ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A196
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.: 61/2013
23 Μαΐου, 2019
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ xxx ΟΔΥΣΣΕΩΣ
Εφεσείουσα
ΚΑΙ
ΑΙΤΗΣΗ ΥΠΟ: ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ
Εφεσίβλητη
- - - - - -
Η εφεσείουσα εμφανίζεται προσωπικά
Στ. Τιμοθέου (κα) για Μ. Τιμοθέου & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.
**********************
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
**********************
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: To Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου εξέδωσε στις 9/12/1999 στην Αγωγή Αρ. 3417/1998 εκ συμφώνου απόφαση υπέρ του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τράπεζας Κύπρου Λτδ και εναντίον τριών Εναγομένων, συμπεριλαμβανομένης της εφεσείουσας, για το ποσό των Λ.Κ. 34.047,68 σεντ πλέον τόκους και έξοδα. Εκδόθηκαν επίσης εναντίον της εφεσείουσας διατάγματα παράδοσης αριθμού αντικειμένων και εκποίησης της Υποθήκης Αρ. Υxxxx6/95. Στις 17/10/2011 η εφεσίβλητη/Τράπεζα καταχώρησε αίτηση για έκδοση ειδοποίησης πτώχευσης εναντίον της εφεσείουσας η οποία στις 14/11/2011 καταχώρησε Ένορκη Δήλωση στη βάση του Κανονισμού 40(2) των περί Πτωχεύσεως Κανονισμών. Η Ένορκη Δήλωση προσέκρουσε στην ένσταση της εφεσίβλητης και το Δικαστήριο κατόπιν ακρόασης με την αιτιολογημένη απόφαση του ημερ. 22/2/2012 απέρριψε το αίτημα της εφεσείουσας για παραμερισμό της Ειδοποίησης Πτώχευσης.
Εν τω μεταξύ στις 22/11/2011 και προτού ολοκληρωθεί η διαδικασία για παραμερισμό της Ειδοποίησης Πτώχευσης, μέσω της Ένορκης Δήλωσης ημερ. 14/11/2011, η εφεσείουσα καταχώρησε αίτηση με την οποίαν ζητούσε διάταγμα για ακύρωση της Ειδοποίησης Πτώχευσης.
Η νομική βάση της αίτησης ήταν τα άρθρα 3(1)(ζ), 5(2), 6(1)(2), 87, 90(1), 92(1) και 97 του περί Πτωχεύσεως Νόμου ΚΕΦ. 5, οι Κανονισμοί 8, 16-18, 38, 39, 40, 40(2), 41, 50(2) των περί Πτωχεύσεως Κανονισμών, η Διαταγή 48, Θεσμοί 1-4 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, το δίκαιο της επιείκειας για ανακούφιση καταπιστευματοδόχων (equity relief), οι συμφυείς εξουσίες και η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου και νομολογία. Τα γεγονότα της αίτησης εμφαίνοντο στην Ένορκη Δήλωση της εφεσείουσας, που συνόδευε την αίτηση, ημερ. 22/11/2011, που όπως έχουν συνοψιστεί από το Δικαστήριο είναι:
1) Η ειδοποίηση είναι κατά νόμω και ουσία αβάσιμη,
2) δεν εξασφαλίστηκε άδεια του Δικαστηρίου για καταχώρηση της Αγωγής Αρ. 3417/1998,
3) εκκρεμεί η Αγωγή 2967/2011 για ακύρωση της εκ συμφώνου απόφασης, που εκδόθηκε στα πλαίσια της Αγωγής Αρ. 3417/1998
4) εκκρεμεί η αίτηση για παραμερισμό του διατάγματος ανανέωσης της απόφασης,
5) εκκρεμεί αίτηση για τροποποίηση στα πλαίσια της Αγωγής Αρ. 1398/2008,
6) ο τίτλος της αίτησης δεν είχε τροποποιηθεί σύμφωνα με το διάταγμα του Δικαστηρίου ημερ. 6/10/2011,
7) υπήρχε ανταπαίτηση που υπερέβαινε το ποσό της απόφασης,
8) η Ειδοποίηση Πτώχευσης δεν υπογράφετο από τον Πρωτοκολλητή,
9) η Τράπεζα είναι εξασφαλισμένος πιστωτής,
10) η έκδοση ειδοποίησης πτώχευσης ήταν κακοπροαίρετη και καταπιεστική αποσκοπούσα στην οικονομική εξόντωση της εφεσείουσας κ.α.
Η αίτηση προσέκρουσε στην ένσταση της εφεσίβλητης η οποία με δέκα λόγους υπεραμύνετο της νομιμότητας της ειδοποίησης πτώχευσης. Κεντρικός άξονας των εισηγήσεων της Χ.Σ. στην ένορκη της δήλωση που συνόδευε την ένσταση, ήταν ότι η εκ συμφώνου απόφαση στην Αγωγή Αρ. 3417/98 εναντίον της εφεσείουσας κατέστη τελεσίδικη εφόσον δεν είχε εφεσιβληθεί ενώ εκδόθηκε άδεια εκτέλεσης της από το Δικαστήριο στις 6/10/2011.
Κατόπιν ακρόασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στο σύγγραμμα των Williams and Muir Hunter The Law and Practice in Bankruptcy, 19η έκδοση σελ. 37 και 38 απέρριψε την αίτηση με την απόφαση του ημερ. 5/12/2012, πρωτίστως γιατί η υπό κρίση διαδικασία δεν ήταν η κατάλληλη για να τίθετο θέμα ακυρότητας της Αγωγής στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε η δικαστική απόφαση ή ακυρότητας της απόφασης, λόγω δόλου ή ψευδών παραστάσεων ή εικονικότητας.
Ως επιπρόσθετος λόγος απόρριψης έκρινε ότι συνιστούσε η κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, εφόσον το θέμα ύπαρξης ανταπαίτησης ή συμψηφισμού είχε εγερθεί και προηγουμένως με την ένορκη δήλωση της εφεσείουσας ημερ. 14/11/2011 (βλ. Διευθυντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217 και Τσιακλίδης ν. Ευαγγέλου (2004) 1 Α.Α.Δ. 119).
Η εφεσείουσα με δύο λόγους έφεσης προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως λανθασμένη. Ο μεν πρώτος λόγος αναφέρεται στο ότι η απόφαση του Δικαστηρίου είναι αντίθετη με τις διατάξεις του άρθρου 9(1) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, ο δε δεύτερος προβάλλει θέμα ακυρότητας της δικαστικής απόφασης ημερ. 9/12/99 επί της οποίας στηρίχθηκε η ειδοποίηση πτώχευσης.
Ενόψει της συνάφειας των λόγων έφεσης κρίνουμε σκόπιμο να εξεταστούν μαζί. Η εφεσείουσα με το περίγραμμα αγόρευσης της εισηγείται ότι η καταχώρηση της Αγωγής Αρ. 3417/1998 χωρίς προηγουμένως να έχει εξασφαλιστεί άδεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 9(1) του περί Πτωχεύσεως Νόμου ΚΕΦ. 5, ως εκ της έκδοσης διατάγματος παραλαβής της περιουσίας της εφεσείουσας, καθιστούσε άκυρη τόσο τη διαδικασία της Αγωγής όσο και την απόφαση στην Αγωγή, επί της οποίας στηρίχθηκε η ειδοποίηση πτώχευσης.
Η εισήγηση αυτή τέθηκε και πρωτόδικα και το Δικαστήριο την απέρριψε με το εξής σκεπτικό:
"Στο σύγγραμμα των Williams and Muir Hunter The Law and Practice in Bankruptcy, 19η έκδοση υπό τον τίτλο «Setting aside bankruptcy notice» αναφέρονται τα εξής στις σελίδες 37 και 38:
«Setting aside bankruptcy notice
(a) On grounds of set-off, counterclaim or cross-demand
........................
(b) On grounds other than set-off, etc.
The debtor may apply by motion (i.e. not by the summary affidavit procedure of B.R. 139) to set aside the notice on other grounds, e.g. irregularity, bad service, payment (or quaere legal tender) of the debt, etc.; the time limit of seven days now fixed by B.R. 138 does not apply to such applications. But the court cannot on such an application go behind the judgment and inquire into the validity of the debt, as it can in the case of a petition." (η υπογράμμιση δική μου)
Συνεπώς, η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας είναι πολύ περιορισμένη σε σχέση με τη διαδικασία του Δικαστηρίου στα πλαίσια εξέτασης αίτησης για την έκδοση διατάγματος παραλαβής. Το Δικαστήριο στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας δεν μπορεί να εξετάσει τα γεγονότα που οδήγησαν στην έκδοση της δικαστικής απόφασης επί της οποίας βασίζεται η Ειδοποίηση Πτώχευσης.
Επομένως, στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, το Δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει υπόψη του τους ισχυρισμούς της χρεώστιδος ότι οι πιστωτές δεν εξασφάλισαν την άδεια του Δικαστηρίου πριν εγείρουν την αγωγή υπ' αρ. 3417/1998 όπου εκ συμφώνου οι πιστωτές εξασφάλισαν την απόφαση εναντίον της χρεώστιδος στην οποία βασίζονται για την έκδοση της Ειδοποίησης Πτώχευσης.»
Το σημείο αυτό κρίνουμε κατάλληλο να παραθέσουμε το νομικό πλαίσιο ως προς τον παραμερισμό της ειδοποίησης πτώχευσης.
Οι Κανονισμοί 40(2) και 41 των περί Πτωχεύσεως Κανονισμών προνοούν τα εξής:
«............................................................................................
40(2) There shall also be indorsed an intimation to the debtor that if he has a counterclaim, set-off, or cross demand which equals or exceeds the amount of the judgment debt or sum ordered to be paid, and which he could not have set up in the action or proceedings in which the judgment or order was obtained, he must within the time specified in the notice file an affidavit to that effect with the Registrar. Such affidavit shall be indorsed with an address within the town in which the registry of the Court is situated at which notices to the debtor may be left by the Registrar.
...............................................................................................
41. The filing of such affidavit shall operate as an application to set aside the bankruptcy notice, and thereupon the Registrar shall fix a day for hearing such application, and not less than three days before the day so fixed shall give notice thereof both to the debtor and the creditor at the addresses given by them under rule 40. If the application cannot be heard until after the expiration of the time specified in the bankruptcy notice as the day on which the act of bankruptcy will be complete, the Court shall extend the time, and no act of bankruptcy shall be deemed to have been committed under the notice until the application has been heard and determined.»
Το θέμα παραμερισμού της ειδοποίησης πτώχευσης υπήρξε αντικείμενο λεπτομερούς εξέτασης στην υπόθεση Ιωάννης Αλεξάνδρου ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Εφ. 5/2012, ημερ. 15/1/2016, ECLI:CY:AD:2016:A18 στην οποίαν αναφέρθηκε ότι εκτός από την καταχώρηση ένορκης δήλωσης, όπως προβλέπεται ρητά από τον Κανονισμό 41 των περί Πτωχεύσεως Κανονισμών που επενεργεί (operates) ως αίτηση γι' ακύρωση της ειδοποίησης πτώχευσης, υπάρχει και η δυνατότητα καταχώρησης αίτησης που αποσκοπεί στο ίδιο αποτέλεσμα. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Όπως ξεκάθαρα φαίνεται από τους Κανονισμούς, το πρωτόδικο Δικαστήριο σε τέτοια περίπτωση έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει μόνο τα όσα αναφέρονται στον Καν. 40(2) και τίποτε άλλο. (βλ. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ. ν. Δημητρίου (2008) 1 Α.Α.Δ. 425, 431). Παρέχεται σε χρεώστη η δυνατότητα δι' αιτήσεως επίκλησης και των όσων ρητά προβλέπονται στο άρθρο 3(1)(ζ) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, ΚΕΦ.5 (πριν την τροποποίηση του) για ακύρωση ειδοποίησης πτώχευσης κάτω από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται σ΄ αυτό αλλά και άλλων λόγων πέραν αυτών, με ειδική αίτηση. (βλ. Μερκής v. Intertobacco (Cyprus) Ltd (2006) 1 A.A.D. 788, 790).
Στο σύγγραμμα των Williams and Muir Hunter The Law and Practice in Bankruptcy, 19η Έκδ., στο οποίο παραπέμπει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, κάτω από τον τίτλο «Setting aside bankruptcy notice" στις σελ. 37 και 38 αναφέρονται τα εξής:
"The debtor may apply by motion (e.g. not by the summary affidavit procedure of B.R. 139) to set aside the notice on other grounds, e.g. irregularity, bad service, payment (or quaere legal tender) of the debt, etc.".
Όπως υποδεικνύεται από τη νομολογία όταν ο χρεώστης επιθυμεί να εγείρει οποιοδήποτε άλλο θέμα από την έγερση ανταπαίτησης, ανταξίωσης ή συμψηφισμού, τότε η αίτηση γι' ακύρωση της ειδοποίησης πτώχευσης είναι το ορθό δικονομικό μέτρο (Alpha Bank Cyprus Ltd v. Κώστα Αριστείδη Πολ. Εφ. 199/2010, ημερ. 20/5/2015, ECLI:CY:AD:2015:A355 και Λαϊκή Τράπεζα Λτδ ν. Δημητρίου (2008) 1 Α.Α.Δ. 425). Η πιο πάνω αρχή επαναλήφθηκε στην υπόθεση Αλωνεύτης ν. Alpha Bank Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 475, 483 στην οποίαν τονίστηκε επιπρόσθετα ότι «είναι δυνατή η εισαγωγή αίτησης για ακύρωση της πτωχευτικής ειδοποίησης για λόγους άλλους από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο 3(1)(2) του περί Πτωχεύσεως Νόμου ΚΕΦ. 5, αλλά και σ' αυτή την περίπτωση το βάρος παραμένει με το χρεώστη.....»
Εξετάσαμε τις εισηγήσεις των δύο πλευρών υπό το φως της πιο πάνω νομοθεσίας και νομολογίας και η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου στα πλαίσια αίτησης για ακύρωση της ειδοποίησης πτώχευσης είναι πολύ περιορισμένη και δεν θα μπορούσε να εξετάσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκε η δικαστική απόφαση επί της οποίας βασίζεται η ειδοποίηση πτώχευσης μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Είναι φανερό ότι η παρούσα περίπτωση δεν αναφέρεται σε θέματα κακής επίδοσης, παρατυπίας ή εξόφλησης του χρέους που θα μπορούσαν να προωθηθούν με αίτηση, σύμφωνα με το πιο πάνω απόσπασμα από το σύγγραμμα των William and Muir Hunter.
Θέμα νομιμότητας της Αγωγής 3417/98 και της εκ συμφώνου απόφασης που εκδόθηκε στα πλαίσια της Αγωγής αυτής, μόνο με Αγωγή θα μπορούσε να αμφισβητηθεί που είναι και το διάβημα στο οποίο προέβη η εφεσείουσα με την καταχώρηση της Αγωγής 2697/11 την οποία όμως σε κάποιο στάδιο απέσυρε. Στην προφορική της αγόρευση η εφεσείουσα πρόβαλε διάφορους ισχυρισμούς ως προς τις συνθήκες απόσυρσης της Αγωγής με την οποία επιζητούσε την ακύρωση της εκ συμφώνου απόφασης, όπως ότι πιέστηκε από τον Δικαστή ενώπιον του οποίου ήχθη η αγωγή. Δυστυχώς τέτοιοι ισχυρισμοί δεν μπορούν να εξεταστούν στα πλαίσια της παρούσας έφεσης.
Με την απόρριψη της Αγωγής Αρ. 2967/11 και της μη αναστολής εκτέλεσης της εκ συμφώνου απόφασης αυτή κατέστη τελεσίδικη και υποκείμενη στις διατάξεις του περί Πτωχεύσεως Νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 3(3) αυτού που προβλέπει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες διαπράττεται πράξη πτώχευσης.
Η εφεσείουσα που εμφανίστηκε προσωπικά, με το περίγραμμα αγόρευσης της πρόβαλλε επίσης και άλλες εισηγήσεις που άπτονται του λανθασμένου της εκ συμφώνου απόφασης, όπως ότι υπήρξε παράλειψη τροποποίησης του τίτλου της ειδοποίησης, ότι η άδεια του Δικαστηρίου για εκτέλεση απόφασης ήταν άκυρη κ.ά. Ούτε οι θέσεις αυτές μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Εφετείο, εφόσον δεν συνιστούν λόγους έφεσης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας όπως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Εφετείο.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο