ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2019:B131
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 80/2018)
4 Απριλίου, 2019
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
Μεταξύ:
xxx ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ
Αιτήτρια-(Καθ΄ης η αίτηση)
και
1. ΕΜΚΙΝ CONSULTING LTD
2. xxx ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ
3. xxx ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ
Καθ΄ων η αίτηση-(Αιτητές)
_ _ _ _ _ _
Αίτηση δια κλήσεως από τους καθ΄ων η αίτηση 1, 2 και 3 - αιτητές, ημερ. 21.6.2018
M.Ραφαήλ, (κα), για Γ.Φράγκο και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους αιτητές (καθ΄ων η αίτηση στην πρωτόδικη κυρίως διαδικασία)
Γ. Πέτρου για Δρ.Α.Ποιητή και Σία ΔΕΠΕ, για την καθ΄ης η αίτηση (αιτήτρια στην πρωτόδικη κυρίως διαδικασία)
_ _ _ _ _ _
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Στις 21.12.2017, το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Λάρνακας-Αμμοχώστου, τμήμα Λάρνακας, εξέδωσε την απόφαση του υπέρ της Αιτήτριας στην ενώπιον του διαδικασία (καθ΄ης ενώπιον μας, εν τοις εφεξής η καθ΄ης η αίτηση) και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση 1, 2 και 3 (Αιτητών ενώπιον μας, εν τοις εφεξής Αιτητές) για ποσό 22.811,20 πλέον νόμιμους τόκους και έξοδα.
Η απόφαση είχε επιφυλαχθεί αμέσως μετά την ολοκλήρωση των αγορεύσεων στις 6.4.2017.
Οι Αιτητές, κατά την θέση τους, δεν ειδοποιήθηκαν από το Πρωτοκολλητείο για την ημερομηνία εκφώνησης της απόφασης και ως εκ τούτου δεν παρέστησαν αλλά ούτε και έλαβαν αντίγραφο της απόφασης.
Η έκδοση της απόφασης περιήλθε σε γνώση των Αιτητών, όταν επιδόθηκε στον Αιτητή 2 γραπτή ειδοποίηση για εκκαθάριση της Aιτήτριας 1. Αμέσως ο Αιτητής 2 το γνωστοποίησε στη κα Ραφαήλ, ακολούθησε έρευνα στο φάκελο του Δικαστηρίου και λήφθηκε αντίγραφο της απόφασης και αντίγραφο πρακτικού που αποστενογραφήθηκε στις 14.3.2018 με το οποίο φαινόταν η απουσία εμφάνισης τους στις 21.12.2017, ημερομηνία της εκφώνησης της απόφασης.
Στη συνέχεια, χωρίς οποιανδήποτε καθυστέρηση, και συγκεκριμένα στις 16.3.2018 καταχωρήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων (με άλλη σύνθεση της πρώτης) αίτηση για παράταση του χρόνου καταχώρησης έφεσης. Το Δικαστήριο, αφού υπεβλήθη ένσταση εκ μέρους της Καθ΄ης και άκουσε τους συνηγόρους των δύο πλευρών, την απέρριψε στη βάση της έλλειψης δικαιοδοσίας του να εκδικάσει την αίτηση, θέμα που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια.
Παρά ταύτα προέβη και στις εξής επισημάνσεις:
«Στο τέλος όμως της ημέρας, ο ισχυρισμός των Καθ' ων ότι δεν ενημερώθηκε η πλευρά τους για την έκδοση της απόφασης δεν μπορεί να ανατραπεί από τα στοιχεία που βρίσκονται ενώπιόν μου. Στον φάκελο της υπόθεσης δεν υπάρχουν οποιεσδήποτε οδηγίες του Δικαστηρίου για να κληθεί η πλευρά των Καθ' ων για την απαγγελία της απόφασης και συνεπώς προκύπτει ουσιώδες κενό αναφορικά με τον τρόπο που έλαβε χώρα η ενημέρωση προς τους δικηγόρους των διαδίκων. Ούτε καν η πλευρά της Αιτήτριας αναφέρεται σε οποιαδήποτε γεγονότα από τα οποία θα μπορούσα με ασφάλεια να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι το όλο ζήτημα είναι αποκλειστικά θέμα αμέλειας της άλλης πλευράς».
Οι Aιτητές, μετά την αποτυχία τους να διασφαλίσουν παράταση της προθεσμίας για την έφεση πρωτοδίκως, προσέφυγαν ενώπιον μας με την παρούσα, στην οποία η καθ΄ης η αίτηση φέρει ένσταση εγείρουσα κυρίως την έλλειψη δικαιοδοσίας η οποία ισχύει κατά παρόμοιο τρόπο, όπως η θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στη διαπίστωση ότι το Δ.Ε.Ενοικιάσεων δεν κέκτηται τέτοια εξουσία.
Υιοθετεί η πλευρά της καθ΄ης προς αυτό το σκοπό το εξής απόσπασμα από την απορριπτική απόφαση ημερ. 12.6.2018:
Εξετάζοντας το αίτημα έχω διαπιστώσει ότι αναφύεται ζήτημα δικαιοδοσίας αναφορικά με την αιτούμενη θεραπεία. Κατ' επέκταση, στερούμαι δικαιοδοσίας να εκδώσω το αιτούμενο διάταγμα.
Επεξηγώ.
Η Δ.35 Θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στην οποία εδράζεται η παρούσα αίτηση, και στην οποία διαλαμβάνεται ότι ο χρόνος έφεσης μπορεί να παραταθεί («.unless the Court or Judge, at the time of making the order or at any time subsequently, or the Court of Appeal shallenlarge the time.»), δεν τυγχάνει εφαρμογής στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων.
Τούτο διότι το ζήτημα ρυθμίζεται ρητώς, ευθέως και περιοριστικά από το προπαρατεθέν άρθρο 7 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου. Όπως ξεκάθαρα προκύπτει από την ανάγνωση του εν λόγω άρθρου 7, η προβλεπόμενη προθεσμία για καταχώρηση έφεσης δεν συνοδεύεται από αντίστοιχη ευχέρεια παράτασης του χρόνου. Συνακόλουθα, και εν αντιθέσει με όσα ισχύουν για εφέσεις πολιτικών Δικαστηρίων, δυνάμει της Δ.35 θ. 2, δεν παρέχεται ευχέρεια στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων να διατάξει παράταση του χρόνου καταχώρησης έφεσης.
’ξια αναφοράς εν προκειμένω είναι η απόφαση στην Αναφορικά με την Αίτηση των Α.Κ. Ποχτζελιάν & Υιοί (Διανομείς) Λτδ, Πολιτική Αίτηση Αρ. 212/2014, ημερομηνίας 30.1.2015, ECLI:CY:AD:2015:D42 στην οποία ακυρώθηκε με προνομιακό διάταγμα certiorari η απόφαση του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων να παρατείνει τον χρόνο αναστολής της εκδοθείσας απόφασης καθ' υπέρβαση του άρθρου 11(5) του περί Ενοικιοστασίου Νόμου. Τονίστηκε συναφώς ότι η ρητή διατύπωση του εν λόγω άρθρου παρέχει δικαίωμα αναστολής στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων μόνο κατά την ώρα της έκδοσης της απόφασης και όχι σε οποιονδήποτε μεταγενέστερο χρόνο. Πόσο δε μάλλον όταν, όπως στην παρούσα περίπτωση, αναζητείται παράταση του χρόνου, δίχως να προβλέπεται καν τέτοια ευχέρεια στον περί Ενοικιοστασίου Νόμο.
Σημειώνω συναφώς ότι, το άρθρο 7 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου έχει αυξημένη ισχύ έναντι των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, οι οποίοι, με βάση τον κανονισμό 12(α) του εν λόγω περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικού Κανονισμού, εφαρμόζονται κατ' αναλογία και για να συμπληρώσουν ζητήματα που δεν ρυθμίζονται ειδικά στον περί Ενοικιοστασίου Νόμο και νοουμένου ότι η εφαρμογή τους συνάδει με τους σκοπούς του νόμου.[7] Όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε στη Ποχτζελιάν (ανωτέρω):
’λλωστε, η Δ.35 θθ. 18 και 19, αποτελούν δικονομικές πρόνοιες που δεν μπορούν να υπερκαλύψουν νομοθετική πρόνοια, η οποία μάλιστα υπάρχει σε ένα Νόμο που καθίδρυσε εξειδικευμένο Δικαστήριο.
Θεωρώ επίσης χρήσιμο να επισημανθεί το εξής. Στον Κανονισμό 14(γ) του περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικού Κανονισμού, γίνεται ρητή αναφορά στους πλείστους θεσμούς της Δ.35 με την υπόδειξη ότι αυτοί εφαρμόζονται κατ' αναλογία. Σε αυτούς όμως τους θεσμούς δεν περιλαμβάνεται ο θεσμός υπ' αριθμό 2, ο οποίος παρέχει το δικαίωμα παράτασης, ακριβώς επειδή το υπό εξέταση ζήτημα ρυθμίζεται ρητά και ξεκάθαρα, όπως και στην πρώτη παράγραφο του υπό αναφορά κανονισμού δηλώνεται, από το άρθρο 7 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου.
Ενδεχομένως, η τροποποίηση του άρθρου 7 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου με τρόπο που να παρέχεται και στα Δικαστήρια Ελέγχου Ενοικιάσεων αντίστοιχη ευχέρεια παράτασης με αυτήν των πολιτικών Δικαστηρίων να ήταν προς το συμφέρον και την αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης. Εντούτοις, υπό τις υφιστάμενες συνθήκες οποιαδήποτε κατάληξη πλην της απόρριψης της αίτησης θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη επέμβαση στο έργο του Νομοθέτη.
Επακόλουθα και στη βάση όσων επεξηγούνται ανωτέρω, η περί του αντιθέτου εισήγηση των δικηγόρων των Καθ' ων, ότι δηλαδή επειδή στο άρθρο 7 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου δεν προβλέπεται παράταση, κατ' εφαρμογή του κανονισμού 12 του περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικού Κανονισμού, θα έπρεπε να εφαρμοστούν τα αναφερόμενα στη Δ.35 θ. 2, απορρίπτεται».
Είναι φανερό ότι το θέμα της δικαιοδοσίας και ευρύτερα της εξουσίας να δοθεί παράταση για σκοπούς έφεσης, σε απόφαση του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων, θα πρέπει να μας απασχολήσει πρωταρχικά.
Το άρθ.7 του Ν.23/83 αναφέρει ότι οποιαδήποτε απόφαση ληφθείσα από το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων υπόκειται εντός 42 ημερών από την έκδοση της σε έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Στους περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 1983 (2/83) και δη στον Καν.14 αναφέρονται τα εξής:
«14. Έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου-
(α) Απόφαση του Δικαστηρίου υπόκειται σε έφεση ενώπιον του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Νόμου.
(β) Η Ειδοποίηση Έφεσης καταχωρείται στον Τύπο 28 ως προνοείται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, Διαταγή 35 θεσμός 3 και δύναται να καταχωριστεί εντός 42 ημερών από της έκδοσης της απόφασης του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων, στη Γραμματεία του Δικαστηρίου μαζί με πιστό αντίγραφο της απόφασης ή του διατάγματος το οποίο εφεσιβάλλεται.
(γ) Οι πρόνοιες της Διαταγής 35 θεσμοί 4, 5, 6, 7,(1), 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 18, 19, 20, 23, 25, 26, 28, 29, 30, 31 και 32 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, εφαρμόζονται κατ' αναλογίαν στην περίπτωση Έφεσης από αποφάσεις και διατάγματα του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων».
Ο Κανονισμός 12 επίσης είναι σχετικός και προνοεί ως εξής:
«12.(α) Εκτός αν άλλως προβλέπεται στο Νόμο ή στους Κανονισμούς αναφορικά με τη διεξαγωγή της διαδικασίας τη λήψη μαρτυρίας και τη διασφάλιση του κύρους του δικαστηρίου εφαρμόζονται οι πρόνοιες του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 και των Θεσμών με τις αναγκαίες προσαρμογές για να συνάδουν με τους σκοπούς του Νόμου.
(β) Μη συμμόρφωση με τις πρόνοιες των Κανονισμών δε συνεπάγεται την ακύρωση της διαδικασίας εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει τούτο.
(γ) Διαδικασία που προσκρούει στις πρόνοιες των Κανονισμών μπορεί να ακυρωθεί στο σύνολό της ή μερικώς ως αντικανονική ή να τροποποιηθεί με όρους που καθορίζει το Δικαστήριο».
Θα μας απασχολήσουν επίσης οι Θεσμοί Δ.35 θ.2 και Δ.57 θ.2 οι οποίοι έχουν ως εξής:
Δ.35 Θ.2.
"Subject and without prejudice to the power of the Court of Appeal under Order 57, Rule 2, no appeal from any interlocutory order, or from an order, whether final or interlocutory, in any matter not being an action, shall be brought after the expiration of fourteen days, and no other appeal shall be brought after the expiration of six weeks, unless the Court or Judge, at the time of making the order or at any time subsequently, or the Court of Appeal shall enlarge the time. The said respective periods shall be calculated from the time that the judgment or order becomes binding on the intending appellant, or in the case of the refusal of an application, from the date of such refusal. Such deposit or other security for the costs to be occasioned by any appeal shall be made or given as may be directed under special circumstances by the Court of Appeal."
Δ.57 Θ. 2.
A Court or Judge shall have power to enlarge or abridge the time appointed by these Rules, or fixed by any order enlarging time, for doing any act or taking any proceeding, upon such terms (if any) as the justice of the case may require, and any such enlargement may be ordered although the application for the same is not made until after the expiration of the time appointed or allowed: provided that when the time for delivering any pleading or document or filing any affidavit, answer or document, or doing any act is or has been fixed or limited by any of these Rules or by any direction or order of the Court or Judge, the costs of any application to extend such time and of any order made thereon shall be borne by the party making such application unless the Court or Judge shall otherwise order".
Η ερμηνεία που οδηγεί στο συμπέρασμα μη ύπαρξης εξουσίας του Δικαστηρίου να παραχωρεί παράταση προθεσμίας για άσκηση ενός ένδικου μέσου τόσο θεμελιακού όσο η έφεση, θεωρούμε ότι δεν είναι ορθή.
Το δικαίωμα έφεσης και η προθεσμία άσκησης του πηγάζει πρωτίστως εκ του άρθρου 7 του περί Ενοικιοστασίων Νόμου, ως άνω. Ο σχετικός Κανονισμός στο άρθρο 12 καθιστά αμέσως εφαρμόσιμη στις διαδικασίες υποθέσεων ενοικιοστασίου τους θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας. Μάλιστα τονίζεται η δυνατότητα των «αναγκαίων προσαρμογών για να συνάδουν με τους σκοπούς του Νόμου».
Το γεγονός ότι ο Καν.14 δεν αναφέρει ρητώς την εφαρμογή των θ.1 και 2 της Δ.35, δεν σημαίνει ότι τις αποκλείει συλλήβδην, έστω και αν αναφέρει παρακάτω για κατ΄αναλογία εφαρμογή συγκεκριμένων θεσμών. Αποκλείει απλώς το μέρος εκείνο που αφορά άλλο χρόνο προθεσμίας (14 ημερών ή 6 εβδομάδων) αφού εν προκειμένω ισχύει ρητώς η προθεσμία των 42 ημερών. Με δεδομένο ότι η δυνατότητα παράτασης μιας προθεσμίας προνοείται και εκ της Δ.57 θ.2 (της οποίας η εφαρμογή ρητώς δεν αποκλείεται) θεωρούμε ότι ευλόγως οι πρόνοιες της συμβαδίζουν με το μέρος της Δ.35 θ.2 δηλαδή τα εξής:
"unless the Court or Judge, at the time of making the order or at any time subsequently, or the Court of Appeal shall enlarge the time."
Η πιο πάνω προσέγγιση ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν συνάδει με τους σκοπούς του νόμου αφού το δικαίωμα παράτασης μιας προθεσμίας ακριβώς δυνατόν να βασιστεί στην έλλειψη γνώσης ώστε να μη δύναται ένας διάδικος να ενεργήσει εντός τασσόμενης προθεσμίας. Οπότε θα ήταν μάλλον αντίθετο με τους σκοπούς του νόμου να αποκλειστεί a priori η εξουσία του Δικαστηρίου ως προς τέτοια αιτήματα. Εν αντιθέσει, η Δ.18 για έκδοση συνοπτικής απόφασης κρίθηκε ότι δεν εφαρμόζεται στις διαδικασίες του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων γιατί αποκλείεται από τους σκοπούς του Νόμου. (Βλ. Ironfx Global Ltd και Χρ.Αλεξάνδρου & Υιοί Λτδ, πολ.εφ.338/16, 23.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:A103). Αναφορικά δε με την Ποχτζελιάν ανωτέρω, εκτός του ότι πρόκειται για πρωτόδικη διαδικασία, αφορά άλλο θέμα, την αναστολή εκτέλεσης και ως εκ τούτου δεν πρέπει να μας απασχολήσει ως δεσμευτικό προηγούμενο.
Είναι συνεπώς η κατάληξη μας ότι συντρέχει εκ του Νόμου εξουσία παροχής θεραπείας δυνάμει τέτοιου αιτήματος και το Εφετείο, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, κέκτηται δικαιοδοσίας για παράταση προθεσμίας ως προς την καταχώρηση έφεσης.
Παραμένει να εξεταστεί η αίτηση στα πραγματικά της δεδομένα. Για εμάς - όπως ήδη τονίσαμε κατά τη συζήτηση της έφεσης - είναι άκρως σημαντικό το κατά πόσο οι αιτητές είχαν γνώση της ημερομηνίας εκφώνησης της απόφασης, ημερομηνία κατά την οποία ως κοινό έδαφος, δεν εμφανίστηκαν. Η γνώση αυτή είναι η αφετηρία αλλά και η ουσία της υπόθεσης. Όπως προκύπτει από τα δεδομένα που παραθέσαμε, η θέση των αιτητών ότι δεν τους γνωστοποιήθηκε από το πρωτοκολλητείο η εν λόγω ημερομηνία παρέμεινε αναντίλεκτη. Μάλιστα το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο εκδίκασε την αίτηση παράτασης, σύμφωνα με το απόσπασμα που παραθέσαμε, αναφέρει ρητώς πως δεν προκύπτει ο,τιδήποτε αποδεικτικό εκ του φακέλου της υπόθεσης ότι τω όντι οι Αιτητές ειδοποιήθηκαν. Με τη διαπίστωση αυτή θα ήταν εντελώς άδικο να μην επιτραπεί η παράταση της προθεσμίας εφόσον καταδεικνύεται από τα πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης πως μόλις έλαβαν γνώση και σε περίοδο μόνο ολίγων ημερών καταχώρησαν πρωτοδίκως αίτηση για παράταση. Κατ΄αναλογίαν μπορεί να ακολουθηθούν τα ισχύοντα επί της διαπίστωσης παράβασης δικαιώματος φυσικής δικαιοσύνης στις αιτήσεις παραμερισμού, ως ex debito justitiae, θεραπεία, οπότε η παράταση εκλαμβάνεται ως οφειλόμενο χρέος προς τη δικαιοσύνη. (Βλ. Τσεσμέλογλου ν. Σοφοκλέους (2013)1 Α.Α.Δ. 64 και Μανώλη ν. Ελληνική Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Π.Ε.413/11, 3.2.2017), ECLI:CY:AD:2017:A37.
Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η αίτηση επιτυγχάνει και δίδεται παράταση 10 ημερών από σήμερα για καταχώρηση έφεσης εκ μέρους των Aιτητών. Αναφορικά με το θέμα των εξόδων επειδή η ευθύνη της μη γνωστοποίησης της ημερομηνίας εκφώνησης για απόφαση δεν μπορεί να αποδοθεί στους διαδίκους, θεωρούμε ότι είναι ορθό η κάθε πλευρά να είναι υπόλογη για τα δικά της έξοδα.
Δραττόμεθα της ευκαιρίας να τονίσουμε πως τα πρωτοκολλητεία είναι αναγκαίο να τοποθετούν εντός του φακέλου σημείωμα με το οποίο να αποδεικνύεται η γνωστοποίηση στους διαδίκους της ημερομηνίας εκφώνησης της απόφασης, όταν αυτή έχει επιφυλαχθεί και δεν έχει δοθεί από το Δικαστήριο ημερομηνία.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.