ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Datamedia A.E. ν. K.S.N. (1990) 1 ΑΑΔ 13
Χάσικος κ.α. ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 ΑΑΔ 389
Χαρούς Λουκία Χρίστου ν. Βασιλικής Χρίστου Χαρούς (συζύγου Ηλία Καγιά) (2003) 1 ΑΑΔ 1530
Cyprus Investment & Securities Corporation Ltd ν. Γιαννάκη Παπαϊωάννου και ’λλης (2006) 1 ΑΑΔ 1368
Ιωάννη Χατζηιωάννου κ.α., Πολιτική αίτηση αρ.32/18, 18/5/2018, ECLI:CY:AD:2018:D239
ANTIGONI GEORGHIADOU ν. THE ATTORNEY-GENERAL OF THE REPUBLIC (1966) 3 CLR 612
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2019:A62
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε14/2017 και Ε209/2017)
25 Φεβρουαρίου, 2019
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
Μεταξύ:
HAΖLEWOOD INVESTMENT & FINANCE LTD
Εφεσείοντες
και
1. xxxxx MANUEL
2. xxxxx RASHNIKOV
3. OCEAN FLOW INTERNATIONAL CORP
4. ANTEQUERA ENTERPRISES LTD
Εφεσίβλητοι
_ _ _ _ _ _
Χρ. Νικολάου με Χρ.Ιωάννου για Π.Παύλου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους εφεσείοντες
Ν.Γεωργιάδης για Γεωργιάδη & Πελίδη ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους 1 και 2
Π.Πολυβίου με Γ.Μίτλεττον, για τους εφεσίβλητους 3 και 4 για Χρυσαφίνη & Πολυβίου ΔΕΠΕ.
_ _ _ _ _ _
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η έφεση Ε14/2017 αφορά την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 30.12.2016 στην αγωγή αριθμ.2005/2016 με την οποία απορρίφθηκε αίτηση για προσωρινά διατάγματα και με την οποία μονομερώς εκδοθέντα διατάγματα ακυρώθηκαν. (Εν τοις εφεξής καλούμενη η πρώτη έφεση και η πρώτη απόφαση αντίστοιχα).
Η έφεση Ε209/17 αφορά την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 27.11.2017, στην ως άνω αγωγή με την οποία ακυρώθηκαν τα διατάγματα ημερ. 8.7.2016 (άδεια επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας στους εφεσίβλητους 1 και 2) και 25.4.2017 (υποκατάστατη επίδοση στους εφεσίβλητους 1 και 2 μέσω του δικηγορικού γραφείου Γεωργιάδης και Πελίδης ΔΕΠΕ), παραμερίστηκε η υποκατάστατη επίδοση που έγινε στους εφεσίβλητους 1 και 2 και διατάχθηκε η αναστολή της διαδικασίας στην εν λόγω αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 2. (Εν τοις εφεξής καλούμενη η δεύτερη έφεση και η δεύτερη απόφαση αντίστοιχα).
Στις 18.12.2018, οι εφεσείοντες εμφανιζόμενοι ενώπιον του Δικαστηρίου απέσυραν τρίτη έφεση (Ε110/18) προκύπτουσα ομοίως από την ίδια αγωγή λόγω εκπρόθεσμης καταχώρισης, επιφυλάσσοντας το δικαίωμα τους να ζητήσουν εκ νέου άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Στις 18.12.2018 οι δικηγόροι των εφεσιβλήτων ήγειραν προδικαστικό ζήτημα ότι η πρώτη απόφαση (αντικείμενο της πρώτης έφεσης) καθώς και η δεύτερη απόφαση (αντικείμενο της δεύτερης έφεσης) δεν είναι εφέσιμες δυνάμει του άρθρου 25(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60, ως τροποποιήθηκε με τον τροποποιητικό Νόμο, Ν.109(Ι)/2017.
Το Δικαστήριο συγκατατέθηκε όπως ακούσει την προδικαστική ένσταση των εφεσιβλήτων στην ίδια ακροαματική διαδικασία σε σχέση και με τις δύο εφέσεις δίδοντας σχετικές οδηγίες για καταχώριση περιγραμμάτων αγόρευσης επί του θέματος.
Είναι με αυτό το προδικαστικό θέμα που θα ασχοληθούμε.
Συνεπώς θα πρέπει να μας απασχολήσει πρωτίστως το άρθρο 25(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν.14/60, ως τροποποιήθηκε στις 21.7.2017 με το Ν.109(Ι)/2017, το οποίο αναφέρει τα εξής:
25. (1) Τηρου΅ένου οποιουδήποτε διαδικαστικού κανονισ΅ού, σε έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπόκειται-
(α) Κάθε τελική απόφαση ή διαταγή δικαστηρίου που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία,
(β) απαγορευτικά ή προστακτικά διατάγ΅ατα (παρε΅πίπτοντα ή διηνεκή) ή διατάγ΅ατα διορισ΅ού παραλήπτη που εκδίδονται δυνά΅ει των διατάξεων οποιουδήποτε νό΅ου, και
(γ) ενδιά΅εσες αποφάσεις απόλυτα καθοριστικές ως προς το αποτέλεσ΅ά τους για τα δικαιώ΅ατα των διαδίκων:
Νοείται ότι, σε κάθε περίπτωση, διάδικος δεν αποστερείται του δικαιώ΅ατος να εγείρει ζητή΅ατα που αφορούν οποιαδήποτε ενδιά΅εση απόφαση στο στάδιο της έφεσης εναντίον της τελικής απόφασης»
Η θέση των εφεσιβλήτων είναι πως η πρώτη απόφαση δεν εμπίπτει εντός οποιασδήποτε υπο-παραγράφου (α)-(γ) του άρθρου 25 και δεν υπόκειται σε έφεση εφόσον δεν αφορά ή δεν στρέφεται εναντίον απόφασης με την οποία εκδόθηκαν απαγορευτικά ή προστακτικά διατάγματα ούτε και μπορεί να υποστηριχθεί ότι το αποτέλεσμα της ενδιάμεσης απόφασης του ΕΔ. Λεμεσού είναι απόλυτα καθοριστικό των δικαιωμάτων των εφεσειόντων. Αναφορικά με το θέμα προωθήθηκε η εισήγηση, ότι εν προκειμένω, δεν υφίσταται απαγορευτικό ή προστακτικό διάταγμα «που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε Νόμου» ως η προϋπόθεση του άρθρου 25(1)(β).
Αναφορικά με τη θέση περί του μη εφέσιμου επί της δεύτερης απόφασης, η θέση των εφεσιβλήτων εστιάζεται στο ότι ουδέν δικαίωμα των εφεσειόντων δεν επηρεάζεται με τρόπο απόλυτα καθοριστικό ώστε να μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 25(1)(γ).
Στην αντίπερα πλευρά οι εφεσείοντες εμμένουν στο εφέσιμο και επί των δύο αποφάσεων επικαλούμενοι το άρθρο 25(1)(β) για την πρώτη απόφαση και το άρθρο 25(1)(γ) για τη δεύτερη απόφαση.
Ενόψει των διαφόρων και ποικίλων θεμάτων που προβάλλονται σε συνάρτηση με το θέμα του εφεσίμου θεωρούμε σκόπιμο να διαχωρίσουμε την εξέταση των επιμέρους ζητημάτων, ώστε να είναι πιο ευχερής η κατανόηση τους.
Το θέμα της αναδρομικότητας ή μη του άρθρου 25(1) του Ν.14/60
Ένα θέμα το οποίο θα πρέπει να λυθεί πριν από την ενασχόληση μας με την ένσταση επί του εφέσιμου, αφορά την εισήγηση περί μη αναδρομικότητας του άρθρου 25(1) η οποία προωθήθηκε από τους συνηγόρους των εφεσειόντων.
Τίποτε από όσα λέχθηκαν από τους εφεσείοντες δεν μας έπεισε περί της καθαρής γραμμής που προκύπτει από τη νομολογία μας, ότι δηλαδή νόμος που έχει δικονομικό περιεχόμενο ή είναι διαδικαστικής φύσης, έχει αναδρομική ισχύ.
Στην Wynne v. Μavronicola (2009)1 Α.Α.Δ. 1138), η οποία αφορούσε προηγούμενη τροποποίηση του άρθρου 25 αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά:
"Επί της ουσίας της έφεσης, κατ' αρχάς ζητά όπως η έφεση απορριφθεί καθότι η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι εφέσιμη. Παρά την τροποποίηση του άρθρου 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, το εφέσιμο ή όχι της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου θα πρέπει να κριθεί με βάση το νομικό καθεστώς που επικρατούσε πριν την τροποποίηση του Νόμου και συγκεκριμένα στη βάση των αποφασισθέντων στις υποθέσεις Χάσικος κ.ά. v. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389 και Χαρούς v. Χαρούς (2003) 1 Α.Α.Δ. 1530. Εισηγήθηκε ότι κατά το χρόνο επίδοσης της πρωτόδικης απόφασης και κατά το χρόνο καταχώρησης της παρούσας έφεσης, οι πρόνοιες της τροποποιητικής νομοθεσίας δεν τύγχαναν εφαρμογής.
Δεν συμφωνούμε. Ο περί Δικαστηρίων (Τροποποιητικός) (Αρ. 3) Νόμος του 2008 (Ν. 118(Ι)/08) κατά την άποψή μας είναι διαδικαστικής φύσης και ως εκ τούτου έχει αναδρομική ισχύ σε υποθέσεις που εκκρεμούσαν πριν τη θέσπισή του. (Βλ. Panayiotis Georghiou(Catering) Ltd. v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 323 και Datamedia A.E. v. K.S.N. (Business Aids) Ltd
(ο τονισμός είναι δικός μας)
Συνεπώς το άρθρο 25(1) σαφώς και έχει αναδρομική ισχύ.
Η πρώτη έφεση
Εξετάζοντας στη συνέχεια το ζήτημα που προκύπτει από την ερμηνεία του άρθρου 25(1) σε συνάρτηση με την πρώτη απόφαση, έχουμε καθοδηγηθεί από τη νομολογία η οποία αφορά την ερμηνεία νόμου, αφού οι δύο πλευρές προέβησαν σε διαφορετική ερμηνεία του άρθρου 25(1)(β), που εδώ ενδιαφέρει.
Η πλευρά των εφεσιβλήτων επιχειρηματολόγησε ότι η σαφής και γραμματική ερμηνεία του άρθρου 25(1)(β) αφορά απαγορευτικά ή προστακτικά διατάγματα και δεν μπορεί να καλύπτει αποφάσεις με τις οποίες απορρίπτονται και ακυρώνονται διατάγματα, αφού η λέξη «εκδίδονται» του άρθρου παραπέμπει μόνο σε αποφάσεις με τις οποίες εκδίδονται διατάγματα και όχι αποφάσεις με τις οποίες απορρίπτονται αιτήσεις για έκδοση διαταγμάτων.
Με όλο το σεβασμό η ερμηνεία αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το κείμενο του σχετικού άρθρου είναι ξεκάθαρο και το δεύτερο μέρος της πρότασης της υπο-παραγράφου (β) προσδιορίζει απλώς το βάθρο με το οποίο νομικά εκδίδονται τέτοια διατάγματα.
Θα ήταν παράλογο να αποκλειστεί ένας διάδικος του οποίου το αίτημα απορρίπτεται σε σχέση με αίτηση που αφορά έκδοση διατάγματος, λόγω του αποτελέσματος, δηλαδή της απόρριψης της αίτησης. Ενώ το δικαίωμα του ετέρου διαδίκου να διασφαλίζεται και πάλι δυνάμει του αποτελέσματος. Δηλαδή το δικαίωμα έφεσης να υφίσταται μόνο εάν εκδοθεί διάταγμα και να μην υφίσταται αν απορριφθεί η αίτηση ή ακυρωθεί το διάταγμα.
Αυτό δεν μπορεί ούτε λογικά να ισχύσει, αφού το δικαίωμα προστασίας ή διάθεσης περιουσιακών στοιχείων ή άλλων παρομοίων θεραπειών που αφορούν διατάγματα προσωρινής ισχύος λειτουργεί και επιδρά αμφίδρομα τόσο σε περίπτωση επιτυχίας όσο και αποτυχίας απόδοσης της θεραπείας.
Όπως είναι νομολογημένο δεν μπορεί ερμηνεία νόμου να οδηγεί σε παράλογα αποτελέσματα.
Στη Δημοκρατίας ν. Ματθαίου (1990)3 Α.Α.Δ. 2452 αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά:
"Είναι βασική αρχή ερμηνείας ότι ο Νόμος δε σκοπεύει, ούτε αδικία, ούτε παράλογα αποτελέσματα (Antigoni Georighiadou v. The Attorney-General of the Republic (1966) 3 C.L.R. 612, 615).
Στον Maxwell on Interpretation of Statutes, Δωδέκατη Έκδοση, στη σελ. 201 διαβάζομε:-
"Where possible, a construction should be adopted which will facilitate the smooth working of the scheme of legislation established by the Act, which will avoid producing or prolonging artificiality in the law, and which will not produce anomalous results."
(ο τονισμός είναι δικός μας)
Σε τέτοιο άδικο και παράλογο αποτέλεσμα, θα καταλήγαμε εάν ακολουθείτο η ερμηνεία των εφεσιβλήτων. Συνεπώς κρίνουμε ότι η πρώτη απόφαση είναι εφέσιμη δυνάμει του άρθρου 25(1)(β).
Η δεύτερη έφεση
Σε συνάρτηση με τη δεύτερη απόφαση και τη δεύτερη έφεση έγινε προσπάθεια εκ μέρους των εφεσιβλήτων να προβάλουν τη θέση ότι το εφέσιμο που θα μπορούσε να εδραιωθεί στο άρθρο 25(1)(γ) δεν είναι αυτοδικαίως εφέσιμο (as of right) αλλά θα πρέπει ο διάδικος που το επικαλείται να πείσει το Δικαστήριο ότι η ενδιάμεση απόφαση είναι απόλυτα καθοριστική ως προς το αποτέλεσμα για τα δικαιώματα των διαδίκων. Σαν μια τέτοια περίπτωση οι εφεσίβλητοι επικαλούνται τη δεύτερη απόφαση με την οποία το Δικαστήριο ακύρωσε διάταγμα για άδεια επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας και υποκατάστατη επίδοση σε σχέση με τους εφεσίβλητους 1 και 2. Η εισήγηση περιλαμβάνει τη θέση πως η αγωγή παραμείνει ισχύουσα για τους εν λόγω εφεσίβλητους και οι εφεσείοντες δύνανται να υποβάλουν άλλην αίτηση μετά την απόρριψη της πρώτης σε σχέση με την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας και την υποκατάστατο επίδοση, αφού η κρίση του Δικαστηρίου στη δεύτερη απόφαση δεν δημιουργεί δεδικασμένο. Μάλιστα, έφεραν ως επιχείρημα επόμενη αίτηση που οι εφεσείοντες καταχώρισαν μετά την απόρριψη της πρώτης, η οποία εν πάση περιπτώσει ομοίως απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο και αποτελούσε αντικείμενο της τρίτης έφεσης που αναφέραμε πιο πάνω.
Εν αντιθέσει, με την ερμηνεία του άρθρου 25(1)(β) που μας απασχόλησε με την πρώτη έφεση, θα συμφωνήσουμε ότι η ερμηνεία του άρθρου 25(1)(γ) επιτάσσει ανάλογα με την περίπτωση εξέταση των δεδομένων της ενδιάμεσης απόφασης ώστε να κριθεί εάν η απόφαση είναι απολύτως καθοριστική των δικαιωμάτων του διαδίκου. Με αυτό το σκεπτικό, είναι αναγκαίο να εξεταστούν τα επιμέρους δεδομένα της υπόθεσης, όπως προβάλλονται από την επίδικη δεύτερη απόφαση.
Σκόπιμο είναι να αναφέρουμε πως η αγωγή η οποία καταχωρήθηκε την 1.7.2016 έχει ως νομική βάση την απαίτηση των εφεσειόντων προς τους εφεσίβλητους για ποσό $79,000,000 και πλέον, με κατ΄ισχυρισμόν παράβαση σύμβασης και ή παράβαση καθηκόντων πίστεως και εμπιστοσύνης και/ή για ψυχική πίεση, συνωμοσία, απάτη, ψευδείς παραστάσεις και/ή υποβοήθηση για διάπραξη παράβαση καθήκοντος πίστης και άλλως πως.
Με την πρώτη απόφαση στις 30.12.2016 το Δικαστήριο με άλλη σύνθεση ακύρωσε τα μονομερώς εκδοθέντα διατάγματα και απέρριψε στο σύνολο της την αίτηση, κρίνοντας ότι δεν ικανοποιήθηκαν η δεύτερη και τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν.14/60 καθώς και το δικαιοδοτικό στοιχείο του κατεπείγοντος. Επίσης κρίθηκε ότι υπήρξε παραβίαση της υποχρέωσης αποκάλυψης από μέρους των εναγόντων ουσιαστικών στοιχείων της αίτησης.
Εν τω μεταξύ, μετά από αίτηση και πάλι των εναγόντων δόθηκε στις 8.7.2016 άδεια για επίδοση της αγωγής εκτός δικαιοδοσίας. Η επίδοση δεν κατέστη αρχικά εφικτή και οι εφεσείοντες καταχώρησαν στις 11.4.2017 μονομερή αίτηση για υποκατάστατο επίδοση των δικαστικών εγγράφων στους εφεσίβλητους/εναγόμενους 1 και 2 με την επίδοση τους στο δικηγορικό γραφείο Γεωργιάδης και Πελίδης ΔΕΠΕ και το Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα ημερ. 25.4.2017 με το οποίο επιτρέπετο η ως άνω επίδοση. Ακολούθησε η αίτηση εκ μέρους των εφεσιβλήτων 1 και 2 με την οποία ζητούσαν τον παραμερισμό και των δύο πιο πάνω διαταγμάτων καθώς και τον παραμερισμό της υποκατάστατης επίδοσης που επιτεύχθηκε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφαση του, αφού ανέλυσε τις επιμέρους θέσεις, έκρινε ότι η αίτηση παραμερισμού έπρεπε να επιτύχει, στηριζόμενο κυρίως στο καλούμενο, κατά την κρίση του, δεδικασμένο από την πρώτη απόφαση που αφορούσε το προσωρινό διάταγμα. Ειδικότερα, ο εκδικάζων τη δεύτερη αίτηση δικαστής, αναφερόμενος στην πρώτη απόφαση θεώρησε ότι αυτά που λέχθηκαν σε σχέση με την ορατή πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής υπήρξαν καθοριστικά και δεν αφήνουν περιθώρια άλλης ερμηνείας «από το ότι όντως ισχύουν στην παρούσα, οι αρχές του δεδικασμένου όσον αφορά το ζήτημα επιτυχίας της αγωγής. Ζήτημα το οποίο άπτεται της απόδειξης συζητήσιμης υπόθεσης που συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για την έκδοση διατάγματος επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας». Το ίδιο δεσμευτικά θεώρησε αυτά που ελέχθησαν σε συνάρτηση με την μη αποκάλυψη.
Παρά την εκτενή αιτιολογία που δίδεται ως προς τον άμεσο αντίκτυπο της πρώτης απόφασης στη δική του κρίση, ο πρωτόδικος Δικαστής περαιτέρω ανέφερε πως «ανεξαρτήτως τούτου και μετά από μελέτη όλου του υλικού που τέθηκε ενώπιον μου κρίνω με τη σειρά μου ότι η ενάγουσα απέτυχε να αποδείξει ότι έχει συζητήσει την υπόθεση εναντίον των εναγομένων 1 και 2». Επιπλέον διατύπωσε θέση περί απόκρυψης ουσιαστικών γεγονότων.
Στη βάση των πιο πάνω ακύρωσε το πρώτο διάταγμα για άδεια επίδοσης στο εξωτερικό. Η δε κρίση του για το διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης ημερ. 25.4.2017 ευθέως συσχετίστηκε με την απόρριψη του πρώτου διατάγματος για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας εφόσον, όπως ανέφερε στη σελ.34 «η άδεια υποκατάστατης επίδοσης εξαρτάται πλήρως από την εγκυρότητα του πρώτου διατάγματος για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας. Από τη στιγμή που το διάταγμα αυτό ακυρώθηκε . συμπαρασύρεται σε ακυρότητα και το δεύτερο διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης».
Με το άρθρο 25(1)(γ) το οποίο αφορά τη δεύτερη αίτηση είχαμε ασχοληθεί στην προσφάτως εκδοθείσα απόφαση Οneworld Ltd v. OJSC Bank of Moscow, πολ.εφ.Ε50/2018, 13.12.2018 όπου γίνεται εκτενής αναφορά στη νομολογία για το εφέσιμο ενδιάμεσων αποφάσεων, νομολογία που απασχόλησε και τους ευπαίδευτους συνήγορους στην παρούσα υπόθεση.
Χρήσιμο είναι λοιπόν να δώσουμε ένα εκτενές απόσπασμα της εν λόγω απόφασης:
"Παραμένει προς εξέταση η υπαλλακτική θέση των Εφεσειόντων, σύμφωνα με την οποία η υπό κρίση ενδιάμεση απόφαση εμπίπτει στα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο (γ) του πιο πάνω άρθρου, ότι δηλαδή είναι απόλυτα καθοριστική ως προς τα αποτελέσματά της για τα δικαιώματα των διαδίκων και, ως εκ τούτου, υπόκειται σε έφεση.
Δεδομένου ότι το υπό εξέταση ζήτημα παραπέμπει ευθέως σε ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του άρθρου 25(1), όπως προσφάτως τροποποιήθηκε από το Νόμο 109(Ι)/2017, κρίνουμε σκόπιμη συνοπτική παράθεση του ιστορικού του εν λόγω άρθρου, από της αρχικής εισαγωγής του, με τη θέσπιση του Νόμου το 1960, μέχρι και της τελευταίας, πιο πάνω, τροποποίησής του:
Από της θέσπισης του Νόμου 14/60 μέχρι και της τροποποίησής του με τον Τροποποιητικό Νόμο 118(Ι)/2008, το άρθρο 25(1) προέβλεπε:
«Τηρουμένου του διαδικαστικού κανονισμού, πάσα απόφασις δικαστηρίου ασκούντος πολιτικήν δικαιοδοσίαν θα υπόκειται εις έφεσιν εις το Ανώτατον Δικαστήριον.»
Το υπό αναφοράν άρθρο τροποποιήθηκε το 2008, τροποποιητικός νόμος 118(Ι)/2008, ως εξής:
«Τηρουμένου του διαδικαστικού κανονισμού, κάθε απόφαση ή διαταγή δικαστηρίου που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία, ανεξάρτητα αν αυτή είναι καθοριστική ή δηλωτική για τα δικαιώματα των διαδίκων, είτε αυτή είναι ενδιάμεση είτε είναι τελική, υπόκειται σε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο:
Νοείται ότι διάδικος που δεν άσκησε εντός της καθορισμένης προθεσμίας έφεση εναντίον ενδιάμεσης απόφασης, δεν αποστερείται του δικαιώματος να εγείρει στο στάδιο της έφεσης εναντίον της τελικής απόφασης ζητήματα που αφορούν την ενδιάμεση απόφαση.»
Της πιο πάνω τροποποίησης προηγήθηκε παρεμβολή σειράς αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ερμηνευτικών της έννοιας του όρου «απόφαση» του άρθρου 25(1). Στην υπόθεση Λουκία Χρίστου Χαρούς ν. Βασιλικής Χρίστου Χαρούς, συζύγου Ηλία Καγιά (2003) 1 ΑΑΔ 1530, υιοθετήθηκε, από την πλειοψηφία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η ερμηνεία του εν λόγω όρου όπως δόθηκε στη βασική επί του θέματος υπόθεση Χάσικος κ.α. ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 ΑΑΔ 389. Διευκρινίστηκε και επιβεβαιώθηκε ότι «απόφαση» σημαίνει «δικαστική απόφαση, ενδιάμεση ή τελική, καθοριστική για τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις των διαδίκων». Αυτές και μόνο οι αποφάσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης κατ΄ ακολουθία του εξεταζόμενου άρθρου 25(1). Ας σημειωθεί ότι στην Χάσικος (ανωτέρω) για πρώτη φορά από της θέσπισης του Ν.14/60, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε καθοριστικά την έννοια του όρου «απόφαση», προσδιορίζοντας ποιες από τις ενδιάμεσες αποφάσεις πρωτόδικων Δικαστηρίων υπόκεινται σε έφεση.
Είναι ουσιαστικά το αποτέλεσμα της Χαρούς (ανωτέρω) που οδήγησε, εξελικτικά, στην τροποποίηση του άρθρου 25(1), που επήλθε με τον Ν. 118(Ι)/2008.
Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι στο αρχικό κείμενο του άρθρου 25 δεν γινόταν διαχωρισμός μεταξύ «ενδιάμεσης» και «τελικής» απόφασης. Ο διαχωρισμός επήλθε, ερμηνευτικά, ως ήδη λέχθηκε, στις κρίσιμες επί του ζητήματος αποφάσεις Χάσικος και Χαρούς (ανωτέρω). Κρίθηκε, όπως προαναφέραμε, ότι «απόφαση» στα πλαίσια του άρθρου 25(1), σημαίνει δικαστική απόφαση ενδιάμεση ή τελική, καθοριστική για τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις των διαδίκων. Είναι στην πορεία των τροποποιήσεων του εν λόγω άρθρου που γίνεται σαφής πλέον αναφορά σε «ενδιάμεση» και «τελική» απόφαση.
Εν τέλει, η πιο πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 25(1), διά του τροποποιητικού Νόμου 109(Ι)/2017, όχι μόνο ευθυγραμμίζεται με τον δικαστικό λόγο της απόφασης Χαρούς, αλλά κινείται και πέραν της νομολογιακής αυτής προσέγγισης, περιορίζοντας, νομοθετικά πλέον, το πεδίο άσκησης εφέσεων κατά ενδιάμεσων αποφάσεων όχι απλώς καθοριστικών ως προς το αποτέλεσμά τους για τα δικαιώματα των διαδίκων, αλλά απολύτως καθοριστικών.
Είναι υπό το φως της νέας νομοθετικής επιταγής και με καθοδήγηση την υφιστάμενη, προ της τροποποίησης του 2008, νομολογιακή προσέγγιση, που θα πρέπει να ερμηνεύεται και εφαρμόζεται το τροποποιημένο κείμενο του άρθρου 25(1)(γ) του Νόμου.
Στη Χαρούς (ανωτέρω) η πλειοψηφία της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ότι τόσο ως ζήτημα νομολογιακής δέσμευσης, όσο και ως θέμα αρχής, η Χάσικος και μεταγενέστερες αποφάσεις στοιχειοθετημένες στον ίδιο λόγο, καθορίζουν ποιες ενδιάμεσες αποφάσεις πρωτόδικων Δικαστηρίων υπόκεινται σε έφεση. Έκρινε επίσης ότι οι διαπιστώσεις στην Price v. Gray (2002) 1 ΑΑΔ 424, συνιστούσαν απόκλιση από τον λόγο προγενέστερων δικαστικών αποφάσεων, αλλά και από τη σωστή ερμηνεία του όρου «απόφαση», ως καθορίζεται από τη νομολογία. Στην Cyprus Inv. & Sec. Corp. Ltd v. Παπαϊωάννου κ.ά. (2006) 1 ΑΑΔ 1368, κρίθηκε, κατ΄ ακολουθίαν υιοθέτησης των αρχών που τέθηκαν στις αποφάσεις Χαρούς και Χάσικος, ότι ενδιάμεση απόφαση με την οποία παραμερίστηκε απόφαση που λήφθηκε ερήμην των εναγομένων δεν ήταν καθοριστική των δικαιωμάτων των εναγόντων-εφεσειόντων και άρα μη εφέσιμη. Εισήγηση του συνήγορου των εφεσειόντων περί διαφοροποίησης, λόγω της υπέρ τους τελεσίδικης απόφασης και επηρεασμού των δικαιωμάτων τους με τον παραμερισμό, κρίθηκε ως εσφαλμένη με το σκεπτικό ότι η απόφαση είχε εκδοθεί ερήμην των εφεσιβλήτων και ότι στη δίκη που θα ακολουθούσε η αξίωση των εφεσειόντων στην αγωγή παρέμενε αλώβητη.
Σκοπός του τροποποιητικού Νόμου 109(Ι)/2017 είναι η αποφυγή αχρείαστων παρατάσεων και ο περιορισμός των διαδικαστικών διαδικασιών, καθώς και η αποτροπή ενθάρρυνσης αποσπασματικών εφέσεων και κατατεμαχισμού τους (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αστρασολ Λτδ κ.ά., Π.Ε. 32/18, ημερ. 24.7.2018). Ορθή ερμηνευτική προσέγγιση του εξεταζόμενου άρθρου 25(1)(γ) του Νόμου, προσδιορίζει ως εφέσιμες τις ενδιάμεσες αποφάσεις οι οποίες, λόγω των εξαιρετικών περιστάσεων και δεδομένων που τις καλύπτουν, καθορίζουν κατά τρόπο απόλυτο και τελεσίδικο τα δικαιώματα των διαδίκων, επιδρώντας καταλυτικά σε αυτά. Όπου όμως τα δικαιώματα και οι απορρέουσες από αυτά αξιώσεις παραμένουν αλώβητα προς τελικό καθορισμό τους στα πλαίσια της δίκης, δεν παρέχεται δικαίωμα έφεσης κατ΄ ακολουθία του εξεταζόμενου άρθρου 25(1)(γ) του Νόμου.
Υπό το φως όλων των πιο πάνω, είναι η κατάληξή μας ότι η εφεσιβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση δεν είναι εφέσιμη, αφού οι αξιώσεις των δύο μερών, αγωγή και ανταπαίτηση, εξακολουθούν να υφίστανται και τα όποια δικαιώματα και νομικά και πραγματικά θέματα που εγείρονται, συνεχίζουν να αποτελούν επίδικα ζητήματα. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι διάδικοι θα έχουν την ευκαιρία να προβάλουν τις εκατέρωθεν θέσεις τους στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας, η οποία αναμένεται να λάβει χώραν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου".
Η πιο πάνω ιστορική αναδρομή του άρθρου 25 και της νομολογίας που στηρίζει το εφέσιμο ή μη των ενδιαμέσων αποφάσεων είναι χαρακτηριστική του τρόπου που πρέπει το θέμα να αντιμετωπιστεί και στην επίδικη απόφαση και έφεση.
Με την αντίκριση των επιμέρους δεδομένων της παρούσης, κρίνουμε ότι εν προκειμένω δεν ισχύει αυτό που αναφέραμε στην Oneworld Ltd (ανωτέρω), αφού εν τοις πράγμασι η ακύρωση του διατάγματος επίδοσης στο εξωτερικό με βάση τη δοθείσα αιτιολογία του πρωτόδικου Δικαστηρίου οδηγεί σε απόλυτο καθορισμό ως προς το αποτέλεσμα των δικαιωμάτων των εφεσειόντων. Είναι σαφές ότι η αγωγή τους εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 2 μόνο τύποις υφίσταται και δεν μπορεί στην πραγματικότητα να προχωρήσει εναντίον τους. Τα δε ευρήματα του Δικαστηρίου δεν φαίνεται να μπορούν να ανατραπούν ή να διαφοροποιηθούν παρά μόνο με εφετειακό έλεγχο. Το ίδιο δεν θα ίσχυε για το διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης, αφού όντως αναλόγως ένας αιτητής θα μπορούσε να επανέλθει με νέα στοιχεία. Στην προκείμενη περίπτωση όμως, η βασιμότητα και του δεύτερου διατάγματος συσχετίζεται πρωτοδίκως άμεσα και απόλυτα με το πρώτο διάταγμα, ώστε να είναι αδύνατο αλλά και ατελέσφορο να διαχωριστεί η δικαστική κρίση.
Αναφορικά με τα λοιπά θέματα καθώς και τα επιχειρήματα με τα οποία οι ευπαίδευτοι συνήγοροι ασχολήθηκαν, κρίνουμε ότι δεν θα ήταν σκόπιμο να επεκταθούμε, αφού ενδεχομένως να πρέπει να μας απασχολήσουν κατά την εκδίκαση της ουσίας των εφέσεων. Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει θεωρούμε ότι υφίσταται το εφέσιμο και για τη δεύτερη απόφαση.
Κατάληξη
Συνεπακόλουθα των πιο πάνω οι προδικαστικές ενστάσεις περί του μη εφεσίμου και στις δύο εφέσεις απορρίπτονται και θα προχωρήσουμε στο να ορίσουμε για ακρόαση τις εφέσεις στην ουσία τους.
Αναφορικά με τα έξοδα επειδή η διαδικασία παραμένει υφιστάμενη, θα κριθούν στο τέλος της εκδίκασης των εφέσεων.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.