση του ο εφεσίβλητος αρνήθηκε κατ' αρχάς τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα αντιτείνοντας ότι η επίθεση από πλευράς του ήταν αποτέλεσμα της πρόκλησης που υπέστη από τον εφεσείοντα όταν αυτός, μετά από συζήτηση που είχαν, προέβη σε επίδειξη των γεννητικών του οργάνων στην παρουσία θαμώνων της μπυραρίας του. Παραδέχεται ότι για την άσεμνη χειρονομία του εφεσείοντα κατάγγειλε το γεγονός στην Αστυνομία η οποία προχώρησε σε ποινική δίωξη εναντίον του. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι κατά τις 19/9/2003 ο εφεσίβλητος, σε συνεννόηση με τον εφεσείοντα, παρουσιάστηκε στην Αστυνομία και απέσυρε το παράπονο του εναντίον του εφεσείοντα αλλ' αυτός, παρά τη συνεννόηση μεταξύ τους ότι θα απέσυρε και ο ίδιος το παράπονο του, παρέλειψε να το πράξει.
Κατά την ακρόαση πρωτόδικα έδωσαν μαρτυρία για την πλευρά του εφεσείοντα ο ίδιος (ΜΕ1) και κάλεσε άλλους τρεις μάρτυρες δηλ. τη γιατρό Μ. Π. (ΜΕ2), τον Ρ.Α. (ΜΕ3), αδελφό του, και τον αστυφύλακα xxxx Μ.Μ. (ΜΕ4). Από πλευράς εφεσιβλήτου κατέθεσε μόνο ο ίδιος και δεν κάλεσε μάρτυρες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε την ενώπιον του εκατέρωθεν μαρτυρία αποδέχθηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου ότι μετά από συζήτηση έσπρωξε δυνατά τον εφεσείοντα και αυτός έπεσε κάτω με αποτέλεσμα να υποστεί εκδορές. Έκρινε ότι η εκδοχή αυτή συνήδε περισσότερο με το παραδεκτό γεγονός ότι ο εφεσείων, ανεξάρτητα απ' οποιονδήποτε λόγο, υπέστη εκδορές από την επίθεση του εφεσίβλητου αν και θεώρησε το παραδεκτό γεγονός ως γενικό και αόριστο, εφόσον δεν δίνοντο λεπτομέρειες ως προς την έκταση των εκδορών και των σημείων εμφάνισης τους.
Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων του κατέληξε ότι η συμπεριφορά του εφεσίβλητου συνιστούσε επίθεση στη βάση του άρθρου 26 του ΚΕΦ. 148 και προχώρησε στην εξέταση του θέματος των αποζημιώσεων που δικαιούτο ο εφεσείων.
Με αναφορά σε νομολογία ως προς τον υπολογισμό των αποζημιώσεων (βλ. Papakokkinou and Others v. Princess Zena De Tyra Kanther (1982) 1 C.L.R. 65) έκρινε ότι το ποσό των €1.000 ήταν εύλογη και δίκαιη αποζημίωση για τις εκδορές που υπέστη από την επίθεση, οι οποίες δεν άφησαν κατάλοιπα, καθώς και για την βλάβη στα αισθήματα και αξιοπρέπεια του.
Σ' όσον αφορά δε την κακόβουλη δίωξη, αφού έκρινε ότι η υπόθεση Πίτσιλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 1 Α.Α.Δ. 268, στην οποίαν παρέπεμψε το Δικαστήριο ο δικηγόρος του εφεσείοντα, δεν εφαρμόζετο στα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης, κατέληξε ότι δεν στοιχειοθετείτο εναντίον του εφεσίβλητου απαίτηση για κακόβουλη δίωξη αλλ' ούτε και υπήρχε ως βάση Αγωγής η κακόπιστη και κακόβουλη καταγγελία εκ μέρους του εφεσίβλητου.
Παρά την πιο πάνω κατάληξη του, το πρωτόδικο Δικαστήριο, προχώρησε και εξέτασε τις ειδικές ζημιές που απαιτούσε ο εφεσείων λόγω του εγκλεισμού του στη φυλακή.
Διαπίστωσε ότι δεν προέκυπτε σαφής μαρτυρία σ' ό,τι αφορά στα εισοδήματα που κατ' ισχυρισμό απώλεσε και θα απωλέσει μελλοντικά, όπως ούτε και για τα ιατρικά και δικηγορικά έξοδα που αξίωνε ως ειδικές ζημιές. Ενόψει δε της απόρριψης του αγώγιμου δικαιώματος της κακόβουλης δίωξης, έκρινε ότι ο εφεσείων δεν δικαιούτο σε γενικές και παραδειγματικές αποζημιώσεις.
Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων του εξέδωσε απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου για το ποσό των €1.000, γενικές αποζημιώσεις για την επίθεση, πλέον έξοδα.
Η πρωτόδικη απόφαση βάλλεται από πλευράς εφεσείοντα με πέντε λόγους έφεσης από τους οποίους οι λόγοι 1 και 2 έχουν στο στόχαστρο τους την πρωτόδικη δικαστική κρίση σε σχέση με το θέμα αξιοπιστίας μαρτύρων και ευρημάτων του Δικαστηρίου που οδήγησαν σε λανθασμένο υπολογισμό των αποζημιώσεων. Οι λόγοι 3, 4 και 5 αναφέρονται στο θέμα της κακόβουλης δίωξης και των αποζημιώσεων στη βάση του συγκεκριμένου αστικού αδικήματος.
Ο λόγος έφεσης 1 περιστρέφεται ουσιαστικά γύρω από την προτίμηση από πλευράς πρωτόδικου Δικαστηρίου της μαρτυρίας του εφεσίβλητου, που θεώρησε ότι συνήδε με το παραδεκτό γεγονός ως προς τις σωματικές βλάβες συνεπεία της επίθεσης.
Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση για σκοπούς καλύτερης κατανόησης του σκεπτικού του Δικαστηρίου:
«Ο εναγόμενος παραδέχεται στην έκθεση υπεράσπισης του ότι επιτέθηκε και κτύπησε τον ενάγοντα σαν αντίδραση στην άσεμνη και προκλητική πράξη του ενάγοντα και στην μαρτυρία του ανέφερε ότι τον έσπρωξε δυνατά και έπεσε κάτω. Στη δική του μαρτυρία ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι κτυπήθηκε χωρίς αιτία. Ήταν κτυπημένος όπως είπε, αιματωμένος, δεχόταν κτυπήματα σε όλο του το σώμα και δεν θυμόταν πόσες κλωτσιές του έδωσε ο ενάγων. Γονάτισε και δέχθηκε κτυπήματα. Το παραδεκτό γεγονός όμως ότι ο ενάγων υπέστη εκδορές δεν υποστηρίζει την μαρτυρία του ενάγοντα ότι ήταν κτυπημένος και αιματωμένος και δεχόταν κτυπήματα σε όλο του το σώμα αλλά αντίθετα καταδεικνύει υπερβολή στους ισχυρισμούς του ενάγοντα. Να σημειωθεί περαιτέρω ότι το παραδεκτό γεγονός είναι γενικό και αόριστο, αφού δεν δίδονται λεπτομέρειες για την έκταση των εκδορών ούτε και αναφέρονται τα σημεία στο σώμα του ενάγοντα που αυτές εμφανίστηκαν.
Ενόψει των πιο πάνω, αποδέχομαι την μαρτυρία του εναγόμενου ότι έσπρωξε δυνατά τον ενάγοντα και αυτός έπεσε κάτω με αποτέλεσμα να υποστεί εκδορές αφού αυτή συνάδει περισσότερο με το παραδεκτό γεγονός.»
Είναι γνωστή η νομολογία ότι το Ανώτατο Δικαστήριο κατ' έφεση δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και να εξετάσει τη μαρτυρία ενώπιον του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα (βλ. Μάρκαρη ν. Παρασκευά (2012) 1 (Β) ΑΑΔ 1493). Αυτό γίνεται όταν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων, αντικειμενικά κρίνοντας, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής (βλ. Σόλων Φανάρας ν. Περικλή Κυπριανίδη, Πολ. Έφεση 136/10, ημερ. 24/4/15, ECLI:CY:AD:2015:A287, Σταύρος Αντωνίου ν. Α. Panayides Contracting Ltd, Πολ. Έφεση 259/11, ημερ. 4/10/17, ECLI:CY:AD:2017:A333 και Εργοληπτική Εταιρεία Αμφιάραος Λτδ ν. Vasili Mikelov, Πολ. Έφ. 73/2012 ημερ. 28/9/2018).
Ανατρέχοντας στα πρακτικά της δίκης και ειδικότερα στο μέρος της μαρτυρίας του εφεσείοντα που περιγράφει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε η επίθεση, εντοπίζεται η αναφορά του ότι ήταν γονατισμένος και αιματωμένος και δεχόταν κτυπήματα σ' όλο του το σώμα με γροθιές και λακτίσματα. Ήταν εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα, χωρίς οποιαδήποτε διευκρίνιση, ότι είναι πασίγνωστο ότι οι εκδορές και το αίμα μπορεί να είναι αποτέλεσμα κτυπημάτων και λακτισμάτων σ' όλο το σώμα του εφεσείοντα. Σημειώνεται ότι σ' όσον αφορά τις σωματικές βλάβες από την επίθεση είχε δηλωθεί ως παραδεκτό γεγονός ότι από την επίθεση ο εφεσείων είχε υποστεί «κάποιες εκδορές». Ως προς τη σοβαρότητα των εκδορών και τα σημεία του σώματος του εφεσείοντα που αυτές εντοπίζονται, όπως επισημαίνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν έγινε καμιά πρόβλεψη στο παραδεκτό γεγονός. Ούτε και προσφέρθηκε οποιαδήποτε ιατρική μαρτυρία ως προς τις σωματικές βλάβες συνεπεία της επίθεσης αν και στη μαρτυρία του ο εφεσείων ανέφερε ότι επισκέφθηκε το Γενικό Νοσοκομείο όπου τον εξέτασαν και του έδωσαν ιατρική έκθεση, την οποίαν έδωσε στη συνέχεια στην Αστυνομία. Συνεπώς ενόψει του πιο πάνω παραδεκτού γεγονότος ούτε ο εφεσείων θα μπορούσε να επικαλεστεί οτιδήποτε πέραν ή διαφορετικό απ' όσα αναφέρονται σ' αυτό αλλ΄ ούτε και το Δικαστήριο θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό εύρημα ως προς τις σωματικές βλάβες του εφεσίβλητου συνεπεία της επίθεσης.
Η δέσμευση του εφεσείοντα εκ του παραδεκτού γεγονότος είναι δεδομένη και δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί από αυτό, εκτός αν με τη λήψη των κατάλληλων διαβημάτων πετύγχανε την απόσυρση του, που δεν έλαβε τέτοιο μέτρο στην παρούσα περίπτωση (βλ. Παπαμιλτιάδους ν. Ιωάννου (2007) 1 (Β) Α.Α.Δ. 320).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε επαρκώς και έδωσε πειστικούς λόγους για την προτίμηση της εκδοχής του εφεσίβλητου ως προς τις συνθήκες διάπραξης της επίθεσης. Κρίνουμε ότι δεν δικαιολογείται η παρέμβαση μας ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και των ευρημάτων του επί των γεγονότων.
Σ' όσον αφορά το λόγο έφεσης 2 που είναι συναφής με τον λόγο 1 και αναφέρεται στον λανθασμένο υπολογισμό των γενικών αποζημιώσεων από πλευράς Δικαστηρίου για την επίθεση, είναι εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα στο περίγραμμα αγόρευσης του ότι ενόψει της λανθασμένης διαπίστωσης ότι ο εφεσείων υπέστη μόνο εκδορές από την επίθεση, συνακόλουθα και το ύψος της αποζημίωσης που επιδίκασε το Δικαστήριο είναι ανεπαρκές. Προσθέτει δε ότι ούτε τιμωρητικές αποζημιώσεις επιδίκασε για την επίθεση ενώ δικαιούτο σε τέτοιες ο πελάτης του. Εξετάσαμε το συγκεκριμένο λόγο έφεσης σ' ό,τι αφορά στη μη απόδοση τιμωρητικών αποζημιώσεων σε συνάρτηση με τις έγγραφες προτάσεις στις οποίες έχουμε ανατρέξει. Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπιστώνει «Ο ενάγων στην Έκθεση Απαίτησης του περιορίζεται μόνο σε γενικές αποζημιώσεις για την επίθεση που δέχθηκε και οι παραδειγματικές αποζημιώσεις που απαιτεί αφορούν την κακόπιστη και κακόβουλη καταγγελία του ενάγοντα». Από τη μελέτη της Έκθεσης Απαίτησης βρίσκουμε τη διαπίστωση αυτή του Δικαστηρίου ότι είναι ορθή.
Συνεπώς η εισήγηση από πλευράς εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο λανθασμένα δεν του επιδίκασε τιμωρητικές αποζημιώσεις για την επίθεση δεν μπορεί να γίνει δεκτή λόγω μη συμπερίληψης της στις θεραπείες που επιζητούντο με την Αγωγή.
Σ' όσον αφορά την κατ' ισχυρισμόν ανεπάρκεια των γενικών αποζημιώσεων που επιδικάστηκαν πρωτόδικα στον εφεσείοντα, θεωρούμεν ότι το υπολογισθέν ποσό των €1.000 αποτελεί δίκαιη και εύλογη αποζημίωση για τις εκδορές γενικά που υπέστη από την επίθεση και την βλάβη στα αισθήματα και αξιοπρέπεια του.
Ενόψει των πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 1 και 2 είναι έκθετοι σε απόρριψη.
Με τον λόγο έφεσης 3 ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι δεν στοιχειοθετείτο το αστικό αδίκημα της κακόβουλης δίωξης που είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη της απαίτησης του για ειδικές ζημιές (λόγος έφεσης 4) και εκείνης για γενικές και παραδειγματικές αποζημιώσεις (λόγος έφεσης 5).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα ουσιαστικά ερωτήματα που καλείτο να απαντήσει ήταν κατά πόσο ο εφεσείων απέδειξε τον ισχυρισμό του για κακόβουλη δίωξη εκ μέρους του εφεσίβλητου που είχε ως συνέπεια την καταδίκη και συνακόλουθα τον εγκλεισμό του στη φυλακή, ώστε να δικαιούται σε γενικές και στις ειδικές αποζημιώσεις που αξίωνε. Για το θέμα έκρινε ότι η υπόθεση Πίτσιλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 1 Α.Α.Δ. 268 στην οποίαν είχε παράπεμψει το Δικαστήριο ο δικηγόρος του εφεσείοντα, δεν εφαρμόζετο στα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης, εφόσον εκεί το παράπονο του ενάγοντα στρέφετο εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα που άσκησε τη δίωξη, την οποίαν και θεώρησε κακόβουλη.
Τα συστατικά στοιχεία του αστικού αδικήματος της κακόβουλης δίωξης στη βάση του άρθρου 32 του ΚΕΦ. 148, όπως καθορίστηκαν στην υπόθεση Πίτσιλλος (ανωτέρω) στη σελ. 275 της απόφασης είναι τα εξής:
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά παρέθεσε το Άρθρο 32 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, και τα στοιχεία του αστικού αδικήματος της κακόβουλης ποινικής δίωξης. Αυτά έχουν:-
1. Έναρξη ποινικής δίωξης εναντίον του ενάγοντα. Για την έννοια του όρου "ποινική δίωξη", σε συνάρτηση με την κακόβουλη δίωξη, βλ. Paikkos v. Kontemeniotis (1989) 1 C.L.R. 50.
2. Λήξη της ποινικής δίωξης υπέρ του ενάγοντα.
3. Έλλειψη εύλογης και πιθανής αιτίας.
4. Κακοβουλία.
5. Ζημιά στον ενάγοντα συνεπεία της δίωξης.
..............................................................
Κακόβουλη ποινική δίωξη είναι αυτή που γίνεται πρώτιστα για εξυπηρέτηση σκοπού άλλου από την προσαγωγή παραβάτη ενώπιον της δικαιοσύνης. Η κακοβουλία περιέχει το στοιχείο του ελατηρίου για ποινική δίωξη ενάγοντα, όταν δεν υπάρχει έντιμη και εύλογη πίστη στην ύπαρξη πιθανής αιτίας. Η κακοβουλία υπάρχει όταν αποδειχθεί ότι η κύρια επιθυμία κατήγορου δεν είναι η προσαγωγή παραβάτη ενώπιον της δικαιοσύνης.»
Στην Αγγλική υπόθεση Martin v. Watson [1995] 3 All E.R. 559 την οποίαν υιοθέτησαν αριθμός Κυπριακών αποφάσεων (βλ. Κλεάνθους ν. Μιλτιάδους (2006) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1111) στη σελ. 562 αναφέρονται τα εξής ως προς τις αρχές που διέπουν την κακόβουλη δίωξη:
«It is common ground that the ingredients of the tort of malicious prosecution are correctly started in Clerk and Lindsell on Torts (16th edn, 1989) p. 1042, para 19-05Q
In action of malicious prosecution the plaintiff must show first that he was prosecuted by the defendant, that is to say, that the law was set in motion against him on a criminal charge; secondly, that the prosecution was determined in his favour; thirdly, that it was without reasonable and probable cause; fourthly, that it was malicious. The onus of proving every one of these is on the plaintiff."
Η κακόβουλη δίωξη υπήρξε αντικείμενο εξέτασης και στην πρόσφατη υπόθεση Τσίβικου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ.ά., Πολ. Έφ. 350/2011, ημερ. 29/5/2018, ECLI:CY:AD:2018:A255 στην οποίαν λέχθηκαν τα εξής:
«Παραγνώρισε το Δικαστήριο την αθώωση του εφεσείοντος και στις οκτώ κατηγορίες που του απευθύνθηκαν, ενώ το ποινικό Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, χαρακτήρισε στην απόφαση του «εντελώς κατασκευασμένη και απίστευτη» και τη μαρτυρία του Γεωργίου Αστυφ. ..77, Μ.Κ.4, εφεσίβλητου 5, ενώ και οι υπόλοιποι εφεσίβλητοι ως μάρτυρες κρίθηκαν αναξιόπιστοι. Αντίθετα, η μαρτυρία του εφεσείοντος κρίθηκε ως αξιόπιστη, αφήνοντας «πολύ καλή εντύπωση», με μαρτυρία που είχε συνοχή, πειστικότητα, ήταν θετική, χωρίς αντιφάσεις ή υπερβολές.
Συναγόταν από όλα τα δεδομένα ότι η ποινική δίωξη ήταν κακόβουλη εν τη εννοία του άρθρου 32 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, εφόσον άρχισε και συνεχίστηκε χωρίς εύλογη και πιθανή αιτία, με μόνη, καθώς συνάγεται, την κάλυψη της απρόκλητης συμπεριφοράς των αστυνομικών οργάνων. Άλλωστε, η παραδοχή και μόνο από πλευράς της Δημοκρατίας της ευθύνης των εφεσίβλητων, αναιρούσε το καλόπιστο της ποινικής δίωξης. Η σχετική έκθεση απαίτησης κάλυπτε με επάρκεια το κακόβουλο της δίωξης, έστω και αν δεν αναφέρθηκε ρητά. Η δίωξη αυτή ανάγκασε τον εφεσείοντα να υποστεί δαπάνη την οποία και δικαιούται να ανακτήσει. Ο εφεσείων καταχώρησε αρχικά γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, σύμφωνα με τη Δ.2 θ.6(4) και αργότερα έκθεση απαίτησης. Πράγματι, στον Bullen & Leake &Jacob's Precedents of Pleadings, 17η έκδ., σελ. 47, παρ. 2-12, αναφέρεται ότι ο ενάγων θα πρέπει να δικογραφήσει ότι ο εναγόμενος ήρχισε τη δίωξη κακόβουλα. Στη συνέχεια όμως στη σελ. 49, παρ. 2-14, εξηγείται ότι η ύπαρξη κακοβουλίας αποτελεί πραγματικό γεγονός και η απουσία εύλογης και πιθανής αιτίας από την ποινική δίωξη αποτελεί γενικώς μαρτυρία περί της ύπαρξης κακοβουλίας. Στην Gregory v. Portsmouth City Council (2000) 2 W.L.R. 306, η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων έκρινε ότι το αστικό αδίκημα της κακόβουλης δίωξης αφορά μόνο ποινικές διώξεις όπου το ποινικό δίκαιο ενεργοποιήθηκε χωρίς εύλογη και πιθανή αιτία. Δεν εφαρμόζεται όμως σε πολιτικές διαδικασίες ή πειθαρχικές διώξεις, (δέστε και Αριστοδήμου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2005) 1 Α.Α.Δ. 728 και Κλεάνθους ν. Μιλτιάδους (2006) 1 Α.Α.Δ. 1111).»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι στην υπό κρίση περίπτωση ήταν η Αστυνομία στη βάση του παραπόνου του εφεσείοντα που καταχώρησε ποινική υπόθεση εναντίον του και όχι ο εφεσίβλητος εξού και η διαφορά της με τα γεγονότα της Pitsillos. Ήταν περαιτέρω διαπίστωση του ότι δεν στοιχειοθετείτο εναντίον του εφεσίβλητου απαίτηση για κακόβουλη δίωξη αλλ' ούτε και υπήρχε ως βάση αγωγής η κακόπιστη και κακόβουλη καταγγελία εκ μέρους του εφεσίβλητου. Σ' όσον αφορά την τελευταία διαπίστωση, από τον τρόπο σύνταξης της Έκθεσης Απαίτησης δεν εντοπίζεται θετική τοποθέτηση από πλευράς εφεσείοντα ότι ο εφεσίβλητος άρχισε την δίωξη κακόβουλα, παρά μόνο ότι ο τελευταίος προέβη σε ψευδή και ανυπόστατη καταγγελία στην Αστυνομία.
Πράγματι από το ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρικό υλικό διαφαίνεται ότι κινήθηκε η διαδικασία του Νόμου για ποινική δίωξη του εφεσίβλητου από πλευράς Αστυνομίας για το αδίκημα της άσεμνης πράξης, μετά από σχετική καταγγελία του εφεσίβλητου στην Αστυνομία δύο μέρες αφότου τον είχε καταγγείλει ο εφεσείων για την σε βάρος του επίθεση. Από την απόφαση του Εφετείου (Τεκμήριο 4) με την οποίαν ακυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση που βρήκε ένοχο τον εφεσείοντα στην κατηγορίας που αντιμετώπιζε, διαφαίνεται ότι ο εφεσίβλητος κλήθηκε σαν μάρτυρας κατηγορίας κατά την ακρόαση πρωτόδικα και έδωσε τη μαρτυρία του. Το αν η Αστυνομία ή ο Γενικός Εισαγγελέας λανθασμένα ή κακόβουλα προχώρησαν την ποινική διαδικασία που είχε ως αποτέλεσμα την καταδίκη που ακυρώθηκε κατ' έφεση, δεν ήταν ευθύνη του εφεσίβλητου ή εξαρτάτο από τη θέληση του. Σημειώνεται η αναφορά του εφεσείοντα στην προφορική του μαρτυρία ότι μετά την αθώωση του κατ' έφεση, κινήθηκε δικαστικά και εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά δεν γνώριζε σε ποιο στάδιο βρισκόταν η υπόθεση. Δεν θυμόταν επίσης αν υπήρχαν και άλλα πρόσωπα παρόντα κατά το επεισόδιο. Σημειώνουμε ότι από το ενώπιον του πρωτόδικου Δικατηρίου μαρτυρικό υλικό ο εφεσίβλητος δεν ήταν επίμονος στη συνέχιση της ποινικής δίωξης του εφεσείοντα και αυτό είναι εμφανές από τα πρακτικά της μαρτυρίας του ΜΕ4 ότι ο ίδιος προσήλθε στην Αστυνομία στις 19/9/2003 δηλ. μετά πάροδο μόλις σχεδόν τριών μηνών από το επεισόδιο και ζήτησε τη διακοπή της ποινικής δίωξης αποσύροντας το παράπονο του, αλλά δεν εισακούστηκε.
Έδωσε δε και γραπτή κατάθεση στην Αστυνομία για τον ίδιο σκοπό την ίδια μέρα (Τεκμήριο 5) το περιεχόμενο της οποίας παραθέτουμε αυτούσιο:
«Σχετικά με το παράπονο που είχα κάνει εναντίον του xxxx Αντωνίου θέλω να αναφέρω ότι δεν επιθυμώ πλέον να συνεχίσει η υπόθεση ενώπιον του δικαστηρίου και επειδή τα έχω βρει με τον xxxx Αντωνίου και πλέον οι σχέσεις μας είναι καλές. Αν είναι δυνατόν θέλω να μην ληφθεί υπόψη του δικαστηρίου η σχετική καταγγελία που έκαμα στις 27/6/03 στο σταθμό Πέγειας.»
Δεν αποκλείουμε η καταχώρηση της Ποινικής Υπόθεσης να έγινε και μετά την απόσυρση του παραπόνου αλλά δυστυχώς δεν εντοπίζεται η ημερομηνία καταχώρησης της υπόθεσης αντίγραφο του Κατηγορητηρίου της οποίας καταχωρήθηκε ως Τεκμήριο 2.
Εκτός του προβλήματος ως προς την μη ακριβή δικογράφηση της κακόβουλης δίωξης ως βάσης Αγωγής, δεν παρουσιάστηκε επίσης καμιά μαρτυρία ότι η δίωξη του εφεσείοντα ήταν κακόβουλη. Η καταγγελία στην Αστυνομία απλά από μόνη της όχι μόνο δεν συνιστά κακοβουλία αλλ' ούτε καν δίωξη. Αντίθετα από τη μαρτυρία του ίδιου του εφεσείοντα, κατά την αντεξέταση του, προκύπτει ότι η Αστυνομία του είχε αναφέρει ότι ο εφεσίβλητος απέσυρε το παράπονο του και αν δεν είχε πρόβλημα να το απέσυρε και ο ίδιος, αλλά αρνήθηκε.
Ενόψει των γεγονότων που αποδέχθηκε το Δικαστήριο καθίσταται αντιληπτό ότι η παρούσα περίπτωση διαφοροποιείται από την υπόθεση Martin (ανωτέρω) στην οποίαν η παραπονούμενη επανειλημμένα κατάγγειλε τον ενάγοντα για το αδίκημα που διώχθηκε και είναι με την επιμονή της ίδιας που η υπόθεση προωθήθηκε στο Δικαστήριο και η εναγόμενη ήταν η παραπονούμενη και η ουσιαστική κατήγορος του ενάγοντα. Εδώ ναι μεν ο εφεσίβλητος προέβη σε καταγγελία στην Αστυνομία αλλά σε κάποιο στάδιο την απέσυρε ζητώντας όπως μη ληφθεί υπόψη (Τεκμήριο 5) αλλά δεν εισακούστηκε και η Αστυνομία προχώρησε εναντίον του εφεσείοντα. Είναι ολοφάνερο ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει ότι ο ίδιος ο εφεσίβλητος έθεσε με τις δικές του ενέργειες σε κίνηση τη διαδικασία του Νόμου και ότι η διαδικασία ήταν χωρίς καλό λόγο και αιτία, απαραίτητα συστατικά στοιχεία της κακόβουλης δίωξης.
Σύμφωνα με τα πάνω η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τη μη στοιχειοθέτηση των συστατικών στοιχείων του αστικού αδικήματος της κακόβουλης δίωξης δεν ενέχει οτιδήποτε το μεμπτόν.
Συνεπώς ο λόγος έφεσης 3 είναι έκθετος σε απόρριψη.
Ενόψει της κατάληξης μας αυτής η εξέταση των λόγων έφεσης 4 και 5 που αναφέρονται σε αποζημιώσεις για ζημιές που κατ' ισχυρισμό υπέστη ο εφεσείων συνεπεία της καταδίκης του πρωτόδικα και του εγκλεισμού του στη φυλακή, ως αποτέλεσμα της κακόβουλης δίωξης, καθίσταται περιττή. Το ίδιο ισχύει και για τις παραδειγματικές αποζημιώσεις που ζητούντο με την Αγωγή για την κακόβουλη δίωξη.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.