ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Χρ. Ματθαίου, για τους Εφεσείοντες. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-05-10 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο L.I.A. SOUNDTECH CAR amp;amp; HOME SOLUTIONS LTD ν. ΜΟΝΤΗΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 342/2012, 10/5/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:A180

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 342/2012)

 

10 Μαΐου, 2019

                                                        

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

L.I.A. SOUNDTECH CAR & HOME SOLUTIONS LTD,

 

Εφεσείοντες/Ενάγοντες/Εξ' ανταπαιτήσεως Εναγόμενοι,

 

ΚΑΙ

 

xxx ΜΟΝΤΗΣ,

 

Εφεσίβλητος/Εναγόμενος/Εξ΄ ανταπαιτήσεως

Ενάγων.

_ _ _ _ _ _

 

Χρ. Ματθαίου, για τους Εφεσείοντες.

Π. Μόντη (κα), για τoν Εφεσίβλητο.

Εφεσίβλητος παρών.

_ _ _ _ _ _

 

 

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η  (E X - T E M P O R E)

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η έφεση αφορά σε απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτήσεως που είχαν υποβάλει οι εφεσείοντες για παραμερισμό ή ακύρωση δικαστικής απόφασης, η οποία είχε εκδοθεί εναντίον τους, κατόπιν απόδειξης της ανταπαιτήσεως που είχε εγείρει ο εναγόμενος και εφεσίβλητος εδώ.

 

Σύμφωνα με το τηρηθέν πρακτικό του Δικαστηρίου ημερομηνίας 2.6.2011, όπως αυτό αποτυπώνεται στις σελίδες 2 και 3 της πρωτόδικης απόφασης, επί της οποίας καταχωρήθηκε η αίτηση για παραμερισμό, δεν υπήρξε εμφάνιση εκ μέρους των εφεσειόντων, και δεν υπήρχε ούτε καταχωρημένη υπεράσπιση στην ανταπαίτηση, ενώ είχαν δοθεί οδηγίες όπως αυτή να καταχωρείτο έως και πέντε καθαρές ημέρες πριν τις 2.6.2011, η οποία είχε από προηγουμένως οριστεί ως ημερομηνία απόδειξης της ανταπαιτήσεως του εφεσίβλητου, εφόσον δεν είχε καταχωρηθεί εγκαίρως οποιαδήποτε υπεράσπιση. Το Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο της υποθέσεως, την άφησε στο πλάι για ακόμη δέκα λεπτά και εφωνάχθη στο μεταξύ ο συνήγορος των καθ΄ων, που είναι ο συνήγορος των εφεσειόντων σήμερα, μετά δε το διάλειμμα των δέκα λεπτών, προχώρησε η υπόθεση σε απόδειξη της ανταπαίτησης, αφού ουδείς παρουσιάσθη. Επιφυλάχθηκε η απόφαση και το Δικαστήριο στις 29.8.2011 εξέδωσε υπέρ του εφεσιβλήτου-ανταπαιτούντος εναγομένου πρωτοδίκως, απόφαση, ως είχε ζητηθεί.

 

Στη συνέχεια, στις 7.9.2011 οι εφεσείοντες καταχώρησαν την αίτηση για παραμερισμό, η οποία βασίστηκε σε ένορκη δήλωση δικηγόρου που συνεργαζόταν με το συνήγορο των εφεσειόντων-αιτητών και η οποία, όμως, δεν έγινε δεκτή από το Δικαστήριο, στη βάση τόσο των γεγονότων, όσο και επί της νομικής πτυχής, την οποία το Δικαστήριο κατέγραψε στις σελίδες 6 και 7 της απόφασής του. Δεν παρέλειψε το πρωτόδικο Δικαστήριο να παρατηρήσει ότι η μάρτυρας των αιτητών επί της ενόρκου δηλώσεως αναφερόταν σε γεγονότα τα οποία ήσαν αντίθετα με τα όσα ο φάκελος της διαδικασίας και το πρακτικό του Δικαστηρίου επιμαρτυρούσαν. Και, επίσης, ότι οι εξηγήσεις που προσπάθησαν να δώσουν οι εφεσείοντες για την απουσία τους την ημέρα της εκδίκασης της ουσίας της ανταπαιτήσεως, δεν ήσαν επαρκείς, και γι΄ αυτό το Δικαστήριο στο τέλος της ημέρας απέρριψε την αίτηση για παραμερισμό της απόφασης, στη βάση της ελλειπτικής και ανακριβούς μαρτυρίας, την οποία προσπάθησαν να παρουσιάσουν οι εφεσείοντες, αφήνοντας, ως ανέφερε το Δικαστήριο, μετέωρη την αναγκαία προϋπόθεση να αποδειχθεί πως η απουσία και των ίδιων, αλλά και του συνηγόρου τους, κατά τη δικάσιμο της 2.6.2011, δεν οφειλόταν σε αδιαφορία να συμμετάσχουν στην εκδίκαση της ανταπαιτήσεως, υπερασπιζόμενοι τα νόμιμα συμφέροντά τους. Το Δικαστήριο, στη συνέχεια, έκρινε ότι η αποτυχία απόδειξης της συνδρομής καλού λόγου για την παράλειψη των αιτητών να εμφανιστούν κατά τη δικάσιμο της 2.6.2011, οδηγούσε αναπόφευκτα την αίτηση παραμερισμού σε αποτυχία και παρήλκε, επομένως, η αξιολόγηση της υπεράσπισης, την οποία οι εφεσείοντες προέβαλαν σε εκείνο το στάδιο.

 

Το Δικαστήριο στην απόφασή του είχε επίσης αναφέρει ότι η ένσταση που είχε καταχωρηθεί από πλευράς του εφεσίβλητου στην αίτηση παραμερισμού των εφεσειόντων, δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή λόγω παρατυπιών, εφόσον στο σώμα της δεν προσδιορίζονταν οι λόγοι ένστασης ως ορίζει η Δ.48 θ.4(1) των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών. Παρά ταύτα, δόθηκε στον εφεσίβλητο - καθ΄ου η αίτηση στην αίτηση παραμερισμού, ο οποίος τύγχανε επαγγελματίας δικηγόρος, η δυνατότητα να προβάλει προφορικώς την ένστασή του και να αγορεύσει προς υποστήριξή της, διευκρινίζοντας όμως ότι τα όσα ο καθ΄ου, εφεσίβλητος εδώ, ανέφερε ως γεγονότα στην ένορκή του δήλωση, η οποία υποστήριζε την παράτυπη και αντικανονική ένστασή του ημερομηνίας 20.10.2011, δε θα λαμβάνονταν υπόψη. Στο τέλος, το Δικαστήριο, σημείωσε ότι, ως θέμα αρχής, επιτυχών διάδικος ο οποίος εμφανίζεται αυτοπροσώπως ενώπιον του Δικαστηρίου, χωρίς δικηγόρο, δεν δύναται να διεκδικεί έξοδα, εν τούτοις, όπου ο διάδικος είναι ο ίδιος δικηγόρος, χειριζόμενος προσωπικώς την υπόθεσή του, με επιτυχία, δικαιούται στα έξοδά του, παρέθεσε δε προς τούτο απόσπασμα από την απόφαση  Buckland ν. Watts (1996) 2 All ER 985, καθώς και την απόφαση στη Γεωργιάδης ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1999) 1 ΑΑΔ 35. Επιδίκασε, επομένως, και τα έξοδα της αίτησης, όπως εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο, υπέρ του εναγομένου - εξ΄ ανταπαιτήσεως ενάγοντος - καθ΄ου η αίτηση.

 

Προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση με δύο λόγους έφεσης που αφορούν, πρώτον, ότι λανθασμένα το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παράλειψη των εφεσειόντων να εμφανιστούν στις 2.6.2011 ήταν αδικαιολόγητη, οφειλόμενη σε αδιαφορία να συμμετάσχουν στην εκδίκαση της ανταπαίτησης και, κατά δεύτερο λόγο, ότι λανθασμένα το Δικαστήριο έδωσε άδεια στον εφεσίβλητο να υποβάλει προφορικά την ένστασή του και να αγορεύσει προς υποστήριξή της, επιδικάζοντας ως συνέπεια και τα έξοδα υπέρ της αίτησης ημερομηνίας 7.9.2011, στη βάση του ότι η ένσταση που είχε καταχωρήσει ο εφεσίβλητος ήταν παράτυπη και κατά παράβαση των θεσμών και, επομένως, δεν είχε γίνει δεκτή από το Δικαστήριο.

 

Έχοντας υπόψη τα όσα οι συνήγοροι έχουν αναφέρει σήμερα στο Δικαστήριο κατά τις αγορεύσεις τους, αλλά και τα όσα καταγράφονται στα περιγράμματα, δε διαπιστώνεται λόγος για τον οποίο η έφεση θα πρέπει να επιτύχει. Η πρωτόδικη απόφαση, στη βάση των όσων είναι καταγραμμένα εκεί, παρουσιάζεται απόλυτα ορθή και με εκτεταμένη υπόμνηση των βασικών αρχών που λαμβάνονται στις αιτήσεις του είδους (Γεωργίου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τράπεζας Κύπρου Λτδ (Αρ.2) (1999) 1 ΑΑΔ 1936, Γιωργαλλίδης ν. Χρίστου (1997) 1 ΑΑΔ 247, Κωνσταντινίδη ν. Hissin (2004) 1 ΑΑΔ 1774, κ.ά.). Οι εφεσείοντες και ο συνήγορός τους παρέλειψαν να εμφανιστούν στη διαδικασία της ανταπαιτήσεως και τα όσα αναφέρθησαν από το συνήγορο, τόσο στο περίγραμμα, όσο και στη δια ζώσης αγόρευσή του σήμερα, που αντικρούονται σε ένα βαθμό με την απόφαση του Δικαστηρίου και από τα αποτυπωμένα σε αυτήν πρακτικά, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη. Η δικαστική απόφαση και τα όσα σ΄ αυτή περιέχονται θεωρούνται ότι αποτυπώνουν με πληρότητα, την αλήθεια του περιεχομένου τους. Αν ο,τιδήποτε αμφισβητείτο, έδει να εξεταζόταν σε διαδικασίες είτε διόρθωσης, είτε παρουσίασης κάποιου άλλου δεδομένου ή πρακτικού, πράγμα το οποίο οι εφεσείοντες δεν έπραξαν και ορθά το Δικαστήριο αναφέρει ότι τα όσα παρουσιάζονταν ως μαρτυρία δια ενόρκου δηλώσεως της δικηγόρου τους που αντιστρατεύονταν τα πρακτικά που είχαν τηρηθεί από το Δικαστήριο, δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη εφόσον ήταν αντίθετα προς τα όσα το Δικαστήριο είχε ως δεδομένα κατά τη διαδικασία της υπόθεσης. Δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης η μη ενασχόληση του Δικαστηρίου ως προς την ουσία της υπεράσπισης που ενδεχομένως να υπήρχε όσον αφορά την ανταπαίτηση, και έτσι δεν χρειάζεται να λεχθεί ο,τιδήποτε άλλο.

 

Όσον αφορά το θέμα του ότι επέτρεψε το Δικαστήριο στον εφεσίβλητο να αγορεύσει προφορικά ενιστάμενος, παρά το γεγονός ότι το Δικαστήριο είχε απορρίψει και δεν έκαμε δεκτή την ένσταση που είχε καταχωρηθεί, παρατηρείται ότι ο εφεσίβλητος είχε δικαίωμα να αγορεύσει, όχι διότι ήταν δικηγόρος, αλλά διότι εμφανιζόταν αυτοπροσώπως την ημέρα και κατά τη διαδικασία της αιτήσεως για παραμερισμό και δεν θα μπορούσε με κανένα τρόπο το Δικαστήριο να απαγορεύσει σε διάδικο να αναφέρει ό,τι επιθυμούσε, χωρίς όμως γεγονότα. Αυτό υποστηρίζεται σε επαρκή βαθμό από την απόφαση Papapetrou Brothers Ltd v. Παπαπέτρου (2003) 1 ΑΑΔ 741, την οποία μνημόνευσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο ορθά κατέγραψε ότι τα όσα υπήρχαν ή θα αναφέρονταν ή τυχόν αναφέρθηκαν από τον εφεσίβλητο προφορικά στην αγόρευσή του που είχαν υπόβαθρο γεγονότα, δε θα λαμβάνονταν υπόψη, όπως και δεν λήφθηκαν υπόψη.

 

Όσον αφορά τα έξοδα, στη βάση του ότι από τις 23.12.1999 η προηγούμενη Δ.59 θ.3, στην οποία ο δικηγόρος που ήταν και διάδικος δε δικαιούτο, παρά μόνο στα πραγματικά του έξοδα, έχει καταργηθεί, δεν υφίσταται λόγος διαφοροποίησης από τη διαταγή περί εξόδων που εξέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Πρέπει να παρατηρηθεί, επίσης, ότι στο λόγο έφεσης 2, παρόλο που αναφέρεται το θέμα των εξόδων, δεν υπάρχει εξειδικευμένος λόγος ως προς την επιδίκαση των εξόδων  υπέρ του εφεσίβλητου. Δεν αρκούσε, με άλλα λόγια, ο απλός συνδυασμός ή σύζευξη στο λόγο έφεσης του ότι αφέθηκε ο εφεσίβλητος να αγορεύσει προφορικά με την διασύνδεσή του με τα έξοδα, διότι το κάθε ένα έπρεπε να είχε διαχωριστεί, ώστε να υπήρχε χωριστή και σαφής αιτιολογία για το ζήτημα των εξόδων.

 

Επομένως, απορρίπτεται η έφεση, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ του εφεσιβλήτου, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο