ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A171
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 174/2013)
8 Μαΐου, 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΕΛΕΝΟΔΩΡΟΥ,
Εφεσείων/Εναγόμενος,
ΚΑΙ
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητος/Ενάγων.
_ _ _ _ _ _
Γ. Δημητρίου (κα) για Α. Ζαχαρίου, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Κυριακίδης, για τoν Εφεσίβλητο.
_ _ _ _ _ _
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: O Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας και πέτυχε την έκδοση διατάγματος εναντίον του εφεσείοντα ότι αυτός ή/και οι υπηρέτες του ή/και αντιπρόσωποί του ουδέν δικαίωμα έχουν να επεμβαίνουν εντός της απαλλοτριωθείσας υπέρ της Κυπριακής Δημοκρατίας έκτασης στο Τεμάχιο με αριθμό εγγραφής 1x6 (Τεμάχιο με αρ. xx σήμερα) Φ/Σχ. XLI/xx, στην xxx της επαρχίας Λάρνακας (στο εξής «το επίδικο ακίνητο»).
Η πιο πάνω θεραπεία ήταν μία από τις τρεις που αξιώνοντο αρχικά με την αγωγή.
Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, δυνάμει διατάγματος απαλλοτρίωσης, δημιουργήθηκε στο επίδικο ακίνητο δικαίωμα δουλείας προς όφελος της Κυπριακής Δημοκρατίας σε σχέση με την τοποθέτηση, χρήση και συντήρηση ελεύθερα και αδιάκοπα σε επιμήκη λωρίδα δέκα περίπου μέτρων ενός υδροσωλήνα, μέσα και κάτω από το επίδικο ακίνητο, για τη λειτουργία του Νότιου Αγωγού, κατά τρόπο που θα εξυπηρετείτο η λειτουργία και η συντήρησή του. Ο εφεσείων, σύμφωνα πάντοτε με την έκθεση απαίτησης, επενέβη παράνομα, χωρίς άδεια, στην απαλλοτριωθείσα έκταση, με επιχωμάτωση πάνω από το φυσικό έδαφος, ύψους περί των δύο μέτρων και τη φύτευση δέντρων και λοιπών αντικειμένων, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η επιθεώρηση, λειτουργία και συντήρηση του Αγωγού.
Με την υπεράσπισή του ο εφεσείων αρνήθηκε τους ισχυρισμούς της Δημοκρατίας και η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση, όπου κατέθεσαν δύο υπάλληλοι του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων (στο εξής «ΤΑΥ») στην Υπηρεσία Λειτουργίας και Συντήρησης Αρδευτικών Έργων εκ μέρους της Δημοκρατίας οι Κ. Κ. (Μ.Ε.1) και Γ. Χ. (Μ.Ε.2), ενώ εκ μέρους του εφεσείοντα δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία.
Από τη μαρτυρία των δύο αυτών μαρτύρων, η οποία παρέμεινε αναντίλεκτη, προκύπτει πως ο Κεντρικός Νότιος Αγωγός, ο οποίος είναι ιδιοκτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι υδατικό έργο μέσω του οποίου μεταφέρεται νερό από το φράγμα του Κούρη σε διυλιστήρια και σε αρδευτικά έργα. Δυνάμει γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης (Α.Δ.Π.2x1/1986) και συνακόλουθου διατάγματος απαλλοτρίωσης (Α.Δ.Π.1xx4/1986) εξασφαλίστηκε προς όφελος της Κυπριακής Δημοκρατίας πραγματική δουλεία σε σχέση με το εν λόγω τεμάχιο, η οποία συνίστατο στην τοποθέτηση, χρήση και συντήρηση ενός υδροσωλήνα μέσα και κάτω από το ακίνητο αυτό για τη λειτουργία του πιο πάνω αγωγού. Η απαλλοτριωθείσα έκταση καταλαμβάνει επιμήκη λωρίδα δέκα περίπου μέτρων. Η επίδικη επέμβαση συνίστατο σε ανύψωση του επίδικου τεμαχίου με επιχωμάτωση κατά περίπου 50 εκ., με αποτέλεσμα να αλλοιωθεί το υψόμετρο του εδάφους κατά τρόπο που επηρεαζόταν συγκεκριμένο φρεάτιο του αγωγού που βρισκόταν εντός του κτήματος, έτσι ώστε συσσωρεύονταν νερά της βροχής, χωρίς να έχουν διέξοδο και με αυτό τον τρόπο εμποδιζόταν η λειτουργία, συντήρηση και επιθεώρηση του αγωγού. Ο εντοπισμός του εφεσείοντα, ως το πρόσωπο που προέβη στην επιχωμάτωση, προέκυψε από αναφορά του ιδιοκτήτη διπλανού οικοπέδου, ενώ, στη συνέχεια, ο εφεσείων συμμετείχε σε επιτόπια συνάντηση μεταξύ λειτουργών του ΤΑΥ, χωρίς ποτέ να αρνηθεί τη διάπραξη της επέμβασης εκ μέρους του, αλλά αντίθετα συνεχώς διαβεβαίωνε τους λειτουργούς του Τμήματος ότι θα συμμορφωθεί με τις υποδείξεις τους. Η άρνησή του να προβεί σε διορθωτικές κινήσεις οδήγησε στην καταχώρηση της υπό κρίση αγωγής. Κατά τη δεύτερη μέρα που έδιδε μαρτυρία ο Μ.Ε.1 ανέφερε ότι τελικά επήλθε συμφωνία με τον εφεσείοντα και αυτός είχε συμμορφωθεί με τις υποδείξεις των αρμοδίων και προέβη σε ανύψωση του φρεατίου, κατά 60 περίπου εκατοστά, με ειδικά τούβλα, για να μην μπαίνει νερό στο φρεάτιο, όπως γινόταν μετά την επιχωμάτωση που είχε γίνει εντός της απαλλοτριωθείσας λωρίδας γης.
Παρά ταύτα, η ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης συνεχίστηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία των δύο μαρτύρων που κλήθηκαν από τη Δημοκρατία, κατέληξε πως ο εφεσείων πράγματι προέβη σε επέμβαση σε λωρίδα γης που είχε απαλλοτριωθεί, από όπου διέρχεται ο Νότιος Αγωγός μεταφοράς νερού από το Φράγμα Κούρη, κατά τρόπο που επηρέαζε την απρόσκοπτη λειτουργία του.
Με την υπό κρίση έφεση ο εφεσείων ισχυρίζεται (α) ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί μετά τη δήλωση της πλευράς του ότι η κατ΄ ισχυρισμό παράνομη επέμβαση είχε ήδη αρθεί, και, συνεπώς, το θέμα ήταν πλέον θεωρητικό και ακαδημαϊκής φύσης (πρώτος λόγος έφεσης), (β) ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς να έχει ενώπιόν του οποιαδήποτε μαρτυρία εμπειρογνώμονα ή τοπογραφικό σχέδιο στο οποίο να φαίνεται το τεμάχιο επί του οποίου έγινε η κατ΄ ισχυρισμό επέμβαση, κατέληξε σε εύρημα ότι υπήρξε επέμβαση στο ακίνητο, και (γ) ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε έξοδα στην κλίμακα της αγωγής €10.000-€50.000.
Όπως προαναφέραμε, μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, και συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΕ1, στις 3.12.2012, ο εφεσείων ανύψωσε το φρεάτιο, με αποτέλεσμα να μη δημιουργείται πλέον οποιοδήποτε πρόβλημα στη λειτουργία του Νοτίου Αγωγού. Με δεδομένο δε ότι δεν είχε ζητηθεί και δεν προωθήθηκε αξίωση για αποζημίωση, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η εκδίκαση της υπόθεσης κατέστη θέμα θεωρητικού και ακαδημαϊκού περιεχομένου μόνο και θα έπρεπε να απορριφθεί από εκείνο το στάδιο. Η έκδοση διατάγματος με το οποίο δεν επιτρέπεται στον εφεσείοντα να επεμβαίνει παράνομα ήταν αχρείαστη και ακατανόητη.
Αντίθετη επί του προκειμένου η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσίβλητου, ο οποίος, με αναφορά στο Atkin's Court Forms, Vol. 17(1), εισηγήθηκε ότι, ενόψει της συμμόρφωσης του εφεσείοντα pendente lite, αλλά και ταυτόχρονα της άρνησής του ότι υπήρχε επέμβαση που συνεχίστηκε μέχρι τέλους, ήταν απόλυτα εύλογο για το Δικαστήριο να συνεχίσει τη διαδικασία και να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα. Περαιτέρω, εάν η απλή συμμόρφωση σε παράνομη επέμβαση όπου δεν υπάρχει ζημιά είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή της δικαστικής διαδικασίας, τότε σε όλες τις σχετικές διαδικασίες οι επεμβασίες θα ανέμεναν μέχρι την ακρόαση της υπόθεση για να τερματίσουν την επέμβαση και να θέσουν εκ ποδών τη δικαστική διαδικασία, χωρίς συνέπειες για την παρανομία τους. Περαιτέρω, το ζήτημα του κατά πόσο ο εφεσείων παρενέβη παράνομα επί της δουλείας της Δημοκρατίας, αφορούσε την κατάλληλη διαταγή εξόδων.
Έχουμε εξετάσει τις θέσεις των δύο πλευρών με προσοχή. Κατ΄ αρχάς σημειώνουμε ότι σε κανένα στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας δεν εγέρθηκε θέμα εκ μέρους του εφεσείοντα ότι η διαδικασία θα έπρεπε να διακοπεί. Αντίθετα, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα προχώρησε σε γραπτή αγόρευση προς υποστήριξη των θέσεών του, όπου δεν προβλήθηκε ούτε σε εκείνο το στάδιο τέτοια εισήγηση. Συνεπώς, εκείνο που παραμένει να εξεταστεί, είναι κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις, το Δικαστήριο θα έπρεπε να προχωρήσει στην έκδοση του επίδικου διατάγματος.
Η αγωγή της Δημοκρατίας επεδίωκε δηλωτική απόφαση ότι ο εφεσείων δεν έχει δικαίωμα να επεμβαίνει εντός της επίδικης περιουσίας, διάταγμα παύσης κάθε επέμβασης σ΄ αυτήν και το διάταγμα όπως ο εφεσείων αφαιρέσει οποιαδήποτε επιχωμάτωση, δένδρα, φυτά, κλπ.
Δεν υπήρχε αξίωση για αποζημιώσεις. Σύμφωνα με την αναντίλεκτη μαρτυρία του εφεσίβλητου, ο εφεσείων, κατόπιν υπόδειξης των αρμοδίων του ΤΑΥ, προέβη σε ανύψωση του φρεατίου, με αποτέλεσμα να μη δημιουργείται πλέον πρόβλημα στη λειτουργία και συντήρηση του Νότιου Αγωγού.
Όμως, η παράνομη επέμβαση του εφεσείοντα είχε ήδη συντελεστεί και αυτό ήταν ένα δεδομένο το οποίο οδήγησε και στην εναντίον του έγερση της αγωγής. Η παρανομία ήταν καθ΄ εκάστη, («de die in diem» - Salmond on the Law of Torts, 16η Έκδ. σελ. 42-43), υφίστατο δηλαδή κάθε μέρα για την οποία ο εφεσείων δεν λάμβανε διορθωτικά μέτρα. Η υπ΄ αυτού, διαρκούσης της δίκης, συμμόρφωση με τις υποδείξεις των εφεσιβλήτων ώστε να αρθεί το πρόβλημα δικαιολογούσε πλήρως την υπό του Δικαστηρίου έκδοση του διατάγματος αφενός διότι ο εφεσείων ήταν ήδη παράνομος επεμβασίας και αφετέρου, δια να μην επαναληφθεί η συμπεριφορά αυτή, δεδομένου ότι αρνείτο αρχικά ότι είχε επέμβει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο.
Η έκδοση διατάγματος αποτελεί μια από τις κλασικές θεραπείες προς αποκατάσταση της επέμβασης, (Street on Torts, 11η Έκδ. σελ. 81-82).
Ο εφεσείων αμφισβητεί επίσης την ορθότητα του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ύπαρξης επέμβασης στο ακίνητο στη βάση εισήγησης που είχε προβληθεί και πρωτόδικα. Συγκεκριμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε εισήγηση της πλευράς του εφεσείοντα ότι η μη παρουσίαση τοπογραφικού σχεδίου ή σχετικής μαρτυρίας από το Κτηματολόγιο που να υποδεικνύει την επίδικη λωρίδα γης η οποία κατ΄ ισχυρισμό απαλλοτριώθηκε και επί της οποίας κατ΄ ισχυρισμό της Δημοκρατίας υπήρξε επέμβαση από τον εφεσείοντα, η Δημοκρατία απέτυχε να αποδείξει τους ισχυρισμούς της και κατέληξε ως ακολούθως:
«Στη προκείμενη περίπτωση οι Μ.Ε. 1 και 2 ήταν σαφείς και η μαρτυρία τους παρέμεινε αναντίλεκτη. Παρουσίασαν τις πράξεις απαλλοτρίωσης της επίδικης λωρίδας γης (τεκμ. Α και Β), όπου αναφέρεται ρητά ο αριθμός τεμαχίου, παρουσίασαν επίσης πιστοποιητικά έρευνας όπου παρουσιάζονται ως συνιδιοκτήτες κατά το ½ μερίδιο του κτήματος στενά συγγενικά πρόσωπα του εναγομένου. Περαιτέρω ο εναγόμενος ήταν το πρόσωπο που υποδείχθηκε σε αρμοδίους λειτουργούς από γείτονα του ότι ήταν ο επεμβασίας και στη συνέχεια σε όλες τις επαφές που ακολούθησαν όπως τις κατέγραψα πιο πάνω, αυτός δεν αρνήθηκε αυτή την ενέργεια του αλλά τουναντίον αποδεχόταν τις υποδείξεις τους για άρση της επέμβασης και η άρση της τελικά κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας φανερώνει κατά την άποψη μου κατά τρόπο αναμφισβήτητο ότι ήταν αυτός που είχε επέμβει. Περαιτέρω σύμφωνα με το περιεχόμενο των τεκμ. Α - Δ πρόκειται για γεγονότα τα οποία αποδεικνύουν άμεσα την ανάμειξη του στην επέμβαση και δεν πρόκειται για διαπίστωση και εύρημα συμπερασματικό. Επομένως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για το ίδιο ακίνητο επί του οποίου υπήρξε η επέμβαση και επί του οποίου η Κυπριακή Δημοκρατία απέκτησε δικαίωμα όπως αυτό καθορίζεται με λεπτομέρειες στο τεκμ. Δ. για την τοποθέτηση, χρήση και συντήρηση υδροσωλήνα για τον Κεντρικό Αγωγό.»
Δε διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ώστε να απαιτείται η παρέμβαση μας, ειδικότερα έχοντας υπόψη πώς εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα. Ο εφεσείων κατέληξε σε συμφωνία με το ΤΑΥ και, τελικά, προέβη σε ενέργειες ανύψωσης του φρεατίου.
Αναφορικά με το ζήτημα των εξόδων, η σχετική πρόνοια της Δ.2 θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, προβλέπει ότι:
«10. In actions for recovery of possession of immovable property the indorsement on the writ shall set out the value of the property sought to be recovered, and in those for trespass the value of the part actually trespassed upon.»
Στην παρούσα περίπτωση, στην οπισθογράφηση του κλητηρίου εντάλματος αναφέρεται ως αξία επίδικου μέρους €10.000-€50.000. Δεν υπήρξε οποιαδήποτε αμφισβήτηση εκ μέρους του εφεσείοντα ως προς αυτό το ζήτημα. Ούτε εγέρθηκε, ούτε συζητήθηκε πρωτοδίκως το θέμα της αξίας του επίδικου μέρους με βάση το οποίο καθορίζεται η κλίμακα εξόδων στην αγωγή. Συνεπώς, δεν παρέχεται δυνατότητα εξέτασής του κατ΄ έφεση (βλ. Μιχαήλ ν. Νεοκλή (2001) 1 ΑΑΔ 820). Άλλωστε, ο εφεσείων, παρά τη συμμόρφωσή του εν μέσω της δίκης, επέμενε μέχρι τέλους στην εκδίκασή της, μη αποδεχόμενος δηλωτική απόφαση εναντίον του.
Υπό το φως των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ του εφεσίβλητου, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ