ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
LAMAIGNERE ν. SELENE SHIPPING (1982) 1 CLR 227
STYLIANOU ν. PAPACLEOVOULOU (1982) 1 CLR 542
Σιακόλας Nίκος ν. Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) (1998) 1 ΑΑΔ 1338
Λοΐζος Λουκά & Yιοί Λτδ ν. Eθνικής Tράπεζας της Eλλάδος A.E. (1999) 1 ΑΑΔ 1316
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.27
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2019:A101
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε200/2013)
20 Μαρτίου, 2019
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
Μεταξύ:
1. xxx xxx (Εφεσείουσα-Ενάγουσα 2)
2. xxx xxx (Εφεσείων-Ενάγων 9)
3. xxx xxx (Εφεσείων-Ενάγων 15)
4. xxx xxx (Εφεσείων-Ενάγων 16)
Εφεσείοντες/Ενάγοντες
και
ΑΕΛ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΛΤΔ
Εφεσίβλητη/Εναγόμενη
_ _ _ _ _ _
Λ. Λουκαϊδης, για τους εφεσείοντες
Α. Χ΄Χαραλάμπους, (κα), για Α. Σοφοκλέους & Σια ΔΕΠΕ, για την εφεσίβλητη
_ _ _ _ _ _
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες (ενάγοντες 2, 9, 15 και 16) ομού με άλλους ήγειραν αγωγή εναντίον εννιά εναγομένων μεταξύ των οποίων και της εφεσίβλητης-εναγόμενης 8.
Στην έκθεση απαίτησης που οι ενάγοντες καταχώρησαν, αναφέρουν ότι ως κάτοικοι της οδού xxx xxx, στη xxx ή και ως περίοικοι στο υποστατικό του εναγομένου 9 (δηλαδή του xxx, xxx xxx xxx xxx xxx) του οποίου διαχειριστής είναι ο εναγόμενος 1 και υπεύθυνος δραστηριοτήτων ο εναγόμενος 2, υπήρξαν αποδέκτες συμπεριφορών διαφόρων οπαδών της ποδοσφαιρικής ομάδας ΑΕΛ όπως οχληρίες, βιαιοπραγίες, ζημιές σε περιουσίες και πρόσωπα.
Η ευθύνη των εναγομένων καθορίζεται στην έκθεση απαίτησης κυρίως στην παράγραφο 3 με τον εξής τρόπο, ότι οι πράξεις των οπαδών της ΑΕΛ έγινε «με ενθάρρυνση και ανοχή των εναγομένων 1 και 2 σε βάρος των ατομικών δικαιωμάτων των εναγόντων και συγκεκριμένα του σεβασμού της ιδιωτικής, οικογενειακής ζωής, κατοικίας και περιουσίας των εναγόντων και χωρίς επαρκή προστασία από την Αστυνομία και το Δήμο Λεμεσού (εναγόμενοι 4, 6 και 7). Επίσης οι υπόλοιποι εναγόμενοι δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε ενέργεια να αποτρέψουν ή να αποθαρρύνουν τις εν λόγω ενέργειες παρόλο που είχαν τη δυνατότητα, νομική ή και πραγματική και ή ήταν σε θέση να το πράξουν λόγω της θέσης τους ή και της σχέσης και επιρροής τους έναντι των εν λόγω οπαδών της ΑΕΛ-ταραχοποιών»
Ο τονισμός της εν λόγω παραγράφου γίνεται για να καταδειχθεί η αναφορά στην εναγόμενη 8, αφού προφανώς και εμπίπτει στη φράση των «υπολοίπων εναγομένων».
Παρακάτω στην παράγραφο 4 περιγράφονται υπό μορφή λεπτομερειών οι πράξεις των οπαδών και του εναγομένου 1 οι οποίες σύμφωνα με τους ενάγοντες συνιστούσαν τις ζημιογόνες πράξεις. Καθίσταται σαφές ότι δεν αναφέρεται στις εν λόγω λεπτομέρειες της παραγρ.4 ο,τιδήποτε που να αφορά ενέργειες ή παραλείψεις της εναγομένης 8.
Στην παράγραφο 5 γίνεται μνεία σε επανειλημμένες καταγγελίες στην Αστυνομία, στο Δήμαρχο και «σε όλους τους υπόλοιπους εναγομένους» χωρίς να υπάρξουν μέτρα αποτελεσματικής προστασίας των εναγόντων, πλην μιας συγκεκριμένης παρέμβασης της Αστυνομίας. Η κατάληξη της εν λόγω παραγράφου έχει ως εξής: «με αποτέλεσμα να δημιουργείται σοβαρός και υπαρκτός κίνδυνος συνέχισης τους σε βάρος των δικαιωμάτων των εναγόντων και της ασφάλειας, της σωματικής ακεραιότητας και περιουσίας τους».
Ακολουθεί καταγραφή λεπτομερειών ειδικών ζημιών και το παρακλητικό της αξίωσης το οποίο φαίνεται να αφορά την εναγόμενη 8, μόνο όσον αφορά το παρακλητικό 3 με το οποίο αξιώνεται διάταγμα που να διατάσσει τους εναγομένους να προβούν σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες για προστασία των εναγόντων καθώς και το παρακλητικό 4 που αξιώνονται γενικές και ειδικές αποζημιώσεις.
Η εφεσίβλητη μετά την καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης δια αιτήσεως της ημερ. 28.5.2013 επεδίωξε και επέτυχε δυνάμει της Δ.27 θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας την απόρριψη της εν λόγω αγωγής εναντίον της «για το λόγο ότι δεν αποκαλύπτεται εύλογο αγώγιμο δικαίωμα».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας την αίτηση υπό το πρίσμα της δικογραφίας αφού προβαίνει σε σχετική εξέταση των αναφορών που αφορούν την εφεσίβλητη, στην προσπάθεια του να απαντήσει το ερώτημα κατά πόσο με την έκθεση απαίτησης καταλογίζεται πράξη ή παράλειψη στην εφεσίβλητη που μπορεί να τεκμηριώσει αιτία αγωγής εναντίον της, καταλήγει ως εξής:
«Πρόσωπο μπορεί να υπέχει αστικής ευθύνης για πράξη ή παράλειψη του. Για να έχει τέτοιο πρόσωπο ευθύνη για παράλειψη, προϋπόθεση είναι να υπέχει νομικής υποχρέωσης να διαπράξει αυτό που του καταλογίζεται πως παρέλειψε. Εάν το πρόσωπο δεν έχει νομική υποχρέωση να ενεργήσει, η αδράνεια του δεν μπορεί να δημιουργεί σε αυτό οιαδήποτε νομική υποχρέωση, παρά μόνο ενίοτε ηθική. Οι Ενάγοντες δεν δικογραφούν ότι η Εναγόμενη 8 είχε οιαδήποτε υποχρέωση να ενεργήσει. Μπορεί να είχε, μπορεί και όχι. Δεν είναι αυτό που εξετάζεται. Σημασία έχει πως δεν δικογραφείται πως είχε οποιαδήποτε υποχρέωση.
Ούτε προβάλλονται ισχυρισμοί γεγονότων τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν αγώγιμο δικαίωμα (βλ. Stylianou v. Papacleovoulou (1982) 1 C.L.R. 542, Kennedy Hotels Ltd v. Indirdgian (1992) 1 Α.Α.Δ. 400). Δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά για την Εναγόμενη 8.
Η διαπίστωση κρίνει και την Αίτηση η οποία επιτυγχάνει. Η Έκθεση Απαίτησης καθ' όσον αφορά την Εναγόμενη 8 διαγράφεται και η αγωγή εναντίον της απορρίπτεται με έξοδα όπως τούτα θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο».
Η δικανική κρίση πρoσβάλλεται με ένα λόγο έφεσης, ότι «το Δικαστήριο εσφαλμένα διέγραψε την εναγομένη 8 από την αγωγή για το λόγο ότι, όπως είπε, δεν δικογραφείται πως είχε οποιαδήποτε υποχρέωση να ενεργήσει».
H νομική βάση, όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι η Δ.27 θ.3 η οποία έχει ως εξής:
"O.27 r.3. The Court may order any pleading to be struck out on the ground that it discloses no reasonable cause of action or answer, and in any such case or in case of the action or defence being shown by the pleadings to be frivolous or vexatious, the Court may order the action to be stayed or dismissed, or judgment to be entered accordingly as may be just".
Η Δ.27 θ.3 θεσμοθετεί μια συνοπτική διαδικασία, η οποία παρέχει στο Δικαστήριο την εξουσία, χωρίς τη διεξαγωγή της δίκης, να απορρίψει οποιονδήποτε δικόγραφο. Η απόρριψη της αγωγής χωρίς εκδίκαση συντελείται όταν η αγωγή δεν αποκαλύπτει εύλογη αιτία ή είναι επιπόλαια ή ενοχλητική. Η εξουσία αυτή ασκείται με εξαιρετική φειδώ και αποτελεί εξαιρετικής μορφής μέτρο (βλ. Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) (1998)1 A.A.Δ. 1338) και Δημητρίου ν. Γεν.Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, (2014)1 ΑΑΔ 1125, ECLI:CY:AD:2014:A380).
H διαταγή αυτή αντιστοιχεί με το αγγλικό Ο.25 r.4 των παλαιών αγγλικών θεσμών, όπως συναντάται στο Annual Practice του 1955 σελ.422. Χρήσιμο είναι να παρατεθεί μέρος της ανάλυσης που γίνεται ειδικά ως προς τη φράση "No reasonable cause of action» εφόσον στην κρινόμενη περίπτωση, αυτό είναι που ενδιαφέρει.
"There is some difficulty in affixing a precise meaning to "this term". "In point of law, . every cause of action is a reasonable one (per Chitty, J., Rep. of Peru v. Peruvian Guano Co., 35 Ch.D.p.495). But the practice is clear. So long as the Statement of Claim or the particulars (Davey v. Bentinck, {1893} 1 Q.B. 185) disclose some cause of action, or raise some question fit to be decided by a Judge or a jury, the mere fact that the case is weak, and not likely to succeed, is no ground for striking it out (Moore v. Lawson, 31 T.L.R.418, C.A.); nor is the fact that the Statute of Frauds (which is merely a provision as to evidence) might be a bar to the claim (Fraser v. Pape (1904), 91 L.T.340, C.A.); or the Statute of Limitations (Murray v. Secretary for India, {1931} W.N.91). In such a case application may be made under r.2. And where the Statement of Claim in its present form discloses no cause of action because some material averment has been omitted, the Court, while striking out the pleading, will not dismiss the action but give the plaintiff leave to amend (see (n.)"
Επανερχόμενοι στην κρινόμενη υπόθεση διαπιστώνεται ότι γίνεται στην έκθεση απαίτησης μια γενική αναφορά στο ότι δεν προέβη η εφεσίβλητη σε οποιανδήποτε ενέργεια να αποτρέψει ή να αποθαρρύνει τις ζημιογόνες ενέργειες των οπαδών και αυτό λόγω της θέσης της και της σχέσης και επιρροής της έναντι των εν λόγω οπαδών της ΑΕΛ (βλ. παρ.3 ανωτέρω).
Είναι αυτό αρκετό για να κριθεί ότι δικογραφείται η καλούμενη ως υποχρέωση της εφεσίβλητης να ενεργήσει για αποτροπή ζημιογόνων ενεργειών;
Ο κ. Λουκαϊδης, στο περίγραμμα του αλλά και προφορικά, ανάφερε ότι εφόσον η εφεσίβλητη διαχειρίζεται την ποδοσφαιρική ομάδα ΑΕΛ η υποχρέωση της να αποτρέψει ή να αποθαρρύνει τις ζημιογόνες ενέργειες των οπαδών της ομάδας είναι αυτονόητη. Αυτή η θέση εισάγεται στο πλαίσιο της θέσης πως η βάση της αγωγής, όπως εισηγείται ο κ. Λουκαϊδης, είναι το αστικό αδίκημα της αμέλειας. (κάτι που εν πάση περιπτώσει δεν αναφέρεται στην αγωγή) αλλά και στη βάση του ότι τα γεγονότα που αναφέρονται στην αγωγή δεικνύουν αυτοδήλως πως η υποχρέωση και το καθήκον υφίσταται και δεν είναι αναγκαίο να δικογραφηθεί ειδικά, με επίκληση του Συγγράμματος Bullen and Leake΄s Precedents of Pleading 10th ed., p.391 και Seyomour v. Maddox 16 Q.B.326.
Με όλο το σεβασμό, στην έκθεση απαίτησης κανένα γεγονός το οποίο να αφορά ειδικά την εφεσίβλητη δεν αναφέρεται ώστε, έστω και επ΄ελάχιστον ή και πενιχρά, να υποδήλωνε νομικά βεβαίως (και όχι ηθικά, όπως επισημαίνεται και πρωτοδίκως) υποχρέωση της εφεσίβλητης να ενεργήσει.
Το ότι η εφεσίβλητη «διαχειρίζεται» την ποδοσφαιρική ομάδα της ΑΕΛ δεν ισοδυναμεί με νομική διαχείριση της συμπεριφοράς των οπαδών, άνευ ετέρου, στο πλαίσιο του αστικού δικαίου.
Η δικογραφία οφείλει να διαγράψει εύλογη αιτία αγωγής. Η απουσία εύλογης αιτίας όταν κάτι τέτοιο προκύπτει ξεκάθαρα, οδηγεί σε απόρριψη της αγωγής. (Βλ. Λούκα & Υιοί Λτδ ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. (1999)1Β Α.Α.Δ. 1316).
Στη Χ΄Κυριάκος ν. Κυθραιώτη (1992) 1Β Α.Α.Δ. Α119 αναφέρθηκε ακριβώς πως δεν αρκεί να γίνεται αναφορά στο αιτητικό του δικογράφου αλλά πρέπει να γίνεται επίκληση γεγονότων πάνω στα οποία να βασίζεται η θεραπεία.
Το περιεχόμενο της παραγράφου 3 και τα λοιπά σημεία που υποδείξαμε πιο πάνω, συμπεριλαμβανομένου του παρακλητικού, δεν είναι αρκετά για να προβάλουν εύλογη αιτία αγωγής αφού ακριβώς δεν γίνεται αναφορά σε θεμελιωτικά της ευθύνης της εφεσίβλητης γεγονότα. Τα όσα δε αναγράφονται δεν συσχετίζονται με γεγονότα που να αφορούν ειδικά την εφεσίβλητη ώστε να θεμελιώνουν νομική υποχρέωση οποιασδήποτε φύσης. Και σίγουρα τα δεδομένα της υπόθεσης ως προς την εφεσίβλητη δεν μπορούν επ΄ουδενί να οδηγήσουν σε αυτονόητη νομικά υποχρέωση, χωρίς ειδική δικογράφηση.
Το ότι οι αδικοπραγήσαντες ή παρανόμως ενεργήσαντες ήσαν οπαδοί της ΑΕΛ δεν μπορεί να θεμελιώσει αστική υποχρέωση της τελευταίας, άνευ δικογράφησης άλλων θεμελιωτικών τέτοιας υποχρέωσης γεγονότων. Bεβαίως θα προσθέταμε πως η δικογράφηση γεγονότων που να θεμελιώνουν υποχρέωση θα πρέπει συναφώς να συνοδεύεται και με γεγονότα που συνιστούν παράβαση του σχετικού καθήκοντος (Βλ. J.Y.A. Lamaignere v. Selene Shipping Agencies Ltd (1982) 1 C.L.R. 227). Περαιτέρω, πουθενά στη δικογραφία δεν εμφαίνεται η σύνδεση της εφεσίβλητης είτε με το επίδικο υποστατικό ή την περιοχή, είτε με τις επίδικες ενέργειες χρονικά και ή άλλως πως, ούτε καθορίζεται με ποια ιδιότητα η εφεσίβλητη είχε καθήκον αποτροπής.
Όπως είναι εδραιωμένο, ένας διάδικος δικαιούται σ΄οποιανδήποτε θεραπεία δίδει ο Νόμος, με την προϋπόθεση πως τα αναγκαία γεγονότα που εξάγουν το νομικό αυτό αποτέλεσμα είναι δικογραφημένα (βλ. Κουρουκλάρης ν. Κωνσταντίνου, Πολ.εφ.205/12, ημερ. 6.12.2017), ECLI:CY:AD:2017:A440. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.
Στη βάση όσων έχουμε εξηγήσει θεωρούμε πως η πρωτόδικη κρίση υπήρξε ορθή και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2,500 πλέον ΦΠΑ υπέρ της εφεσίβλητης.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.