ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:D139
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 48/2019)
11 Απριλίου 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ xxx ΠΕΤΡΙΔΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΜΑΤΩΝ
CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 30 ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΟΥ ΑΡΘΟΥ 6.1 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ Δ.30 Θ.(1), (2), (3) & (4) ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΣΤΗΝ ΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΟΔΗΓΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΣΤΗΝ ΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΟΔΗΓΙΕΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 7/7/2017, ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Φ. ΤΡΙΓΓΑ, ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ xxx ΤΙΜΜΙΝΗ, ΑΛΛΩΣ ΤΙΜΙΝΝΗΣ, ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ 5552/16 ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΣΧΕΤΙΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 7/2/2019
------------------------------------------------
Χρ. Νεοφύτου για Νεοφύτου & Νεοφύτου Δ.Ε.Π.Ε., για την Αιτήτρια.
----------------------------------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ (EX-TEMPORE)
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει εγερθεί η παρούσα αίτηση με την οποία επιδιώκεται άδεια για καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως ζητώντας Certiorari για ακύρωση του διατάγματος ημερ. 7.2.2019 αναφορικά με την κλήση για οδηγίες ημερ. 7.7.2017 που είχε εκδοθεί από την αντίθετη πλευρά της παρούσας αιτήτριας-εναγομένης, καθώς επίσης και ένταλμα της φύσεως Prohibition για να απαγορευθεί η συνέχιση της εκδίκασης οποιωνδήποτε αιτήσεων ή διαδικασιών ενώπιον της συγκεκριμένης Επαρχιακού Δικαστού. Πρόσθετα, ζητείται διάταγμα όπως οι αιτήσεις και διαδικασίες συνεχίσουν ή εκδικαστούν ενώπιον άλλου Δικαστή, αλλά και διάταγμα για αναστολή των περαιτέρω διαδικασιών ενώπιον της συγκεκριμένου Δικαστού μέχρι την καταχώρηση, εκδίκαση και αποπεράτωση αιτήσεως διά κλήσεως. Οι θεραπείες αυτές υποστηρίζονται από σχετική έκθεση και ένορκη δήλωση κατά το νενομισμένο τρόπο όπως έχει οριστεί πλέον από τον περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2018.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος υποστηρίζοντας την αίτηση παράπεμψε στα έγγραφα τα οποία επισυνάπτονται στην ένορκη δήλωση, συμπληρώνοντας κατόπιν υπόδειξης του Δικαστηρίου την αίτηση του με πρόσθετη ένορκη δήλωση στην οποία επισύναψε και την αίτηση ημερ. 3.8.2017, η οποία αναφερόταν στα υπόλοιπα έγγραφα. Το πρόβλημα σε συντομία δημιουργήθηκε ως εξής. Ο ενάγοντας εξέδωσε στις 7.7.2017 κλήση για οδηγίες σύμφωνα με τη νέα Δ.30. Ορίστηκε για ακρόαση στις 16.11.2017, πλην όμως λανθασμένα συμπληρώθηκαν οι στήλες που αφορούσαν τις οδηγίες που ο εναγόμενος θα μπορούσε να ζητήσει από τη δικογραφία του ενάγοντα, ενώ βεβαίως ο εκδώσας την κλήση ήταν ο ίδιος ο ενάγων και άρα θα έπρεπε να ζητούσε οδηγίες και διατάγματα σε σχέση με την εναγόμενη-αιτήτρια.
Δημιουργήθηκε πρόβλημα και η αιτήτρια ζήτησε τον παραμερισμό της ίδιας της αγωγής, των δικογράφων και των διαδικασιών, μεταξύ των οποίων και της παράνομης και λανθασμένης κλήσης για οδηγίες.
Ο ενάγων ζήτησε με αίτηση του ημερ. 10.11.2017, μεταξύ άλλων, είτε άδεια για επανακαταχώρηση της κλήσεως για οδηγίες, είτε τη διόρθωση της με την ορθή σήμανση των ανάλογων στηλών. Το Δικαστήριο στις 18.7.2017 εξέδωσε απόφαση επί διαφόρων θεμάτων αποδεχόμενο επί του προκειμένου τη διόρθωση της κλήσης θεωρώντας ότι πρόκειτο για τυχαίο γραφικό λάθος χωρίς οποιαδήποτε ένδειξη κακοπιστίας. Έδωσε συναφώς άδεια για διόρθωση. Επί της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε έφεση.
Ο συνήγορος παραπονείται σχετικά. Υποστήριξε τη θέση ότι το κατώτερο Δικαστήριο έσφαλε όταν εκδίδοντας απόφαση στις 18.7.2018 με την οποία δέχθηκε να διορθωθεί η κλήση για οδηγίες που είχε καταχωρηθεί από την πλευρά του ενάγοντα κατά τρόπο ώστε να συμπληρωθούν οι ορθές στήλες, αντί οι στήλες που λανθασμένα είχαν σημανθεί από τον ενάγοντα, δεν όρισε περαιτέρω την κλήση για οδηγίες για ακρόαση ή για οτιδήποτε άλλο ώστε και η πλευρά της παρούσας αιτήτριας να μπορεί να προχωρήσει σε δικές της ρυθμίσεις και να εκδώσει δική της κλήση για οδηγίες.
Κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο έχει δημιουργηθεί πρόβλημα εμφανούς λάθους στη διαδικασία, υπέρβασης δικαιοσύνης και εμφανούς λάθους επί του πρακτικού με αποτέλεσμα το Δικαστήριο στις 7.2.2019, όταν εξέδωσε την υπό αναθεώρηση τώρα απόφαση και έδωσε νέες οδηγίες το έπραξε ουσιαστικά εν κενώ, διότι δεν είχε προηγουμένως ορίσει την κλήση για οδηγίες του ενάγοντα για οποιαδήποτε περαιτέρω διαδικασία. Συνεπώς, η πλευρά της αιτήτριας κατελήφθη εξ απροόπτου και ό,τι διεκπεραιώθηκε και αποφασίστηκε εκείνη την ημέρα στις 7.2.2109 όταν το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του επί της αιτήσεως ημερ. 3.8.2017 για παραμερισμό της αγωγής και των όσων είχαν προηγηθεί, ήταν λανθασμένο λόγω εκτροπής της όλης διαδικασίας. Το κατώτερο Δικαστήριο δεν μπορεί να αφήνεται να διορθώνει εκ των υστέρων δικά του λάθη και μάλιστα κατά τρόπο που να επηρεάζει τα συμφέροντα της άλλης πλευράς, ήτοι, της αιτήτριας, ιδιαίτερα όταν ήταν η ίδια η αιτήτρια μέσα από τις δικές της αιτήσεις που υπέδειξε λάθη της πλευράς του ενάγοντα, περιλαμβανομένου και του λάθους στην κλήση για οδηγίες. Αποτελεί τη θέση του συνηγόρου ότι δεν μπορεί το διάταγμα 7.2.2019 να εφεσιβληθεί, ενώ είχε εφεσιβληθεί η προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 18.7.2108 και αν γνώριζε η πλευρά της αιτήτριας το πώς θα χειριζόταν το θέμα το Δικαστήριο ή αν έδινε συγκεκριμένες οδηγίες που αφορούσαν την κλήση για οδηγίες προηγουμένως, θα μπορούσε να εντάξει και το ζήτημα αυτό στην έφεση που είχε ασκήσει.
Θεωρεί, πρόσθετα, ο ευπαίδευτος συνήγορος, ότι έχουν παραβιαστεί και οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, υπάρχουν δε σοβαρές εξαιρετικές και επείγουσες περιστάσεις για να δοθεί άδεια για να καταχωρηθεί αίτηση διά κλήσεως ώστε να διορθωθούν τα σφάλματα του Δικαστηρίου και ουσιαστικά η πορεία της δίκης να τεθεί εντός των ορθών πλαισίων με την εκδίκαση της αγωγής, όπως αποτελεί μέρος των αιτητικών, από άλλο Δικαστή.
Τα προνομιακά εντάλματα, ως γνωστό, είναι εξαιρετική διαδικασία, εφόσον αποτελούν εξαίρεση στη φυσιολογική πορεία των πραγμάτων που είναι και η εξάντληση άλλων διαθέσιμων ένδικων μέσων ή διαδικασιών ενώπιον του ιδίου του Δικαστηρίου που ανέλαβε δικαιοδοσία εν πρώτοις. Η αναθεώρηση μιας απόφασης κατώτερου Δικαστηρίου με το ένδικο μέσο της έφεσης αποτελεί αυτόν τον ορθόδοξο τρόπο ελέγχου της απόφασης. Τα προνομιακά εντάλματα δεν έχουν σκοπό να υποκαταστήσουν την έφεση, (Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 404), ενώ τυχόν λανθασμένη αντίληψη του Δικαστηρίου ως τον Νόμο και την ερμηνεία του ή ο χειρισμός της εν γένει διαδικασίας δεν ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα διότι εκείνο το οποίο συζητείται στη δικαιοδοσία του προνομιακού εντάλματος είναι η νομιμότητα της απόφασης και όχι η ορθότητα της. Αυτά έχουν λεχθεί σε πολλές αποφάσεις και ενδεικτικά παρατίθεται η Ξάνθος Λυσιώτης & Υιός Λτδ (1996) 1 Α.Α.Δ. 822. Για να δοθεί άδεια για να καταχωρηθεί αίτηση διά κλήσεως θα πρέπει να υπάρχει βεβαίως εν πρώτοις συζητήσιμη υπόθεση.
Η παρούσα περίπτωση δεν εμπίπτει σε αυτή την περίπτωση. Κατ΄ αρχάς, το Δικαστήριο στο οποίο καταλογίζονται τα λάθη που ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος ενήργησε εντός της δικαιοδοσίας του. Τα πρακτικά τα οποία έχουν επισυναφθεί στην πλειάδα των εγγράφων που αναφέρονται στην παρούσα αίτηση, δείχνουν μια πορεία πραγμάτων κατά την οποία το Δικαστήριο θεώρησε ορθό να δεχθεί τη διαζευκτική θεραπεία που ζήτησε ο ενάγων. Αντί δηλαδή της επανακαταχώρησης της κλήσης για οδηγίες, να διορθωθεί η κλήση για οδηγίες με την ένθεση του τι ζητείτο στις ορθές στήλες. Συνακόλουθα, θεώρησε ότι η κλήση για οδηγίες μπορούσε να εξεταστεί επί της ουσίας της ως ένα επακόλουθο της διεξαγωγής ακροαματικής διαδικασίας και άλλων αιτήσεων που είχαν καταχωρηθεί από πλευράς της αιτήτριας ώστε στις 7.2.2019, όταν δημιουργήθηκε το πρόβλημα μετά από εκτενή διάλογο μεταξύ Δικαστηρίου και του ευπαιδεύτου συνηγόρου, το Δικαστήριο θεωρώντας ότι η κλήση για οδηγίες ήταν ενώπιον του για περαιτέρω εξέταση, εξέδωσε τις οδηγίες που θεώρησε πρέπον.
Πρόκειται για μια διαδικασία βάσει της νέας Δ.30, η οποία σκοπό έχει αφενός, όπως ορθά υπέδειξε ο συνήγορος, την επιτάχυνση των δικαστικών διαδικασιών, αφετέρου όμως αφήνει την ουσιαστική διαχείριση στο Δικαστήριο ώστε η διαδικασία να προχωρά όσο το δυνατό πιο γρήγορα. Ιδιαίτερα όσον αφορά τέτοιους είδους ήσσονος προβλήματα τα οποία, ως υπέδειξε και το Δικαστήριο στην απόφαση του, παρουσιάζονται στο πλαίσιο εφαρμογής της Δ.30, αλλά λύνονται κατά κανόνα συναινετικά. Το Δικαστήριο δεν έχει παραβιάσει οποιαδήποτε αρχή φυσικής δικαιοσύνης. Έχει δώσει ευκαιρία στην αιτήτρια, εναγόμενη ενώπιον του, να τοποθετηθεί επί όλων των θεμάτων. Προφανώς υπήρχε διαφωνία μεταξύ Δικαστηρίου και συνηγόρου. Το Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει τα ζητήματα και να αποφασίσει κατά τον τρόπο που αποφάσισε.
Κρίνεται ότι δεν έχει δημιουργηθεί ανυπέρβλητο πρόβλημα στη διαδικασία, η δε απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου δεν έλκει την προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν έχει δημιουργηθεί συζητήσιμο θέμα ούτε εκ πρώτης όψεως. Ούτε βεβαίως και θα ήταν δυνατό να εκδοθούν προνομιακού τύπου εντάλματα ώστε να τεθεί η αγωγή ενώπιον άλλου Δικαστή. Περαιτέρω, το ζήτημα ήταν εφέσιμο, ενώ μπορεί να λεχθεί ότι καλύπτεται και από την προηγηθείσα έφεση η οποία αφορούσε, μεταξύ άλλων, και την απόφαση του Δικαστηρίου να δεχθεί τη διόρθωση της κλήσης για οδηγίες. Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά ακριβώς την κατά την άποψη της αιτήτριας λανθασμένη χρήση της Δ.25 θ.6 για διόρθωση του λάθους. Επομένως αυτό αφορά τη ρίζα της ίδιας της απόφασης για διόρθωση ώστε να συμπαρασύρεται, εάν επιτύχει, και η επόμενη διαδικασία στην οποία αφορά η παρούσα αίτηση.
Σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ελέγχεται η ευχέρεια του Δικαστηρίου να διαχειρίζεται την υπόθεση του στη βάση της νέας Δ.30 είναι και η πρόσφατη απόφαση στην Αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Αίτ. αρ. 35/2019, ημερ. 18.3.2019.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους παρά τα όσα ικανά ανέφερε ο συνήγορος, δεν είναι η παρούσα περίπτωση για να δοθεί άδεια σε προνομιακή διαδικασία. Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου από πλευράς διαχείρισης μπορούσαν σίγουρα να αποτελούσαν αντικείμενο εξέτασης με την ορθόδοξη διαδικασία και να ήσαν αντικείμενο εφετειακής απόφασης.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ