ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:D63
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 25/2019
26 Φεβρουαρίου, 2019
[Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν.33/64), ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LTD ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 27.11.2017 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ XXX ΣΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 293/2017 ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ XXX ΑΣΠΡΟΜΑΛΛΗ ΚΑΙ ΧΧΧ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΧΧΧ, ΩΣ ΑΙΤΗΤΩΝ, ΚΑΙ ΤΗΣ Α/ΦΟΙ ΠΑΠΙΡΗΣ ΕΣΤΕΙΤΣ ΛΙΜΙΤΕΔ ΑΠΟ ΤΗΝ XXX, ΩΣ ΚΑΘ' ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΩΛΗΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ (ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ) ΝΟΜΟΥ 81(Ι)/2011
*******************
Νικόλας Τσαρδελής, για Ηλία Νεοκλέους & Σία Δ.Ε.Π.Ε.
***************
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την υπό εξέταση αίτηση η Αιτήτρια εξαιτείται άδεια για καταχώρηση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari για ακύρωση του διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου xxx, ημερομηνίας 27/11/2017 στην Γενική Αίτηση Αρ. 293/2017, μαζί με διάταγμα για αναστολή της ισχύος του διατάγματος μέχρι την ολοκλήρωση της εκδίκασης της αίτησης διά κλήσεως για έκδοση certiorari.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν κατατεθεί από πλευράς Αιτήτριας με την έκθεση και την ένορκη δήλωση του κ. Α. Α., υπαλλήλου της Αιτήτριας, που συνοδεύει την αίτηση, στις 4/4/2007 η εταιρεία Α/φοί Παπίρης Εστέιτς Λτδ (που στο εξής θα καλείται «η εταιρεία») παραχώρησε προς όφελος της Αιτήτριας την Υποθήκη Αρ. Υ1xx5 /2007 του Κτηματολογικού Γραφείου ΧΧΧ επί δύο ακινήτων της, με αρ. εγγραφής 3xxx1 και 3xxx2 στην xxx, ως αντάλλαγμα πιστωτικών διευκολύνσεων που παραχώρησε η Αιτήτρια στην εταιρεία προς εξασφάλιση του ποσού των Λ.Κ. 270.000,00 (ισάξιο των €465.517,24) πλέον τόκο 7.5% από 4/4/2007. Λόγω μη συμμόρφωσης της εταιρείας με τους όρους αποπληρωμής η Αιτήτρια προχώρησε με την καταχώρηση των Αγωγών Αρ. 2881/2010 και 2742/2010 στο Επαρχιακό Δικαστήριο ΧΧΧ, στα πλαίσια των οποίων εκδόθηκαν δικαστικές αποφάσεις για τα οφειλόμενα ποσά μαζί με διάταγμα εκποίησης της υποθήκης Αρ. Υ1xx5/2007.
Ως αποτέλεσμα, η Αιτήτρια ενεργοποίησε τη διαδικασία εκποίησης της Υποθήκης στη βάση του άρθρου 44Γ του Μέρους VIA του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου (Ν.9/65) αποστέλλοντας κατά πρώτο ειδοποιήσεις στην εταιρεία και στα άλλα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Στη συνέχεια υπέβαλε αίτημα στις αρμόδιες αρχές να την πληροφορήσουν για τους φόρους, τα τέλη και άλλες χρεώσεις που επιβαρύνουν τα ενυπόθηκα ακίνητα ζητώντας επίσης και την έκδοση πιστοποιητικού έρευνας από το Κτηματολόγιο xxx. Η πληροφόρηση που έλαβε από το Κτηματολόγιο ήταν ότι ενεγράφησαν μεταγενέστερα της Υποθήκης Αρ. Υ1χχ5/2007 αριθμός εμπραγμάτων βαρών, όπως memo και κατατέθηκε περαιτέρω το πωλητήριο έγγραφο με αρ. ΠΩΕ 1xx9/2017 που αφορούσε στο ακίνητο με αρ. εγγραφής 3xxx2, στον xxx της xxx, που ήταν ένα από τα ακίνητα που βαρύνοντο με την Υποθήκη Αρ. Υ1xx5/2007. Η Αιτήτρια εξέδωσε επιπρόσθετα στις 26/11/2018 Ειδοποιήσεις τύπου ΙΑ που επιδόθηκαν και στους κατόχους των μεταγενέστερων εμπράγματων βαρών και την Ειδοποίηση IB.
Στις 4/1/2019 επιδόθηκε στην Αιτήτρια Γενικό Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα με αρ. 1/2019 του Επαρχιακού Δικαστηρίου xxx που καταχωρήθηκε από τους xxx Ασπρομάλλη και xxx Κυριάκου μαζί με προσωρινό διάταγμα, ημερ. 2/1/2019, προκειμένου να ανακόψουν τον επιδιωκόμενο πλειστηριασμό. Στα πλαίσια της Αγωγής αυτής η Αιτήτρια πληροφορήθηκε ότι η εγγραφή ΠΩΕ1xx9/2017 αφορούσε σε πωλητήριο έγγραφο, ημερ. 31/10/1991, που καταρτίστηκε μεταξύ της εταιρείας από τη μια ως πωλητή και των xxx Κυριάκου και xxx Ασπρομάλλη ως αγοραστών από την άλλη, του ακινήτου υπ. αρ. εγγραφής 3xxx2. Η κατάθεση του πωλητηρίου εγγράφου έγινε κατορθωτή με διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου xxx, ημερ. 27/11/2017, στα πλαίσια της Γενικής Αίτησης Αρ. 293/2017 χωρίς ένσταση από πλευράς του πωλητή. Στη συνέχεια οι αγοραστές καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο xxx την Αίτηση/Έφεση 15/2019 προς το σκοπό ανακοπής του πλειστηριασμού. Κατά το χρόνο καταχώρησης της Γενικής Αίτησης Αρ. 293/2017 η εταιρεία βρισκόταν υπό διαχείριση δυνάμει κυμαινόμενης επιβάρυνσης ενώ εκκρεμούσε και η Αίτηση Διάλυσης της εταιρείας υπ. Αρ. 11/2017, στα πλαίσια της οποίας το 2018 τέθηκε υπό εκκαθάριση και εκκαθαριστής διορίστηκε ο Μάριος Καλλίας.
Από έρευνα από πλευράς Αιτήτριας στο Φάκελο της Γενικής Αίτησης Αρ. 293/2017 διαφάνηκε ότι αυτή δεν επιδόθηκε στην Αιτήτρια ή σε οποιοδήποτε άλλο κάτοχο εμπράγματης επιβάρυνσης και ότι είχε οριστεί στις 23/11/2017 για πρώτη εμφάνιση, ημερομηνία κατά την οποία η εταιρεία εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο. Στη συνέχεια ορίστηκε για τις 27/11/2017 για οδηγίες ημερομηνία κατά την οποίαν δόθηκε άδεια από το Δικαστήριο στη δικηγόρο της εταιρείας, να αποσυρθεί μετά από σχετικό αίτημα της και εξέδωσε ακολούθως τα διατάγματα που ζητούντο με την Γενική Αίτηση που επιτρέπουν δηλαδή την εκπρόθεσμη κατάθεση στο Κτηματολόγιο xxx για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης του πωλητηρίου εγγράφου ημερ. 31/10/1991, που αφορά στη μεζονέτα με αρ. Μ5 και που διατάσσουν το Διευθυντή του Κτηματολογίου να αποδεχθεί την εκπρόθεσμη κατάθεση του πωλητηρίου εγγράφου για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης.
Είναι εισήγηση της Αιτήτριας ότι δεν πληρούντο οι προϋποθέσεις για να επιτραπεί η εκπρόθεσμη κατάθεση του πωλητηρίου στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης. Ο κ. Α. στην Ένορκη Δήλωση του ισχυρίζεται ότι με την έκδοση των διαταγμάτων, το Δικαστήριο υπερέβη τη δικαιοδοσία και/ή εξουσία του, εφόσον δεν αναζήτησε πιστοποιητικό έρευνας του ακινήτου, αντικειμένου του πωλητηρίου εγγράφου, ώστε να διαφανεί κατά πόσον υπάρχουν άλλα εμπράγματα βάρη ή άλλα επηρεαζόμενα πρόσωπα και ούτε παρουσιάστηκε μαρτυρία ότι το πωλητήριο έγγραφο εξακολουθεί να είναι ισχυρό. Εισηγείται επίσης ότι τα διατάγματα είναι αποτέλεσμα νομικού σφάλματος και/ή έκδηλης πλάνης νόμου, ορατής από το Φάκελο της διαδικασίας, και καταστρατήγησης των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και του δικαιώματος ακρόασης της Αιτήτριας.
Κατά την προφορική του αγόρευση προς υποστήριξη της αίτησης, ο δικηγόρος της Αιτήτριας, παραπέμποντας σε νομολογία, έδωσε έμφαση στην εισήγηση περί παραβίασης των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης με την έκδοση από το Επαρχιακό Δικαστήριο των διαταγμάτων, χωρίς να δοθεί η ευκαιρία στην Αιτήτρια να ακουστεί.
Η χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για certiorari ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται μεν δικαστικά αλλά με πολλή φειδώ. Χορηγείται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» και/ή «συζητήσιμη υπόθεση.» Αν όμως στον αιτητή προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, τότε ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα, περιθώρια για επιτυχία της αίτησης δεν υπάρχουν, εκτός και αν ο αιτητής ικανοποιήσει για την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων. (Βλ. Αίτηση του Dmytro Firtash (2013) 1 (Γ) AAΔ 2491, και Αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. κ.α. (2012) 1 (Α) ΑΑΔ 878).
Η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, η οποία ελέγχεται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά της νομιμότητας της απόφασης (βλ. Aίτηση του Σάββα Ιωάννη Κασπαρή (2013) 1(Γ) ΑΑΔ 2476 και Αίτηση Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 AAΔ.116).
Στο σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα» του Π. Αρτέμη, Κεφ. 4, σελ. 127-128 αναφέρεται ότι ο έλεγχος των κατώτερων Δικαστηρίων με ένταλμα της φύσης certiorari δεν περιλαμβάνει νομικά εσφαλμένες αποφάσεις. Δεν είναι αρκετό ότι υπήρξε σοβαρή πλάνη ή πλάνη σε σχέση με μια καθιερωμένη νομική αρχή. Πρέπει να υπάρχει πλάνη που μπορεί αμέσως να διακριβωθεί από το Δικαστήριο και όχι κατόπιν έρευνας όλων των στοιχείων ή της μαρτυρίας. Όταν όμως, πάντοτε εκ πρώτης όψεως, η διαδικασία είναι κανονική και το κατώτερο Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας, το Δικαστήριο που εξετάζει την αίτηση για certiorari δεν θα εκδώσει σχετικό διάταγμα επειδή το Δικαστήριο αντιλήφθηκε λανθασμένα ένα νομικό σημείο. Όπως αποφασίστηκε επίσης στην Αίτηση Ξάνθος Λυσιώτης και Υιός Λτδ. (αρ. 3) (1996) 1(Β) ΑΑΔ 1066 το ένταλμα certiorari δεν αποτελεί υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ούτε ενεργεί ως έφεση υπό μεταμφίεση και ούτε ως μέσο επανακρόασης των ιδίων ζητημάτων που απασχόλησαν το κατώτερο δικαστήριο.
Εξέτασα την αίτηση υπό το φως των νομικών αρχών που εφαρμόζονται σε αιτήσεις για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων της φύσης certiorari σε συνάρτηση με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου με την Έκθεση και Ένορκη Δήλωση του κου Α., μαζί με τα επισυναπτόμενα έγγραφα.
Θα πρέπει να λεχθεί ότι η καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης έγινε κατόπιν άδειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που δόθηκε στις 14/2/2019, στα πλαίσια της Πολιτικής Αίτησης Αρ. 18/2019, εφόσον η προθεσμία των 45 ημερών για καταχώρηση αίτησης για άδεια για certiorari που προνοείται στο άρθρο 5(Ι) του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2018, είχε λήξει προ πολλού.
Επίκεντρο της επιχειρηματολογίας του δικηγόρου της Αιτήτριας είναι το άρθρο 12 του περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου του 2011 (Ν.81(Ι)/2011) όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 48(1)/2017, στη βάση του οποίου το Δικαστήριο εξέδωσε τα διατάγματα. Παραθέτουμε αυτούσιο το άρθρο:
«Εξουσία Δικαστηρίου να επιτρέψει κατάθεση σύμβασης ή έγερση αγωγής εκτός προθεσμίας.
12. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, το Δικαστήριο δύναται, κατόπιν σχετικής αίτησης, να επιτρέψει την κατάθεση σύμβασης ή την έγερση αγωγής για ειδική εκτέλεση για συμβάσεις οι οποίες παραμένουν σε ισχύ και συνομολογήθηκαν σε οποιοδήποτε χρόνο, έστω και αν έχει παρέλθει η προβλεπόμενη για το σκοπό αυτό χρονική περίοδος, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή η προθεσμία κατάθεσής τους σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργηθέντα με τον παρόντα Νόμο περί Πώλησης Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, ανάλογα με την περίπτωση, όταν κρίνει τούτο δίκαιο και εύλογο για την προστασία του αγοραστή».
Είναι φανερό από τις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου ότι εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να επιτρέψει την κατάθεση συμφωνίας έστω και αν παρήλθε ο υπό του Νόμου προβλεπόμενος χρόνος νοουμένου ότι κρίνει ότι είναι εύλογο και δίκαιο για την προστασία του αγοραστή.
Σημειώνεται ότι ο πιο πάνω Νόμος δεν προνοεί για επίδοση της αίτησης σε συγκεκριμένα άτομα. Με το κριτήριο όμως όπως η έκδοση του διατάγματος θα πρέπει να θεωρείται εύλογη και δίκαιη για προστασία του αγοραστή, είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει η αίτηση να επιδοθεί και στον αγοραστή ή στον πωλητή, ανάλογα με την περίπτωση, που είναι το άλλο συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας (βλ. Αίτηση Αικατερίνης (Κατερίνας) Θεοδώρου και Ειρήνης Θεοδώρου, Πολ. Αίτηση 170/2014, ημερ. 7/11/2014), ECLI:CY:AD:2014:D853. Στην παρούσα περίπτωση η Γενική αίτηση Αρ. 293/2017 είχε γίνει διά κλήσεως και επιδόθηκε στην εταιρεία ως τον πωλητή του ακινήτου, η οποία ενώ αρχικά εμφανίστηκε με δικηγόρο, στη συνέχεια αποσύρθηκε και οι αγοραστές δηλ. οι xxx Κυριάκου και xxx Ασπρομάλλης προχώρησαν σε απόδειξη της αίτησης τους. Επιδόθηκε επίσης και στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο xxx, σύμφωνα με την Ένορκη Δήλωση του επιδότη ημερ. 8/11/2017 που είναι το Τεκμήριο 6 στην Ένορκη Δήλωση του κ. Α.. Παρά την επίδοση, το Κτηματολόγιο δεν εμφανίστηκε στη διαδικασία της Γενικής Αίτησης. Δεν εντοπίζεται καμιά πρόνοια στο Νόμο όπως η αίτηση επιδοθεί σε όλα τα πρόσωπα ή σε οποιοδήποτε από αυτά που ενέγραψαν εμπράγματες επιβαρύνσεις επί του ακινήτου είτε πριν το αγοραπωλητήριο έγγραφο είτε μετά. Ο Νομοθέτης με το άρθρο 12 μερίμνησε για την προστασία του αγοραστή και η διαδικασία αφορά μόνο στα συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας.
Συνεπώς κρίνω ότι ενόψει απουσίας ρητής πρόνοιας στον πιο πάνω Νόμο προς επίδοση της αίτησης σε καθορισμένα άτομα, όπως στα άτομα εκείνα που ενέγραψαν εμπράγματες επιβαρύνσεις επί του ακινήτου, ή προς έκδοση βεβαίωσης από πλευράς Κτηματολογίου ως προς το καθεστώς του ακινήτου, που ήταν και η εισήγηση από πλευράς του δικηγόρου του εφεσείοντα κατά την προφορική του αγόρευση, η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν κανονική και ο Επαρχιακός Δικαστής ενήργησε εντός των εξουσιών του, που του παρέχει ο Νόμος 81(1)/2011, όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 48(1)/2017, ο οποίος δεν κηρύχθηκε αντισυνταγματικός. Δεν κρίνω επίσης τη διαδικασία κατάλληλη να αποφασιστεί η ορθότητα ουσιαστικά των διαταγμάτων, που σχετίζεται με την προϋπόθεση όπως η συμφωνία θα πρέπει να βρίσκεται σε ισχύ, που είναι η άλλη εισήγηση του δικηγόρου της Αιτήτριας προς υποστήριξη της αίτησης του.
Συνεχώς δεν έχω πειστεί ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση για να πετύχει η αίτηση.
Εκτός από την πιο πάνω διαπίστωση μου και στην περίπτωση ακόμα που παρουσιάζετο από την Αιτήτρια εκ πρώτης όψεως υπόθεση, δεν είναι αρκετό να χορηγηθεί η αιτούμενη άδεια. Θα πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατά πόσο παρέχεται η δυνατότητα στην Αιτήτρια να προσβάλει την απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου με άλλα ένδικα μέσα. (βλ. Αίτηση Άνθιμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41).
Στην παρούσα περίπτωση η αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης μπορεί να ελεγχθεί στα πλαίσια άλλων δικαστικών διαβημάτων, από πλευράς Αιτήτριας εναντίον όλων των εμπλεκόμενων μερών που κατ' ισχυρισμό ενήργησαν δόλια προς βλάβη της. Ούτε εξάλλου οι περιστάσεις της υπόθεσης μπορούν να χαρακτηριστούν ως εξαιρετικές.
Για τους πιο πάνω λόγους η παρούσα αίτηση απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για έξοδα.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.