ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:D36
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 9/2019
6 Φεβρουαρίου, 2019
[Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx xxx xxx YASSA, ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΣΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΑ ΜΕΝΝΟΓΕΙΑΣ
Αιτητή
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
1. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Καθ΄ ων η Αίτηση
.....
Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για τον αιτητή
Αντ. Λοϊζίδης, για τους καθ΄ ων η αίτηση
Αιτητής παρών
Ο κ. Θεόδωρος Ζάζας δίνει τη διαβεβαίωση του να μεταφράζει πιστά από τα ελληνικά στα αραβικά και αντίστροφα.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: O αιγυπτιακής καταγωγής και υπηκοότητας αιτητής αποβλέπει σε έκδοση εντάλματος Habeas Corpus δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, προβάλλοντας ότι η κράτησή του είναι παράνομη λόγω της παρατεταμένης διάρκειας της και ενόσω το αίτημα του για άσυλο συνεχίζει να εκκρεμεί και για το οποίο καμία ενέργεια δεν λαμβάνεται από τις αρμόδιες αρχές.
Τα αδιαμφισβήτητα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, όπως αυτά προκύπτουν από τις ενόρκους δηλώσεις που συνοδεύουν την αίτηση και ένσταση, έχουν σε συντομία ως ακολούθως:
Ο αιτητής πρωτοαφίχθηκε στην Κύπρο στις 30.10.2012 και του δόθηκε δικαίωμα παραμονής ως επισκέπτη μέχρι 19.11.2012, αλλά δύο εβδομάδες μετά, στις 14.11.2012, υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στη βάση ότι είναι χριστιανός και κινδυνεύει η ζωή του από τους μουσουλμάνους της Αιγύπτου.
Η πιο πάνω αίτηση εξετάστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, η οποία και απορρίφθηκε στις 28.1.2013. Όπως απορρίφθηκε, στις 28.1.2014, και η διοικητική προσφυγή που καταχώρισε ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων και σχετικά επιδόθηκε στον αιτητή επιστολή να εγκαταλείψει την Κύπρο. Δεν το έπραξε και τα στοιχεία του καταχωρίστηκαν, στις 1.7.2014, στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, το Υπουργείο Εσωτερικών έλαβε επιστολές ημερ. 2.5 και 1.12.2017 από κάποια Τ.Ο. από τη Λεμεσό με αίτημα να παραχωρηθεί στον αιτητή άδεια παραμονής στην Κύπρο προκειμένου να τελέσουν γάμο εφόσον συζούσε μαζί του δύο χρόνια χωρίς οποιοδήποτε πρόβλημα. Και αυτά τα διαβήματα δεν απέδωσαν και στις 10.1.2018 το Υπουργείο Εσωτερικών απέστειλε επιστολή στην Τ.Ο. με την παράκληση να συμβουλεύσει τον αιτητή να αναχωρήσει άμεσα από την Κύπρο, διαφορετικά θα λαμβάνοντο εναντίον του μέτρα απομάκρυνσής του.
Παρά τα πιο πάνω ο αιτητής συνέχισε να παραμένει παράνομα στην Κύπρο, αλλά στις 11.2.2018 συνελήφθη από την αστυνομία μεθυσμένος να απειλεί περαστικούς με μαχαίρι. Ακολούθησε η προσαγωγή του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Ποιν. Υποθ. 2525/2018), στο πλαίσιο της οποίας του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 μηνών. Στο μεταξύ όμως και ενόσω ήταν υπόδικος, στις 21.2.2018, αιτήθηκε μέσω δικηγόρου από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων επανεξέταση του αιτήματος του για πολιτικό άσυλο. To αίτημα αυτό απορρίφθηκε στις 22.6.2018 με το αιτιολογικό ότι δυνάμει του άρθρου 16Δ των περί Προσφύγων Νόμων 2000-2016 η αίτηση θα έπρεπε να υποβληθεί στην Υπηρεσία Ασύλου και μόνο στην περίπτωση αρνητικής απόφασης θα μπορούσε να υποβάλει ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων διοικητική προσφυγή.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω, στις 29.6.2018, ο Αναπληρωτής Διευθυντής του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης - μετά από εκχώρηση προς αυτόν των σχετικών εξουσιών του Υπουργού Εσωτερικών - εξέδωσε εναντίον του αιτητή δύο διατάγματα. Με το πρώτο διατάχθηκε η απέλασή του καθότι καταδικάστηκε για ποινικό αδίκημα σε φυλάκιση 6 μηνών και λόγω αυτού θεωρήθηκε ως ανεπιθύμητος και απαγορευμένος μετανάστης (άρθρο 6(1)(δ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου) και, με το δεύτερο διατάχθηκε η κράτησή του βάσει του άρθρου 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου «Επειδή κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμαστεί η επιστροφή ή/και να διεξαχθεί η διαδικασία απομάκρυνσης, και τεκμηριώνεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής.» Σημειώνεται στο σημείο αυτό ότι η νομιμότητα αμφοτέρων των πιο πάνω διαταγμάτων δεν έχει προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος (άρθρο 9ΣΤ(6)(α) του περί Προσφύγων Νόμου 6(1)/2000).
Είναι θέση του αιτητή ότι η παρατεταμένη - από 7.7.2018 - κράτησή του είναι παράνομη εφόσον (α) οι αρμόδιες αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν έχουν μέχρι σήμερα προβεί σε εξέταση της αίτησης του για πολιτικό άσυλο και (β) οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με τον λόγο κράτησής του καθυστερούν χωρίς τη δική του υπαιτιότητα, ο δε λόγος κράτησής του δεν ισχύει καθότι δεν λαμβάνονται μέτρα απέλασής του.
Θέση των καθ΄ ων η αίτηση είναι ότι (α) δικαιολογημένα τα αρμόδια τμήματα της Δημοκρατίας δεν εξέτασαν την αίτηση του αιτητή για πολιτικό άσυλο λόγω φόρτου εργασίας και (β) η κράτηση του αιτητή δεν εμπίπτει στις πρόνοιες της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ και του Κεφ. 105 και κατά συνέπεια δεν υφίστανται οι χρονικοί περιορισμοί που προβλέπονται στο Νόμο.
Έχω εξετάσει τις εκατέρωθεν θέσεις και ενόψει του γεγονότος ότι το διάταγμα απέλασης[1] εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 6(1)(δ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, το δε διάταγμα κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου, η τύχη της υπό κρίση αίτησης συναρτάται άμεσα από τις πρόνοιες του άρθρου 18ΠΣΤ του Κεφ. 105 που έχει ως ακολούθως:
«18ΠΣΤ.-(1) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα επαρκή αλλά λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, ο Υπουργός Εσωτερικών δύναται να εκδίδει διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν -
(α) υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, ή
(β) ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης.
Τέτοια κράτηση έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διατηρείται μόνο καθόσον χρόνο η διαδικασία απομάκρυνσης εξελίσσεται και εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια.
(2) Η κράτηση διατάσσεται εγγράφως βάσει του άρθρου 14 και
συνοδεύεται από αιτιολόγηση των πραγματικών και νομικών λόγων.
(3) (α) Το διάταγμα κράτησης υπόκειται σε προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Άρθρου και υπό τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το εν λόγω Άρθρο επιτρέπει τέτοια προσφυγή.
(β) Ο Υπουργός Εσωτερικών ενημερώνει αμέσως κάθε επηρεαζόμενο υπήκοο τρίτης χώρας σχετικά με τη δυνατότητα προσφυγής η οποία αναφέρεται στην παράγραφο (α).
(γ) Ο Υπουργός Εσωτερικώς απολύει αμέσως τον επηρεαζόμενο υπήκοο τρίτης χώρας, εάν το διάταγμα κράτησης του ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ή ανακληθεί από τον Υπουργό Εσωτερικών.
(4) Ο Υπουργός Εσωτερικών επανεξετάζει κάθε διάταγμα κράτησης το οποίο εκδίδει δυνάμει του παρόντος άρθρου-
(α) αυτεπάγγελτα ανά δίμηνο, και
(β) σε οποιοδήποτε εύλογο χρονικό διάστημα, κατ' αίτηση του επηρεαζόμενου υπηκόου τρίτης χώρας.
(5) (α) Η διάρκεια κράτησης βάσει του παρόντος άρθρου υπόκειται σε αίτηση για την έκδοση εντάλματος habeas corpus δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Άρθρου.
(β) Ο Υπουργός Εσωτερικών ενημερώνει αμέσως κάθε επηρεαζόμενο υπήκοο τρίτης χώρας σχετικά με τη δυνατότητα αίτησης η οποία αναφέρεται στην παράγραφο (α).
(γ) Ο Υπουργός Εσωτερικών απολύει αμέσως τον επηρεαζόμενο υπήκοο τρίτης χώρας, εάν η αίτηση του δυνάμει της παραγράφου (α) γίνει δεκτή από το Ανώτατο Δικαστήριο.
(6) Οσάκις καθίσταται πρόδηλο ότι δεν υφίσταται πλέον λογικά προοπτική απομάκρυνσης για νομικούς ή άλλους λόγους ή όταν παύουν να ισχύουν οι όροι του εδαφίου (1), η κράτηση παύει να δικαιολογείται και το συγκεκριμένο πρόσωπο απολύεται αμέσως.
(7) Με την επιφύλαξη της παραγράφου (γ) του εδαφίου (3) και της παραγράφου (γ) του εδαφίου (5), η κράτηση εξακολουθεί καθ' όλη τη χρονική περίοδο κατά την οποία πληρούνται οι όροι του εδαφίου (1) και είναι αναγκαία για να διασφαλισθεί η επιτυχής απομάκρυνση και δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες.
(8) Ο Υπουργός Εσωτερικών δε δύναται να παρατείνει το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στο εδάφιο (7) παρά μόνο για πρόσθετο περιορισμένο χρόνο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, παρ' όλες τις εύλογες προσπάθειες, η επιχείρηση απομάκρυνσης είναι πιθανόν να διαρκέσει περισσότερο επειδή-
(α) ο συγκεκριμένος υπήκοος της τρίτης χώρας αρνείται να συνεργαστεί, ή
(β) καθυστερεί η λήψη αναγκαίων εγγράφων από τρίτες χώρες.»
Το πιο πάνω άρθρο, όπως και άλλα, ενσωματώθηκαν στο Κεφ. 105 ως αποτέλεσμα της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, οι πρόνοιες της οποίας εξετάστηκαν στις Αssad Mohammed Rahal v. Kυπριακή Δημοκρατία κ.α. (2004) 3 Α.Α.Δ. 741, Guo Shuying v. Δημοκρατίας κ.α. (2012) 1 Α.Α.Δ. 2725 και Habib Pour Ali Fasel v. Kυπριακής Δημοκρατίας κ.α., Πολ. Εφ. 236/2015 ημερ. 31.3.2016, αλλά ότι εδώ ενδιαφέρει είναι το πιο κάτω απόσπασμα από τη Guo Shuying:
«Το Άρθρο 15 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, οι πρόνοιες της οποίας ενσωματώθηκαν στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο Κεφ. 105, αποτελεί το νομικό πλαίσιο το οποίο διέπει το θέμα της κράτησης υπηκόου τρίτης χώρας υποκείμενου σε διαδικασίες επιστροφής κλπ. Σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη οποιαδήποτε κράτηση πρέπει να έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και να διατηρείται μόνο καθόσον χρόνο η διαδικασία απομάκρυνσης εξελίσσεται και εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια. Το ίδιο άρθρο περιέχει πρόνοιες η εφαρμογή των οποίων αποτελεί τις ασφαλιστικές δικλείδες για την προστασία των δικαιωμάτων του υποκειμένου σε κράτηση για τους σκοπούς του νόμου, υπηκόου τρίτης χώρας. Μεταξύ άλλων προβλέπεται ότι κάθε κράτος μέλος καθορίζει περιορισμένη περίοδο κράτησης η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παρατείνουν το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα των έξι μηνών παρά μόνο για περιορισμένο χρόνο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, παρόλες τις εύλογες προσπάθειες τους, η επιχείρηση απομάκρυνσης είναι πιθανό να διαρκέσει περισσότερο επειδή «(α) ο συγκεκριμένος υπήκοος της τρίτης χώρας αρνείται να συνεργαστεί ή (β) καθυστερεί η λήψη εγγράφων από τρίτες χώρες.»
Σύμφωνα με τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο το διάταγμα κράτησης υπόκειται σε προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ενώ η διάρκεια της κράτησης, βάσει του Άρθρου 18ΠΣΤ του εν λόγω νόμου υπόκειται σε αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος. ».
Καθίσταται σαφές από το πιο πάνω απόσπασμα, αλλά και από την απόφαση του ΔΕΕ C534/11 της 30.5.2013 απόφαση Αrslan - ότι η κράτηση δικαιολογείται μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής ή για την εκτέλεση της διαδικασίας απομάκρυνσης και αυτό εφόσον δεν αρκεί η εφαρμογή λιγότερο αναγκαστικών μέτρων. Επί του προκειμένου το άρθρο 18ΠΣΤ προβλέπει ότι η κράτηση για σκοπούς απέλασης πρέπει «. να έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διατηρείται μόνο καθόσον χρόνο η διαδικασία απομάκρυνσης εξελίσσεται και εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια», πρόνοια που αντιστοιχεί και στο άρθρο 9ΣΤ(4)(α) του περί Προσφύγων Νόμου που έχει ως ακολούθως:-
«9ΣΤ (4)(α) Η κράτηση αιτητή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2).
(β) Οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2) εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στο αιτητή δεν δικαιολογούν την συνέχιση της κράτησης.
Στην υπό κρίση περίπτωση παρατηρείται, κατ΄ αρχάς, ότι ξενίζει η συμπερίληψη στο διάταγμα κράτησης της φράσης «ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο (ο αιτητής δηλαδή) υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής» εφόσον η αίτηση υποβλήθηκε τέσσερις (4) και πλέον μήνες πριν την έκδοση του διατάγματος επιστροφής. Το σημαντικό όμως είναι ότι έκδηλα, κατά την άποψή μου, οι καθ΄ ων η αίτηση δεν απόσεισαν το νομικό βάρος απόδειξης ότι η συνέχιση της κράτησης του αιτητή για χρονικό διάστημα πέραν των έξι (6) μηνών για σκοπούς απέλασης είναι νόμιμη. Τούτο γιατί σύμφωνα με το εδάφιο 4(α) του άρθρου 9ΣΤ η κράτηση έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο χρονικό διάστημα ισχύει ο λόγος κράτησης. Επί τούτου σχετική είναι η Arslan (ανωτέρω), αλλά και το Άρθρο 11.2(6) του Συντάγματος ως και το αντίστοιχο άρθρο 5.1(στ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Καθυστερήσεις των διοικητικών οργάνων δεν δικαιολογούν τη συνέχιση της κράτησης, έστω και με το φόρτο εργασίας που έχουν να διεκπεραιώσουν (άρθρο 9ΣΤ(4)(β), ανωτέρω). Διαπιστώνεται επομένως παρατεταμένη και αδικαιολόγητη διάρκεια της κράτησης, κατάληξη που προδιαγράφει την τύχη της αίτησης και επί του προκειμένου δεν θα ήταν χωρίς σημασία να επισημανθεί ότι ο Υπουργός Εσωτερικών έχει στη διάθεση του, εκ του Νόμου, εναλλακτικά μέτρα, αντί παρατεταμένης κράτησης.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω κρίνω ότι η κράτηση υπερβαίνει τα εύλογα όρια και ως εκ τούτου διατάσσεται η άμεση απελευθέρωση του αιτητή με έξοδα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] Το διάταγμα απέλασης ανεστάλη λόγω του αιτήματος του αιτητή για επανεξέταση της αίτησης του για πολιτικό άσυλο.