ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A134
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 462/2012)
9 Απριλίου, 2019
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
SOUTHCOMBE BROTHERS LTD,
Εφεσείοντες - Τριτοδιάδικοι,
ν.
A. EPIPHANIOU INDUSTRIES LTD,
Εφεσιβλήτων - Εναγομένων,
ΚΑΙ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Ενάγοντος.
________________________
Νατάσα Ιακώβου, για Λέλλος Π. Δημητριάδης Δικηγορικό Γραφείο Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Μενέλαος Κυπριανού και Χρίστος Γαλανός, για Μιχαλάκης Κυπριανού & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
Δήμητρα Παπαστεφάνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Ενάγοντα (προς παρακολούθηση της διαδικασίας).
________________________
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι είναι οι εναγόμενοι στην αγωγή αρ. 3047/2011, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, η οποία αφορά σε παράβαση συμφωνίας, συνομολογηθείσας ως αποτέλεσμα δημόσιου διαγωνισμού. Ενάγων σε αυτήν είναι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας. ΄Οπως έχει ο σχετικός ισχυρισμός, εκ μέρους του, η εν λόγω συμφωνία προέβλεπε για την προμήθεια γαντιών, προς χρήση από την Πυροσβεστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας. Βασικός όρος της ήταν ότι τα γάντια θα πληρούσαν τις προδιαγραφές συγκεκριμένου ευρωπαϊκού προτύπου. Σύμφωνα με τον ενάγοντα, τα γάντια τα οποία, τελικώς, οι εφεσίβλητοι παρέδωσαν δεν πληρούσαν τον πιο πάνω όρο. Για το λόγο αυτό, καταχωρήθηκε η προαναφερθείσα αγωγή, με την οποία αξιώνεται η καταβολή, από τους εφεσίβλητους, αποζημιώσεων, στη βάση που έχει προαναφερθεί.
Οι εφεσίβλητοι προμηθεύτηκαν τα γάντια, με τα οποία, ακολούθως, προμήθευσαν την Πυροσβεστική Υπηρεσία, από την κατασκευάστρια εταιρεία· πρόκειται για τους εφεσείοντες, οι οποίοι φέρεται να έχουν την έδρα τους στην Αγγλία. ΄Οπως δε οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται, οι εφεσείοντες δεσμεύτηκαν ρητώς, στη βάση συμφωνίας πώλησης την οποία συνήψαν μεταξύ τους, ότι τα γάντια θα πληρούσαν τις προδιαγραφές του εν λόγω προτύπου. Θεωρώντας δε ότι, στην περίπτωση που διαπιστωθεί μη συμμόρφωση με τις προδιαγραφές του εν λόγω προτύπου, οι εφεσείοντες θα ευθύνονται έναντί τους για παράβαση της εν λόγω συμφωνίας, τους προσέθεσαν ως τριτοδιαδίκους στην υπό αναφορά αγωγή, δυνάμει των προνοιών της Δ.10, Κ. 1(1)[1], των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, (οι «Κανονισμοί»). Είναι, συγκεκριμένα, η θέση τους ότι η προσθήκη των εφεσειόντων, ως τριτοδιαδίκων στην αγωγή, ουσιαστικά, έγινε επειδή η διαφορά που ο ενάγων επικαλείται με την αγωγή του εγείρεται και μεταξύ τους και για να τους αποζημιώσουν οι εφεσείοντες για οποιοδήποτε ποσό, το οποίο αυτοί, σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής, τυχόν να διαταχθούν να καταβάλουν στον ενάγοντα, ως αποζημίωση.
Η διαδικασία τριτοδιαδίκου αποτελεί αυτοτελές, παράλληλο με την υφιστάμενη αγωγή, δικονομικό μέτρο, διά του οποίου επιδιώκεται η εξασφάλιση, από τον εναγόμενο, κάποιας θεραπείας εναντίον του τριτοδιαδίκου, ή και η επίλυση θεμάτων τα οποία εγείρονται μεταξύ τους, καθώς, επίσης, μεταξύ των βασικών διαδίκων στην αγωγή, (βλ. Νικήτα ν. Medcon Constr. Ltd κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 643). Η σχετική ειδοποίηση εκδίδεται κατόπιν αδείας του δικαστηρίου στο πλαίσιο μονομερούς αίτησης. Σύμφωνα δε με ό,τι προβλέπεται στον Κ. 2(1) της Δ. 10 των Κανονισμών, αυτή: "... shall be sealed and served on the third party in the same manner as a writ of summons is sealed and served." Ως αποτέλεσμα, στην περίπτωση που η ειδοποίηση πρέπει να επιδοθεί στον τριτοδιάδικο στο εξωτερικό, λαμβάνεται, προς τούτο, η άδεια, και πάλιν, του δικαστηρίου, (βλ. Padley v. Dobson κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1583). Η σχετική, για το σκοπό αυτό, μονομερής αίτηση υποβάλλεται, όσον αφορά τη σφράγιση της ειδοποίησης, δυνάμει της Δ.2 , Κ. 2, των Κανονισμών και, όσον αφορά την επίδοσή της στο εξωτερικό, δυνάμει της Δ.6, Κ. 1, αυτών. Τα δύο αιτήματα μπορεί, σε τέτοια περίπτωση, να υποβληθούν συγχρόνως, ο δε αιτητής φέρει το βάρος να καταδείξει ότι το δεύτερο αίτημά του εμπίπτει σε μία από τις πρόνοιες του Κ. 1 της Δ.6. Το κριτήριο, και στις δύο περιπτώσεις, είναι το ίδιο: Ο αιτητής, δυνάμει του Κ. 4[2] της Δ.6, πρέπει να καταδείξει με ένορκη δήλωση ή με άλλη μαρτυρία, η οποία να ικανοποιεί το δικαστήριο, ότι έχει, εκ πρώτης όψεως, καλή αιτία αγωγής, (has prima facie a good case of action).
Στην υπό εξέταση περίπτωση, κρίθηκε, στο πλαίσιο της κοινής για όλα τα πιο πάνω αιτήματα μονομερούς αίτησης, ότι οι εφεσίβλητοι ικανοποίησαν, στη βάση των προαναφερθέντων ισχυρισμών τους, τις πρόνοιες της Δ.10, Κ. 1, καθώς, επίσης, τις πρόνοιες της Δ.6, Κ. 1 και 4 και, επομένως, τις σχετικές πρόνοιες της Δ.2, Κ. 2 των Κανονισμών. Οι εφεσείοντες, μετά την επίδοση προς αυτούς της εκδοθείσας, ως ανωτέρω, ειδοποίησης τριτοδιαδίκου, καταχώρισαν διά κλήσεως αίτηση, με την οποία ζητούσαν: (α) Τον παραμερισμό της επίδοσης της ειδοποίησης, καθώς, επίσης, την ακύρωση του διατάγματος, προς τούτο, εκτός της δικαιοδοσίας και (β) τον παραμερισμό της ίδιας της ειδοποίησης.
Τα αιτήματα των εφεσειόντων, ανωτέρω, εδράζονταν σε δύο, βασικά, λόγους· ότι οι εφεσίβλητοι, στο πλαίσιο της μονομερούς αίτησής τους, πρώτο, παρέλειψαν να προβούν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών για την κρίση του Δικαστηρίου γεγονότων και, δεύτερο, δεν κατέδειξαν την ύπαρξη, εκ πρώτης όψεως, καλής αιτίας αγωγής, στη βάση της Δ.6, Κ. 4 των Κανονισμών. Οι εισηγήσεις τους, συναφώς, καθώς και για τα επί μέρους θέματα που αυτοί πρόβαλαν, τα οποία αφορούσαν στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, βασίστηκαν σε έγγραφη μαρτυρία, η οποία παρουσιάστηκε στο πλαίσιο της διά κλήσεως αίτησής τους, και στους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων που υποστήριζαν τη δική τους προηγηθείσα μονομερή αίτηση. Το Δικαστήριο, αφού εξέτασε την αίτηση των εφεσειόντων, την απέρριψε, η δε κρίση του, σχετικά, προσβάλλεται με τρεις λόγους έφεσης.
Είναι ορθό όπως τα θέματα που εγείρονται πιο πάνω εξεταστούν με τη σειρά που υπαγορεύει η λογική των πραγμάτων. Επομένως, προηγείται η εξέταση του τρίτου λόγου έφεσης, που αφορά στο δεύτερο θέμα, ανωτέρω. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την αναπτυχθείσα για το λόγο αυτό επιχειρηματολογία, είναι η εισήγηση, σχετικά, των εφεσειόντων ότι οι εφεσίβλητοι δεν παρουσίασαν, ούτε έκαμαν, έστω, αναφορά σε οποιαδήποτε συμφωνία, η οποία να παρέπεμπε σε ρητή δέσμευση των ιδίων ότι τα γάντια θα πληρούσαν τις προδιαγραφές του προαναφερθέντος προτύπου. Προσθέτουν δε, επ' αυτού, ότι οι αναφορές των εφεσιβλήτων στους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας είναι γενικόλογες και ανακριβείς. Οι εφεσίβλητοι, σε απάντηση, παρέπεμψαν, ειδικά, στο σχετικό ισχυρισμό τους, ο οποίος εκτίθεται στην ένορκη δήλωση, δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η υπό αναφορά ειδοποίηση τριτοδιαδίκου, καθώς, επίσης, στις λοιπές αναφορές τους, σχετικά με την εν λόγω συμφωνία πώλησης, εμμένοντας στην επάρκεια του περιεχομένου τους, για σκοπούς της συγκεκριμένης εξουσίας του Δικαστηρίου.
Με την πιο πάνω εισήγησή τους, οι εφεσείοντες επιχειρούν να καταδείξουν ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο λανθασμένα διαπίστωσε ότι είχε καταδειχθεί από τους εφεσίβλητους η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής αιτίας αγωγής, όπως απαιτείται από τη Δ.6, Κ. 4 των Κανονισμών, η οποία δικαιολογούσε την έκδοση διατάγματος για την επίδοση της ειδοποίησης τριτοδιαδίκου στο εξωτερικό. Το Δικαστήριο, κατά τη συζήτηση του θέματος αυτού, αναφέρθηκε σε σειρά γεγονότων, που είχαν τεθεί ενώπιόν του, τα οποία, παρεμπιπτόντως, χαρακτήρισε ως «παραδεκτά». Συγκεκριμένα, επεσήμανε ότι οι εφεσείοντες, ενεργώντας στη βάση παραγγελίας, συνήψαν με τους εφεσίβλητους συμφωνία πώλησης των γαντιών, κατασκευής των ιδίων, την οποία και εκπλήρωσαν, αφού, στην πορεία των πραγμάτων, οι εφεσίβλητοι παρέλαβαν τα γάντια. Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό των εφεσιβλήτων ότι οι εφεσείοντες δεσμεύτηκαν ρητώς, στο πλαίσιο της πιο πάνω συμφωνίας, πως τα γάντια θα πληρούσαν τις προδιαγραφές του ευρωπαϊκού προτύπου, γεγονός το οποίο αμφισβητείτο με την αγωγή. Η λογική που, αναμφίβολα, επιδεχόταν, στο μονομερές εκείνο στάδιο, η αποδοχή του, ως άνω, ισχυρισμού των εφεσιβλήτων, υπό το φως, βεβαίως, και των λοιπών στοιχείων της πιο πάνω συναλλαγής, ορθώς, το οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι προέκυπτε, εκ πρώτης όψεως, καλή αιτία αγωγής. Η κατάληξή του αυτή δεν προδικάζει, ασφαλώς, το αποτέλεσμα της διαφοράς μεταξύ των εν λόγω διαδίκων, όπως και το ίδιο επεσήμανε. Επομένως, ο τρίτος λόγος έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Οι άλλοι δύο λόγοι έφεσης 1 και 2 μπορούν να εξεταστούν συγχρόνως. Αφορούν στο πρώτο από τα προαναφερθέντα δύο βασικά θέματα, που οι εφεσείοντες είχαν εγείρει πρωτόδικα. Συγκεκριμένα, με τον πρώτο λόγο, αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ότι, κατά το στάδιο της διαδικασίας της διά κλήσεως αίτησης, δεν ήταν δυνατό να διαπιστωθεί παράλειψη, από μέρους των εφεσιβλήτων, πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης όλων των σχετικών για την κρίση του Δικαστηρίου γεγονότων, κατά το στάδιο της μονομερούς αίτησής τους. Η αναφορά είναι στους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας πώλησης και, δη, σε αυτούς που αφορούν σε θέμα δικαιοδοτικής φύσεως. Συνακόλουθα, με το δεύτερο λόγο, προσβάλλεται, ως λανθασμένη, η απόφαση του Δικαστηρίου ότι αυτό έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί της προβαλλόμενης διαφοράς μεταξύ των συγκεκριμένων διαδίκων.
Οι πιο πάνω θέσεις, εκ μέρους των εφεσειόντων, προβλήθηκαν κατά την εκδίκαση της διά κλήσεως αίτησής τους και στηρίχτηκαν στο περιεχόμενο εγγράφων, τα οποία είχαν προσκομιστεί ως μαρτυρία, διά της σχετικής ένορκης δήλωσής τους, καθώς, επίσης, κατά την αντεξέταση της ενόρκως δηλούσας στην ένσταση των εφεσιβλήτων. Πρόκειται για έγραφα, τα οποία εκδόθηκαν από τους εφεσείοντες προς τους εφεσίβλητους και φέρεται να σχετίζονται με την προαναφερθείσα, μεταξύ τους, συμφωνία πώλησης. Στο πίσω μέρος των εγγράφων αυτών, υπάρχουν όροι, μεταξύ των οποίων και ένας ο οποίος προβλέπει ότι η εν λόγω συμφωνία διέπεται από το αγγλικό δίκαιο και ότι αποκλειστική δικαιοδοσία για την επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς τυχόν προκύψει από αυτή θα έχουν τα δικαστήρια της Αγγλίας και Ουαλίας.
Το εκδικάσαν Δικαστήριο, εξετάζοντας το περιεχόμενο των συγκεκριμένων εγγράφων, καθώς, επίσης, τις αναφορές, σχετικά, της μάρτυρος που τα κατέθεσε κατά την αντεξέτασή της, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν δυνατό να διαπιστωθεί, με την απαιτούμενη βεβαιότητα, ότι αυτά αποτελούσαν, ή συνιστούσαν, έστω, μέρος της συμφωνίας των διαδίκων για την πώληση των γαντιών. Συγκεκριμένα, επεσήμανε, όπως μπορεί να διαπιστωθεί και από το παρόν Δικαστήριο, πως δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά στα εν λόγω έγγραφα, η οποία να παραπέμπει στη συμφωνία πώλησης των μερών και ούτε η ενόρκως δηλούσα που τα κατέθεσε, ως ανωτέρω αναφέρεται, προέβη σε οποιαδήποτε παραδοχή, σχετικά με το θέμα αυτό. Με δεδομένη, λοιπόν, την πιο πάνω μαρτυρία, το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υπήρχε ενώπιόν του, στο στάδιο εκείνο, επαρκής απόδειξη ότι οι συγκεκριμένοι δικαιοδοτικοί όροι αποτελούσαν, όντως, μέρος της συμφωνίας των διαδίκων.
Το Δικαστήριο, για την πιο πάνω απόφασή του, βασίστηκε στην υπόθεση Φρήσλαντ Ελλάς ΑΕΒΕ ν. Clappas Trading House Ltd (2011) 1 A.A.Δ. 1200, της οποίας τα γεγονότα ήταν πολύ όμοια με τα γεγονότα της υπόθεσης που είχε ενώπιόν του. Το Εφετείο, στην υπόθεση εκείνη, αποδεχόμενο ανάλογες διαπιστώσεις που είχαν γίνει πρωτοδίκως, τοποθετήθηκε, όσον αφορά το βαθμό απόδειξης που απαιτείτο για να καταδειχθεί η ύπαρξη δικαιοδοτικών όρων στη συμφωνία των μερών, ως εξής: «Αυτό που εδώ ενδιαφέρει είναι αν όντως υπήρξε έγκυρη συμφωνία ρήτρας δικαιοδοσίας στη βάση της οποίας το δικαστήριο έπρεπε να ενεργήσει καθορίζοντας την πάρα πέρα πορεία της υπόθεσης.» - (σελίδα 1207). Καταλήγοντας δε, παρατήρησε πως: «Πράγματι δεν υπήρχαν ενώπιόν του (του πρωτόδικου Δικαστηρίου) κοινώς παραδεκτοί όροι συνεργασίας στη βάση των οποίων ρυθμιζόταν η σχέση των διαδίκων ούτε υπήρχε ο,τιδήποτε που λογικά θα μπορούσε υπό τις περιστάσεις να θεωρηθεί ως συμβατική δέσμευση των μερών αναφορικά με την επιλογή της δικαιοδοσίας και του δικαίου επίλυσης διαφορών.» - (σελίδα 1208).
Στη βάση της καθοδήγησης, λοιπόν, που παρέχεται πιο πάνω, το εκδικάσαν Δικαστήριο οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε, εν προκειμένω, παραβίαση, από τους εφεσίβλητους, στο στάδιο της μονομερούς αίτησης, της αρχής για πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη. Συνακόλουθα, έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί της υπόθεσης. Εν κατακλείδι, διαπιστώνεται ότι δεν έχει καταδειχθεί και, άλλως πως, δε διαπιστώνεται ότι το Δικαστήριο επέπεσε σε οποιοδήποτε σφάλμα ως προς την καθοδήγηση που αυτό αναζήτησε και ως προς την κατάληξή του όσον αφορά την υπό συζήτηση πτυχή. Ως εκ τούτου, ούτε και οι λόγοι έφεσης 1 και 2 ευσταθούν.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.000,00, πλέον Φ.Π.Α.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
/ΜΠ
[1] "1.(1) Where in any action a defendant claims as against any person not already a party to the action (in this Order called the 'third party') -
(a) that he is entitled to contribution or indemnity, or
(b) that he is entitled to any relief or remedy relating to or connected with the original subject matter of the action and substantially the same as some relief or remedy claimed by the plaintiff, or
(c) that any question or issue relating to or connected with the said subject matter is substantially the same as some question or issue arising between the plaintiff and the defendant and should properly be determined not only as between the plaintiff and the defendant but as between the plaintiff and defendant and the third party or between any or either of them, the Court or a Judge may give leave to the defendant to issue and serve a 'third-party notice'."
[2] "4. Every application for leave to serve a writ of summons or notice thereof on a defendant out of Cyprus shall be supported by affidavit or other evidence satisfying the Court or Judge that the plaintiff has prima facie a good cause of action and showing in what place or country such defendant is or probably may be found, ..., and the grounds upon which the application is made; and no such leave shall be granted unless it shall be made sufficiently to appear to the Court or Judge that the case is a proper one for service out of Cyprus under this Order."