ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A143
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε66/2014)
12 Απριλίου, 2019
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
xxx xxx ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Εφεσείοντας/Εναγόμενος 2
ΚΑΙ
HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LTD,
Εφεσίβλητων/Εναγόντων
Π. Ευθυμίου, για τον Εφεσείοντα.
Ρ. Χαραλάμπους (κα) για Α. Κακογιάννη & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Εφεσιβλήτους.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων επεδίωξε, ανεπιτυχώς, να παραμερίσει την εκδοθείσα εναντίον του απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στο πλαίσιο της αγωγής αρ. 798/2013 για ποσό €37.727,18, πλέον τόκους και έξοδα.
Τα γεγονότα τα οποία συνθέτουν την παρούσα υπόθεση δεν αμφισβητούνται και, όπως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση, η αγωγή καταχωρίστηκε 14 Μαρτίου 2013 και επιδόθηκε προσωπικά στον εφεσείοντα, τότε εναγόμενο 2, στις 19 Απριλίου 2013. Παρελθούσης της προθεσμίας για καταχώριση εμφάνισης, οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν στις 13 Μαΐου 2013 μονομερή αίτηση για έκδοση απόφασης εναντίον των τότε εναγομένων, στη βάση της Δ.17 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Στις 30 Μαΐου 2013 το δικαστήριο είχε επιληφθεί της αίτησης και εξέδωσε την πιο πάνω αναφερόμενη δικαστική απόφαση.
Στις 26 Ιουνίου 2013 υποβλήθηκε από τον εφεσείοντα αίτηση παραμερισμού της πιο πάνω εκδοθείσας απόφασης. Η αίτηση αυτή, όπως σημειώσαμε πιο πάνω, απορρίφθηκε από το δικαστήριο και καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε ευρύτατη αναφορά στην ένορκη δήλωση του εφεσείοντα, ο οποίος, ουσιαστικώς, παραδέχεται ότι η αγωγή του είχε επιδοθεί εγκαίρως, πλην, όμως, παρόλο που είχε επισκεφθεί δικηγόρο στις 8 Μαΐου 2013 και οι δικηγόροι γνωστοποίησαν με τηλεμήνυμα στους δικηγόρους των εφεσιβλήτων ότι είχαν πρόθεση καταχώρισης εμφάνισης, κάτι τέτοιο δεν έγινε καθότι ο εφεσείων είχε επισκεφθεί τους άλλους δύο συνεναγομένους του, προσπαθώντας να τους πείσει να συνεργαστούν προς υπεράσπιση της αγωγής. Όπως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση του εφεσείοντα, που συνόδευε την αίτηση, ο ίδιος τελικώς στις 30 Μαΐου 2013, έχοντας αποτύχει να πείσει τους άλλους συνεναγομένους του, ζήτησε από τους δικηγόρους του να προχωρήσουν στην καταχώριση εμφάνισης. Αναφέρει δε σχετικά τα εξής:
″Στη συνέχεια που πληροφορήθηκα την έκδοση της ερήμην δικαστικής απόφασης, ζήτησα από τους δικηγόρους των εναγόντων την από κοινού ακύρωση της απόφασης, πράγμα που αυτοί αποδέχθηκαν″.
Το πρωτόδικο δικαστήριο σε μια εμπεριστατωμένη απόφαση αναφέρθηκε σε έκταση στους λόγους, οι οποίοι συνηγορούν υπέρ της αποδοχής μιας αίτησης αναλόγου φύσεως, κάμνοντας αναφορά σε σχετική επί τούτου νομολογία. Κατέληξε δε λέγοντας:
″Σύμφωνα με τη νομολογία για να επιτύχει ο αιτητής τον παραμερισμό μιας απόφασης θα πρέπει να πείσει το Δικαστήριο ότι έχει μια εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση στην απαίτηση που προβάλλεται εναντίον του και αφετέρου να δώσει επαρκή δικαιολογία για την παράλειψη του να εμφανιστεί στη διαδικασία.″
Οι λόγοι έφεσης ήταν δύο. Ότι το δικαστήριο, προβλήθηκε με τον πρώτο λόγο έφεσης, λανθασμένα αποφάσισε ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην καταχώριση εμφάνισης και ότι αυτή δεν εξηγήθηκε επαρκώς. Με το δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων υποστήριξε ότι είχε αποκαλύψει, μέσα από την ένορκη δήλωση, καλόπιστη υπεράσπιση στο βαθμό που θα έπρεπε να του δοθεί η ευκαιρία να την προβάλει.
Το δικαστήριο θεώρησε, και ορθώς κατά την άποψη μας, ότι αδυνατούσε να αντιληφθεί «ποιο ήταν το πραγματικό εμπόδιο που αντιμετώπισε ο εναγόμενος 2 για να καταχωρίσει εγκαίρως την εμφάνιση του». Από τη στιγμή που οι άλλοι εναγόμενοι δεν ανταποκρίθηκαν στην εισήγηση για κοινή εκπροσώπηση και στις 8 Μαΐου 2013 είχε επισκεφθεί δικηγόρο, δεν έχει καταδειχθεί οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος ο οποίος να συνηγορεί υπέρ της υιοθέτησης άλλης προσέγγισης από αυτή την οποία υιοθέτησε το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι, δηλαδή, δεν έχει καταδειχθεί οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος για τη μη εμφάνιση.
Επιπροσθέτως, το δικαστήριο έκρινε και, ορθώς, ότι δεν έχει δικαιολογηθεί δεόντως η παρέλευση του χρονικού διαστήματος μεταξύ της έκδοσης απόφασης και της καταχώρισης της παρούσας αίτησης, ήτοι περίοδος περίπου ενός μηνός.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος έκαμε αναφορά στην υπόθεση Phylactou and others v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, για να υποστηρίξει την εισήγηση του περί λανθασμένης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου να μην αποδεχθεί την αίτηση παραμερισμού. Τα γεγονότα της εν λόγω έφεσης είναι διάφορα και δεν μπορούν να εφαρμοστούν στην προκείμενη περίπτωση. Οι εφεσείοντες είχαν καταχωρίσει εμφάνιση, η υπόθεση προχώρησε και στη συνέχεια απεσύρθη ο δικηγόρος τους και οι ίδιοι είχαν με επιστολή τους γνωστοποιήσει στο δικαστήριο τη δυσκολία που αντιμετώπιζαν για να εμφανιστούν στο δικαστήριο.
Από τα ίδια τα γεγονότα της ενώπιον μας υπόθεσης, ορθώς ασκήθηκε η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου καθότι δεν είχε, με οποιοδήποτε τρόπο, θεμελιωθεί η καθυστέρηση που υπήρξε στην καταχώριση σημειώματος εμφάνισης.
Το δικαστήριο παράλληλα εξέτασε και την προβληθείσα, εκ μέρους του εφεσείοντα, υπεράσπιση. Το βάρος απόδειξης, ότι υπάρχει καλή υπεράσπιση, βαρύνει τον εφεσείοντα ο οποίος θα πρέπει να καταδείξει καλόπιστη υπεράσπιση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων δεν έπεισε ως προς την ύπαρξη υπεράσπισης, καθότι δεν είχαν παρατεθεί οποιεσδήποτε λεπτομέρειες ή στοιχεία που να συνηγορούν υπέρ της αντίθετης προσέγγισης, ήτοι της ύπαρξης εύλογης υπεράσπισης.
Αιτήσεις αυτής της μορφής εξετάζονται κάτω από το πρίσμα των γεγονότων και μέσα σε αυτά ασκείται η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Ως προς την εμβέλεια άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, σχετική είναι η υπόθεση NTR BEACH DINERS LTD κ.ά. ν. ADAMOU CONSTRUCTION, Πολ. Έφ. 373/2012, ημερ. 15 Ιανουαρίου 2018, ECLI:CY:AD:2018:A18, όπου αναφέρθηκαν τα εξής:
″Η εξουσία του Δικαστηρίου δυνάμει της Δ.17 θ.10 των Θεσμών να παραμερίσει απόφαση που εξεδόθη ερήμην είναι διακριτικής βεβαίως φύσεως. Όπως έχει δε νομολογηθεί, εφόσον η διακριτική αυτή εξουσία ασκείται εντός πλαισίου που παρέχεται από το Νόμο και δεν προκαλείται πασιφανής αδικία το Εφετείο δεν επεμβαίνει. (Βλ. Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984).
Είναι δε εξίσου νομολογιακά εδραιωμένο ότι, αίτηση για παραμερισμό μπορεί να απορριφθεί, παρά την αποκάλυψη συζητήσιμης υπεράσπισης, εφόσον διαπιστωθεί ότι ο εναγόμενος επέδειξε αδιαφορία για την αγωγή, η οποία προσλαμβάνει τη μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου. (Βλ. Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτη (1997) 1Β Α.Α.Δ. 941).
Ακριβώς η επιδίωξη του Δικαστηρίου πρέπει να είναι η στάθμιση αφενός του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεση του και αφετέρου η ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων με τη διασφάλιση της τελεσιδικίας.
Όπως τονίστηκε στη NSM Democars Ltd κ.ά. και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολ. Εφ. 121/2010, ημερ. 14.10.2015, ECLI:CY:AD:2015:A677, το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιδεικνύει υπέρμετρο ζήλο στην αποστέρηση του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεση του νοουμένου ότι αποκαλύπτει υπεράσπιση. Εντούτοις, το Δικαστήριο δύναται, παρά ταύτα, να αρνηθεί να επανανοίξει την υπόθεση, εάν η διαγωγή του αιτητή είναι τέτοια, ώστε να πλήττει το θεμέλιο της δικαιοσύνης.
Πρέπει συναφώς να ομιλούμε όχι απλώς για καθυστέρηση που θα μπορούσε να κριθεί, μέσα σε θεμιτά πλαίσια, δικαιολογημένη. Όσο δε μεγαλύτερη χρονικά είναι η καθυστέρηση, τόσο πιο εύκολα μπορούμε να ομιλούμε για αδιαφορία, η οποία, εξ ορισμού, προσλαμβάνει τη μορφή της περιφρόνησης στο δικαίωμα του άλλου αλλά και στην δικαστική διαδικασία, αυτή καθ' εαυτή.″
(Βλ. επίσης Νικολαΐδου Ευσταθίου ν. Hellenic Bank Public Company Ltd, Πολ. Έφ. 130/2012, ημερ. 10 Οκτωβρίου 2017, ECLI:CY:AD:2017:A344 και Χρυσοδόντας ν. Ακουoλογικό Κέντρο Λάρνακας Γιώργος Παναγιώτου Λτδ, Πολ. Έφ. Ε10/2013, ημερ. 6 Ιουνίου 2018).
Δεν έχουμε πεισθεί ότι υπήρξε λανθασμένη άσκηση αυτής της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Ούτε η αναφορά περί ύπαρξης υπεράσπισης, όπως αυτή καταγράφεται με γενικότητα και αοριστία στην ένορκη δήλωση, μπορεί να θεωρηθεί ότι ανατρέπει το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι ήταν άνευ συγκεκριμένων στοιχείων που να τεκμηριώνουν καλόπιστη υπεράσπιση.
Ως εκ τούτου, η έφεση κρίνεται ανεδαφική και απορρίπτεται, με €3.000 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.