ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Παπακόκκινου & άλλες ν. Θεοδοσίου (1991) 1 ΑΑΔ 379
Κουρσουμά ν. Κοσμά (1991) 1 ΑΑΔ 973
Kennedy Hotels Ltd ν. Indjirdjian (1992) 1 ΑΑΔ 400
Λυσιώτης Γιαννάκης ν. Aχιλλέα Hλία Aχιλλέως κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 1567
Νικήτα Ελένη ν. Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού (2003) 1 ΑΑΔ 344
Latifundia Properties Ltd ν. Ανδρέα Μιχαήλ Ψακή και Άλλων (2003) 1 ΑΑΔ 670
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.19
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2019:A114
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 75/2013)
28 Μαρτίου 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
xxx xxx ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
Εφεσείων-Εναγόμενος αρ. 3
ΚΑΙ
ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας
---------------------------------------------
Α. Δημητριάδης, για τον Εφεσείοντα.
Χ. Αγαπίου (κα) με Β. Γρηγορίου (κα), για Χρ. Δημητριάδη,
για την Εφεσίβλητη.
---------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Με σχετική απόφαση του το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού δικαίωσε την εφεσίβλητη τράπεζα και εξέδωσε επί της αγωγής της τελευταίας απόφαση εναντίον του εφεσείοντα - εναγομένου 3 πρωτοδίκως - για το ποσό των €62.668,23 με τόκο προς 9%, 8% και 5.5% επί διαφόρων ποσών και για διάφορες περιόδους μέχρι εξόφλησης, πλέον έξοδα, απορρίπτοντας ταυτόχρονα την ανταπαίτηση του. Η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα με τους άλλους δύο εναγόμενους εναντίον των οποίων είχε ήδη εκδοθεί απόφαση σε προηγούμενο χρονικό σημείο.
Η οφειλή του εφεσείοντα προέκυψε από συμφωνία ενοικιαγοράς την οποία η εφεσίβλητη τράπεζα ως Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τράπεζας Κύπρου Λίμιτεδ, όπως ήταν προηγουμένως, συνήψε συμφωνία στις 8.8.2000 με τον πρώην εναγόμενο 1 στη βάση της οποίας η εφεσίβλητη ενοικίασε και παρέδωσε σε αυτόν δέκα οχήματα των οποίων ήταν ιδιοκτήτρια. Τα οχήματα δόθηκαν υπό ενοικιαγορά με δικαίωμα τελικής αγοράς έναντι συμφωνηθέντος τιμήματος, η δε πρώην εναγόμενη 2 και ο εφεσείων, ως εναγόμενος 3, συνήψαν γραπτή συμφωνία εγγυήσεως προς όφελος της εφεσίβλητης ίδιας ημερομηνίας με την οποία εγγυήθηκαν όλες τις υποχρεώσεις του πρώην εναγόμενου 1 πλέον τόκους μέχρι εξοφλήσεως. Επιπρόσθετα, η πρώην εναγόμενη 2 σύζυγος του εναγομένου 1, υποθήκευσε ακίνητο προς όφελος της εφεσίβλητης. Ο εναγόμενος 1 είχε πληρώσει το ποσό των ΛΚ4.144,25, παραλείποντας όμως να πληρώσει τις δόσεις για την περίοδο 8.2.2001 μέχρι 8.5.2002 για το συνολικό ποσό των ΛΚ11.042,07 πλέον τόκους οπότε η εφεσίβλητη με επιστολή της ημερ. 3.6.2002 τερμάτισε τη συμφωνία καλώντας τον πρώην εναγόμενο 1 να παραδώσει αμέσως τα οχήματα και να αποπληρώσει όλα τα οφειλόμενα ενοίκια που ανέρχονταν στο ποσό των ΛΚ37.893,37 πλέον τόκους. Σε κάποιο στάδιο μετά την καταχώρηση της πρωτόδικης αγωγής υπ΄ αρ. 5991/2002, και συγκεκριμένα στις 23.12.2002, εκδόθηκε απόφαση εναντίον όλων των εναγομένων, πλην όμως η απόφαση εναντίον του εφεσείοντα ως εναγόμενου 3, παραμερίστηκε.
Ο εφεσείων με την υπεράσπιση του ισχυρίστηκε ότι κατά τον Ιούνιο του 2000 είχε μεταβεί για προσωπική του εργασία σε υποκατάστημα της εφεσίβλητης και ενώ συζητούσε δική του προσωπική υπόθεση, αξιωματούχος της εφεσίβλητης του πρότεινε να εγγυόταν τον πρώην εναγόμενο 1 για εξασφάλιση χρηματοδότησης λέγοντας του ότι η εγγύηση θα ήταν καθαρά τυπικής μορφής εφόσον ο πρώην εναγόμενος 1 θα δέσμευε το σπίτι του με υποθήκη, θα εκχωρούσε ασφάλεια ζωής, ενώ η σύζυγος του θα ήταν εγγυήτρια, ο δε πατέρας του θα έκανε δεσμευτική κατάθεση ορισμένου ποσού. Ο εν λόγω υπάλληλος της εφεσίβλητης προσπαθώντας να πείσει τον εφεσείοντα να υπογράψει ως εγγυητής τον παραπλάνησε και τον εξαπάτησε λέγοντας του ότι το ενυπόθηκο ακίνητο ανήκε στον εναγόμενο 1, ενώ στην πραγματικότητα αυτό ανήκε στην εναγόμενη 2, το δε ακίνητο ήταν ήδη υποθηκευμένο αλλού. Λόγω δε αμέλειας της εφεσίβλητης τα οχήματα έχασαν την άδεια χρήσης τους με αποτέλεσμα να είχαν μηδενική αξία, ενώ ο πατέρας του πρώην εναγόμενου 1, καμία δεσμευτική κατάθεση δεν έδωσε, ούτε και εκχωρήθηκε η ασφάλεια ζωής. Περαιτέρω, το ποσό της χρηματοδότησης δεν εδόθη για τον ισχυριζόμενο σκοπό, ούτε του δόθηκε αντίγραφο της συμφωνίας ενοικίασης για να γνωρίζει τι υπέγραψε. Πρόσθετα, η επιβολή των ισχυριζόμενων τόκων ήταν παράνομη, παράτυπη και αναιτιολόγητη. Ανταξίωσε να υποκατασταθεί σε όλα τα δικαιώματα και ασφάλειες που κατείχε η εφεσίβλητη για οποιαδήποτε πληρωμή προέβαινε ο ίδιος προς αυτήν, ενώ αξίωσε και το ποσό των €227.407,24 ως ειδικές αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης ή παράβαση του περί Συμβάσεων Νόμου.
Το Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία που δόθηκε κρίνοντας ότι οι δύο μάρτυρες που κατέθεσαν εκ μέρους της εφεσίβλητης τράπεζας Γxx Πxx Σxx, Μ.Ε.1 και Μxx Χxx, Μ.Ε.2, υπήρξαν μάρτυρες αληθείας και παρουσίασαν τα γεγονότα κατά δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο, χωρίς υπερβολές ή αντιφάσεις, καταθέτοντας όλα τα σχετικά έγγραφα και δεδομένα του επίδικου λογαριασμού, καθώς βέβαια και την επίδικη συμφωνία ενοικιαγοράς. Αντίθετα, δεν δέχθηκε τη μαρτυρία του ιδίου του εφεσείοντα και του μάρτυρα αυτού που ήταν ο πρώην εναγόμενος 1. Έκρινε ότι ο εφεσείων για τον οποίο το Δικαστήριο αποκόμισε την εντύπωση ενός έξυπνου ανθρώπου δεν ήταν εκείνος ο άνθρωπος που θα πειθόταν με τέτοια ευκολία να υπογράψει εγγύηση για ένα άγνωστο του πρόσωπο, ενώ ο πρώην εναγόμενος 1 είχε δηλώσει ότι γνώριζε τον εφεσείοντα εξ όψεως και ότι ήταν ο διευθυντής του υποκαταστήματος που ζήτησε από τον εφεσείοντα να υπογράψει ως εγγυητής του για γρήγορη διεκπεραίωση της συμφωνίας ενοικιαγοράς. Ούτε ο εφεσείων, ούτε ο μάρτυρας του έδωσαν ικανοποιητικές στο Δικαστήριο εξηγήσεις πώς και γιατί ο εφεσείων κλήθηκε να υπογράψει εγγυητική συμφωνία χωρίς μάλιστα να εξηγούν πώς αυτή υπογράφηκε στις 8.8.2000, ενώ η συνάντηση του εφεσείοντα και του μάρτυρα του πρώην εναγομένου 1 στην τράπεζα τοποθετήθηκε να είχε γίνει στις αρχές Ιουνίου του 2000 όταν και υπογράφηκε σύμφωνα με τη θέση που προώθησαν. Δεν εξηγήθηκε εάν η υπογραφή έγινε την ίδια ημέρα ή μετέβηκε στο υποκατάστημα σε άλλη ημερομηνία για σκοπούς υπογραφής και αν μετέβηκε σε άλλη ημερομηνία δεν αναφέρθηκε με ποιο συνεννοήθηκε να βρεθούν εκ νέου στην τράπεζα για υπογραφή και σε ποιο έδωσε τα στοιχεία του για να συμπληρωθεί η συμφωνία ενοικιαγοράς.
Το Δικαστήριο εξέτασε τις διάφορες πτυχές της υπεράσπισης θεωρώντας ότι διάφοροι ισχυρισμοί που έγιναν κατά τη δίκη δεν περιέχονταν στη δικογραφημένη υπεράσπιση και, επομένως, δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη. Τέτοιοι ισχυρισμοί αφορούσαν τη σύναψη νέας συμφωνίας ή τροποποίησης της αρχικής, ότι η συμφωνία έπασχε από έλλειψη νομιμότητας και εγκυρότητας που επηρέαζε και την εγγύηση, ενώ υπήρξε σαφής μαρτυρία από την πρώτη μάρτυρα της εφεσίβλητης ότι ο εφεσείων υπέγραψε ρητώς ως εγγυητής στη συμφωνία. Οι εξασφαλίσεις που υπήρχαν επί της συμφωνίας ενοικίασης ή προς υποστήριξη αυτής, δεν υποστήριζαν την εκδοχή του εφεσείοντα ότι η πρόταση της εφεσίβλητης ήταν να διευκολύνει απλώς τη διαδικασία της χρηματοδότησης, ενώ το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ούτε τη θέση του ότι δεν υπέγραψε εν γνώσει του και με τη θέληση του τη συμφωνία ενοικιαγοράς.
Κατά παρόμοιο τρόπο, το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό ότι το ποσό της συμφωνίας ενοικιαγοράς ή μέρος αυτού χρησιμοποιήθηκε για άλλο σκοπό, εφόσον ο ίδιος ο πρώην εναγόμενος 1 παραδέχθηκε ότι το ποσό της χρηματοδότησης είχε καταβληθεί στον έμπορα των οχημάτων στις 8.8.2000, ενώ το ίδιο ανέφερε και η Μ.Ε.1 στη δική της μαρτυρία, η οποία στο ζήτημα παρέμεινε αναντίλεκτη. Το Δικαστήριο επίσης δεν δέχθηκε την υπεράσπιση ότι η εγγύηση δόθηκε λόγω δόλου, ψευδών παραστάσεων ή εξαπάτησης ή ότι η συμφωνία ήταν παράνομη και εικονική εφόσον καμία λεπτομέρεια δεν δόθηκε στο σχετικό δικόγραφο. Όσον αφορά το δικαίωμα χρέωσης των τόκων, η εφεσίβλητη απέδειξε πλήρως τις χρεώσεις στις οποίες προέβηκε, ο δε εφεσείων δεν διαμαρτυρήθηκε οποτεδήποτε εφόσον η σχετική επιστολή τερματισμού της συμφωνίας ενοικιαγοράς απεστάλη με το σύνηθες ταχυδρομείο στη διεύθυνση του εφεσείοντα που αναγραφόταν στη συμφωνία ενοικιαγοράς, αυτή δε θεωρείται ότι έφθασε στον προορισμό της εφόσον ουδέποτε επιστράφηκε στην εφεσίβλητη.
Παραπονείται με την έφεση του ο εφεσείων ότι λανθασμένα το Δικαστήριο απέρριψε διάφορους ισχυρισμούς με το αιτιολογικό ότι δεν ήσαν δικογραφημένοι και ότι η συμφωνία ενοικιαγοράς δεν είχε τροποποιηθεί, μη αποδίδουσα την ορθή εικόνα των όσων είχαν διαμειφθεί μεταξύ των διαδίκων. Το βάρος απόδειξης το έφερε η εφεσίβλητη και η συμφωνία ενοικιαγοράς είχε υπογραφεί αρχικά στις 23.6.2000, ενώ στη συνέχεια τροποποιήθηκε ώστε να συνομολογηθεί στην ουσία νέα συμφωνία στις 8.8.2000 χωρίς τη γνώση και συγκατάθεση του. Η συμφωνία ενοικιαγοράς ήταν εν πάση περιπτώσει εικονική και θα έπρεπε να αναζητηθεί από το Δικαστήριο η πραγματική φύση αυτής, ιδιαίτερα υπό το φως ότι οι δηλώσεις επί της συμφωνίας ότι η εφεσίβλητη είχε αποκτήσει την ιδιοκτησία των οχημάτων ήταν ψευδείς, με δεδομένο ότι κατά την ημερομηνία της συμφωνίας στις 8.8.2000, ιδιοκτήτης των οχημάτων ήταν ο πρώην εναγόμενος 1. Επί της συμφωνίας υπήρχαν διαγραφές και υπέγραψε χωρίς εξήγηση ως μάρτυρας η Γxx Πxx-Σxx, Μ.Ε.1. Τα προαναφερθέντα μαζί με άλλα προβλήματα που εξειδικεύονται στο περίγραμμα αγόρευσης, έπρεπε να θεωρηθούν ότι απάλλασσαν τον εφεσείοντα ως εγγυητή λόγω της διαφοροποίησης της ευθύνης αυτού εν αγνοία του. Πρόσθετα, η εφεσίβλητη δεν απέδειξε με αποδεκτή μαρτυρία το υπόλοιπο του λογαριασμού, ενώ εν γένει το Δικαστήριο αποδέχθηκε εξωγενή προφορική μαρτυρία, η δε μαρτυρία της εφεσίβλητης εν πάση περιπτώσει δεν επαρκούσε για να αποδείξει την οφειλή, ήταν αντιφατική, αλλά και αναξιόπιστη.
Η αντίθετη θέση της εφεσίβλητης μέσα από το δικό της περίγραμμα ήταν ότι ορθά το Δικαστήριο θεώρησε τη μαρτυρία που προσκομίστηκε από αυτή ως επαρκέστατη, αξιόπιστη και συνάδουσα με τα παρουσιασθέντα τεκμήρια με αποτέλεσμα να εκδοθεί απόφαση εναντίον του εφεσείοντα για το αναδομημένο ποσό λογαριασμού που η εφεσίβλητη παρουσίασε, αφαιρώντας τόκους και χρεώσεις. Περαιτέρω, πλείστοι όσοι ισχυρισμοί του εφεσείοντα δεν ήταν δικογραφημένοι και βάσιμα δεν λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο, εν πάση δε περιπτώσει ο εφεσείων και ο μάρτυρας του δεν έπεισαν για την αλήθεια της μαρτυρίας τους για ικανούς λόγους που καταγράφηκαν με επάρκεια από το Δικαστήριο.
Εξετάζοντας την έφεση, το πρώτο που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι οι τρεις λόγοι έφεσης που αποτέλεσαν το εφετήριο καταγράφηκαν με σχετική γενικότητα και επί μέρους αιτιολογία. Στο περίγραμμα του εφεσείοντα αναπτύσσονται όμως και οι τρεις λόγοι μαζί, με αναφορές στα τεκμήρια και τη μαρτυρία που δεν είναι ευλόγως και αμέσως κατανοητό ποιος λόγος αναπτύσσεται κάθε φορά και σε τι ακριβώς εστιάζεται το πρόβλημα. Να λεχθεί επίσης ότι στην έκθεση υπεράσπισης και ανταπαίτησης ο εφεσείων έθεσε τα ζητήματα της εικονικότητας και του παράτυπου και παράνομου της συμφωνίας ενοικιαγοράς κατά τρόπο πολύ γενικό και δεν αρκούν αυτοί οι γενικοί ισχυρισμοί για να καταστήσουν τους ισχυρισμούς συζητήσιμους. Αντιφατικά δε με τις λεπτομέρειες που ορθά δόθηκαν όσον αφορά τον κατ΄ ισχυρισμό δόλο, απάτη και ψευδείς παραστάσεις που συντελέσθηκαν από αξιωματούχο ή υπάλληλο της εφεσίβλητης στο να πεισθεί ο εφεσείων να υπογράψει την εγγύηση, προωθήθηκαν και οι ταυτόχρονοι ισχυρισμοί περί εικονικότητας της όλης συναλλαγής και ότι η ίδια η συμφωνία δεν συντελέσθηκε. Όπως είναι σαφώς νομολογημένο, τα δικόγραφα αποτελούν τον άξονα επί του οποίου διεξάγεται η δίκη και παρά το γεγονός ότι αυτά πρέπει να περιέχουν δηλώσεις και ισχυρισμούς κατά συνοπτικό τρόπο όλων των αναγκαίων και ουσιωδών γεγονότων, εν τούτοις στη βάση της Δ.19 θ.13, ο εναγόμενος πρέπει να εγείρει ρητά στη δικογραφία του όλα τα ζητήματα που κατά την άποψη του αποκαλύπτουν ότι η συναλλαγή είναι, μεταξύ άλλων, άκυρη ή ακυρώσιμη καταγράφοντας και τα γεγονότα τα οποία δείχνουν παρανομία οποιασδήποτε μορφής.
Στη βάση των πιο πάνω αρχών, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι ισχυρισμοί περί σύναψης νέας συμφωνίας και/ή τροποποίησης της αρχικής δεν ήσαν δικογραφημένοι ή επαρκώς δικογραφημένοι όπως επίσης δεν ήταν δικογραφημένος και ο ισχυρισμός περί παραποίησης των εγγράφων που αφορούσαν τον καταρτισμό της σύμβασης ενοικιαγοράς. Ορθά επίσης κρίθηκε ότι ούτε οι ισχυρισμοί περί έλλειψης νομιμότητας και εγκυρότητας της σύμβασης και της εγγύησης ήταν δικογραφημένοι. Τα όσα ο εφεσείων εισηγείται στο περίγραμμα του περί της δικογράφησης των ισχυρισμών αυτών δεν ευσταθούν. Ούτε μπορεί να γίνεται λόγος, όπως επί λέξει αναφέρεται στην παράγραφο 2 της τρίτης σελίδας του περιγράμματος, ότι οι ισχυρισμοί περί τροποποίησης, έλλειψης νομιμότητας και εγκυρότητας «είναι δικογραφημένοι και/ή τεκμαίρονται από την έκθεση υπεράσπισης και ανταπαίτησης του εφεσείοντα». Δεν υπάρχουν τεκμαιρόμενοι ισχυρισμοί. Η γενική, όπως ήδη λέχθηκε, άρνηση της ύπαρξης έγκυρης και νομικά δεσμευτικής εγγύησης ή ότι η εγγύηση είναι παράνομη και εικονική, μεταξύ άλλων, δεν επαρκούν ώστε να έπρεπε να θεωρηθεί ότι εγείρονταν ζητήματα τροποποίησης της αρχικής συμφωνίας, χωρίς τη συγκατάθεση του εφεσείοντα που επηρέαζαν την εγκυρότητα και νομιμότητα της.
Οι αυθεντίες στις οποίες ο εφεσείων αναφέρθηκε στο περίγραμμα του δεν βοηθούν ιδιαίτερα. Αφορούν περισσότερο την αρχή ότι όπου υπάρχουν τα δικογραφημένα γεγονότα και το αναγκαίο υποστηρικτικό πλαίσιο γεγονότων, το Δικαστήριο, εν ανάγκη, στην προσπάθεια του να αποδώσει δικαιοσύνη δύναται να εντάξει την υπόθεση στο ορθό νομικό πλαίσιο και να αποδώσει θεραπεία έστω και αν η απαίτηση δεν εδράζεται στην υπό τις περιστάσεις ορθή νομική αξίωση, (Kennedy Hotels v. Indjirdjian (1992) 1 Α.Α.Δ. 400). Η παροχή σχετικής μαρτυρίας επιτρέπεται εάν όμως ενυπάρχει στο δικόγραφο το γεγονός ακόμη και στη γενικότητα του, (Νικήτα ν. Κ.Ο.Α. (2003) 1 Α.Α.Δ. 344).
Στην υπό κρίση υπόθεση δεν ήταν εύλογη η αντίληψη ότι ο εφεσείων εννοούσε με τη δικογραφία του ότι η συμφωνία ενοικιαγοράς είχε τροποποιηθεί σε βαθμό απαλλαγής του ως εγγυητού. Στην Latifundia Properties Ltd v. Ψακή κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 670, τονίστηκε εκ νέου η ανάγκη ορθής δικογράφησης με επανάληψη της αρχής ότι η επίλυση θεμάτων που δεν αποτελούν μέρος της δικογραφίας είναι ανεπίτρεπτη, (Παπακόκκινου ν. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379 και Λυσιώτης ν. Αχιλλέως (1998) 1 Α.Α.Δ. 1567). Εκεί ο ισχυρισμός ότι η επιστολή τερματισμού δεν είχε παραληφθεί έγκαιρα ήταν ουσιωδέστατος και θα έπρεπε να περιέχετο σαφώς στην έκθεση υπεράσπισης και δεν καλυπτόταν από τη γενική τοποθέτηση ότι οι ενάγοντες δεν δικαιούνταν να τερματίσουν τη συμφωνία διά επιστολής και/ή καθόλου. Η γενική άρνηση δεν εξυπακούει και θετικούς ισχυρισμούς.
Ούτε και θα αναμενόταν η εκ μέρους της εφεσίβλητης υποβολή αίτησης για παροχή λεπτομερειών, (Κουρσουμά ν. Κοσμά (1991) 1 Α.Α.Δ. 973). Ούτε και διατυπώνεται εδώ οποιοδήποτε παράπονο ότι δεν αφέθηκε ο εφεσείων να προωθήσει οποιαδήποτε θέση στη μαρτυρία του ως αποτέλεσμα ενστάσεων προερχομένων από τον τρόπο της γενικότητας των ισχυρισμών ή ορισμένων εξ αυτών στην υπεράσπιση.
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, είναι σαφές ότι το Δικαστήριο αξιολόγησε εύλογα την προσαχθείσα μαρτυρία και δέχθηκε προς τούτο τη σαφή μαρτυρία της Γxx Πxx-Σxx, Μ.Ε.1, ότι η σύμβαση ενοικιαγοράς, Τεκμήριο Α3, υπογράφηκε στην παρουσία της στις 8.8.2000. Τα σχετικά έγγραφα της σύμβασης ετοιμάσθηκαν από την ίδια και υπέγραψε η ίδια ως μάρτυρας και ο εφεσείων ως εγγυητής. Η μάρτυρας εξήγησε ότι ο εφεσείων υπέγραψε στις 8.8.2000 ενώπιον της και όχι προηγουμένως στις 23.6.2000 και η ημερομηνία αυτή δυνατόν να είχε αναγραφεί στο συμβόλαιο διότι τα έγγραφα είχαν ετοιμαστεί προηγουμένως, αλλά τόσο ο πρωτοφειλέτης, πρώην εναγόμενος 1, όσο και ο εφεσείων, ήσαν στο υποκατάστημα της εφεσίβλητης τράπεζας και περίμεναν να υπογράψουν έχοντας έλθει στο χώρο μαζί, και η μάρτυρας θεώρησε ως τη πιο γρήγορη λύση να διαγράψει η ίδια την ημερομηνία 23.6.2000 και να τεθούν οι νέες. Η μονογραφή που φαίνεται έναντι της διαγραμμένης ημερομηνίας 23.6.2000, αλλά και στο πρόγραμμα πληρωμής, τέθηκε από τον πρώην εναγόμενο 1 ως είναι η συνήθης διαδικασία να υπογράφει ο πρωτοφειλέτης οποιεσδήποτε αλλαγές ή διορθώσεις. Η πρώην εναγόμενη 2 είχε υπογράψει την ίδια ημέρα αλλά λίγο αργότερα. Η τροποποίηση μονογράφηκε, ως ήταν η πρακτική της τράπεζας τότε, από τον πρωτοφειλέτη και μόνο. Η εξασφάλιση της υποθήκης υπογράφτηκε προηγουμένως στις 27.6.2000 και αυτό έγινε διότι μετά την αίτηση για χρηματοδότηση, η τράπεζα στη βάση της πρακτικής που ακολουθείτο την εποχή εκείνη λάμβανε την εξασφάλιση πριν την υπογραφή της δανειοδότησης. Ο εφεσείων ως εγγυητής υπέγραψε τη συμφωνία εγγύησης μέρος του Τεκμηρίου Α3 και η Μ.Ε.1 υπέγραψε ως μάρτυρας. Παρά το παράπονο στην έφεση ότι υπέγραψε η μάρτυρας χωρίς να δοθεί εξήγηση γιατί στο τυπωμένο έγγραφο εμφανιζόταν άλλο πρόσωπο να ήταν μάρτυρας της υπογραφής του ενοικιαστή και του εγγυητή, ουδεμία σχετική ερώτηση είχε απευθυνθεί κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης.
Τα περί αλλαγής της ημερομηνίας και μη τήρησης των ορθών διαδικασιών ώστε να είχε υπογραφεί νέα συμφωνία στις 8.8.2000, με αποτέλεσμα την απαλλαγή του εφεσείοντα από την εγγύηση παραγνωρίζουν το γεγονός ότι ο πρώην εναγόμενος 1 και Μ.Υ.1, ρητά δέχθηκε στη μαρτυρία του ότι όντως παρέλαβε τα οχήματα και άρα η πράξη όχι μόνο ήταν νόμιμη, αλλά δεν ήταν βεβαίως ούτε και εικονική, εφόσον τα αντικείμενα της ενοικιαγοράς υπήρχαν. Τα περί υπογραφής εκ των υστέρων και μόνο με μονογραφή από τον ίδιο, δεν εξηγούν πώς και γιατί ολόκληρο το Τεκμ. Α3, φέρει ακυρωμένα όλα τα χαρτόσημα επί της συμφωνίας και της ενοικιαγοράς και της εγγύησης με σφραγίδα και ημερομηνία τις 8.8.2000 . Ούτε και ο Μ.Υ.1 εξήγησε με καθαρότητα για ποιο λόγο ενώ, όπως είπε, είχε υπογράψει τη συμφωνία ενοικιαγοράς στις 23.6.2000, του ζητήθηκε μετά να μονογράψει στις 8.8.2000.
Πέραν των πιο πάνω, σύμφωνα με την αναντίλεκτη μαρτυρία της Μ.Ε.1, το ποσό των ΛΚ30.000 καταβλήθηκε στον έμπορο των οχημάτων από την εφεσίβλητη στις 8.8.2000 σύμφωνα με το Τεκμήριο Α2. Τα οχήματα είχαν όμως ήδη παραληφθεί από το Μ.Υ.1 πριν την υπογραφή της συμφωνίας όπως ρητώς εμφανίζεται στη Δήλωση Ενοικιαστή προσυπογραμμένη από τον Μ.Υ.1. Με άλλα λόγια είχαν ήδη παραληφθεί τα οχήματα και, όπως ορθά το έθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα οχήματα ήταν στην κατοχή του πρώην εναγομένου 1 από τον Ιούνιο και τα εκμεταλλευόταν και γι΄ αυτό το τιμολόγιο Τεκμήριο Α2 περιέχει τη σημαντική μείωση ότι τα εμπορεύματα που περιγράφονταν είχαν αποτελέσει αντικείμενο συμφωνίας ενοικιαγοράς και το τιμολόγιο είχε εκδοθεί για σκοπούς Φ.Π.Α. και μόνο.
Εξετάζοντας τη μαρτυρία στην ολότητα της σε συνδυασμό με τις δικογραφημένες θέσεις από τα κατατεθέντα τεκμήρια δεν κρίνεται ότι το Δικαστήριο, που στη βάση πάγιας νομολογίας έχει την πρωταρχική ευθύνη διαπίστωσης της αλήθειας μέσω της αξιολόγησης και της καταγραφής των αναγκαίων ευρημάτων, περιέπεσε σε οποιοδήποτε λάθος. Εύλογη ήταν η αξιολογική κρίση του και με λογική επάρκεια και οι θέσεις του προς απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα και του μάρτυρα του. Τα οχήματα ήταν περιουσία της εταιρείας J.Z. Rentals Ltd, θα πωλούνταν στην εφεσίβλητη, η οποία εν συνεχεία θα τα παρείχε με το σύστημα ενοικιαγοράς στον πρώην εναγόμενο 1. Η σχετική μαρτυρία της Μ.Ε.1 ήταν σαφέστατη και υποστηριζόταν από όλα τα κατατεθέντα τεκμήρια. Προς όφελος του εφεσείοντα, η εφεσίβλητη επανεξέτασε την αξίωση της με βάση τους υπολογισμούς της Μ.Ε.1 και με γνώμονα τη σαφή σχετική μαρτυρία του Μxx Χxx, Μ.Ε.2, προϊστάμενου στο Τμήμα Δικαστηριακών Υποθέσεων της εφεσίβλητης, η αξίωση μειώθηκε κατά επιπρόσθετα €12.910,62.
Το ότι η όλη συναλλαγή ήταν νόμιμη και ουδόλως επηρέασε τον εφεσείοντα στα δικαιώματα του, προκύπτει και από το γεγονός ότι ο πρώην εναγόμενος 1 και Μ.Υ.1, αποπλήρωσε δόσεις για την περίοδο 8.9.2000 μέχρι 8.2.2001, γεγονός το οποίο έδειχνε ότι αν δεν υπήρχαν τα οχήματα και ο ίδιος εναντιωνόταν στην υπογραφή της συμφωνίας στις 8.8.2000, δεν θα πλήρωνε έναντι της οφειλής του οτιδήποτε. Πλήρωσε, διότι όπως ορθά υπέδειξε το Δικαστήριο, κατείχε τα οχήματα από τον Ιούνιο, οι δε δόσεις άρχιζαν από 8.9.2000. Ούτε είναι αντιληπτό πώς επηρεάστηκε ο εφεσείων ως εγγυητής. Ακριβώς η διαγραφή της ημερομηνίας 23.6.2000 και η ένθεση της ορθής, εξηγούσε και το γεγονός ότι η πρώτη δόση θα άρχιζε από τις 8.9.2000. Η αλλαγή αυτή ουδόλως επηρέασε τον εφεσείοντα ώστε να απαλλασσόταν από τις υποχρεώσεις του, ακόμη και αν γινόταν δεκτή η θέση του, που ευλόγως απορρίφθηκε, ότι υπέγραψε ως εγγυητής τον Ιούνιο. Τα περί πλάνης, δόλου και εξαπάτησης, παρέμειναν κενό γράμμα. Πέραν της μαρτυρίας του Μ.Υ.1, ο εφεσείων δεν κάλεσε οποιοδήποτε άλλο μάρτυρα και ούτε βεβαίως τον Διευθυντή του καταστήματος xxx Παπαδόπουλο που, κατά τη θέση του, ήταν αυτός που του είπε να υπογράψει τυπικά μια εγγύηση παραποιώντας τα αληθή γεγονότα ως προς τις υπόλοιπες εξασφαλίσεις.
Ο εφεσείων ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, με την έφεση του ότι το βάρος απόδειξης το έφερε η εφεσίβλητη να δείξει το γνήσιο της συναλλαγής τόσο από άποψη κατάρτισης μιας έγκυρης συμφωνίας, όσο και από πλευράς ύπαρξης της ιδιοκτησίας των οχημάτων, (Κωνσταντίνου ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Χρηματοδοτήσεις Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 143 και Karflex Ltd v. Poole (1933) 1 All E.R. 46). Και ότι το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει και να εντοπίσει την αληθινή φύση της συμφωνίας.
Όλα τα πιο πάνω όμως εξετάστηκαν με επάρκεια από το Δικαστήριο, το οποίο και ορθά έκρινε ότι η συμφωνία ήταν έγκυρη και δεσμευτική και ότι ο έμπορος είχε λάβει το προϊόν της πώλησης των οχημάτων στην εφεσίβλητη, όπως και η Μ.Ε.1 ανέφερε, αλλά και ο πρώην εναγόμενος 1 δέχθηκε στη μαρτυρία του. Όπως δε ορθά εντοπίζει η εφεσίβλητη στο δικό της περίγραμμα, ο ισχυρισμός περί ιδιοκτησίας παρουσιάστηκε στην αγόρευση του εφεσείοντα και δεν ήταν δικογραφημένος. Άλλωστε ο ισχυρισμός αυτός έρχεται σε αντίθεση με τη θέση ότι η εφεσίβλητη ευθύνεται για τη μη ανανέωση και/ή απώλεια χρήσης των αδειών των οχημάτων. Προφανώς και δεν θα μπορούσε η εφεσίβλητη να ευθύνεται γι΄ αυτό για το οποίο και ηγέρθη ανταπαίτηση, εάν δεν ήταν ιδιοκτήτρια. Η συμφωνία ενοικιαγοράς και το τιμολόγιο επιμαρτυρούσαν ακριβώς το αντίθετο, ενώ δεν υπήρξε αντεξέταση των μαρτύρων της εφεσίβλητης στο ζήτημα.
Όσον αφορά το ζήτημα του ποσού που αποδόθηκε πρωτοδίκως δεν υπάρχει βάσιμος λόγος ανατροπής της εκδοθείσας απόφασης με δεδομένο ότι το Τεκμήριο Α8 ήταν όντως πιστοποιητικό κατατεθέν δυνάμει του άρθρου 35 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε. Η εφεσίβλητη είχε την υποχρέωση να παρουσιάσει τη λεπτομερή κατάσταση λογαριασμού και το έπραξε με την κατάθεση του σχετικού ως άνω Τεκμηρίου στο οποίο επισυνάφθηκαν οι σχετικές καταστάσεις λογαριασμού που αφορούσαν καταχωρήσεις σε τραπεζικό βιβλίο στην έννοια του άρθρου 22 του εν λόγω Νόμου. Στη συνέχεια ο Μ.Ε.2 επαναϋπολόγισε την αξίωση της εφεσίβλητης και κατέθεσε ως Τεκμήριο Β1 νέα κατάσταση λογαριασμού επεξηγώντας στη δήλωση του και τη μεθοδολογία που ακολούθησε. Η διαφορά που προέκυπτε μεταξύ της αρχικής αξίωσης και της τελικής αφορούσε τα δικαιώματα ενοικιαγοράς που θα έπρεπε να είχαν αφαιρεθεί από τις μη ληγμένες δόσεις ενοικιαγοράς. Καμία από τις συναλλαγές που κατατέθηκαν με το Τεκμήριο Α8 δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση και ούτε προσκομίστηκε εκ μέρους του εφεσείοντα οποιαδήποτε αντίθετη μαρτυρία ως προς τον υπολογισμό των τόκων ή των όποιων δικαιωμάτων που προέκυπταν από τη συμφωνία ενοικιαγοράς.
Το Τεκμήριο Α8 δεν αποτελούσε, όπως ορθά εισηγείται η εφεσίβλητη στο περίγραμμα της, προϊόν επεξεργασίας αλλά ήταν οι πράξεις και συναλλαγές που ήταν καταχωρημένες στο ηλεκτρονικό αρχείο της εφεσίβλητης για τις οποίες και κατατέθηκε στο σχετικό πιστοποιητικό. Οι άλλες καταστάσεις που κατατέθηκαν μέσω των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 δεν αποτελούσαν μέρος του αρχείου αλλά επεξήγηση των χρεώσεων και εν τέλει τον περιορισμό της αξίωσης προς όφελος πάντοτε του εφεσείοντα.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ της εφεσίβλητης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ