ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2019:A65
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 24/2013)
27 Φεβρουαρίου 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
xxx ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ xxx,
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ XXX ,
Εφεσίβλητης
---------------------------------------------------
Μ. Κιτρομηλίδης, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Λουκά, για την Εφεσίβλητη.
------------------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η πρωτοδίκως εκδικασθείσα αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο xxx, η οποία είχε εγερθεί από την εφεσίβλητη-ενάγουσα εναντίον του εφεσείοντα-εναγομένου, είχε επιτυχή κατάληξη με την έκδοση απόφασης υπέρ της εφεσίβλητης για το ποσό των €17.086, με νόμιμο τόκο πλέον έξοδα.
Η αγωγή αφορούσε απαίτηση για είσπραξη ποσού ΛΚ10.000 οφειλόμενο από την είσπραξη τραπεζικής επιταγής που φερόταν να είχε εκδώσει η εφεσίβλητη προς τον εφεσείοντα χωρίς οποιοδήποτε νόμιμο αντάλλαγμα και διαζευκτικά ως οφειλόμενο ποσό δυνάμει αδικαιολόγητου πλουτισμού ή ως χρήματα ληφθέντα και εισπραχθέντα ή χρήματα πληρωθέντα εκ λάθους. Τα γεγονότα παρουσίαζαν την εξής εικόνα: Κατά τον ουσιώδη χρόνο της έκδοσης της επιταγής, γραμματέας της εφεσίβλητης ήταν ο Χ. Ι., ο οποίος παρανόμως και δολίως και χωρίς εξουσιοδότηση ή έγκριση από την εφεσίβλητη, παραχώρησε εικονικό δάνειο ή πίστωση ανοίγοντας εικονικό λογαριασμό επ΄ ονόματι ανύπαρκτων προσώπων τα οποία και ουδέποτε υπέγραψαν οποιαδήποτε έγγραφα ή συμφωνίες δανείου. Την ίδια εποχή, δηλαδή, το Σεπτέμβριο του 2002, ο εν λόγω γραμματέας χωρίς εξουσιοδότηση και χωρίς οποιαδήποτε αντιπαροχή εκ μέρους του εφεσείοντα, εξέδωσε προς αυτόν επιταγή για ΛΚ10.000 χρεώνοντας την στον πιο πάνω εικονικό λογαριασμό. Ο εφεσείοντας παρουσίασε την επιταγή σε άλλη τράπεζα και εισέπραξε το ποσό χωρίς να ήταν κάτοχος για αξία ή νομιμοποιημένος κομιστής της επιταγής. Ο εφεσείων στην υπεράσπιση του ισχυρίστηκε ότι έλαβε μεν την επιταγή, αλλά είχε προηγουμένως δώσει σε μετρητά τα χρήματα στον γραμματέα της εφεσίβλητης, με σκοπό την έκδοση της πληρώνοντας μάλιστα και σχετικά δικαιώματα. Δεν είχε καμία σχέση με τον εικονικό λογαριασμό και ούτε πληροφορήθηκε ποτέ για την ύπαρξη αυτού. Ο ίδιος έδωσε αντάλλαγμα για την επιταγή και μάλιστα σε μετρητά και δεν μπορούσε να γνωρίζει τι έπραξε στη συνέχεια ο γραμματέας της εφεσίβλητης, απέρριψε δε τις εναντίον του κατηγορίες για συμμετοχή σε δόλο, απάτη ή συμπαιγνία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε και αξιολόγησε τη σχετική ενώπιον του μαρτυρία, η οποία συνίστατο από δύο μάρτυρες εκ μέρους της εφεσίβλητης, τον ίδιο τον εφεσείοντα και ένα μάρτυρα εκ μέρους του, έκρινε ότι οι μάρτυρες της εφεσίβλητης είχαν με ειλικρίνεια καταθέσει τα όσα είχαν περιέλθει στη γνώση τους από τα έγγραφα και αρχεία της εφεσίβλητης, δεχόμενο ότι κανένα ποσό δεν φαινόταν να είχε καταβληθεί ή κατατεθεί σε μετρητά στους λογαριασμούς της εφεσίβλητης είτε από τον εφεσείοντα, είτε από άλλο πρόσωπο. Αντίθετα, ο εφεσείων δεν εντυπωσίασε ως μάρτυρας αληθείας, κρίνοντας ότι η εκδοχή του ότι είχε δοθεί το ποσό σε μετρητά στον τότε γραμματέα της εφεσίβλητης διότι θα αγόραζε διαμέρισμα και του είχε ζητηθεί να δώσει τραπεζική επιταγή για την προκαταβολή ήταν αναληθής, δεν υποστηριζόταν από οποιαδήποτε γραπτά στοιχεία και δεν γνώριζε ούτε καν το επίθετο του πωλητή του διαμερίσματος. Απέρριψε ως αντιφατική και εκ των υστέρων θέση και τη μαρτυρία του ότι αρχικά είχε ζητήσει να εκδοθεί η επιταγή στο όνομα της πωλήτριας, αλλά επειδή ο γραμματέας είχε καθυστερήσει την έκδοση της, η συμφωνία ναυάγησε και έτσι ζήτησε να του παραδοθούν τα χρήματα του και αντ΄ αυτών, ο γραμματέας του χορήγησε την επιταγή. Και πάλι αντιφατικά, σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του, ανέφερε ότι η πράξη της αγοραπωλησίας δεν τελεσφόρησε λόγω του ότι η πωλήτρια είχε αναχωρήσει για το εξωτερικό. Απέρριψε επίσης τη μαρτυρία του ότι κρατούσε μετρητά ΛΚ10.000, δεδομένου ότι δεν παρουσίασε κανένα στοιχείο για ανάληψη του πιο πάνω ποσού από τράπεζα ή άλλως πως, όπως απέρριψε και τη μαρτυρία ότι η παράδοση της επιταγής έγινε σε ένα καφενείο, αντί στους χώρους της ίδιας της εφεσίβλητης. Απερρίφθη επίσης και η μαρτυρία του Α. Κ., Μ.Υ.2, ο οποίος δεν έπεισε σε καμία περίπτωση ότι ανέφερε την αλήθεια διότι, μεταξύ άλλων, ο ίδιος ο εφεσείων στη μαρτυρία του δεν είχε αναφέρει οτιδήποτε για την παρουσία του Μ.Υ.2 στο μέρος που, όπως είχε ήδη ισχυριστεί, είχε δώσει τα χρήματα στο γραμματέα. Περαιτέρω, τα πρόσωπα τα οποία αναφέρθηκαν από τον εφεσείοντα να ήταν παρόντα δεν περιλάμβαναν τον Μ.Υ.2, ενώ, σε αντίθεση με τη μαρτυρία του εφεσείοντα, ο Μ.Υ.2 ανέφερε ότι μεταγενέστερα αφού ρώτησε τον εφεσείοντα του λέχθηκε ότι είχε αγοράσει το διαμέρισμα, γεγονός που ερχόταν σε πλήρη αντίφαση με όσα ανέφερε ο εφεσείων για ακύρωση της συμφωνίας.
Στη βάση της αξιολόγησης αυτής, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στο άρθρο 30(1) του περί Συναλλαγματικών Νόμου Κεφ. 262, ως προς το ότι ο κάτοχος συναλλαγματικής θεωρείται εκ πρώτης όψεως να έδωσε και αξιόλογη αντιπαροχή. Το δημιουργούμενο κατά τον τρόπο αυτό μαχητό τεκμήριο υπέρ του κατόχου της συναλλαγματικής μπορεί να καταρριφθεί από αυτόν που επικαλείται την έλλειψη της αντιπαροχής. Ενώπιον του το Δικαστήριο δεν είχε οποιοδήποτε στοιχείο που να συνηγορούσε ότι μεταξύ των διαδίκων υπήρχε οποιαδήποτε συμβατική σχέση και ούτε συνδέθηκε η έκδοση της επιταγής με την ύπαρξη εμπρόθεσμης κατάθεσης του εφεσείοντα στην εφεσίβλητη. Το συμπέρασμα και εύρημα του Δικαστηρίου ήταν ότι ο εφεσείων δεν είχε δώσει καμία αντιπαροχή προς την εφεσίβλητη, ο δε εφεσείων γνώριζε κατά τον ουσιώδη χρόνο ότι δεν μπορούσε να επωφεληθεί της αξίας της επιταγής εφόσον δεν είχε δώσει αντιπαροχή. Η χορήγηση της επιταγής προήλθε από παράνομες πράξεις του πρώην γραμματέα της εφεσίβλητης στην άγνοια της ίδιας της εφεσίβλητης, η οποία και δεν εμποδιζόταν να διεκδικήσει το όφελος που αποκόμισε ο εφεσείων από την εξαργύρωση της επιταγής.
Ο εφεσείων επιδιώκοντας την ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης εστίασε την επιχειρηματολογία του στην αντιστροφή του βάρους απόδειξης στην οποία προέβη το Δικαστήριο δεδομένου ότι με το άρθρο 30(2) του Κεφ. 262, το βάρος μετατίθεται στον κάτοχο της συναλλαγματικής μόνο στην περίπτωση που γίνεται δεκτό ή αποδεικνύεται ότι η αποδοχή ή έκδοση ή μεταγενέστερη μεταβίβαση της συναλλαγματικής επηρεάζεται από δόλο, εξαναγκασμό ή βία, φόβο ή παρανομία. Το Δικαστήριο κατέγραψε ως εύρημα ότι δεν υπήρξε δόλος ή απάτη από πλευράς του εφεσείοντα θεωρώντας ότι η μαρτυρία της εφεσίβλητης δεν μπορούσε να υποστηρίξει εύρημα ότι ο εφεσείων γνώριζε οτιδήποτε σχετικό για τις πράξεις και ενέργειες του πρώην γραμματέα. Επομένως, στη βάση του ότι οι μάρτυρες της εφεσίβλητης δεν παρουσίασαν οποιαδήποτε πρωτογενή μαρτυρία ως προς τις συνθήκες έκδοσης της επιταγής, το μαχητό τεκμήριο δεν θα μπορούσε να είχε καταρριφθεί. Κατά τη θέση του εφεσείοντα, το τεκμήριο που δημιουργεί το άρθρο 30(1) του Κεφ. 262, μπορεί να εκθεμελιωθεί μόνο στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας της ίδιας της εφεσίβλητης και όχι στη βάση της μαρτυρίας του εφεσείοντα.
Περαιτέρω, εφόσον δεν υπήρξε πρωτογενής μαρτυρία που να διαφωτίσει ως προς τις ακριβείς συνθήκες που περιέβαλλαν την υπόθεση, η μαρτυρία των μαρτύρων της εφεσίβλητης έπρεπε να είχε απορριφθεί, ο δε εφεσείων δεν θα μπορούσε να γνωρίζει τις εσωτερικές διεργασίες της εφεσίβλητης, ούτε είχε και υποχρέωση να διερευνήσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκε η επίδικη επιταγή. Εν πάση περιπτώσει, και εάν γινόταν δεκτή η θέση περί δόλιας και παράνομης ενέργειας του γραμματέα, τότε κανένα νόμιμο δικαίωμα δεν θα μπορούσε να είχε προκύψει προς όφελος της εφεσίβλητης, λόγω παρανομίας στην όλη συναλλαγή.
Η εφεσίβλητη, αντίθετα, θεωρεί την απόφαση ορθή στη βάση του ότι η μαρτυρία της είχε στόχο να δείξει τη σύνδεση του εφεσείοντα με την επιταγή και ιδιαιτέρως την έλλειψη, υπό τις περιστάσεις, οποιασδήποτε αντιπαροχής εκ μέρους του. Με βάση το εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι μάρτυρες της εφεσίβλητης είχαν πει την αλήθεια, εναπόκειτο στον εφεσείοντα να δώσει μια εκδοχή που να ήταν πιστευτή, κάτι το οποίο, όμως, απέτυχε πλήρως να πράξει. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας πρωτοδίκως έγινε με μεγάλη προσοχή και δόθηκαν ικανοποιητικοί λόγοι για την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα και του μάρτυρα του και ήταν σαφές ότι ο εφεσείων παρέλαβε την επιταγή χωρίς κανένα απολύτως αντάλλαγμα. Τέλος, η όποια παρανομία δεν μόλυνε τη σχέση των διαδίκων εφόσον το εύρημα του Δικαστηρίου ήταν ότι καμία συμβατική ή άλλη σχέση δεν είχε η εφεσίβλητη με τον εφεσείοντα.
Η εξέταση των λόγων έφεσης πρέπει να αρχίσει από αυτούς που σχετίζονται με την αξιολόγηση. Και επ΄ αυτών, σύντομη είναι η απάντηση. Αναδρομή στα πρακτικά, αλλά και στη λογική του πράγματος, δεν αφήνει αμφιβολία ότι η αξιολόγηση ήταν πλήρης με ευκρινείς τους λόγους προτίμησης της μαρτυρίας των δύο μαρτύρων της εφεσίβλητης της Χ. Η., Μ.Ε.1, γραμματέα της, και Λ. Λ., Μ.Ε.2, πρώτου συνεργατικού λειτουργού στην Υπηρεσία Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών. Η μαρτυρία αυτή βεβαίως και δεν ήταν πρωτογενής εφόσον δεν ήσαν οι απευθείας εμπλεκόμενοι στη συναλλαγή του πρώην γραμματέα και του εφεσείοντα. Η εξ ακοής μαρτυρία τους όμως δεν αφίσταται εκείνης της ποιότητας που ήταν αναγκαία, προερχόμενη και υποστηριζόμενη από τα αρχεία, τις συναλλαγές και τα έγγραφα που διατηρούνταν στην εφεσίβλητη. Προέκυψαν ως αναντίλεκτα γεγονότα ότι ο πρώην γραμματέας είχε προβεί σε αριθμό ατασθαλιών και καταχρήσεων με αποτέλεσμα στο τέλος της ημέρας να καταδικαστεί σε φυλάκιση. Μεταξύ των διερευνηθέντων ατασθαλιών ήταν και η επίδικη συναλλαγή. Είχε καταρτιστεί εικονική συμφωνία δανείου στο όνομα ανύπαρκτων προσώπων, με άνοιγμα αντίστοιχου λογαριασμού, μέρος δε του ποσού, ύψους ΛΚ10.000 είχε πληρωθεί με επιταγή στον εφεσείοντα, η οποία στη συνέχεια εξαργυρώθηκε και χρεώθηκε στον εικονικό λογαριασμό.
Κανένα έγγραφο και καμιά συμφωνία δεν έδειχνε οποιαδήποτε οφειλή της εφεσίβλητης προς τον εφεσείοντα και ούτε δόθηκε οποιοδήποτε αντάλλαγμα για το ποσό της επιταγής, ούτε και αυτό καταβλήθηκε τοις μετρητοίς από τον εφεσείοντα ή άλλο, εκ μέρους του, πρόσωπο. Ούτε βέβαια και σχετική απόδειξη υπήρχε στα αρχεία της εφεσίβλητης για την καταβολή ή είσπραξη τέτοιου ποσού.
Στην εξέλιξη του δικαίου της απόδειξης με τις τροποποιήσεις που επήλθαν, η εξ ακοής μαρτυρία είναι αποδεκτή και σε περιπτώσεις, όπως η παρούσα, είναι και η μοναδική που προσφέρεται ως υπάρχουσα και αποτελεί βεβαίως και την καλύτερη δυνατή μαρτυρία δεδομένου ότι στηρίζεται σε αρχεία και έγγραφα ή την απουσία αυτών.
Αντίθετα η θέση του εφεσείοντα ευλόγως απερρίφθη ως αναξιόπιστη. Ήταν εξωπραγματική η εκδοχή του περί καταβολής ΛΚ10.000 σε μετρητά σε καφετέρια ξενοδοχείου στην Πάφο και μάλιστα χωρίς απόδειξη για να εκδοθεί αργότερα επιταγή για να πληρώσει προκαταβολή σε πωλήτρια διαμερίσματος το επίθετο της οποίας ούτε καν γνώριζε. Και αυτά, ενώ δήλωνε ότι δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να αιτηθεί δανείου κανονικά από την εφεσίβλητη ή άλλη τράπεζα. Ούτε ήταν πειστική η θέση του ότι η πωλήτρια ήθελε επιταγή γιατί δεν ήθελε να εκδώσει απόδειξη, αλλά και ο ίδιος θα θεωρούσε ως απόδειξη την επιταγή.
Με δεδομένη την ορθότητα της αξιολογικής κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το νομικό και κύριο σημείο που προώθησε ο εφεσείων δεν είναι δόκιμο. Αυτό, πρωτίστως διότι το άρθρο 30(1) του Κεφ. 262, δημιουργεί ένα εκ πρώτης όψεως τεκμήριο, μαχητό βεβαίως, ότι ο έχων επί της συναλλαγματικής υπογραφή θεωρείται ότι έχει καταστεί μέρος αυτής για αξία. Ο εφεσείων κατέθεσε την επιταγή στη Universal Bank όπου διατηρούσε λογαριασμό και την εξαργύρωσε. Αποδείχθηκε, όμως, σύμφωνα με το εύρημα του Δικαστηρίου το οποίο παραμένει αλώβητο, ότι ουδέποτε έδωσε αντάλλαγμα για την έκδοση από την εφεσίβλητη της επιταγής. Έπεται ότι ο εφεσείων ουδέποτε έγινε μέρος της συναλλαγματικής για αξία. Στον Byles on Bills of Exchange and Cheques 29η Έκδ., σελ. 264, όπου σχολιάζεται το αντίστοιχο άρθρο του Bill of Exchange Act 1882, αναφέρεται ότι σε ένα σύνηθες συμβόλαιο ή συμφωνία χρειάζεται στη δικογράφηση σχετικής αγωγής να καταγραφεί η ύπαρξη καλής αντιπαροχής. Το αυτό δεν συμβαίνει επί αγωγής για επιταγής λόγω του μαχητού τεκμηρίου, παρόλο που κατά το πρότυπο στους Bullen & Leake & Jacob's Precedents of Pleading 17η Έκδ., Τόμος 1, παρ. 7-16, αυτό είναι εν πάση περιπτώσει επιθυμητό.
Κατά παρόμοιο τρόπο και το μαχητό τεκμήριο του άρθρου 30(2), έχει εξουδετερωθεί στη βάση του ότι ο εφεσείων δεν είχε, σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, δώσει οποιαδήποτε αντιπαροχή. Το εδάφιο (2) δεν ομιλεί, ούτε προνοεί, ούτε προϋποθέτει για συμμετοχή του κατόχου της συναλλαγματικής σε δόλο, εξαναγκασμό, βία, φόβο ή παρανομία. Εκείνο το οποίο τίθεται ως προϋπόθεση για μεταφορά του βάρους απόδειξης είναι να γίνει δεκτό ή να αποδειχθεί ότι η αποδοχή, έκδοση ή μεταγενέστερη μεταβίβαση «επηρεάζεται» από τα πιο πάνω. Στο Αγγλικό κείμενο του s.30(2) του Act of 1882, χρησιμοποιούνται οι λέξεις «is affected». Επομένως, από τη μαρτυρία που έγινε δεκτή από το Δικαστήριο ευλόγως η έκδοση της επιταγής θεωρείται ότι επηρεαζόταν από δόλο και παρανομία και εναπόκειτο πλέον στον εφεσείοντα να αποδείξει ότι «έχει δοθεί καλή τη πίστει αξία στη συναλλαγματική». Και αυτό μπορεί να αποδειχθεί με μαρτυρία «εν συνεχεία του ισχυριζομένου δόλου ή της παρανομίας». Με άλλα λόγια, έστω και η αρχική έκδοση της επιταγής μιαίνετο από δόλο ή παρανομία, παραμένει καλό αξιόγραφο εάν φανεί μεταγενέστερα ότι όντως δόθηκε «καλή τη πίστει» αξία στη συναλλαγματική.
Εάν ο ενάγων ή το μέρος που έχει δώσει την αξία είναι εν ζωή, τότε αναμένεται να κληθεί και να καταθέσει ότι δεν είχε καμία γνώση του δόλου ή της απάτης. Αν δεν μπορεί να κληθεί, τότε απόδειξη του γεγονότος ότι έχει δοθεί πλήρης αξία στη συναλλαγματική θα αποτελεί καλή μαρτυρία και απόδειξη ότι δεν γνώριζε για το δόλο και τελούσε σε άγνοια περί αυτού. (Byles on Bills of Exchange and Cheques - ανωτέρω -, σελ. 265, παρ. 10-006 και υποσημείωση 14).
Από τα ενώπιον του Εφετείου πρωτοδίκως διαπιστωθέντα γεγονότα είναι πρόδηλο ότι δεν μπόρεσε ο εφεσείων να δείξει, πόσο μάλλον να αποδείξει, ότι δόθηκε αξία στη συναλλαγματική, και μάλιστα καλή τη πίστει. Δεν υπήρξε καμιά αντιστροφή του βάρους απόδειξης, ως εισηγήθηκε ο εφεσείων, ούτε και το Δικαστήριο στηρίχθηκε ή απομόνωσε τη μαρτυρία του εφεσείοντα για να καταλήξει ότι δεν δόθηκε αντιπαροχή. Αφού ευλόγως αξιολόγησε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης, κατέληξε, ορθά νομικώς, ότι η επιταγή εκδόθηκε ως αποτέλεσμα δόλου και παρανομίας, άρα χωρίς αντιπαροχή ή αξία την οποία, ο εφεσείων, έχοντας πλέον το βάρος να δείξει ότι είχε δοθεί τέτοια αξία, απέτυχε πλήρως να πράξει.
Όσον αφορά το ζήτημα της ευρύτερης παρανομίας ώστε η όλη συναλλαγή να ήταν αποτέλεσμα πράξεως που δεν θα μπορούσε το Δικαστήριο να εφαρμόσει, παρατηρείται, όπως υπέδειξε και το Δικαστήριο πρωτοδίκως, ότι ο δόλος δεν επηρέαζε το δικαίωμα της εφεσίβλητης να αναζητήσει θεραπεία εφόσον δεν ήταν η ίδια συμμέτοχη στο δόλο ή την παρανομία. Ο πρώην γραμματέας είχε ενεργήσει έξω από τα νόμιμα καθήκοντα του και δεν δεσμευόταν η εφεσίβλητη από τις παράνομες ενέργειες του.
Η έφεση απορρίπτεται, με €2.500 έξοδα εναντίον του Εφεσείοντος και υπέρ της εφεσίβλητης.
Δ.
Δ.
Δ.