ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A51
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. Ε76/2013)
21 Φεβρουαρίου, 2019
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. χχχ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,
2. χχχ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,
Εφεσείουσες,
ν.
1. χχχ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,
2. χχχ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,
3. χχχ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,
4. G. GREGORY REAL ESTATE CO LIMITED,
5. PRIVATE GRAMMAR & MODERN SCHOOLS (LIMASSOL) LIMITED,
6. P.E.J.S. (PRIVATE ENGLISH JUNIOR SCHOOL - LIMASSOL)
Εφεσιβλήτων.
_ _ _ _ _ _
Ν. Εμπανοΐδζε (κα) για Ν.Μ. Εμπανοΐδζε & Σία ΔΕΠΕ, για τις Εφεσείουσες.
Α. Ποιητής για Α. Ποιητής & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Στις 9.10.2012 απορρίφθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού προφορικό αίτημα για αναβολή της ακρόασης της υπόθεσης 774/10 και στη συνέχεια απορρίφθηκε και η ίδια η αγωγή. Ακολούθησε αίτηση εκ μέρους των Εναγουσών - Εφεσειουσών, η οποία τέθηκε ενώπιον της Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού για παράταση χρόνου προς καταχώρηση έφεσης για περίοδο 15 ημερών. Η αίτηση αυτή, ημερομηνίας 19.11.2012, υποβλήθηκε την τελευταία ημέρα εκπνοής της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που προνοείται από τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς (Δ.35 θ.2) για καταχώρηση έφεσης σε τελική απόφαση.
Η ευπαίδευτη Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου, έκρινε ότι δεν υφίστατο το αναγκαίο υπόβαθρο προς αιτιολόγηση παρέκκλισης από την εφαρμογή του γενικού, αυστηρού, κανόνα περί της αναγκαιότητας τήρησης των προθεσμιών που τίθενται από τους Κανονισμούς και, ως αποτέλεσμα, απέρριψε την αίτηση, με έξοδα εναντίον των Αιτητριών - Εφεσειουσών.
Σύνοψη των σχετικών επί του θέματος εφαρμοστέων αρχών και νομολογιακή επισκόπηση εντοπίζεται στην απόφαση Πρόεδρος και Μέλη Διαχ. Επιτρ. Πολυκ. «Φαραώ ΄Ελενα 24» ν. Καρασάββα, (2012) 1 ΑΑΔ 399. Όπως σημειώνεται, κατά την εκδίκαση αιτήσεων αυτής της μορφής το Δικαστήριο έχει πάντα ως γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης, σταθμίζοντας, από τη μια, την ανάγκη για τελεσιδικία και τα συμφέροντα των διαδίκων και, από την άλλη, την εξυπηρέτηση γενικά των συμφερόντων της δικαιοσύνης. Όπως υπενθυμίζεται και στην υπόθεση Βούρια ν. Δασκάλου (1993) 1 ΑΑΔ 808 τα συμφέροντα της δικαιοσύνης είναι έννοια σύνθετη και πολυδιάστατη «συνυφασμένη με το σύνολο των αρχών του δικαίου και τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Στο διάδικο που επιδεικνύει αδιαφορία συνήθως το Δικαστήριο αρνείται την έγκριση της αίτησης, αλλά εκεί που υπάρχει σπουδή στην άσκηση των δικαιωμάτων του, η έγκριση της αίτησης γίνεται ευκολότερη.».
Συνάγεται μέσα από τη νομολογία, ότι η παράλειψη δικηγόρου ή του ίδιου του διαδίκου να λάβει τα δέοντα μέτρα για την καταχώρηση έφεσης εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών δεν αποτελεί ικανοποιητικό λόγο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ του. Η επικρατούσα αντιμετώπιση είναι ότι το λάθος ή η αμέλεια δικηγόρου δεν συνιστά από μόνη της λόγο παραχώρησης παράτασης καταχώρησης της έφεσης. Προσθέτουμε ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου προς παροχή παράτασης χρόνου είναι απεριόριστη και η άσκησή της εξαρτάται αποκλειστικά από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Εναπόκειται δε στον αιτητή να προβάλει τα αναγκαία στοιχεία προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι η παράταση είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.
Ολοκληρώνοντας, τονίζουμε ότι οι προθεσμίες που τάσσονται από τους Θεσμούς θα πρέπει να τηρούνται καθότι από τη συμμόρφωση με τα χρονοδιαγράμματα εξαρτάται και η απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης. Υπό το πρίσμα αυτό, παράταση των προθεσμιών συνιστά εξαιρετικό διαδικαστικό μέτρο το οποίο και θα πρέπει να δικαιολογείται από εξαιρετικές περιστάσεις.
Στην παρούσα υπόθεση η παράλειψη καταχώρησης έφεσης οφειλόταν, ουσιαστικά, σε αδράνεια του δικηγόρου των Εφεσειουσών. Όπως ο ίδιος επικαλέστηκε στην ένορκο δήλωση που συνόδευε την αίτηση για παράταση του χρόνου, λόγω φόρτου εργασίας και συνεχιζόμενων ακροάσεων σε δύο υποθέσεις ποινικής φύσης, «υπήρχε πραγματική αδυναμία να συνταχθεί και να καταχωρηθεί εγκαίρως η έφεση».
Υπό το φως όμως των αρχών που διέπουν το ζήτημα και της νομολογιακής προσέγγισης όπως την έχουμε ήδη αναπτύξει, ήταν ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία τα όσα προβλήθηκαν δεν ήταν ικανά για να ικανοποιήσουν ότι παράταση της προθεσμίας καταχώρησης έφεσης θα ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. Το αναγκαίο υπόβαθρο προς κατάδειξη ύπαρξης ειδικών - εξαιρετικών περιστάσεων δεν τεκμηριώθηκε. Το πρακτικό απόρριψης της αγωγής ήταν λιτό, καταλάμβανε λιγότερο από μια σελίδα και καμία εξήγηση δεν δόθηκε εκ μέρους των Αιτητριών - Εφεσειουσών ως προς τις ενέργειες που έγιναν εκ μέρους τους για διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους στην περίοδο των 42 ημερών μέχρι και της καταχώρησης της αίτησης για παράταση χρόνου ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ούτε και επεξηγήθηκε επαρκώς από τον συνήγορό τους, με παροχή των αναγκαίων στοιχείων προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, για ποιο λόγο ήταν αδύνατη η καταχώρηση έφεσης εγκαίρως σε σχέση με ένα τόσο απλό ζήτημα.
Ως προς το παράπονο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προχώρησε στην απόρριψη της επίδικης αίτησης στη βάση ότι οι Αιτήτριες - Εφεσείουσες δεν αναφέρθηκαν σε πιθανότητα επιτυχίας τυχόν έφεσης, σημειώνουμε ότι το ίδιο το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η πιθανότητα επιτυχίας της έφεσης «δεν αποτελεί παράγοντα καθοριστικής σημασίας για την έγκριση του αιτήματος, όμως το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης αιτήσεων όπως η παρούσα θα πρέπει να εξετάσει όλους τους σχετικούς παράγοντες.». Τελικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το ενώπιόν του αίτημα αφού διαπίστωσε ότι το αναγκαίο υπόβαθρο κατάδειξης ύπαρξης ειδικών περιστάσεων, που θα δικαιολογούσε και παρέκκλιση από τις προθεσμίες, δεν θεμελιώθηκε.
Δεν εντοπίζουμε επίσης παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων των Εφεσειουσών κατ΄ επίκληση του ΄Αρθρου 30 του Συντάγματος και του αντίστοιχου ΄Αρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Αυτό διότι δεν είχαν αποστερηθεί του οποιουδήποτε δικαιώματός τους για πρόσβαση στο Δικαστήριο και επακόλουθη ακροαματική διαδικασία. Είναι η δική τους συμπεριφορά, για τους λόγους που έχουμε ήδη εξηγήσει, που οδήγησε, αρχικά, στην απόρριψη της αγωγής και, στη συνέχεια, στην απώλεια του δικαιώματός τους για καταχώρηση έφεσης.
Ως προς το ζήτημα των εξόδων, που καλύπτει ο τέταρτος λόγος έφεσης, δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ακολουθώντας τον γενικό κανόνα και στην απουσία οποιασδήποτε περί του αντιθέτου εξαιρετικής περίστασης, ορθά επιδίκασε τα έξοδα εις βάρος του αποτυχόντα διάδικου, ήτοι των Αιτητριών - Εφεσειουσών.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω είναι η κατάληξή μας ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε ορθά υπό το φως των δεδομένων και περιστατικών της υπό κρίση περίπτωσης. Συνακόλουθα, δεν παρέχονται περιθώρια παρέμβασής μας προς αποδοχή της ενώπιόν μας έφεσης.
Η έφεση απορρίπτεται. Τα έξοδα, καθοριζόμενα στο ύψος των €1000.- επιδικάζονται εναντίον των Εφεσειουσών και προς όφελος των Εφεσιβλήτων.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΦ.