ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Beogradska D.D. (1996) 1 ΑΑΔ 911
Greenock Navigation Co. Ltd ν. Tradax Ocean Transportation S.A. (1999) 1 ΑΑΔ 852
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2019:A257
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 109/2012)
20 Ιουνίου 2019
[Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.Δ.]
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ
Εφεσειόντων/Εναγομένων
ν.
1. GKINIS PETROL STATION LIMITED
2. xxx ΓΚΙΝΗ
Εφεσιβλήτων/Εναγόντων
-------------
Π. Μακρίδης με Γ. Μίτλεττον για Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ, για τους εφεσείοντες.
Κ. Ευσταθίου με Β. Καρακασίδου (κα) για Ε. Ευσταθίου, για τους εφεσίβλητους.
----------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα
δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
----------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ: Οι εφεσείοντες είναι ιδιοκτήτες πρατηρίου πώλησης πετρελαιοειδών το οποίο λειτουργούσαν οι εφεσίβλητοι με υποχρέωση να καταθέτουν σε λογαριασμό των εφεσειόντων τις εισπράξεις. Οι σχέσεις των μερών παρουσίασαν πρόβλημα με αποτέλεσμα οι εφεσείοντες να τερματίσουν τη μεταξύ τους συμφωνία επιρρίπτοντας την ευθύνη στους εφεσίβλητους. Οι τελευταίοι, κατόπιν απαίτησης των εφεσειόντων, εγκατέλειψαν το πρατήριο, τη λειτουργία του οποίου ανέλαβαν υπάλληλοι των εφεσειόντων.
Οι εφεσίβλητοι αντέδρασαν με την καταχώριση αγωγής ζητώντας αναγνωριστική απόφαση ότι ο τερματισμός της συμφωνίας ήταν αδικαιολόγητος, ότι δικαιούνται σε κατοχή, διαχείριση και εκμετάλλευση του πρατηρίου και ότι οι εφεσείοντες παρανόμως επεμβαίνουν και διάταγμα με το οποίο να διατάσσονται οι εφεσείοντες να άρουν την παράνομη επέμβαση και να επαναφέρουν τα πράγματα στην προτέραν κατάσταση. Με την αγωγή διεκδικούν και αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση.
Μαζί με την καταχώριση της αγωγής καταχώρισαν μονομερή αίτηση και εξασφάλισαν ex parte διάταγμα με το οποίο απαγορευόταν στους εφεσείοντες να εισέρχονται και να επεμβαίνουν στο πρατήριο καθώς και διάταγμα με το οποίο διατάσσονταν να άρουν την «παράνομη» επέμβαση και διαχείριση του πρατηρίου.
Τα εν λόγω διατάγματα μετά από πάροδο 4 ½ μηνών ακυρώθηκαν λόγω μη πλήρους αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων. Στο ενδιάμεσο όμως, οι εφεσείοντες, έχοντας συμμορφωθεί στα διατάγματα, εγκατέλειψαν την κατοχή και τη διαχείριση του πρατηρίου, την οποία ανέλαβαν οι εφεσίβλητοι.
Με δεδομένη την ακύρωσή των διαταγμάτων, οι εφεσείοντες καταχώρισαν ακολούθως αίτηση με βάση το άρθρο 32(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου ζητώντας εύλογη αποζημίωση για τις ζημιές που κατ΄ισχυρισμόν υπέστησαν λόγω της εκτελέσεως των διαταγμάτων. Το άρθρο 32(3) έχει ως ακολούθως:
«(3) Εάv ήθελε φαvή εις τo δικαστήριov ότι oιovδήπoτε εκδoθέv απαγoρευτικόv διάταγμα δυvάμει τoυ εδαφίoυ (1) εβασίσθη επί αvεπαρκώv λόγωv, ή εάν η απαίτηση του αιτητή με αίτηση του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα αποτύχει ή έχει εκδοθεί απόφαση εναντίον του συνεπεία παραλείψεως ή άλλως και φανεί στο δικαστήριο ότι δεν υπήρχε πιθανή βάση για την έγερση της απαίτησής του, το δικαστήριο δύναται, εάν νομίζει τούτο πρέπον, με αίτηση του διαδίκου εναντίον του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα να διατάξει την καταβολή σ' αυτόν εύλογης αποζημίωσης για τις δαπάνες και τηv βλάβηv ήτις πρoσεγέvετo εις αυτό διά της εκτελέσεως τoυ διατάγματoς.
Η αγωγή δεν έχει εκδικαστεί ούτε και μέχρι σήμερα. Δεν πρόκειται για ακύρωση του διατάγματος ως αποτέλεσμα της τελικής κατάληξης της αγωγής, περίπτωση στην οποία αναφέρονται οι δύο τελευταίες διαζεύξεις του εδαφίου (3). Το ζήτημα αφορούσε στο κατά πόσο το διάταγμα που ακυρώθηκε εκκρεμούσης της εκδίκασης της αγωγής «εβασίσθη επί ανεπαρκών λόγων» ως η πρώτη περίπτωση του εδαφίου (3).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν χωρούσε αμφιβολία πως το διάταγμα «εβασίσθη επί ανεπαρκών λόγων». Ως προς τη διαπίστωση αυτή δεν υπήρξε αντέφεση και, εν πάση περιπτώσει, είναι ορθή.
Ορθά, επίσης, θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το θέμα δεν εξαντλείται εδώ και προχώρησε να εξετάσει το ζήτημα της ζημίας και ειδικότερα της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της έκδοσης του διατάγματος και της ζημίας που κατ΄ισχυρισμό των εφεσειόντων προέκυψε. Όπως κρίθηκε στην υπόθεση Lunn Poly Ltd and Another v. Liverpool & Lancashire Properties Ltd [2006] EWCA Civ 430, το Δικαστήριο μπορεί όντως, σε τέτοια περίπτωση να εξετάσει τη νομική αιτία της κατ΄ισχυρισμόν απώλειας του αιτητή και ειδικότερα το κατά πόσον η αιτία δεν ήταν η έκδοση του ενδιαμέσου διατάγματος, αλλά η δική του συμπεριφορά.
Αυτή ακριβώς ήταν εν προκειμένω η θέση των εφεσιβλήτων. Προέβαλαν ότι η οποιαδήποτε ζημία δεν οφειλόταν στην έκδοση του διατάγματος, αλλά στο γεγονός ότι οι εφεσείοντες αρνήθηκαν να προμηθεύουν το πρατήριο με καύσιμα και άλλα είδη κατά την περίοδο που είχαν επιστρέψει στην κατοχή του οι εφεσίβλητοι.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι η τυχόν απώλεια των εφεσειόντων δεν προκλήθηκε συνεπεία του διατάγματος, αλλά «για δικούς τους λόγους», που αφορούσαν στους φόβους τους ότι οι εφεσίβλητοι δεν θα τους πλήρωναν, με αποτέλεσμα την αύξηση των οφειλομένων σ΄αυτούς ποσών. Προς θεμελίωση του συλλογισμού αυτού το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην αντίληψη που το ίδιο είχε για την έννοια του διατάγματος που εξέδωσε. Το διάταγμα, είπε, δεν απαγόρευε την προμήθεια εμπορευμάτων στο πρατήριο από τους εφεσείοντες. Απεναντίας, με αυτό «επιδιώκετο να συνεχίσουν οι εργασίες του πρατηρίου όπως και πριν την έκδοσή του και πριν την παρέμβαση της εναγομένης (εφεσειόντων) εις την διαχείρισή του υπό των εναγόντων-καθ΄ων η αίτηση (εφεσιβλήτων)».
Τα διατάγματα όμως ομιλούν αφ΄εαυτών και περιορίζονται στα όσα ρητώς αναφέρουν. Δεν επέβαλλαν τη συνέχιση οποιασδήποτε σχέσης μεταξύ των διαδίκων ή την επαναφορά στην προτέρα κατάσταση, δίκην ειδικής εκτέλεσης. Απέκλειαν απλώς τους εφεσείοντες από την κατοχή και διαχείριση του πρατηρίου. Όπως ορθά ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο περιγραφικό μέρος της απόφασής του, με τα διατάγματα ουσιαστικά απαγορευόταν στους εφεσείοντες να επεμβαίνουν στο πρατήριο και τη διαχείρισή του. Έστω και αν θα μπορούσαν να έχουν το νόημα ότι αποκαθιστούσαν την κατοχή των εφεσιβλήτων, δεν επέβαλλαν πάντως τη συνέχιση της συμφωνίας την οποία οι εφεσείοντες είχαν τερματίσει, ούτε επέβαλλαν σ΄αυτούς την υποχρέωση να προμηθεύουν με καύσιμα τους εφεσίβλητους. Συνεπώς, η αιτία πρόκλησης της τυχόν απώλειας των εφεσειόντων ήταν η ίδια η έκδοση των διαταγμάτων.
Εάν οι εφεσείοντες είχαν υποχρέωση να μειώσουν την απώλειά τους με το να παρέχουν καύσιμα στους εφεσίβλητους αυτό ήταν ζήτημα που θα μπορούσε να εξεταστεί σε σχέση με το ύψος της αποζημίωσης (quantum) και όχι σε σχέση με το ζήτημα της νομικής αιτίας της ζημίας. Διαπιστώνεται σφάλμα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου και θα πρέπει να εξετάσουμε τις συνέπειες και το τι δέον γενέσθαι.
Το άρθρο 32(3) έχει κωδικοποιήσει τη διακριτική εξουσία που αναγνώρισε το δίκαιο της επιείκειας στα δικαστήρια να επιδικάζουν αποζημίωση ως αντίτιμο και αντιστάθμισμα για την έκδοση ενδιαμέσου διατάγματος και του κινδύνου πρόκλησης αδικίας, ιδιαίτερα στην περίπτωση ενδιαμέσων διαταγμάτων ex parte. Η διακριτική ευχέρεια είναι εν προκειμένω ευρεία και ασκείται με βάση τις συνήθεις αρχές της επιείκειας. Σ΄αυτά τα πλαίσια μπορεί να ληφθεί υπόψιν η αδικαιολόγητη καθυστέρηση και η μη δίκαιη (inequitable) συμπεριφορά των αιτητών.
Ειδικότερα, όταν, όπως εν προκειμένω, η διαπίστωση ότι το εκδοθέν διάταγμα «εβασίσθη επί ανεπαρκών λόγων» οφείλεται σε παράλειψη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων σε ex parte αίτηση, τότε αναμένεται, εκτός εάν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις, ότι το Δικαστήριο θα ενεργοποιήσει την πρόνοια για καταβολή αποζημίωσης (Cheltenham and Gloucester Building Society v. Ricketts and others [1993] 4 All ER 276, 285-287).
Μεταξύ όμως των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψιν είναι το επιτυχές ή μη αποτέλεσμα της απαίτησης του ενάγοντα κατά το τέλος πλέον της δίκης (Financiera Avenida v. Shiblag [1990] CA Transcript 973, Cheltenham, 285). Η σημασία τέτοιας συνεκτίμησης είναι ευδιάκριτη σε περιπτώσεις όπου η προσωρινή θεραπεία ταυτίζεται ή προσομιάζει με την τελική, όπως εν προκειμένω. Με άλλα λόγια, εύλογα αναμένεται ότι θα συνεκτιμηθεί στο κατά πόσον είναι «πρέπον» να δοθεί αποζημίωση, το τελικό εύρημα ως προς το κατά πόσον οι εφεσείοντες είχαν όντως δικαίωμα να αναλάβουν την κατοχή του πρατηρίου ή όχι.
To Δικαστήριο που επιλαμβάνεται τέτοιας αίτησης, στα πλαίσια της ευρείας εξουσίας του, στις περιπτώσεις εκείνες που το ενδιάμεσο διάταγμα ακυρώνεται πριν από την εκδίκαση της αγωγής, έχει διάφορες επιλογές μεταξύ των οποίων να αναστείλει την εκδίκαση της αίτησης μέχρι το πέρας της αγωγής ώστε να αποφασίσει επί του συνόλου των γεγονότων (Cheltenham, 281-282).
Έχοντας κατά νουν τα παραπάνω, ακυρώνουμε την πρωτόδικη απόφαση και επαναφέρουμε προς περαιτέρω εκδίκαση την αίτηση, δεδομένης της κρίσης του παρόντος Εφετείου περί του ότι η νομική αιτία τυχόν ζημίας των εφεσειόντων από την απομάκρυνση τους εκ της κατοχής και διαχείρισης του πρατηρίου ήταν τα ίδια τα διατάγματα. Συνεπώς, η αναδίκαση της αίτησης θα αφορά την τυχόν ζημία που θα στοιχειοθετήσουν οι εφεσείοντες με βάση τις εφαρμοστέες νομικές αρχές επί των τελικών γεγονότων της υπόθεσης. Σημειώνουμε εν προκειμένω ότι μας ελέχθη ότι το ύψος των αξιουμένων αποζημιώσεων δεν αμφισβητήθηκε πρωτοδίκως κατά την αντεξέταση του μάρτυρα των εφεσειόντων. Όμως, έστω και αν δόθηκε βάρος στο ζήτημα της αιτιώδους συνάφειας, παρατηρούμε από τα πρακτικά ότι στον εν λόγω μάρτυρα είχε υποβληθεί ότι όσα ανέφερε σε σχέση με τις ζημίες είναι ατεκμηρίωτα και αυθαίρετα, το δε πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε το ζήτημα αυτό.
Διατάσσοντας την αναδίκαση της αιτησης, υπό την παραπάνω έννοια και κρίνοντας παράλληλα ότι η εκδίκαση αυτή της αίτησης θα ήταν πρόωρη πριν την περάτωση της αγωγής, για τους λόγους που προκύπτουν από όσα αναφέραμε ανωτέρω, δίδονται οδηγίες όπως η εκδίκαση της αίτησης ακολουθήσει την απόφαση επί της αγωγής και ανταπαίτησης.
Μια δεύτερη πτυχή της έφεσης αφορά σε μέρος της ανταπαίτησης των εφεσειόντων με την οποία οι εφεσείοντες διεκδικούσαν αποζημιώσεις επί της ίδιας βάσης όπως και με την εν λόγω αίτησή τους. Στο εδάφιο (3) ορίζεται ότι κώλυμα για αγωγή για αποζημιώσεις εν σχέσει προς οτιδήποτε έγινε συνεπεία του διατάγματος, αποτελεί η πληρωμή της αποζημίωσης δυνάμει του εδαφίου τούτου (βλ., επίσης και Greenock Navigation Co Ltd v. Tradax Ocean Transportation S.A. (1999) 1 ΑΑΔ 852, 859). Εν πάση, όμως, περιπτώσει, εν προκειμένω το πρωτόδικο Δικαστήριο κάλεσε το δικηγόρο των εφεσειόντων να επιλέξει ποια διαδικασία θα προωθούσαν. Η απάντηση του ήταν ότι θα προωθούσαν την αίτηση, χωρίς να θέσει οποιοδήποτε ζήτημα σε σχέση με το κατά πόσο υπήρχε ή όχι κώλυμα να προωθείται στο στάδιο εκείνο η σχετική ανταπαίτηση. Οπότε άνευ άλλης διαδικασίας ή επιχειρηματολογίας το Δικαστήριο απέρριψε στο τέλος τη σχετική ανταπαίτηση παραπέμποντας στην αρχή της Beogradska Banka DD (1996) 1 AAΔ 911, 918, περί καταστολής της κατάχρησης που προκύπτει όταν επιδιώκονται όμοιοι σκοποί με την υιοθέτηση παράλληλων ένδικων μέσων.
Τώρα οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε μέρος της ανταπαίτησής τους στα πλαίσια εκδίκασης ενδιάμεσης αίτησης, χωρίς δικονομικό διάβημα της άλλης πλευράς και ότι λανθασμένα εφάρμοσε την αρχή της Beogradska. Αυτά όμως θα μπορούσαν να προβληθούν όταν το πρωτόδικο Δικαστήριο έθεσε το ζήτημα και κάλεσε το δικηγόρο των εφεσειόντων να τοποθετηθεί. Τότε ο δικηγόρος είχε αναφέρει ότι σε περίπτωση επιτυχίας της επίδικης αίτησης η ανταπαίτηση θα αποσυρόταν, στη συνέχεια δε, διατύπωσε την εμμονή των εφεσειόντων στην αίτηση, αντί της ανταπαίτησης. Θεωρούμε ότι υπό τις περιστάσεις αυτές δεν μπορούν τώρα οι εφεσείοντες να εγείρουν κατ΄έφεση το ζήτημα. Οι σχετικοί λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Η έφεση επιτρέπεται εν μέρει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται περιλαμβανομένης της διαταγής για έξοδα. Διατάσσεται η αναδίκαση της αίτησης για επιδίκαση αποζημιώσεων ως ανωτέρω καθορίζεται. Έξοδα της παρούσας έφεσης €2.000 πλέον ΦΠΑ υπέρ των εφεσειόντων.
Μ.Μ. Νικολάτος, Π.
Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΚΧ»Π