ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A120
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.121/2013
2 Απριλίου, 2019
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
χχχ ΛΑΖΑΡΟΥ
Εφεσείοντας/Ενάγοντας
και
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΕΩΝ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι
***************
Κωστής Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα
Γιώργος Κουκούνης, για τους Εφεσίβλητους
*******************
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: Ο εφεσείων με την Αγωγή 2711/2007 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας αξίωνε εναντίον του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας, εργοδότη του, αποζημιώσεις για δύο αστικά αδικήματα δηλ. της κακόβουλης δίωξης και της δυσφήμισης διά του γραπτού λόγου, που κατ' ισχυρισμόν είχαν διαπραχθεί σε βάρος του.
Ο εφεσείων, εργοδοτούμενος του εφεσίβλητου από το 1993 ως μηχανικός αποχετεύσεων, διώχθηκε πειθαρχικά κατά το 2003 ότι σε επτά διαφορετικές περιπτώσεις παρέλειψε να εκτελέσει τα καθήκοντα του ως μηχανικός αποχετεύσεων και ως συμμετέχων μηχανικός στην επίβλεψη της κατασκευής του Αποχετευτικού Συστήματος Λάρνακας. Η πειθαρχική διαδικασία διακόπηκε περί τα μέσα του 2007. Η προώθηση της διαδικασίας ήταν αποτέλεσμα της απόφασης του εφεσίβλητου που λήφθηκε στις 19/12/2002 να εξετάζετο το ενδεχόμενο διάπραξης πειθαρχικών παραπτωμάτων από πλευράς εφεσείοντα, κατόπιν ενημέρωσης που έτυχαν τα μέλη του Συμβουλίου για την ύπαρξη ζημιών στις εγκαταστάσεις του συστήματος αποχέτευσης και της απόφασης της Επιτροπής Εργασίας για διεξαγωγή σχετικής έρευνας από ερευνώντα λειτουργό. Η απόφαση αυτή της Επιτροπής Εργασίας επικυρώθηκε από το Συμβούλιο και στις 24/3/2003 εκδόθηκε η Έκθεση του ερευνώντα λειτουργού που ήταν ο Έπαρχος Αμμοχώστου. Στις 6/5/2003 το Συμβούλιο συνήλθε για να μελετήσει την γνωμάτευση του νομικού τους συμβούλου επί της Έκθεσης, ώστε να λάβει τις ανάλογες αποφάσεις και στη συνέχεια με απόφαση του έθεσε τον εφεσείοντα σε διαθεσιμότητα αφού ομόφωνα αποφάσισε πρώτα να προχωρήσει με την πειθαρχική του δίωξη τονίζοντας μάλιστα ότι η διαδικασία θα έπρεπε να προχωρήσει τάχιστα.
Στις 15/5/2003 ετοιμάστηκε η κλήση πειθαρχικής διαδικασίας, σύμφωνα με τους περί Υπηρεσίας Κανονισμούς του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας του 1995 (Κ.Δ.Π. 278/1995), στην οποία περιέχοντο οι λεπτομέρειες επτά περιπτώσεων παράλειψης εκτέλεσης καθήκοντος, η οποία κατόπιν υπογραφής της από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου επιδόθηκε στον εφεσείοντα στις 16/5/2003, που τον καλούσε να εμφανιστεί στις 5/6/2003 σε καθορισμένη ώρα. Κατά τη συνεδρία της 17/7/2003 ηγέρθησαν από πλευράς δικηγόρου του εφεσείοντα αριθμός προδικαστικών ενστάσεων ως προς τη διεξαγόμενη πειθαρχική διαδικασία οπότε αναβλήθηκε για τις 22/7/2003 για σκοπούς τοποθέτησης επί των ενστάσεων του δικηγόρου του κατήγορου και απόφασης από πλευράς Συμβουλίου. Στις 22/7/2003 αποφασίστηκε από το Συμβούλιο η συνέχιση της διαδικασίας πειθαρχικής δίωξης για να βρεθεί αντιμέτωπο με δύο νέες προδικαστικές ενστάσεις ως προς τη σύνθεση του Συμβουλίου ως πειθαρχικό σώμα και την παρουσία στη συνεδρία της διευθύντριας του. Στις 3/9/2003 η πειθαρχική συνεδρία συνεχίστηκε από το σημείο που είχε παραμείνει. Μετά την έκδοση της απόφασης του Συμβουλίου επί των δύο προδικαστικών ενστάσεων ηγέρθηκε ακόμη μια σε σχέση με την πολλαπλότητα του κατηγορητηρίου. Σε νέα συνεδρία στις 8/12/2003, το Συμβούλιο προέβη σε απόρριψη της ένστασης ως προς την πολλαπλότητα του κατηγορητηρίου, η οποία ένσταση ηγέρθη εκ νέου μαζί με άλλες ενστάσεις ως προς την εγκυρότητα των κατηγοριών. Κατά την επόμενη συνεδρία στις 11/12/2003, αρχικά ο νομικός σύμβουλος του Συμβουλίου έδωσε κατ' ιδίαν απαντήσεις σε διάφορα θέματα που ήγειραν τα μέλη του Συμβουλίου, ο οποίος υπεραμύνθηκε της νομιμότητας της διαδικασίας και στη συνέχεια προχώρησε η συνεδρία του Συμβουλίου ως πειθαρχικό σώμα κανονικά, όπου η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από το κατηγορητήριο. Κατά τη συγκεκριμένη συνεδρία ο πρόεδρος του Συμβουλίου προέβη σε υπόδειξη ότι οι ενστάσεις είχαν σημειωθεί και ότι κατά τις επόμενες συνεδρίες η διαδικασία θα προχωρούσε επί της ουσίας. Η επόμενη συνεδρία πραγματοποιήθηκε μετά έξι μήνες περίπου δηλαδή στις 17/6/2004, κατά την οποία ηγέρθηκε από πλευράς εφεσείοντα εισήγηση για απαλλαγή του εκ των κατηγοριών, ενόψει της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στην ολοκλήρωση της διαδικασίας, που όμως δεν έγινε δεκτή. Η ακρόαση επί της ουσίας διεξήχθηκε στις 13/7/2004, 14/7/2004 και στις 22/7/2004 με την παράθεση της μαρτυρίας της Ευριδίκης Θεοπέμπτου, διευθύντριας του Συμβουλίου. Κατά την επόμενη δικάσιμο, δηλαδή στις 16/9/2004, ηγέρθη εκ νέου θέμα απαλλαγής εκ των κατηγοριών του εφεσείοντα, το οποίο πάλι απερρίφθη, με αποτέλεσμα να οριστεί εκ νέου η διαδικασία για τις 27/9/2004 και στη συνέχεια στις 20/10/2004 και 4/11/2004 προς το σκοπό ολοκλήρωσης της μαρτυρίας της Θεοπέμπτου, που τελικά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Η επόμενη συνεδρία ορίστηκε για την 1/11/2005, ένα χρόνο μετά, που έγινε στην παρουσία μόνο των μελών του Συμβουλίου και του κατήγορου, απόντος του εφεσείοντα, όπου αντηλλάγησαν απόψεις ως προς τη διαδικασία που ακολουθείτο και τον προγραμματισμό των επόμενων συνεδριών. Κατά την επόμενη συνεδρία στις 6/3/2007, το νέο Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λάρνακας ενημερώθηκε για τα τεκταινόμενα και αποφασίστηκε η συνέχιση της διαδικασίας. Η τελευταία κρίσιμη συνεδρία πραγματοποιήθηκε στις 19/6/2007 κατά την οποίαν στην παρουσία και του νέου Κατηγόρου, αφού εξετάστηκαν όλα τα δεδομένα, το Συμβούλιο αποφάσισε όπως η διαδικασία διακοπεί προσθέτοντας στα πρακτικά τη δήλωση «Ολοκληρώνοντας τα Μέλη εισηγούνται όπως το Συμβούλιο με τη στήριξη του Προέδρου βοηθήσει ώστε να υπάρξει ομαλή επανένταξη του Μηχανικού Αποχετεύσεων στη θέση του». Ακολούθησε η γραπτή πληροφόρηση του εφεσείοντα για την απόφαση του Συμβουλίου και η κλήση του να επιστρέψει στα καθήκοντα του με την επιστολή του ημερ. 21/6/2007.
Ο εφεσείων δεν έμεινε ικανοποιημένος με την πιο πάνω εξέλιξη και θεωρώντας κακόβουλη τη πειθαρχική δίωξη του από την οποίαν φέρεται να υπέστη ζημιά προχώρησε με την καταχώρηση της Αγωγής 2711/2007 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας.
Σ' όσον αφορά το αγώγιμο δικαίωμα της δυσφήμισης, στηρίζετο στο γεγονός ότι σε δύο περιπτώσεις είδαν το φως της δημοσιότητας θέματα που ηγέρθησαν κατά την πειθαρχική διαδικασία, με τη δημοσίευση τους στην εφημερίδα «Σημερινή» στις 30/11/2003 και 16/1/2007.
Το πιο πάνω ιστορικό το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι προέκυπτε από τα διάφορα έγγραφα που κατατέθηκαν ως τεκμήρια και ότι αποτελούσε κοινό τόπο μεταξύ των διαδίκων, για το οποίο και προέβη σε ανάλογα ευρήματα, στη βάση των οποίων, όπως σημειώνει στην απόφαση, θα εξέταζε τα επίδικα θέματα όπως εξάγοντο από τα δικόγραφα και τις θέσεις των δικηγόρων στις γραπτές αγορεύσεις τους.
Το Δικαστήριο αφού έκρινε ότι η προφορική μαρτυρία του εφεσείοντα και του μάρτυρα του από τη μια και της Θεοπέμπτου για τον εφεσίβλητο από την άλλη, δεν πρόσθετε οτιδήποτε στην εξέταση των επίδικων θεμάτων, εκτός του θέματος των αποζημιώσεων,
θεώρησε ως κύρια αιτία αγωγής την κακόβουλη δίωξη, ενόψει της πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον του, στη βάση του αστικού αδικήματος του άρθρου 32 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, ΚΕΦ. 148.
Προτού προβεί όμως σε εξέταση της ουσίας της Αγωγής ασχολήθηκε κατά προτεραιότητα με την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσίβλητου ότι, εφόσον η διακοπή στις 19/6/2007 της πειθαρχικής διαδικασίας με απόφαση του Συμβουλίου αποτελεί διοικητική πράξη, ως τέτοια θα έπρεπε να προσβληθεί στη βάση της διαδικασίας του άρθρου 146 του Συντάγματος. Έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να αποφασιστεί η φύση και οι επιπτώσεις από την απόφαση του Συμβουλίου για διακοπή της πειθαρχικής διαδικασίας από άποψης διοικητικού δικαίου, εφόσον η διακοπή φέρεται να αποτελούσε ένα γεγονός όπου μαζί με τα υπόλοιπα συνέθεταν την εικόνα της κακοβουλίας σε βάρος του εφεσείοντα από πλευράς εφεσιβλήτου.
Στη συνέχεια το Δικαστήριο ασχολήθηκε με την εξέταση του θέματος «κατά πόσο μπορεί να θεμελιωθεί το αστικό αδίκημα της κακόβουλης δίωξης σε εσωτερική διαδικασία πειθαρχικής δίωξης προσώπου, η οποία διενεργείται από πειθαρχικό όργανο το οποίο δεν αποτελεί Δικαστήριο σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον περί Δικαστηρίων Νόμο 14/1960».
Με αναφορά στην υπόθεση Paikkos v. Kontemeniotis (1989) 1 C.L.R. 50 που υιοθετήθηκε στην συνέχεια, στην έκταση που ήταν αναγκαίο, στην υπόθεση Αριστοδήμου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2005) 1 Α.Α.Δ. 728, όπου το Δικαστήριο θεώρησε ότι αντικείμενο εξέτασης των δύο υποθέσεων ήταν παρόμοιο με της παρούσας, προέβη στη διαπίστωση ότι «η πειθαρχική δίωξη δεν αποτελεί δικαστική διαδικασία και ασφαλώς δεν διεξάγεται ενώπιον Δικαστηρίου».
Η ίδια αρχή έκρινε ότι ισχύει και στο κοινοδίκαιο παραπέμποντας στην υπόθεση Gregory v. Portsmouth City Council (2000) 1 All E.R., 560 (H.L.).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προς το σκοπό διαπίστωσης κατά πόσο υπήρξε «πραγματική, κακόβουλη και χωρίς εύλογη και πιθανή αιτία έναρξη ή συνέχιση ανεπιτυχούς» πειθαρχικής δίωξης, έδωσε έμφαση σε διάφορα γεγονότα όπως ότι προηγήθηκε έρευνα από ανεξάρτητο λειτουργό ο οποίος είχε διαπιστώσει εκ πρώτης όψεως την διάπραξη επτά πειθαρχικών παραπτωμάτων και ότι το πόρισμα μελετήθηκε από το νομικό σύμβουλο του Συμβουλίου, ο οποίος σχημάτισε την ίδια άποψη. Ως αποτέλεσμα, έκρινε ότι δεν τίθετο θέμα κακοβουλίας ή άσκησης πειθαρχικής δίωξης χωρίς εύλογη αιτία. Ενόψει της διαπίστωσης του αυτής απέρριψε τη συγκεκριμένη αιτία αγωγής χωρίς να εξετάσει το θέμα των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων.
Σ' όσον αφορά την άλλη αιτία αγωγής, αυτή της δυσφήμισης, με αναφορά στο άρθρο 17(1) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε καμιά μαρτυρία ότι ο εφεσίβλητος ευθύνετο για τη δημοσίευση των κατ' ισχυρισμών άρθρων στην εφημερίδα «Σημερινή» και απέρριψε και αυτή την αιτία αγωγής.
Η τελική του ετυμηγορία ήταν η απόρριψη της Αγωγής με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.
Ο εφεσείων με την παρούσα έφεση αμφισβητεί την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης προβάλλοντας τέσσερις λόγους. Ο λόγος έφεσης 1 προσβάλλει ως λανθασμένη τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το αδίκημα της κακόβουλης δίωξης δεν εφαρμόζεται σε πειθαρχικές διαδικασίας.
Ο λόγος έφεσης 2 αναφέρεται στην λανθασμένη θεώρηση του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε έναρξη ή συνέχιση ανεπιτυχούς δίωξης και/ή η θεώρηση του αυτή ήταν αδικαιολόγητη.
Οι λόγοι έφεσης 3 και 4 είναι συναφείς και προσβάλλουν ο μεν 3 τη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι μπορούσε ο Εφεσείων να ικανοποιηθεί για κακόβουλη δίωξη και μέσω αγωγής για δυσφήμιση, ο δε 4 την απόρριψη της αιτίας αγωγής για δυσφήμιση με το δικαιολογητικό ότι δεν αποδείχθηκε ότι το δυσφημιστικό δημοσίευμα σε σχέση με τη διαδικασία της πειθαρχικής δίωξης διέρρευσε από τον εφεσίβλητο.
Λόγω συνάφειας των λόγων έφεσης 1 και 2, που αναφέρονται στην πειθαρχική δίωξη κρίνουμε σκόπιμο να εξεταστούν μαζί.
Προς υποστήριξη του λόγου έφεσης 1 ο εφεσείων, μέσω του περιγράμματος αγόρευσης του δικηγόρου του, εισηγήθηκε ότι η υπόθεση Αριστοδήμου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2005) 1 Α.Α.Δ. 728, επί της οποίας στήριξε κυρίως το πρωτόδικο Δικαστήριο την απόφαση του, δεν αποτελεί καλό δίκαιο, γιατί ενώ φέρεται να βασίζεται στις αρχές που τέθηκαν στην υπόθεση Παΐκκος ν. Κοντεμενιώτης (1989) 1 C.L.R. 57 εντούτοις δεν τις εφάρμοσε στην ουσία.
Αντίθετη άποψη εξέφρασε ο δικηγόρος του εφεσίβλητου στο περίγραμμα αγόρευσης του, ότι δηλαδή η Κυπριακή νομολογία είναι ξεκάθαρη ότι μια διοικητική πειθαρχική διαδικασία δεν μπορεί να αποτελέσει βάση αγωγής για κακόβουλη δίωξη.
Ενόψει της έμφασης που δόθηκε από πλευράς πρωτόδικου Δικαστηρίου και των δικηγόρων των δύο πλευρών στις υποθέσεις Αριστοδήμου και Paikkos (ανωτέρω) κρίνουμε σκόπιμο να προβούμε σε μια πιο ενδελεχή ανασκόπηση της νομολογίας μας ως προς το υπό εξέταση θέμα.
Στην υπόθεση Paikkos αντικείμενο εξέτασης υπήρξε κατά πόσο η ένορκη μαρτυρία ενώπιον Δικαστού στη βάση του άρθρου 3 του Περί Διανοητικώς Ασθενών Νόμου ΚΕΦ. 252, που έχει ως αποτέλεσμα την έναρξη έρευνας ως προς την ψυχική υγεία ενός προσώπου, που προσομοιάζει με αυτή της ποινικής διαδικασίας, δημιουργεί αγώγιμο δικαίωμα για αποζημιώσεις για κακόβουλη δίωξη. Το Ανώτατο Δικαστήριο κατόπιν ανάλυσης της Κυπριακής νομολογίας και του κοινοδικαίου και με αναφορά σε πρόνοιες του περί Δικαστηρίων Νόμου, απέρριψε την εισήγηση από πλευράς Εναγομένου ότι ο νομοθέτης με το άρθρο 32 του ΚΕΦ. 148 αποσκοπούσε στον αποκλεισμό εφαρμογής του κοινοδικαίου. Αντίθετα, έκρινε ότι οποιαδήποτε και να ήταν τα δικαιώματα ενός προσώπου σύμφωνα με τον Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο πριν το 1935, επεκτάθηκαν σ' όλες τις περιπτώσεις κακόβουλης δίωξης δυνάμει του κοινοδικαίου, νοουμένου ότι δεν είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα και είναι εφαρμόσιμες στην Κύπρο.
Παραθέτουμε τα σχετικά αποσπάσματα από τις σελίδες 65 και 74 της απόφασης:
Στη σελ. 65:
"From the Judgments quoted above, we arrive at the safe conclusion that an action for malicious prosecution lies, if the other elements are present, for abuse of legal process and for proceedings analogous or akin to criminal proceedings The action for malicious prosecution is not confined to criminal proceedings, bankruptcy and winding-up. The doctrine laid down by Holt, C.J., three centuries ago, continues to be valid. In proceedings under the Mental Patients Law, Cap, 252, in this country the Court acts on the instigation of the person laying the information on oath before it. The proceedings instigated thereby endanger the liberty of the suspected person named in the affidavit, cause damage to his fame, i.e. reputation, injury to his feelings for the indignity, humiliation and disgrace, caused to him by the fact of the holding of an inquiry under the Law as to his state of mind. It certainly causes damage to his property, as he is forced to expend money to protect his rights (if he does so) before the Court.
In conclusion, we are of the opinion that the factual situation alleged in the statement of claim founds an action for malicious prosecution under the Common Law.
It was, however strongly argued by counsel for the appellant that section 32 is exhaustive, thereby other provision was made by statute and, therefore, the Common Law is not applicable in this country."
......................................................................
και στη σελ. 74:
"We do not share the view that the legislator by the wording of section 32 intended to exclude the Common Law. Section 32 is not such «other provisions» as required by the Courts of Justice Law to exclude from the legal order of this country the Common Law and the doctrines of Equity.
The legislator did not intend to modify the English Law, as in the case of the Contract Law, sections 10 and 11, or section 249(3) of the Criminal Code, as decided in Myrianthousis and Anastassi cases respectively:
Whatever the rights of a person under the Civil Wrongs Law before 1935, they have been extended to all causes of malicious prosecution under the Common Law, provided that they are not contrary to our Constitution and are suitable for Cyprus.
Our Constitution safeguards the right of liberty and the right of reputation. Therefore, a cause of action, intending to protect these rights from being endangered by malicious prosecution, not only is not repugnant or inconsistent, but, on the contrary, it accords to the constitutional provisions and enables the citizen to vindicate such rights.
In view of the foregoing, we are of the opinion that an action for malicious prosecution lies for proceedings analogous to or akin to criminal proceedings, subject to proof of the other elements of the tort, that is «maliciously and without reasonable and probable causes» and ensuing damages; the burden of proof lies squarely on the shoulders of the plaintiff."
Η υπόθεση Paikkos υιοθετήθηκε στη συνέχεια στην υπόθεση Αριστοδήμου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2005) 1 Α.Α.Δ. 728 που αφορούσε επίσης σε αξιώσεις για αποζημιώσεις για κακόβουλη και χωρίς εύλογη αιτία καταχώρηση εναντίον του Ενάγοντα πειθαρχικής δίωξης από την Αστυνομική Δύναμη Κύπρου στην οποία υπηρετούσε. Το νομικό ερώτημα που τέθηκε προς εξέταση στην Αριστοδήμου ήταν κατά πόσο η διοικητική πειθαρχική διαδικασία ενέπιπτε εντός της έννοιας της δίωξης, που προβλέπεται στο Άρθρο 32 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, ΚΕΦ. 148. Παραθέτουμε αυτούσιο το άρθρο:
«32. Κακόβoυλη δίωξη συvίσταται στηv πραγματική, κακόβoυλη και χωρίς εύλoγη και πιθαvή αιτία έvαρξη ή συvέχιση αvεπιτυχoύς πoιvικής, πτωχευτικής ή για διάλυση εταιρείας διαδικασίας κατά άλλoυ πρoσώπoυ, αv η διαδικασία αυτή-
(α) Πρoκάλεσε σκάvδαλo για τηv πίστη ή τηv υπόληψη τoυ πρoσώπoυ αυτoύ ή πιθαvή απώλεια της ελευθερίας τoυ͘ και
(β) κατέληξε, αv στηv πραγματικότητα μπoρoύσε με τov τρόπo αυτό vα καταλήξει, υπέρ τoυ πρoσώπoυ αυτoύ:
Νoείται ότι καμιά αγωγή για κακόβoυλη δίωξη δεv εγείρεται κατά oπoιoυδήπoτε πρoσώπoυ για μόvo τo λόγo ότι τo πρόσωπo αυτό παρείχε πληρoφoρίες σε κάπoια αρμόδια αρχή η oπoία και άρχισε oπoιαδήπoτε διαδικασία.»
Το Ανώτατο Δικαστήριο συνοψίζοντας την απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Paikkos στο ότι 1) η αγωγή για κακόβουλη δίωξη δεν περιορίζεται στην ποινική διαδικασία, τη διαδικασία πτώχευσης ή διάλυσης εταιρείας και ότι η αίτηση για να κηρυχθεί πνευματικά ασθενής ο εφεσείων συνιστούσε διαδικασία συγγενή προς ποινική δίωξη και 2) η διαδικασία που συνιστά τη δίωξη, πρέπει να είναι ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου, κατέληξε ότι η διοικητική πειθαρχική διαδικασία, όπως είναι γνωστή στο διοικητικό δίκαιο, δεν είναι συγγενής με την ποινική διαδικασία, μήτε και αυτή διεξάγεται ενώπιον Δικαστηρίου. Στη βάση αυτής της διαπίστωσης επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία απερρίφθη η αγωγή.
Εξετάσαμε με προσοχή την εισήγηση που προβλήθηκε από πλευράς δικηγόρου του εφεσείοντα, ότι δηλαδή το Εφετείο θα πρέπει να αποκλίνει από την υπόθεση Αριστοδήμου, εφόσον στην ουσία δεν εφάρμοσε τις αρχές που τέθηκαν στην Paikkos.
Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση και εξηγούμε. Εκείνο που αποφασίστηκε στην Paikkos ήταν ότι η Αγωγή για κακόβουλη δίωξη δεν περιορίζεται σε ποινικές διαδικασίες, διαδικασίες πτώχευσης και διάλυσης εταιρείας αλλά επεκτείνεται και σε διαδικασίες ανάλογες ή συγγενείς με ποινικές διαδικασίες. Η διαδικασία στην περίπτωση της Paikkos ήταν δικαστική στη βάση του Περί Διανοητικώς Ασθενών Νόμου, ΚΕΦ. 252. Πουθενά στην απόφαση δεν εντοπίζεται ρητή αναφορά, ή, αφήνεται να νοηθεί έστω, ότι η αρχή που τέθηκε ότι το άρθρο 32 του ΚΕΦ. 148 εφαρμόζεται σε "ανάλογες ή συγγενείς διώξεις» για σκοπούς του συγκεκριμένου άρθρου, επεκτείνεται σε περιπτώσεις άλλες από δικαστικές. Αντίθετα, από τη νομολογία του κοινοδικαίου που λήφθηκε υπόψη στην Paikkos διαφαίνεται ότι αυτή αφορούσε σε δικαστικές διαδικασίες (βλ. Savile v. Roberts (1558-1774) All E.R. p. 456, 691, Steward v. Gromett, 141 E.R. Rep. 788, απόφαση Ινδίας Mohamed Amin v. Jogendra Kumar Bannerjee and others (1947) A.C. (P.C.) 322, απόφαση Καναδά Gifford v. Kelson (1943) 3 D.L.R. 441).
Σημειώνουμε ότι στην εξέλιξη του κοινοδικαίου η πιο πάνω αρχή δεν διαφοροποιήθηκε. Αντίθετα, επιβεβαιώθηκε. Όπως αναφέρεται στον Street on Torts 11η έκδ. σελ. 541-542, στην Gregory v. Portsmouth City Council [2000] 1 A.C. 419, απόφαση του House of Lords, o ενάγων ενήγαγε τον εναγόμενο για κακόβουλη δίωξη μέσω πειθαρχικής εναντίον του διαδικασίας, εισηγούμενος ότι αυτή είναι ανάλογη με ποινική διαδικασία. Οι εναντίον του κατηγορίες έβλαψαν την υπόληψη του και προκάλεσαν έξοδα εφόσον έπρεπε να υπερασπίσει τον εαυτόν του. Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχαν λόγοι επέκτασης του αστικού αδικήματος της κακόβουλης δίωξης πέραν των καθ' αυτών ποινικών διώξεων και των εξαιρετικών περιπτώσεων της πτώχευσης και της εκκαθάρισης εταιρείας. Περαιτέρω, στην Gizzonio v. Chief Constable of Derbyshire [1998] Times 29 April, C.A., το Αγγλικό Εφετείο επίσης απέρριψε εισήγηση ότι μπορούσε να θεμελιωθεί αστικό αδίκημα λόγω κακόβουλης απόρριψης εγγύησης για μη παραμονή υπό κράτηση.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα προς υποστήριξη της θέσης του ότι η πειθαρχική δίωξη είναι συγγενής και/ή συναφής με την ποινική διαδικασία, οπότε εφαρμόζονται οι αρχές που τέθηκαν στην Paikkos, παρέπεμψε επίσης στην υπόθεση Πολύκαρπος Φιλίππου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1839, που αφορούσε σε πειθαρχική διαδικασία εναντίον δικηγόρου, όπου αναφέρθησαν τα εξής στη σελ. 1845:
"Η διαδικασία, η οποία οδήγησε στην τιμωρία του εφεσείοντος, είναι, καθ' ολοκληρίαν, παράνομη. Είναι θεμελιωμένο ότι ο κατηγορούμενος σε πειθαρχική δίκη απολαμβάνει των δικαιωμάτων, τα οποία εγγυάται το ΄Αρθρο 12.5 του Συντάγματος σε κατηγορούμενο σε ποινική δίκη - (βλ., μεταξύ άλλων, Nicolaos D. Haros and The Republic (Minister of The Interior) 4 R.S.C.C. 39. Stelios K. Morsis and The Republic (Public Service Commission) 4 R.S.C.C. 133. Petrou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 203. Menelaou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 467. Papacleovoulou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 187. Christodoulou v. Disciplinary Board (1983) 1 C.L.R. 999. Matsas v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1448). Ανάλογη υπήρξε η προσέγγιση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη θεώρηση και στην εφαρμογή των εχέγγυων της υπεράσπισης, που κατοχυρώνει το ΄Αρθρο 6(3) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, (η «Σύμβαση»), πρόνοια που αντιστοιχεί προς το ΄Αρθρο 12.5 του Συντάγματος και η οποία αποτέλεσε το πρότυπο για τη διαμόρφωσή του - (βλ. Engel v. Netherlands, Series A, 22 (1976). Campbell and Fell v. U.K., Series A 80 (1984). Ozturk v. FRG, Series A, 73 (1984)). Σύμφωνα με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Dewur v. Belgium, Series A 35, para 46 (1980), επιβάλλεται η τήρηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης, που κατοχυρώνει το ΄Αρθρο 6(3) της Σύμβασης, σε κάθε διαδικασία που είναι δυνατό να επηρεάσει ουσιωδώς το άτομο - (βλ., επίσης, Κυριακίδης, κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (1997) 3 Α.Α.Δ. 485".
Στηρίχθηκε επίσης και στους Περί Υπηρεσίας του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας Κανονισμούς του 1995 (Κ.Δ.Π. 278/95), στην βάση των οποίων διεξήχθη η επίδικη πειθαρχική διαδικασία, όπου ο Κανονισμός 63(2)(5), Δεύτερος Πίνακας, Μέρος ΙΙΙ, εδάφιο 3 προνοεί ότι "η ακρόαση της υπόθεσης διεξάγεται, όσο είναι δυνατό, κατά τον ίδιο τρόπο όπως η ακρόαση ποινικής υπόθεσης που εκδικάζεται συνοπτικά".
Δεν διαφωνούμε ότι στη βάση της πιο πάνω νομολογίας ο κατηγορούμενος σε ποινική διαδικασία ή ο υπάλληλος που αντιμετωπίζει πειθαρχική διαδικασία, απολαμβάνουν των ίδιων δικαιωμάτων που εγγυάται το Άρθρο 12.5 του Συντάγματος και ότι στη βάση των πιο πάνω Κανονισμών η πειθαρχική δίκη διεξάγεται με τον ίδιο τρόπο όπως η ποινική. Παρά ταύτα όμως θεωρούμε ότι δεν παύει η πειθαρχική δίωξη να αποτελεί μη δικαστική διαδικασία και ως τέτοια εφαρμόζεται η αρχή που τέθηκε στην Αριστοδήμου.
Σ' όσον αφορά την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα ότι στην υπόθεση Αριστοδήμου δεν ακολουθήθηκαν στην πραγματικότητα οι αρχές που τέθηκαν από την Paikkos, αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Στην Αριστοδήμου, όπου αντικείμενο εξέτασης ήταν ακριβώς το ίδιο νομικό ερώτημα με της παρούσας, δηλαδή κατά πόσο η διοικητική πειθαρχική διαδικασία εμπίπτει στην έννοια της δίωξης που προβλέπεται στο άρθρο 32 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου ΚΕΦ.148, αποφασίστηκε ότι η περίπτωση της πειθαρχικής διαδικασίας που αφορούσε η υπόθεση, ως μη δικαστική διαδικασία, δεν ήταν ανάλογη με ή συγγενής με ποινική διαδικασία για σκοπούς πάντοτε του εν λόγω άρθρου, ώστε να καθίσταται δυνατή η προσφυγή στο Δικαστήριο για αποζημιώσεις για κακόβουλη δίωξη με αγωγή, που ήταν η αρχή που έθεσε η Paikkos.
Εν όψει όλων των πιο πάνω ο λόγος έφεσης 1 είναι έκθετος σε απόρριψη.
Παρά την πιο πάνω κατάληξη μας που σφραγίζει και την τύχη της έφεσης κρίνουμε ορθό να εξετάσουμε και την ουσία της υπόθεσης, όπως έπραξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η διαπίστωση του ήταν ότι δεν τίθετο θέμα κακοβουλίας από πλευράς εφεσίβλητου με την έναρξη της πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον του εφεσίβλητου. Σημειώνεται ότι η διαπίστωση του αυτή συνιστά το αντικείμενο του λόγου έφεσης 2. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«΄Ο,τι δε προκύπτει από αυτά είναι πως της έναρξης της πειθαρχικής διαδικασίας είχε προηγηθεί έρευνα από ανεξάρτητο λειτουργό ο οποίος είχε διορισθεί προς τούτο από τον Υπουργό Εσωτερικών ως αρμόδια αρχή. Διαπίστωσε, εκ πρώτης όψεως, ότι ο ενάγοντας ενέχετο στη διάπραξη επτά πειθαρχικών παραπτωμάτων σε σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων του ως μηχανικός αποχετεύσεων του Συμβουλίου. Το πόρισμα του ερευνώντα λειτουργού μελετήθηκε από το νομικό σύμβουλο του Συμβουλίου. Ηταν και αυτού η άποψη ότι ο ενάγων είχε εκ πρώτης όψεως διαπράξει τα εν λόγω πειθαρχικά παραπτώματα. Γι΄ αυτό και εισηγήθηκε την πειθαρχική δίωξη του, ετοιμάζοντας για το σκοπό αυτό και το σχετικό κατηγορητήριο.
Επομένως, ήταν στη βάση νομικής συμβουλής που άρχισε και συνέχισε η πειθαρχική δίωξη του ενάγοντα από το Συμβούλιο. Ενώ στη βάση νομικής συμβουλής διεκόπη ακολούθως η διαδικασία, αφού διαπιστώθηκε ότι με τα όσα είχαν συμβεί στην πορεία της διαδικασίας η συνέχιση της δυνατό να οδηγούσε σε κακοδικία. Ειδικά αφού είχαν στο μεταξύ σημειωθεί μακράς διάρκειας αναβολές ενώ άλλαξε, προφανώς λόγω εκλογών, και η σύνθεση του Συμβουλίου. Στο στάδιο αυτό είχαν εκφρασθεί ανησυχίες από τα μέλη του σε σχέση με τον ενάγοντα γι΄ αυτό και δόθησαν οδηγίες στον Πρόεδρο του Συμβουλίου να μεριμνήσει για την ομαλή επαναφορά στα καθήκοντα του.
Με βάση λοιπόν τα όσα επισημαίνονται πιο πάνω αλλά και από το σύνολο των γεγονότων, δεν διαπιστώνεται να υπάρχει κακοβουλία και να ήταν πράγματι χωρίς εύλογη αιτία που άρχισε και συνέχισε η πειθαρχική δίωξη του ενάγοντα.»
Η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το σκεπτικό που το οδήγησε στη διαπίστωση του περί μη ύπαρξης κακοβουλίας από πλευράς εφεσίβλητου με την προώθηση της πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον του εφεσείοντα, δεν ενέχει οτιδήποτε το μεμπτόν.
Θα προχωρήσουμε στη συνέχεια στην εξέταση των λόγων έφεσης 3 και 4 που αναφέρονται στην άλλη αιτία αγωγής, δηλαδή εκείνη της δυσφήμισης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αν και έκρινε το περιεχόμενο των δημοσιευμάτων (Τεκμήρια 27 και 28) δυσφημιστικό για τον εφεσείοντα σε σχέση με την ικανότητα και την αποτελεσματικότητα του ως μηχανικού αποχετεύσεων στο Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λάρνακας, εν τούτοις κατέληξε ότι ο εφεσείων δεν ευθύνετο για τη δημοσίευση τους, απαραίτητη προϋπόθεση στη βάση του άρθρου 17(1) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου ΚΕΦ. 148 για να κριθεί ένοχος για δυσφήμιση. Θεώρησε ότι δεν δόθηκε καμιά μαρτυρία ως προς το πρόσωπο που ευθύνετο για τη διαρροή θεμάτων που ανέκυψαν κατά την πειθαρχική διαδικασία. Κατέληξε δε ότι ούτε το αστικό αδίκημα της δυσφήμισης είχε στοιχειοθετηθεί.
Από αναδρομή μας στα πρακτικά δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε που να κατατείνει σε διαφορετική διαπίστωση απ' εκείνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δηλαδή ο εφεσίβλητος ήταν υπεύθυνος για τα δυσφημιστικά δημοσιεύματα.
Συνεπώς ούτε οι λόγοι έφεσης 3 και 4 μπορούν να πετύχουν.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα εκ €2.500.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο