ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2019:D64
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(Αίτηση Νομικής Αρωγής Αρ. 17/2019)
27 Φεβρουαρίου 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ (Αρ. 1) ΤΟΥ 2003
Ο ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΝΟΜΟΣ (Ν. 165(Ι)/2002)
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΠΑΡΟΧΗ ΔΩΡΕΑΝ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ
ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ
XXX KAUR
--------------------------------------------------
Η Αιτήτρια εμφανίζεται προσωπικά.
Φρ. Σωτηρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα.
Ο κ. A.S. Kapoor ορκίζεται ότι θα μεταφράζει πιστά και αληθινά από τα Punjabi στα Αγγλικά και αντίστροφα.
Η κα Λ. Στεφανίδου ορκίζεται ότι θα μεταφράζει πιστά και αληθινά από τα Αγγλικά στα Ελληνικά και αντίστροφα.
-----------------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η αιτήτρια, καταγόμενη από την Ινδία, υπέβαλε στις 29.1.2019 αίτημα για Νομική Αρωγή στη βάση του σχετικού Νόμου και των Κανονισμών. Σε αυτή αναφέρεται απλά ότι το αίτημα σχετίζεται με την παροχή υπηρεσιών δικηγόρου εναντίον της κράτησης της και ότι η οικογένεια της είναι πολύ πτωχή και θα ήθελε να παραμείνει στη Δημοκρατία για να τη βοηθήσει. Η αιτήτρια ήλθε στην Κύπρο ως οικιακή βοηθός, είναι ελεύθερη και δεν έχει οποιαδήποτε εισοδήματα.
Η αίτηση επιδόθηκε στη Νομική Υπηρεσία, η οποία κατέθεσε σχετικό Σημείωμα με συνοδευτικά έγγραφα και με το οποίο εκφράζει τη διαφωνία της για την παροχή νομικής αρωγής. Ως συνάγεται από το Σημείωμα, η αιτήτρια αφίχθηκε στη Δημοκρατία στις 5.2.2016 με σκοπό την εργασία ως οικιακή βοηθός, αποδεσμεύθηκε όμως από τον εργοδότη της στις 20.7.2016 με σκοπό να εξεύρει νέο εργοδότη εντός μηνός, πράγμα το οποίο δεν έπραξε διαμένοντας έκτοτε στη Δημοκρατία παρανόμως, με αποτέλεσμα να συλληφθεί για το αδίκημα της παράνομης παραμονής και να τεθεί υπό κράτηση στις 4.10.2016. Την επομένη εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης, τα οποία όμως στις 10.10.2016 ακυρώθηκαν λόγω του ότι υπήρχε προτιθέμενος νέος εργοδότης. Το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης εξέδωσε άδεια διαμονής στην αιτήτρια μέχρι την 1.11.2019.
Στις 20.2.2017, ο νέος εργοδότης της ενημέρωσε το Τμήμα ότι η αιτήτρια εγκατέλειψε το χώρο εργασίας της χωρίς προειδοποίηση. Στις 8.3.2017, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία, όμως η Υπηρεσία Ασύλου την απέρριψε στις 7.8.2017, όπως απορρίφθηκε και η διοικητική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων στις 5.9.2018. Η αιτήτρια εν τέλει συνελήφθη στις 27.11.2018, όταν, συνοδεύοντας ομοεθνή της σε αστυνομικό σταθμό, διαπιστώθηκε ότι παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία. Την επομένη 28.11.2018 εκδόθηκαν νέα διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον της αιτήτριας δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε. Έκτοτε η αιτήτρια παραμένει στο κέντρο της Μενόγειας αναμένοντας την απέλαση της.
Η κα Σωτηρίου, εκ μέρους της Νομικής Υπηρεσίας, εισηγήθηκε ότι η αιτήτρια δεν μπορεί να είναι δικαιούχος Νομικής Αρωγής διότι αυτή κηρύχθηκε απαγορευμένη μετανάστρια και κρατείται έως ότου απελαθεί, «καθότι διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής (άρθρο ΠΣΤ(1)) και παρεμπόδισης της διαδικασίας απέλασης». Εφόσον τα διατάγματα που εκδόθηκαν αφορούν κράτηση και απέλαση και όχι απόφαση επιστροφής ή απομάκρυνσης ή απαγόρευση εισόδου, η περίπτωση κράτησης της αιτήτριας δεν καλύπτεται από το άρθρο 6Γ(2) του Νόμου, το οποίο προνοεί για άσκηση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου. Ούτε καλύπτεται από τον περί Νομικής Αρωγής Νόμο για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus για να ελεγχθεί η διάρκεια κράτησης και ούτε εμπίπτει στην κατηγορία των αιτητών διεθνούς προστασίας εφόσον εκδόθηκαν ήδη απορριπτικές αποφάσεις.
Τέθηκε το ερώτημα από το Δικαστήριο για τους λόγους μη απέλασης μέχρι στιγμής και εάν ο Υπουργός Εσωτερικών επανεξέτασε τη διάρκεια της κράτησης ανά δίμηνο, όπως υποχρεούται εκ του Νόμου. Κατά την επόμενη δικάσιμο, η ευπαίδευτη συνήγορος πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι ο λόγος της μη απέλασης ήταν ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι υπέβαλε αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου της στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, αλλά από την έρευνα που έγινε από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, τέτοιο αίτημα δεν είχε υποβληθεί. Η κα Σωτηρίου επίσης πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι δεν έγινε επανεξέταση από τον Υπουργό, επιμένοντας όμως εν τέλει στη θέση ότι η αιτήτρια εφόσον δεν μπορεί να θεωρηθεί αιτήτρια ασύλου δεν δικαιούται σε Νομική Αρωγή για να αμφισβητήσει τη διάρκεια κράτησης της. Αποτέλεσε τη θέση της ότι το σχετικό άρθρο του περί Νομικής Αρωγής Νόμου αφορά τις περιπτώσεις αιτητή ασύλου ο οποίος κρατείται και όχι τις περιπτώσεις όπου κρατείται με διάταγμα κράτησης προς το σκοπό απέλασης. Η αιτήτρια ερωτηθείσα εκ νέου ως προς τις θέσεις της ανέφερε απλά ότι η ίδια επιθυμεί να επανανοίξει την υπόθεση της και να παραμείνει στη Δημοκρατία.
Ως συνήθως, οι αιτητές για Νομική Αρωγή δεν είναι σε θέση να προσδιορίσουν οι ίδιοι νομικά το λόγο για τον οποίο ζητούν Νομική Αρωγή. Θέτουν το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσουν το αίτημα για την προς αυτούς παροχή Νομικής Αρωγής για να μπορέσουν να ελέγξουν τα δεδομένα που έχουν δημιουργηθεί εναντίον τους. Εδώ είναι φανερό ότι η αιτήτρια επιδιώκει να ελέγξει την κράτηση της και αυτό μπορεί να εκληφθεί μόνο ως επιθυμία να υποβάλει αίτημα Habeas Corpus, εάν και εφόσον το δικαιούται, δεδομένου ότι η αίτηση της καταχωρήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο και όχι στο Διοικητικό Δικαστήριο, έχοντας επίσης υπόψη ότι ως διαφάνηκε από την ενώπιον του Δικαστηρίου συζήτηση, ήδη παρήλθε ο χρόνος των 75 ημερών για να ασκήσει προσφυγή επί της απορριπτικής απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων. Επομένως, το Δικαστήριο θα εξετάσει το αίτημα θεωρώντας ότι στοχεύει στην καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus.
Εξετάζοντας την αίτηση διαπιστώνεται από τα συνημμένα στο Σημείωμα της Νομικής Υπηρεσίας ότι τα διατάγματα κράτησης και απέλασης της αιτήτριας εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου 18ΠΣΤ(1) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105, ως τροποποιήθηκε, και ταυτόχρονα εκδόθηκε και διάταγμα όπως η αιτήτρια απελαθεί στην Ινδία και αναχωρήσει από τη Δημοκρατία το συντομότερο δυνατό και στη συνέχεια να παραμείνει εκτός της Δημοκρατίας για περίοδο πέντε ετών. Η κράτηση και απέλαση κρίθηκαν αναγκαίες λόγω κινδύνου διαφυγής ή παρεμπόδισης της διαδικασίας απέλασης. Έχει όμως διαπιστωθεί ότι η αιτήτρια ήταν και είναι κάτοχος διαβατηρίου και δεν έχει εξηγηθεί προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου για ποιο λόγο δεν κατέστη ακόμη δυνατή η απέλαση. Η αιτιολογία που δόθηκε ότι είχε υποβάλει αίτημα για επανάνοιγμα της υπόθεσης συνοδεύθηκε από την ταυτόχρονη θέση ότι σύμφωνα με τα αρχεία της Υπηρεσίας δεν διαπιστώθηκε να υποβλήθηκε τέτοιο αίτημα. Δεν τέθηκαν όμως ενώπιον του Δικαστηρίου συγκεκριμένες ημερομηνίες διαπίστωσης των πιο πάνω και εφόσον φαίνεται ότι ουδέποτε υπεβλήθη τέτοιο αίτημα, προκύπτει ως εύλογο το ερώτημα ως προς το λόγο μη απέλασης μέχρι στιγμής.
Το άρθρο 18ΠΣΤ(1)(4) του πιο πάνω Νόμου, ρητά αναφέρει ότι ο Υπουργός Εσωτερικών επανεξετάζει κάθε διάταγμα κράτησης το οποίο εκδίδει δυνάμει του άρθρου, αυτεπάγγελτα ανά δίμηνο και σε οποιοδήποτε εύλογο χρονικό διάστημα μετά από αίτηση του επηρεαζομένου ατόμου. Δυνάμει δε του εδαφίου (5)(α), η διάρκεια κράτησης βάσει του άρθρου 18ΠΣΤ, το οποίο έχει ως πλαγιότιτλο τη λέξη «κράτηση», υπόκειται σε αίτηση για την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus. Κατά το εδάφιο (7) του ιδίου άρθρου, η κράτηση εξακολουθεί για όλη τη χρονική περίοδο κατά την οποία πληρούνται οι όροι του εδαφίου (1) και είναι αναγκαία για να διασφαλιστεί η επιτυχής απομάκρυνση και εν πάση περιπτώσει δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες.
Η αρχή που διατυπώνεται στο εδάφιο (1), είναι ότι όπου μπορούν να εφαρμοστούν άλλα επαρκή και αποτελεσματικά μέτρα, αλλά λιγότερο αναγκαστικά, αυτά πρέπει να εφαρμόζονται, διαφορετικά ο Υπουργός Εσωτερικών εκδίδει διάταγμα για κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης. Συνάγεται από όλο το πνεύμα του άρθρου 18ΠΣΤ και το λεκτικό των διαφόρων εδαφίων αυτού, ότι η κράτηση δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερη της απολύτως αναγκαίας, εξ ου και ο Υπουργός υποχρεούται να επανεξετάζει την κράτηση ανά δίμηνο.
Η ανάγνωση του άρθρου 6Β(7), δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τον τρόπο που εισηγήθηκε η ευπαίδευτος συνήγορος, δηλαδή, ως μη καλύπτον αιτητή για διεθνή προστασία του οποίου η αίτηση έχει απορριφθεί, τόσο διότι η υποπαράγραφος (β) τίθεται διαζευκτικά προς την υποπαράγραφο (α), όσο και διότι τέτοια ερμηνεία θα αποστερούσε ένα αιτητή του οποίου η αίτηση για άσυλο έχει απορριφθεί, από τη δυνατότητα να ελέγξει τη διάρκεια της κράτησης, όπως ακριβώς αναφέρει η υποπαράγραφος (β).
Η περί Νομικής Αρωγής νομοθεσία θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως τόσο της φιλοσοφίας αυτής, όσο και υπό το φως των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου και τη νομοθεσία περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης. Η υποχρέωση κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για Νομική Αρωγή πηγάζει από τη συμμόρφωση της Δημοκρατίας αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα και η σχετική νομοθεσία πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά ούτως ώστε να καλύπτει και περίπτωση όπως την υπό εξέταση, διαφορετικά ένας αλλοδαπός δυνατόν να παραμένει υπό κράτηση για μεγαλύτερο του αναγκαίου χρονικού διαστήματος χωρίς να μπορεί να την ελέγξει, αλλά και χωρίς να δίνονται εξηγήσεις από τη Δημοκρατία για το λόγο ή λόγους της καθυστέρησης στην εκτέλεση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης. Η κράτηση με το αιτιολογικό ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής ή παρεμπόδισης της διαδικασίας απέλασης δεν μπορεί να παραμένει ανεξέλεγκτος όταν η ίδια η Δημοκρατία, διά των αρμοδίων Τμημάτων της, δεν φροντίζει το ενωρίτερο δυνατόν να απελάσει τον αλλοδαπό. Εξ ου και η διάρκεια της κράτησης μπορεί και πρέπει να ελέγχεται με το προνομιακό ένταλμα τύπου Habeas Corpus, το οποίο πρέπει να είναι διαθέσιμο ακόμη και αν η αίτηση για άσυλο ή διεθνή προστασία έχει αποτύχει. Διαφορετική αντιμετώπιση θα καταστρατηγούσε την όλη φιλοσοφία που επιβάλλει τη μικρότερη δυνατή κράτηση αφενός και θα αποστερούσε από τον αλλοδαπό τη δυνατότητα να ελέγξει αποτελεσματικά τη διάρκεια κράτησης του και κάθε στάδιο αυτής, αφετέρου. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί η κράτηση ατόμου να δικαιολογείται πέραν του απολύτως αναγκαίου είτε εξετάζεται ακόμη η αίτηση του για διεθνή προστασία, είτε απορρίπτεται. Ακριβώς διότι ελέγχεται η διάρκεια της κράτησης τα αρμόδια Τμήματα οφείλουν να εξετάζουν την αίτηση με την αναγκαία σπουδή, ή, αν αυτή απορρίπτεται, η Δημοκρατία δεν μπορεί να κρατεί τον αιτούντα κατά το δοκούν.
Υπό το φως των ανωτέρω εγκρίνεται το αίτημα για Νομική Αρωγή της αιτήτριας και εκδίδεται σχετικό πιστοποιητικό Νομικής Αρωγής με σκοπό η αιτήτρια να έχει τις υπηρεσίες δικηγόρου για να δυνηθεί να υποβάλει αίτηση για την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus.
Τα έξοδα των μεταφραστών να καλυφθούν από τη Δημοκρατία.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ